Αναγνώστες

Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2013

Die Bestimmung des Menschen Ναζισμός και εργατική τάξη(IV)-Προλεταριακή αντι-βία στους δρόμους του Βερολίνου ( αναδημοσιευση )

Ναζισμός και εργατική τάξη(IV)-Προλεταριακή αντι-βία στους δρόμους του Βερολίνου






Αποσπάσματα από τη διάλεξη που έδωσε ο Sergio Bologna στο συνέδριο που διοργα-
νώθηκε στο Εργατικό Κέντρο του Μιλάνο στις 3 Ιουνίου 1993, με αφορμή τα 60 χρό­-
νια από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία.
Εκδόσεις antifa scripta



Τα χρόνια τον ακήρυχτου εμφυλίου
Θα ήθελα, τώρα, να θίξω ένα πρόβλημα που έχει απα­σχολήσει πολλές φορές τους ιστορικούς και συμπυ­κνώνεται στο εξής ερώτημα: γιατί η γερμανική εργατι­κή τάξη δεν εξεγέρθηκε (με οδοφράγματα, γενικές α­περγίες, καταλήψεις εργοστασίων, σιδηροδρομικών σταθμών κλπ) εναντίον του Χίτλερ το 1933; Γιατί δεν όρθωσε μια αξιοπρεπή αντίσταση την προγενέστερη περίοδο; Η αλήθεια είναι πως το ερώτημα αυτό ανή­κει σ’ ένα ρεπερτόριο ψευδών προβληματισμών. Προ­βληματισμών που κατασκευάστηκαν από μια συγκε­κριμένη μερίδα ιστορικών πάνω στην προσπάθειά τους να αποκρυψουν μια σημαντική αλήθεια. Το ότι έ­να τμήμα του γερμανικού προλεταριάτου -ειδικά στα μεγάλα αστικά και βιομηχανικά κέντρα- οργανωμένο εν μέρει από το Κ. Κ. αλλά και έχοντας δημιουργήσει αυτόνομες μορφές αυτοάμυνας, επιχείρησε με κάθε μέσο να αντισταθεί στους Ναζί κατά τα τελευταία χρό­νια της Βαϊμάρης. Μια απόπειρα που έλαβε χώρα την ίδια περίοδο που οι ομάδες κρούσης του Χίτλερ και οι πυρήνες Ναζιστών στα εργοστάσια γίνονταν μέρα με τη μέρα όλο και πιο επιθετικοί, κατακτώντας κομμάτι κομμάτι νέα εδάφη.

Σε μια προσπάθεια να “υπερασπιστούν” τη γερμανι­κή εργατική τάξη από την ατιμωτική κατηγορία πως “δεν σήκωσε κεφάλι”, κάποιοι ιστορικοί υποστήριξαν πως το προλεταριάτο που θα μπορούσε υποθετικά να ορθώσει κατά τόπους αντιστάσεις στους Ναζί, ζούσε μια ζωή τόσο φριχτά φτωχική (δεδομένου πως αποτελείτο σχεδόν εξολοκλήρου από μακροχρόνια ανέρ­γους), που ακόμα και να υπήρχε κάποια υποκειμενική διάθεση για αγώνα, η διάρκειά του θα ήταν εξαιρετι­κά εφήμερη. Η αντίληψη αυτή μπορεί να εμπεριέχει ένα μεγάλο ποσοστό αλήθειας (εξαιτίας της λειτουργί­ας του συστήματος Πρόνοιας που περιγράψαμε παρα­πάνω), ακόμα κι έτσι όμως εξακολουθεί να αποφεύγει
το ακανθώδες ερώτημα. Το πώς, δηλαδή, θα μπορού­σε να οργανωθεί η βίαιη σύγκρουση στις πόλεις, εν μέ­σω μιας κατάστασης με έντονα στοιχεία κοινωνικής α­ποσύνθεσης, και με αντίπαλο μια πάνοπλη κρατική δομή που διέθετε όλα τα αναγκαία μέσα για την υπεράσπιση του νόμου και της τάξης.

[...]Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως την περίοδο εκείνη οι Σοσιαλδημοκράτες διέθεταν σημαντική δύναμη στον τομέα της δημόσιας τάξης, κυρίως λόγω του διορισμού του Καρλ Σέβερινγκ [Carl Severing] ως Υπουργού Ε­σωτερικών του Ράιχ το 1928. Το Σ.Κ. εκμεταλλεύτηκε το γεγονός αυτό, ξεκινώντας μια εξαιρετικά αποτελε­σματική αναδιοργάνωση της αστυνομίας, με βασικό στόχο τη δημιουργία ειδικών σωμάτων καταστολής των μπολσεβίκικων εξεγέρσεων. Δεν χρειάζεται, φυσι­κά, ν’ αναφέρουμε πως τα εν λόγω σώματα δεν υπήρ­ξαν ούτε στο ελάχιστο αποτελεσματικά όταν είχαν να κάνουν με την καταστολή του ναζιστικοΰ γκανγκστερι­σμού. Κι όπως ήταν αναμενόμενο, η κατάσταση αυτή επιδείνωσε την ιστορική ρήξη μεταξύ Σοσιαλδημο­κρατών και Κομμουνιστών, μια ρήξη που βαστούσε α­πό την εποχή της δολοφονίας των Λούξεμπουργκ και Λίμπκνεχτ και έφτασε στο “σημείο δίχως γυρισμό” την Πρωτομαγιά του 1929.
Όπως ίσως γνωρίζετε, η Πρωτομαγιά δεν ήταν αρ­γία στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Ο Χίτλερ ήταν αυ­τός που την ανακήρυξε σε Εργατική και αυτό μόλις το 1933. Ο εορτασμός της συνεπώς είχε μετατραπεί σε ζήτημα υψίστης σημασίας αλλά και σε πρόβλημα δη­μόσιας τάξης. Από τη μία, υπήρχαν οι Κομμουνιστές,οι κοινωνικοί επαναστάτες, οι αναρχικοί που επιθυμού­σαν να την μετατρέψουν σε ημέρα πάλης, σε ένα ανοι­χτό προλεταριακό φεστιβάλ, σε μια πρόκληση για το
κεφάλαιο και την εξουσία. Κι από την άλλη, υπήρχαν οι Σοσιαλδημοκράτες, που παλινδρομούσαν ανάμεσα στη νομιμότητα και στην ανάγκη του να κάνουν μια τέ­τοια μέρα αισθητή την παρουσία τους. Η Πρωτομαγιά του 1929 στο Βερολίνο βρέθηκε να διεξάγεται μέσα σε ιδιαίτερα τεταμένο κλίμα, λόγω της αναδυόμενης οικο­νομικής κρίσης, αλλά και της ταυτόχρονης κρίσης του πολιτικού συστήματος.

Ο αρχηγός της αστυνομίας στο Βερολίνο (ένας Σοσιαλδημοκράτης με το όνομα Zorgiebel) είχε ήδη απαγορεύσει όλες τις διαδηλώσεις στην πόλη από το Δεκέμβριο του 1928. Το Μάρτη του 1929 επέκτεινε την απαγόρευση σε όλη την Πρωσία για να την ανανεώσει την Πρωτομαγιά του 1929, ζητώ­ντας από τα συνδικάτα να απέχουν από τις συγκεντρώ­σεις και τις διαδηλώσεις και να οργανώσουν εκδηλώ­σεις αποκλειστικά σε κλειστούς χώρους. Οι Κομμουνι­στές απεναντίας αποφάσισαν να αψηφήσουν την απα­γόρευση και να κατέβουν στο δρόμο. Την ίδια στιγμή που οι Σοσιαλδημοκράτες διοργάνωναν τις πρωτομα­γιάτικες εκδηλώσεις τους σε θέατρα και κομματικά γραφεία, οι Κομμουνιστές αντέτασσαν το “Δεν δεχόμα­στε την απαγόρευση. Θα διαδηλώσουμε στους δρόμους και αν η αστυνομία μας επιτεθεί θα καλέσουμε γενική απεργία την επόμενη μέρα”. Κι όντως έτσι έγινε.Όπως προέκυψε έπειτα από έρευνες στα αρχεία της, η αστυνομία προχώρησε σε προσχεδιασμένη επίθεση,οργανωμένη από τις ειδικές μονάδες καταστολής. Η κίνηση αυτή οδήγησε στο ξέσπασμα βίαιων επεισοδί­ων τα οποία έφτασαν να συμπεριλάβουν ακόμα και τους εργάτες που έφευγαν από τις “εσωτερικού χώρου” εκδηλώσεις των σοσιαλδημοκρατικών συνδικάτων. Συ­νεπές στις διακηρύξεις του, το Κομμουνιστικό Κόμμα κάλεσε σε γενική απεργία την αμέσως επόμενη μέρα,αλλά παρά τις πιέσεις από πολλούς αγωνιστές του για διανομή όπλων δεν προχώρησε σε κάτι τέτοιο.
Εντούτοις, τα οδοφράγματα που στήθηκαν στις γειτο­νιές του Neukölln και του Wedding ανάγκασαν την αστυ­νομία να πολιορκήσει την περιοχή επί τρεις μέρες πριν καταφέρει τελικά να επιβάλει την τάξη.Ο τελικός απολογισμός ήταν εξαιρετικά βαρύς: 30 νεκροί (όλοι τους διαδηλωτές), 200 τραυματίες, 1.200 συλληφθέντες, εκ των οποίων οι 44 προφυλακίστηκαν.Ο Πρώσος Υπουργός Εσωτερικών αδράττοντας την ευκαιρία έθεσε σε απαγόρευση όλες τις μαζικές οργα­νώσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος. Οι σχέσεις Κομμουνιστών και Σοσιαλδημοκρατών είχαν πια ραγί­σει για τα καλά και δεν σήκωναν γιατρειά. Χρόνια αρ­γότερα, έρευνες που βασίστηκαν σε προφορικές πηγές 
απέδειξαν πως τα γεγονότα αυτά εγγράφηκαν στη μνήμη πολλών αγωνιστών (και όχι αποκλειστικά Κομ­μουνιστών) ως το “σημείο χωρίς επιστροφή”: το σημεί­ο όπου κάθε αίσθηση συγγένειας με το Σ.Κ. εγκαταλείφθηκε οριστικά. Σε αντίθεση με την περίπτωση της δολοφονίας των Λούξεμπουργκ και Λίμπκνεχτ -η οποία δεν είχε αποδοθεί πλήρως στο Noske αλλά και στα Freikorps-,οι ευθύνες για την καταστολή της Πρωτομαγιάς του 1929 αποδόθηκαν χωρίς περιστρο­φές στην ηγεσία των Σοσιαλδημοκρατών. Ο Μάης του 1929 ήταν συνεπώς μια πληγή που χώρισε την γερμα­νική εργατική τάξη στα δύο, παραμονές της τελικής σύγκρουσης με τα ναζιστικά τάγματα.
Θα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας πως η γιγάντω­ση του Εθνικοσοσιαλισμού έλαβε χώρα αρχικά στο Νότο και πιο συγκεκριμένα στη Βαυαρία, προτού εξα­πλωθεί στην αγροτική περιφέρεια της Κεντροανατολικής Γερμανίας και κατόπιν βορειοανατολικά στην υφαντουργική περιοχή της Θουριγγίας και της Σαξωνίας, αλλά και βορειοδυτικά στις καθολικές περιοχές του Μπάντεν, της Ρηνανίας και της Βεστφαλίας. Η κίνησή του προς τα βόρεια έμοιαζε με κλοιό που στόχευε τις 
κόκκινες μητροπόλεις και τα λιμάνια του Βορρά και ειδικά το Βερολίνο, αυτό το μεγάλο προλεταριακό φρούριο.
Την περίοδο εκείνη το Βερολίνο ήταν μια πόλη με πολύ ισχυρό προλεταριάτο, τόσο στο βιομηχανικό το­μέα (ηλεκτρικών ειδών) όσο και στον τριτογενή (μετα­φορές). Το βερολινέζικο προλεταριάτο είχε υπό τον έ­λεγχό του ολόκληρες γειτονιές κι όταν μιλάμε για προ­λεταριακές γειτονιές, όπως το Neukölln και το Treptow,πρέπει να έχουμε κατά νου ότι μιλάμε για περιοχές της τάξης των 400.000 κατοίκων. Η μάχη συνεπώς για τον έλεγχο του Βερολίνου και της περιφέρειάς του κράτη­ σε τρία χρόνια ακολουθώντας όλες τις αναταράξεις της Κρίσης των ίδιων ετών. Κι αυτή τη μάχη θα περι­-
γράψουμε.
Οι Ναζί ανέθεσαν αυτό το καθήκον σε ανοιχτόμυα­λα στελέχη που εκπροσωπούσαν την “ακροαριστερή” πτέρυγα του Κόμματος, άτομα δηλαδή με ριζοσπαστικό προπαγανδιστικό στυλ που στάθηκαν ικανά να τρα­βήξουν το χαλί από τα πόδια όχι μόνο των σοσιαλδη­μοκρατικών σωματείων αλλά και των κομμουνιστικών.Τα στελέχη αυτά υιοθέτησαν μια “εργατίστικη” προ­παγάνδα υπό την αιγίδα των NSBO (Εθνικοσοσιαλιστικών Εργοστασιακών Πυρήνων), συνδυάζοντάς τη με μια συστηματική πολιτική τρομοκράτησης από πο­λιτοφυλακές και ομάδες τραμπούκων.
Η κεντρική ωστόσο φιγούρα του Ναζιστικού Κόμμα­τος στη μάχη για τον έλεγχο του Βερολίνου ήταν ο Γιόζεφ Γκέμπελς (Josef Goebbels], ο μέγας ειδικός των μήντια και της μαζικής προπαγάνδας[...].
Μαχητές τον δρόμου και “wilde Cliquen":ποιος πο­λέμησε στους δρόμους του Βερολίνου;


Γερμανοί κομμουνιστές στους δρόμους του Βερολίνου το 1927.Στ'αριστερά
ο Ernst Thalmann,εκ των ηγετών του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας.


Καθόλη την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης το πεδίο της πολιτικής δεν περιοριζόταν στα Κόμμα­τα. Εκτεινόταν επίσης στην εξωκοινοβουλευτική δρά­ση που συχνά περιλάμβανε συγκρούσεις αγωνιστών,που βρίσκονταν στ’ αριστερά του Σ.Κ., με την αστυνο­μία, τις επίσημες αλλά και τις παραστρατιωτικές ομά­δες κρούσης της Δεξιάς. Σε αυτές τις ομάδες είχαν αρ­χίσει να αποκτούν δυναμική παρουσία και οι διάφορες εθνικοσοσιαλιστικές συμμορίες.
Είναι σημαντικό να εστιάσουμε σε αυτή την όψη του πολιτικού αγώνα στο συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Ο χρόνος είναι τα τελευταία τρία χρόνια της Δημοκρατί­ας της Βαϊμάρης και ο χώρος το Βερολίνο.Είναι η πε­ρίοδος των μεγάλων εκλογικών επιτυχιών τόσο για το Κ.Κ. όσο και για τους Εθνικοσοσιαλιστές. Είναι η πε­ρίοδος της Κρίσης με τη μάχη για την κατάληψη του Βερολίνου να είναι για τον Χίτλερ κάτι περισσότερο α­πό καθοριστική. Οπότε θα πρέπει, τελικά, να απαντή­σουμε στο ερώτημα αν το γερμανικό προλεταριάτο αντιστάθηκε ή όχι στις επερχόμενες ναζιστικές δυνά­μεις. Ανασυνθέτοντας τα γεγονότα των τελευταίων αυ­τών τριών χρόνων στο Βερολίνο, μπορούμε να απαντή­σουμε με σιγουριά πως ναι, αντίσταση υπήρξε, και ή­ταν μάλιστα ένοπλη. Το προλεταριάτο υπερασπίστηκε εκατοστό με εκατοστό εκείνες τις περιοχές και τις κοι­νότητες που έπειτα από δεκαετίες αγώνων είχαν μετατραπεί σε εργατικά οχυρά.
Ας αναρωτηθουμε λοιπόν: πώς εξελίχτηκε αυτή η σώμα-με-σώμα σύγκρουση της προλεταριακής κοινό­τητας (που είχε εκείνη την περίοδο υπό τον έλεγχό της ολόκληρα οικοδομικό τετράγωνα) με τους Εθνικοσοσιαλιστές; Και ποια ήταν τα πολιτικά, κυρίως, προβλή­ματα -και λιγότερο τα στρατιωτικά- στη πάλη αυτή του δρόμου; Έχουμε και λέμε, λοιπόν:
Ο στρατιωτικός βραχίονας του Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν πολύ ισχυρός (αν μη τι άλλο επειδή η ''δρομίσια'' δουλειά του ήταν ελκυστική στην άνεργη νε­ολαία), ενώ το ίδιο το Κόμμα αρθρωνόταν σε μια σει­ρά οργανώσεων. Η μεγαλύτερη από αυτές ήταν η Kampfbund gegen den Faschismus [Αγωνιστική Ένωση ενάντια στο φασισμό], η οποία μέχρι τα τέλη του 1931 άγγιζε τα 100.000 μέλη και διέθετε στο Βερολίνο μό­νο, περισσότερους από 7.000 αγωνιστές: αριθμός πολύ μεγάλος για πολιτική οργάνωση προσανατολισμένη στην αγωνιστική δράση. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την ύπαρξη ενός εξαιρετικά περίπλοκου μηχανισμού αυτοάμυνας που προωθούνταν μεν από το Κ.Κ. αλλά επεκτεινόταν πέρα από τις κοινότητες που αυτό έλεγ­χε.Ο μηχανισμός αυτός, αποτελώντας το “στρατιωτι­κό” βραχίονα της πολιτικής δράσης του Κ.Κ.,απο­κτούσε όλο και μεγαλύτερο βάρος όσο η επιθετικότη­τα των ναζιστικών συμμοριών κέρδιζε έδαφος.
[...].Η πρώτη μεγάλη δυσκολία αφορούσε στις υλικές συνθήκες και το βιοτικό επίπεδο της συντριπτικής πλειοψηφίας των πρωταγωνιστών αυτού του αγώνα. Η βάση των Κομμουνιστών αποτελούνταν κυρίως από ά­νεργους κι εργάτες που δούλευαν σε μικρά εργοστάσια ή σ’ εκείνα τα τμήματα του τριτογενούς όπου κυριαρχούσε η περιστασιακή εργασία. Στα τέλη του 1929, το Κόμμα δήλωνε πως διέθετε 135.160 μέλη, εκ των οποίων το 50% δούλευε στα εργοστάσια ενώ δύο μόλις χρόνια αργότερα, στα τέλη του 1931, διέθετε 381.000 μέλη από τα οποία μόνο το 17% δούλευε εκεί. 
Στην περιφέρεια του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου, την οποία και εξετάζουμε, είχε κάπου 30.000 μέλη, με πο­σοστό ανέργων που ανερχόταν στο 51%, ενώ στο οργα­νωτικό συνέδριο της ίδιας περιφέρειας που πραγματοποιήθηκε το Σεπτέμβρη του ’31, οι 88 από τους 96 εκ­προσώπους ήταν άνεργοι.Πρόκειται, φυσικά, για α­νέργους που ανήκαν στην τρίτη βαθμίδα του συστήμα­τος Πρόνοιας: αυτό της δημοτικής κοινωνικής ασφάλι­σης. Πράγμα που σημαίνει ότι ήταν οι πιο φακελωμένοι, οι πιο ευάλωτοι σε εκβιασμούς, γι' αυτό και προκειμένου να ξεφύγουν από το κρατικό φακέλωμα επέ­λεγαν συχνά να μην πάρουν τα επιδόματα. Μιλάμε,ταυτόχρονα, για ανθρώπους που ήταν νέοι έως και εξαιρετικά νέοι, από διαλυμένες οικογένειες, που δεν είχαν δουλέψει ποτέ και δεν είχαν προοπτικές να εργαστούν στο μέλλον, οι οποίοι έμπαιναν και έφευγαν από το Κόμμα και τις οργανώσεις του με χαρακτηρι­στική ευκολία.

Ο κόσμος συνηθίζει να λέει πως, από μια άποψη, οι άνθρωποι αυτοί έμοιαζαν πολύ με τους συνομήλικούς τους που προσχωρούσαν στις εθνικοσοσιαλιστικές ορ­γανώσεις. Η αλήθεια, ωστόσο, είναι πως παρά το γεγο­νός της ηλικιακής συμβατότητας, η στρατολόγηση των δύο Κομμάτων προερχόταν από διαφορετικές περιο­χές του κοινωνικού.Βάσει των “εκλογικών” ερευνών του Φάλτερ μα και άλλων Αμερικανών ιστορικών, μπο­ρούμε να αποδείξουμε πως η ναζιστική ψήφος υπήρξε
σχετικά χαμηλή στις περιοχές με μεγάλη ανεργία (σε αντίθεση με την περίπτωση του Κ.Κ.) και αδιαμφισβή­τητα υψηλή στις περιοχές με μικρή ανεργία. Παράλ­ληλα, και παρά τα όποια κοινά ηλικιακά και κοινωνι­κά χαρακτηριστικά, οι συνθήκες διαβίωσης των Κομ­μουνιστών και των Ναζί ακτιβιστών διέφεραν καθολι­κά.Την ίδια στιγμή που οι χρηματοδοτήσεις προς το χιτλερικό Κόμμα τού έδιναν τη δυνατότητα να συγκρο­τεί συμμορίες και να τους παρέχει μια μίνιμουμ δομή μισθοφορικού στρατού, οι Κομμουνιστές αγωνιστές συστρατεύονταν σε εθελοντική βάση...
Είναι σαφές, λοιπόν, πως οι συνθή­κες για τους προλετάριους αγωνιστές που εμπλέκονταν στις καθημερινές συγκρούσεις με τους Ναζί ήταν εξαι­ρετικά αντίξοες, ακόμα κι έτσι όμως πολέμησαν με
θαυμαστή προσήλωση και αυταπάρνηση.

Φυσικά, η κρίση που ξέσπασε στο Κόμμα το Μάη του 1932 είχε συντριπτικές συνέπειες και στη δομή του συγκρουσιακού του βραχίονα. Συνέπειες που οδήγη­σαν σε μια σειρά ανακατατάξεων κατά τις οποίες περιθωριοποιήθηκαν οι καθοδηγητές του Κόμματος Χανς Νόυμαν [Hans Neumann], Τάλμαν [Thälmann]και Ρέμελε [Remmele], ενώ διαγράφηκαν οι Άλμπερτ Κουντζτ [Albert Kuntz] (γενικός καθοδηγητής στο Βε­ρολίνο), Αλφρεντ Χίλερ [Alfred Hiller] και Κουρτ Μύλλερ [Kurt Müller] (ηγέτες της κομμουνιστικής νε­ολαίας). Η κρίση αποτελούσε ουσιαστικά την εξωτερί­κευση της σύγκρουσης που μαινόταν στο εσωτερικό του Κόμματος (με ιδιαίτερα οξυμένο τρόπο μετά την
εκλογική νίκη του 1930) και είχε να κάνει με τη σχέση μεταξύ μεμονωμένων βίαιων ενεργειών και μαζικής δράσης. Η πρόσφατη εκλογική επιτυχία είχε ενισχύσει την κοινοβουλευτική τάση και απομάκρυνε ακόμα πε­ρισσότερο την προοπτική να βρεθεί κάποια ισορροπία ανάμεσα στη νόμιμη και την ημιπαράνομη δράση.Ε­πίσης, την ίδια περίοδο -και υπό τη πίεση της Κομιντέρν-το Κ.Κ. άλλαξε την τακτική του. Πιο συγκεκρι­μένα, άρχισε να καταδικάζει τις μεμονωμένες βίαιες δράσεις και ξεκίνησε την προσπάθεια δημιουργίας ε­νιαίου μετώπου βάσης μεταξύ αγωνιστών και συνοδοι­πόρων του Σ.Κ., αλλά ακόμα και εργατών προσκείμε­νων στους Εθνικοσοσιαλιστές.

 Ωστόσο, και σε πείσμα της ηγεσίας του Κόμματος, η βίαιη πάλη δεν έσβησε.Αντιθέτως, η ένοπλη υπεράσπιση των “κόκκινων πε­ριοχών” από τις ναζιστικές επιδρομές μετατράπηκε σε καθημερινό στοιχείο της προλεταριακής ζωής, μιας και πολλοί νέοι εργάτες (που είχαν εγκαταλείψει το Κόμμα μετά την περιθωριοποίηση των αρχηγών τους και τη συνακόλουθη πρωτοκαθεδρία του Μετώπου) εί­χαν διατηρήσει τις δομές αυτοάμυνας και τη δέσμευ­σή τους στη βίαιη σύγκρουση. Κι αυτό συνέβη επειδή στα προλεταριακά οχυρά του Βερολίνου το βαθύ μίσος για την αστυνομία είχε μακρά παράδοση από τα χρό­νια, ήδη, του Βιλχελμιανού Ράιχ. Αλλά και κατά την περίοδο της Βαϊμάρης, και ειδικά σε κάποιες από τις φτωχότερες συνοικίες, οι κάτοικοι προτιμούσαν να ορ­γανώνουν οι ίδιοι εθελοντικές πολιτοφυλακές ενάντια στην εγκληματικότητα από το να φωνάζουν την αστυ­νομία.Κάθε φορά που η αστυνομία σκόπευε να κάνει κάποια σύλληψη στις περιοχές αυτές έπρεπε να συνυ­πολογίζει την πιθανή αρνητική αντίδραση των κατοί­κων. Σε αυτήν ακριβώς την παράδοση πάτησαν και οι Κομμουνιστές που οργάνωσαν με τη σειρά τους πο­λιτοφυλακές γειτονιάς και ομάδες που προστάτευαν συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών, όπως ήταν για πα­ράδειγμα οι “ομάδες ενάντια στις εξώσεις” (Mieterschutz).Επιπλέον, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως μια μεγάλη μερίδα των νεαρών προλετάριων που επέλεξαν να συγκρουστούν με τους Ναζί δεν ανήκαν σε κάποια πολι­τική οργάνωση ή ανήκαν μόνο με μια οριακή έννοια,πράγμα που σήμαινε πως δεν καταλάβαιναν από πράγματα όπως η κομματική πειθαρχία.

Ο Ντέτλεφ Πόυκερτ έχει κάνει έρευνα πάνω στις νεολαιίστικες συμμορίες του Βερολίνου (τις αποκαλούμενες και ως Wilde Cliquen) εκείνης της εποχής.Δεν επρόκειτο για συμμορίες με την παραδοσιακή έννοια του όρου: από τις 600 συμμορίες που υπήρχαν στο Βε­ρολίνο το 1930, μόλις το 10% διατηρούσε σχέσεις με το οργανωμένο έγκλημα, ενώ το 70% αντιπροσώπευε τις αποκαλουμενες “ομάδες περιπλάνησης” (Wandercliquen).Αυτές οι τελευταίες ήταν συμμορίες που μετακινού­νταν μεταξύ πόλης και υπαίθρου, φορώντας τα λευκοπράσινα μπερέ τους και με προσφιλές χόμπι τις συ­γκρούσεις με τη Hitlerjugend.Μέσα στο 1931 τα μέλη των συμμοριών υπολογίζονταν στα 14.000, το 50% των οποίων θεωρείτο απολίτικο και μόνο το 15% οριζόταν ως φίλα προσκείμενο στη ριζοσπαστική Αριστερά. Ε­πιπλέον, είναι σημαντικό να θυμόμαστε πως ανάμεσα σε αυτούς που συγκρουστηκαν με τη χιτλερική νεολαία εκείνης της περιόδου, ήταν οι αυτοοργανωμένες ομα­δοποιήσεις του μητροπολιτικου προλεταριάτου, που δίχως να είναι συνδεμένες με τις διάφορες κομμουνι­στικές οργανώσεις, χαρακτηρίζονταν από ελευθεριακές τάσεις. Η στάση και ο τσαμπουκάς τους ήταν η χα­ρακτηριστική στάση και ο τσαμπουκάς μιας νεολαιίστικης κουλτούρας που πήγαζε από τον “έλεγχο της περιοχής” και τη δύναμη της “ταυτότητας της παρέ­ας”, σε μια πόλη (το Βερολίνο) και σε μια περίοδο (το 1933) όπου το 63% των νέων ανδρών κάτω των 25 ήταν άνεργοι.

Η Υβ Ρόζενχαφτ προσπάθησε να μετρήσει τα ποσο­στά όσων συγκρούονταν στο δρόμο με τους Ναζί ανα-λόγως της εργασίας τους. Βάσει στοιχείων από την α­στυνομία και τα δικαστήρια, το 43% ήταν εργάτες στις μεταφορές, το 25% βιομηχανικοί εργάτες, 8,7% ήταν οι­κοδόμοι, 7% ξυλουργοί και επιπλοποιοί, 6,4% εργάτες στα τρόφιμα, 2% τυπογράφοι και βιβλιοδέτες, 1,7% ερ­γάτες στην ένδυση, ενώ υπήρχε και ένα ακαθόριστο 3%.

Κοντολογίς, οι εργάτες στον κλάδο των μεταφορών (ανάμεσα τους λιμενεργάτες, ναύτες και σιδηροδρομι­κοί υπάλληλοι) αποτελουσαν ένα μεγάλο ποσοστό ό­σων οργάνωσαν την αντίσταση στους Ναζί και ανέλαβαν δράσεις που δεν ήταν μόνο προπαγανδιστικές αλ­λά και πράξεις σαμποτάζ.


Kneipen-Kam pagne: η καμπάνια για τον έλεγχο των
καπηλειών


Συμπλοκές κομμουνιστών(σε πρώτο πλάνο)με τους Ναζί και
την αστυνομία(στο βάθος)


Ποια τακτική χρησιμοποίησε το Ναζιστικό Κόμμα για να διεισδύσει στις προλεταριακές γειτονιές; Μία από τις πλέον αξιοσημείωτες στιγμές της “Μάχης του Βε­ρολίνου” υπήρξε η καμπάνια για τον έλεγχο των Kneipen, ή με άλλα λόγια, των συνοικιακών καπη­λειών.Βλέπετε, οι εργατικές γειτονιές του Βερολίνου κατοικούνταν κυρίως από οικογένειες ανέργων με το δείκτη ανεργίας σε κάποιες από αυτές να φτάνει στο 75%. Και όπως ήταν φυσικό, οι άνεργοι των γειτονιών αυτών μιας και δεν είχαν πού να πάνε κατά τη διάρ­κεια της μέρας, συνήθιζαν να μαζεύονται στις ταβέρ­νες. Τα Kneipen, άλλωστε, έπαιζαν πάντοτε σημαντικό ρόλο στην ιστορία του προλεταριάτου. Αποτελούσαν ε­στίες κοινωνικότητας, λειτουργούσαν συχνά ως σημεία συνάντησης και πολιτικών ζυμώσεων, σαν σταυροδρό­μια όπου διασταυρώνονταν πληροφορίες και οργανώ­νονταν πρωτοβουλίες και δράσεις.
Δυστυχώς, τα καπη­λειά στις εργατικές περιοχές στηρίζονταν εκείνη την περίοδο σε μια πελατεία με ελάχιστα στην τσέπη, που συχνά δεν είχε να πληρώσει οΰτε καν για τα λιγοστά που κατανάλωνε. Οι ιδιοκτήτες τους κινδύνευαν από χρεοκοπία και ενίοτε βρίσκονταν στη δυσάρεστη θέση να πουλήσουν την ταβέρνα τους σε κάποιον που δεν μοιραζόταν τις δικές τους πολιτικές προτιμήσεις.

Στα πλαίσια αυτά, οι Ναζί υιοθέτησαν μια τακτική κατά την οποία προσέγγιζαν κι έπειθαν τους ιδιοκτή­τες των ταβερνείων πως “αν έρχονταν με το μέρος τους θα μπορούσαν να υπολογίζουν σε ένα σίγουρο εισόδη­μα”. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που η τακτική αυτή απέδωσε και η εκάστοτε επίμαχη ταβέρνα μετατρεπό­ταν από στέκι φιλοκομμουνιστών σε στέκι Ναζιστών. Από ένα σημείο κι έπειτα δε, η συστηματική διείσδυση των ναζιστικών συμμοριών απέκτησε ανησυχητικές διαστάσεις και τα προλεταριακά στέκια μετατράπηκαν σταδιακά σε ορμητήρια των Ναζί μισθοφόρων. Ε­κείνη ήταν και η στιγμή που το Κομμουνιστικό Κόμμα αποφάσισε να ξεκινήσει μια εκστρατεία επαναδιεκδίκησης των χώρων αυτών, την Kneipe-Kampagne, η οποί­α περιλάμβανε συστηματικές επιθέσεις στις ταβέρνες όπου σύχναζαν οι εθνικοσοσιαλιστές. Αν και η νέα γραμμή του Κόμματος όριζε τη διεξαγωγή της ένοπλης δράσης μέσα σ’ ένα πλαίσιο παράλληλης μαζικής πάλης (ώστε η πρώτη να μη μετατραπεί σε καθαρή αντι-τρομοκρατία),όπως θα δούμε κι από τη δουλειά της Υβ Ρόζενχαφτ,η πρακτική του μαζικού αγώνα είχε γί­νει εξαιρετικά δύσκολη λόγω των υλικών συνθηκών με τις οποίες ερχόταν αντιμέτωπο το προλεταριάτο. Για του λόγου το αληθές, θα παραθέσουμε ένα εξαιρετικά γνωστό, όσο και κακόφημο περιστατικό, από το βιβλί­ο της: την εξαγορά από τα SA ενός ιδιοκτήτη ταβέρ­νας στο Neukölln, περιοχή-οχυρό της Αριστεράς.

“Το κτίριο στον αριθμό 35 της Richardstrasse ήταν από πολλές πλευρές μια μικρογραφία της κοινωνί­ας του Neukölln. Ή ταν ένα από τα μεγαλύτερα κτί­ρια εργατικών κατοικιών στην περιοχή[...].Οι ένοικοι του κτιρίου οργανώθηκαν ενάντια στα SA. Στις ηγετικές φιγούρες ήταν ένας τυπογράφος, ένας σωληνάς, ένας ράφτης, δύο οικοδόμοι, ένας μεταλλεργάτης, δύο ανειδίκευτοι εργάτες και ένας  ανάπηρος βετεράνος. Στο ισόγειό του βρισκόταν μια ταβέρνα που είχε αγοραστεί τον Οκτώβρη του 
1929 από τον Χάινριχ Μπόου [Heinrich Böwe], έ­ναν εργολάβο που έπειτα από μια σειρά αποτυχημένων επενδύσεων στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Μαγδεμβούργο, αποφάσισε να ξεκινήσει μια επι­χείρηση με ό,τι είχε απομείνει από τις οικονομίες του. Επρόκειτο για μια ταβέρνα που φιλοξενούσε 
αρχικά τις δραστηριότητες μιας θρησκευτικής νε­ανικής ομάδας και αργότερα, μετά τον πόλεμο, τις 
συγκεντρώσεις αριστερών ομάδων, κάτι που συνε­χίστηκε και μετά την ανάληψη της διεύθυνσης από 
τον Μπόου. Καθώς όμως η κρίση κάλπαζε, όλο και πιο πολλοί από τους θαμώνες της ταβέρνας δυσκο­
λεύονταν να βρουν δουλειά: περνούσαν μεν τα με­ρόνυχτά τους εκεί, αλλά το πενιχρό χαρτζιλίκι που 
έπαιρναν από το γραφείο ανεργίας και την Πρό­νοια δεν τους επέτρεπε να τρώνε, να πίνουν και να 
ξοδεύουν όπως παλιά. Οπότε, όταν τα SA πλησία­σαν τον Μπόου για να του εγγυηθούν την ελάχιστη 
κατανάλωση ενός βαρελιού μπύρας την ημέρα σε περίπτωση που αυτός έθετε την ταβέρνα στη διά­
θεσή τους, η απόφαση για τον ιδιοκτήτη ήταν εύ­κολη.Αφότου, λοιπόν, συμβουλεύτηκε πρώτα τον 
τοπικό αστυνομικό διοικητή για να βεβαιωθεί πως μια ενδεχόμενη αποδοχή της πρότασης δεν θα τον 
έβαζε σε κίνδυνο, ο Μπόου προχώρησε σε συνερ­γασία με τα SA, ενώ λίγο καιρό αργότερα γράφτη­κε και στο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα για “επαγ­γελματικούς λόγους". Όπως ήταν φυσικό, οι τακτι­κοί θαμώνες της ταβέρνας την εγκατέλειψαν ταχέ­ως, παρόλο που “ο Μπόου θα κρατούσε ευχαρίστως κά­
ποιους από αυτούς, ειδικά όσους χρησιμοποιούσαν τους διαδρόμους του bowling". Μ’ αυτά και μ’ αυτά, στις 26 Αυγουστου το τοπικό παράρτημα της Sturm. 21 μετακόμισε στο 35 της Richardstrasse εκπληρώνο­ντας έτσι τις προσδοκίες του νέου ιδιοκτήτη, με πε­ρισσότερα από 100 άτομα να μαζεύονται στην αί­θουσα που υπήρχε στο πίσω μέρος και κάπου 30 πεινασμένους άντρες των SA να εμφανίζονται κα­θημερινά για φαγητό.

Η εγκατάσταση της Sturm 21 στη Richardstrasse είναι ενδεικτική του τρόπου κατάληψης πολλών τα- 
βερνείων από τα SA τους μήνες εκείνους. Αντανα­κλούσε επίσης το δυνάμωμα των βερολινέζικων SA, 
η ραγδαία εξάπλωση των οποίων είχε ρίζες στο πα­ρελθόν.

[...]Δεδομένων λοιπόν του χαρακτήρα και της ιστορίας του κτιρίου, αλλά και των αισθημάτων που είχε προκαλέσει η παρου­σία των Εθνικοσοσιαλιστών, η ένταση δεν θα αρ­γούσε να ξεσπάσει ανάμεσα στους ενοίκους και τους νέους καλεσμένους του Μπόου. Πόσο μάλλον,όταν λίγο μετά την άφιξη της Sturm 21 υπήρξαν α­ναφορές για άντρες των SA να κατουράνε στους διαδρόμους, να κραδαίνουν τα πιστόλια τους σε παιδιά που έπαιζαν στην αυλή, απειλώντας να πυ­ροβολήσουν στα παράθυρα των διαμερισμάτων.

Στις 28 Αυγούστου ο υπεύθυνος του Κ.Κ. για τον πυρήνα της Richardstrasse 35 οργάνωσε συνέλευση 
των κατοίκων στην οποία τέθηκε ως επιτακτική η έναρξη απεργίας ενοικίου. Η πρόταση υιοθετήθη- 
κε και λίγες μέρες αργότερα η Rote Fahne μιλού­σε για επιτυχία σε κάθε επίπεδο: η εφημερίδα πού­
λησε 300 φύλλα περισσότερα, οι Σοσιαλδημοκρά­τες εκδήλωσαν ενδιαφέρον, η ομάδα αυτοάμυνας 
του κτιρίου αριθμούσε ήδη 60 μέλη και οι ένοικοι συγκρότησαν επιτροπή δράσης. Η απόφαση έλεγε 
πως η απεργία θα ξεκινούσε την 1 η του Σεπτέμβρη σε περίπτωση που τα SA δεν εκδιώκονταν από την 
περιοχή, ωστόσο η πρώτη απόπειρα πραγματοποί­ησής της απέτυχε.Ο ίδιος ο Γκέμπελς εξάλλου εί­χε δώσει διαταγές να κρατηθεί η Richardstrasse με κάθε κόστος. Τις εβδομάδες που ακολούθησαν, η  ένταση οξύνθηκε με αμφότερο τον κομματικό τύ­πο να ρίχνει λάδι στη φωτιά. Στις 3 του Σεπτέμβρη 
η Εθνικοσοσιαλιστική Der Angriff [Επίθεση] έγρα­φε πως "όπως και να ’χει, τα αράγματα έχουν χειροτερέ­ψει τόσο pου ένας άντρας των SA δεν τολμά να ξεστρατίσει.μόνος προς τη Richardstrasse''. Την ίδια περίοδο, τα κεντρικά γραφεία του Κ.Κ. στο Βερολίνο λάμβαναν ειδοποιήσεις πως τα κορίτσια δεν είναι πλέον ασφαλή τα βράδια. Η κατάσταση μύριζε μπαρού­τι.Στην αυλή πίσω από την ταβέρνα άρχιζαν να μαζεύονται ομάδες που φώναζαν “Schlagt die Faschisten" (Τσακίστε τους φασίστες) και “Συνεχί­στε την κόκκινη απεργία”. Τα παράθυρα της τα­βέρνας που έβλεπαν στην αυλή είχαν θρυμματιστεί και μέχρι τα μέσα του Οκτώβρη είχε εγκατασταθεί στη γειτονιά ειδική μονάδα της αστυνομίας που α­παγόρευε τις συναθροίσεις στο μπροστινό μέρος του κτιρίου[...].

Στο μεταξύ, η απεργία ενοικίου θα άρχιζε ξανά.Στις 29 Σεπτεμβρίου, οι κάτοικοι συναντήθηκαν και 
αποφάσισαν ως ημέρα επανεκκίνησης της απεργί­ας την 1η Οκτώβρη, έχοντας προετοιμαστεί και δη­
μοσιοποιήσει την προσπάθεια τους καλύτερα από την πρώτη φορά[...].Επιπλέον, καταγγελλόταν η στάση της αστυνο­μίας που (σύμφωνα με μαρτυρίες) είχε δηλώσει πως το κτίριο θα έπρεπε να “απολυμανθεί” μιας και οι μισοί ένοικοι ήταν ούτως ή άλλως εγκληματί­ες. Οι πολιορκημένοι κάτοικοι συνειδητοποίησαν πως το μόνο που τους είχε απομείνει ήταν η αλλη­λοβοήθεια: όποιος πλήρωνε το ενοίκιο του θα θεω­ρούνταν απεργοσπάστης και συνεργάτης των ε­χθρών[...]

Ωστόσο, παρά την προετοιμασία εβδομάδων και την οργανωτική υποστήριξη από το Κ.Κ., η απεργί­α του Οκτωβρίου απέτυχε. Κι αυτό, γιατί βασίστη­κε σε δυνάμεις που ουσιαστικά δεν υπήρχαν καθώς, 
όπως φάνηκε, οι ένοικοι της Richardstrasse στάθη­καν πρακτικά αδύναμοι απέναντι στον ιδιοκτήτη. Η 
απειλή της έξωσης που εκτόξευε ο διαχειριστής του κτιρίου κάθε φορά που υπήρχαν σημάδια ενδεχόμενης δραστηριοποίησης αποτέλεσε κρίσιμο ανα­σταλτικό παράγοντα. Αυτό που έσπασε, ωστόσο, τη ραχοκοκαλιά της απεργίας ήταν η ύπαρξη ενός αριθμού ενοίκων που ζούσαν από την Πρόνοια, 
πράγμα που με τη σειρά του σήμαινε πως δεν μπο­ρούσαν να παρακρατήσουν το νοίκι τους μιας και 
αυτό πληρωνόταν κάθε μήνα από το αρμόδιο γρα­φείο κατευθείαν στο διαχειριστή του κτιρίου. Μετά 
από δύο εβδομάδες απεργίας, ο διαχειριστής ανα­κοίνωσε πως έχει εισπράξει το 80% των ενοικίων, 
κάνοντας στη συνέχεια επίσημη πρόταση για τη λή­ξη της.[...]

Στη δέκατη όγδοη ημέρα της απεργίας, ο Μπόου υπέκυψε στα τραύματα που είχε υποστεί με­τά από επίθεση που έγινε στην ταβέρνα του. Στη συ­νέχεια, η συνέλευση των ενοίκων διαλύθηκε από την αστυνομία, καταλήγοντας σε 30 συλλήψεις”.

Αυτά όσον αφορά στην εξιστόρηση των γεγονότων από την Υβ Ρόζενχαφτ. Η επίθεση στην οποία αναφέρεται έλαβε χώρα στις 15 Οκτώβρη από 30 διαδηλω­τές, οι οποίοι ανοίγοντας πυρ κατά της ταβέρνας τραυ­μάτισαν κάποιους πελάτες αλλά και (θανάσιμα τελικά) τον Μπόου.

Όπως βλέπουμε, η απόπειρα ενοποίησης της μαζι­κής και της ένοπλης πάλης απέτυχε, αν μη τι άλλο επει­δή η απεργία είχε καταστεί αδύνατη εξαιτίας αυτού του ισοπεδωτικοΰ μηχανισμού ελέγχου που αποτελούσε το σύστημα Πρόνοιας και τον οποίο περιγράψαμε παρα­πάνω. Η πλειοψηφία των ενοίκων ήταν γραμμένοι στη δημοτική Πρόνοια, η οποία κατέβαλε ολόκληρο ή τμή­μα του ενοικίου κατευθείαν στον ιδιοκτήτη: ακόμα και να το ήθελαν, οι άνθρωποι αυτοί δεν θα μπορούσαν να προχωρήσουν σε απεργία ενοικίου. Η αντεκδικητική έ­νοπλη δράση δεν ήταν δύσκολο να οργανωθεί και να πραγματοποιηθεί, αλλά το γεγονός πως δεν ήταν αρ­θρωμένη στη μαζική δράση έδωσε τη νίκη στους Ναζί που από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα έπαψαν να συνα­ντούν οποιαδήποτε αντίσταση στο τετράγωνο της Richardstrasse 35. Ταυτόχρονα, η ομάδα των ενοίκων που πρωτοστάτησε στην απεργία πέρασε το κατώφλι μιας περιόδου τρόμου, καθώς τα μέλη της είτε ήταν ύ­ποπτα είτε ήταν υπόδικα για το θάνατο του Μπόου.

Πρόκειται φυσικά για ένα μεμονωμένο επεισόδιο, εί­ναι ωστόσο ενδεικτικό του είδους των συνθηκών που εί­χε να αντιμετωπίσει το γερμανικό προλεταριάτο όταν επιχειρούσε να αντισταθεί στη ναζιστική προέλαση:την καταστολή της σοσιαλδημοκρατικής αστυνομίας,την πείνα και την ανέχεια της ανεργίας, τους ελεγκτι­κούς μηχανισμούς του συστήματος Πρόνοιας, τις αντι­φάσεις και την αναποφασιστικότητα του Κ.Κ., τη θλι­βερή ανεπάρκεια του εξοπλισμού μπροστά σε έναν καλύτερα αρματωμένο, πληρωμένο και οργανωμένο αντί­παλο. Στοιχεία που φυσικά καταδεικνύουν ακόμη πιο
έντονα τον ηρωισμό και την αυταπάρνηση εκείνων των Γερμανών εργατών που επιχείρησαν να προστατέψουν τις “κόκκινες περιοχές” από τους εισβολείς.
Το γενικό συμπέρασμα από αυτά τα κομμάτια της ι­στορίας είναι ότι η άποψη που υποστηρίζει πως το
γερμανικό προλεταριάτο παραδόθηκε αμαχητί είναι ψευδής. Η ουσία του ζητήματος είναι πως οι δυνατό­τητες της προλεταριακής αντίστασης είχαν ήδη φθα­ρεί κατά τη διάρκεια των χρόνων της Κρίσης, όταν η Δημοκρατία της Βαϊμάρης κυβερνιόταν με ημι-διδακτορικές μεθόδους από εκείνες που άνοιξαν το δρόμο στον Χίτλερ.Οι δυνάμεις όσων αντιστάθηκαν συνάντη­σαν τα όριά τους. Τα χρόνια που προηγήθηκαν της κα­τάληψης της εξουσίας από τους Ναζί ήταν χρόνια ενός ακήρυχτου εμφυλίου. Στις συνθήκες που αναγκάστη­καν να ξεδιπλώσουν την αντίστασή τους είναι πολύ δύ­σκολο να φανταστούμε πώς θα μπορούσαν να τα έχουν καταφέρει καλύτερα. Γι’ αυτό και η γνώμη εκείνων των ιστορικών που λέει πως η γερμανική εργατική τάξη υ­ποτάχτηκε στον Χίτλερ δίχως αντίσταση είναι ταυτό­χρονα άδικη και λαθεμένη, είναι μια παρωδία της πραγματικότητας, είναι μια θέση που αντανακλά μόνο την άγνοια και τη μεροληψία των εκφραστών της.

Επίσης, παράλληλα με την αναγνώριση του ηθικού και του πολιτικού σθένους στην αντίσταση του γερμα­νικού προλεταριάτου ενάντια στη ναζιστική τρομοκρα­τία, θα πρέπει επίσης να αναγνωρίσουμε πως το Κομ­μουνιστικό Κόμμα υπήρξε η οργάνωση εκείνη που με αποφασιστικότητα και ριζοσπαστισμό διεξήγε τον α­γώνα αυτό χρησιμοποιώντας όλα τα αναγκαία μέσα -ακόμα και τα παράνομα. Στα πλαίσια αυτά θα ήταν λογικό να αναρωτηθούμε σε ποιο βαθμό η εκπαίδευση των “στρατιωτικών στελεχών” του Κ.Κ. (εκείνων δηλα­δή που είχαν εκπαιδευτεί στη Σοβιετική Ένωση πάνω σε συνθήκες εμφύλιου πολέμου, ένοπλης παρανομίας και εξέγερσης) ήταν κατάλληλη για την πολιτική-στρατιωτική κατάσταση όπου βρέθηκαν αναμεμειγμένοι.Μια κατάσταση που καθοριζόταν από άλλου τύπου παραβατικές προλεταριακές συμπεριφορές και από διαφορετικές μορφές ελέγχου του μητροπολιτικού πε­δίου. Με άλλα λόγια, μιλάμε για μια κατάσταση που δεν είχε να κάνει ούτε με κάποιο “προ-εξεγερσιακό στάδιο”, ούτε με τη μάχη για την κατάληψη της εξου­σίας, ούτε με τις επιχειρήσεις του Κόκκινου Στρατού.

Είμαι βέβαιος πως σημαντικό ρόλο θα πρέπει να έ­παιξαν και οι αυθόρμητες, ανεπίσημες μορφές αντί­στασης, από μη κομματικούς κύκλους και νεανικές ομαδοποιήσεις -κοντολογίς, από εκείνη την κληρονο­μιά της αυτονομίας και της ανταγωνιστικής κουλτού­ρας που είχε συσσωρευτεί στις προλεταριακές μητροπόλεις και εκδηλώθηκε δίχως οι φορείς της να περάσουν από κομματικές σχολές.Παράλληλα, πρέπει να θυμόμαστε πως ταυτόχρονα με την ευρέως διαδεδομέ­νη κουλτούρα των κομμουνιστικών οργανώσεων, υ­πήρχε και μια απέραντη περιοχή του πολιτικού επηρε­ασμένη από σοσιαλεπαναστατικές και αναρχο/ελευθεριακές κουλτούρες. Ένα ευμέγεθες κομμάτι του πολι­τικοποιημένου προλεταριάτου εντοπιζόταν στην αναρχοσυνδικαλιστική οργάνωση Freie Arbeiter Union(FAU), η οποία είχε φτάσει να αριθμεί μέχρι και 400.000 μέλη (κατά βάση οικοδόμους και εργάτες στην υφαντουργία, ενώ αργότερα επεκτάθηκε σε εργά­τες από μικρά και μεγάλα εργόστασια και στους αν­θρακωρύχους). Επρόκειτο για μια καθαρόαιμη προλε­ταριακή οργάνωση χωρίς διανοούμενους ή στελέχη α­πό τα μικροαστικά ή μεσαία στρώματα.

Σε σύγκριση με αυτές τις τάσεις του κινήματος που αντιπροσώπευαν την ενεργητική, καθημερινή, δρόμο-­το-δρόμο αντίσταση στο Ναζισμό, η δράση και η πο­λιτική των σοσιαλδημοκρατικών οργανώσεων έτειναν περισσότερο προς τις διαδηλώσεις και λιγότερο προς τη σύγκρουση. Είναι, βέβαια, αλήθεια πως εκατοντά­δες μέλη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και των συνδικάτων του είχαν συμμετάσχει από ταξική αλλη­λεγγύη σε ποικίλες ενέργειες αντίστασης στη ναζιστική επέλαση. Ωστόσο, η κριτική μας στην ηγεσία και τους μηχανισμούς του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος
(που μέχρι και τα τέλη του 1932 εξακολουθούσαν να πιστεύουν πως ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την αποκαλουμένη Δημοκρατία της Βαϊμάρης ήταν ο Μπολσεβικισμός) δεν μπορεί παρά να είναι η καταδίκη και η πε­ριφρόνηση για τον βαθύ αντι-προλεταριακό σεχταρι­σμό τους, την τρομακτική πολιτική τους μυωπία και την απύθμενη δειλία που επέδειξαν απέναντι στην έλευση του Ναζισμού.

Όσον αφορά δε το Κ.Κ., θεωρώ πως θα μπορούσα­με να πούμε ότι εξαιρώντας κάποιους δισταγμούς αλ­λά και μια μεγάλη σειρά λαθών, αγωνίστηκε αποφασι­στικά για να ανακόψει τη ναζιστική προέλαση. Το πε­ρίεργο, ωστόσο (όσο και αντιθετικό με όλα αυτά), είναι πως στα ιστορικά βιβλία βρίσκουμε συχνά τη θέση πως “οι Κομμουνιστές και οι Ναζί πολέμησαν δίπλα-δίπλα και ενάντια στους θεσμούς της Βαϊμάρης”. Βρί­σκουμε μάλιστα συχνές αναφορές στα δύο επεισόδια όπου βρέθηκαν να συμμετέχουν σε μέτωπο εναντίον του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος: την απεργία στις δημόσιες συγκοινωνίες στο Βερολίνο το φθινόπωρο του 1932 και το δημοψήφισμα κατά της πρωσικής κυ­βέρνησης υπό τον Όττο Μπράουν. Πάντα ακούς γι’ αυτά και σχεδόν ποτέ για τις σώμα-με-σώμα συγκρού­σεις ανάμεσα στους οργανωμένους στο Κ.Κ. προλετά­ριους και τις ναζιστικές συμμορίες.


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Τα url του θείου Ισιδώρα