Αναγνώστες

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

Ο Δημήτρης Χριστόπουλος γράφει για το βιβλίο Ζωή, λόγοι, πολιτικές στον καιρό της κρίσης του Κοινωνικού Εργαστηρίου Θεσσαλονίκης που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ένεκεν θεωρίας /αναδημοσιευση απο το διαδικτυακό περιοδικο ΧΡΟΝΟΣ

Δ. ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ: Το νέο αφήγημα για την κρίση και η αναμέτρηση με τις βεβαιότητές μας - ΧΡΟΝΟΣ...
www.chronosmag.eu
Ο Δημήτρης Χριστόπουλος γράφει για το βιβλίο Ζωή, λόγοι, πολιτικές στον καιρό της κρίσης του Κοινωνικού Εργαστηρίου Θεσσαλονίκης που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ένεκεν θεωρίας (Θεσσαλονίκη 20
 

Ο μικρός αυτός συλλογικός τόμος του Κοινωνικού Εργαστηρίου Θεσσαλονίκης περιέχει 13 κείμενα, πρακτικά της ομώνυμης ημερίδας, ενός «ομαδικού-συλλογικού brainstorming», όπως περιγράφεται στην εισαγωγή του τόμου για «να συζητήσουμε και να αναστοχαστούμε πάνω στις έννοιες των κυρίαρχων πολιτικών, χωρίς εγκλωβισμούς στις δικές τους περιχαρακώσεις» (σ. 13). Και «στις δικές μας» θα πρόσθετα εγώ, και νομίζω ότι οι συγγραφείς κατά μείζονα λόγο το καταφέρνουν, αν και μερικές φορές δεν το ομολογούν. Διότι σε τελευταία ανάλυση, όσο κρίσιμη είναι η αναμέτρηση με το ιδεολογικό οπλοστάσιο του αντιπάλου, άλλο τόσο –και ίσως πιο κρίσιμη– είναι η αναμέτρηση με τις δικές μας ενσωματωμένες βεβαιότητες. Για τον λόγο αυτό η συμβολή του μικρού αυτού βιβλίου είναι μεγάλη. Διότι σε αυτή την κρίσιμη πρόκληση ανταποκρίνεται.
Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο ενότητες: η πρώτη τιτλοφορείται «Αναθεωρήσεις του πολιτικού» και αποτελείται από έξι κείμενα. Η Μαρία Μποντίλα («Ο λόγος για την κρίση και η κρίση του λόγου») ερευνά, πατώντας με ασφάλεια στην κριτική παράδοση του μεταδομισμού στη θεωρία της γλώσσας, το πώς ο λόγος περί κρίσης συμβάλλει στην ίδια τη συγκρότηση της πραγματικότητας της κρίσης αλλά και τη συγκρότηση των ίδιων των υποκειμένων, αναφερόμενη τόσο στον λόγο των δημοσίων όσο και των απλών ανθρώπων. Ο Μπεν Μάτσας, στη συμβολή που ακολουθεί, κάνει λόγο για τη «Γενική οικονομία της κρίσης χρέους στην Ελλάδα» αξιοποιώντας την κατά Ντελέζ και Γκουατταρί γενικευμένη θεωρία των ροών ως παραλλαγή μιας «γενικής θεωρίας για την κοινωνία». Στη συνέχεια, ο Αλέκος Καρδασιάδης πραγματεύεται τις «Περιοχές δικαίου “της εξαίρεσης” στην εποχή της κρίσης». Οι περιοχές αυτές αποτελούν τις κατεξοχήν ρωγμές στο φιλελεύθερο θεσμικό εποικοδόμημα του σύγχρονου κράτους, αφορούν την «άμεση και αποτελεσματική αντιμετώπιση της κατάστασης ανάγκης» η οποία δικαιολογεί την άτακτη υποχώρηση του κράτους δικαίου με έμφαση στα ζητήματα της αντιτρομοκρατικών νομοθεσιών, τη διαχείριση της μετανάστευσης, την καταστολή της κοινωνικής διαμαρτυρίας και μέτρα κοινωνικού στιγματισμού κάθε παρεκκλίνουσας ομάδας (από υπόπτους για τρομοκρατία ως τις οροθετικές κ.λπ.). Το επόμενο κείμενο ανήκει στους Μιχάλη Μπαρτσίδη και Σοφία Λαλοπούλου. Τιτλοφορείται «Ηθικές της κρίσης: χρέος και ζωή» και ουσιαστικά προβληματοποιεί την ανάδυση ενός νέου υποκειμένου στην εποχή της κρίσης, αυτού της υπο-χρέωσης στην προοπτική της τιμωρίας και της ανταμοιβής. Το κείμενο μέσα από μια αναφορά σε ένα ανορθόδοξο debate Σπινόζα versus Λοκ παρέχει κρίσιμο επιχείρημα για την ίδια τη δυνατότητα αλλαγής της αφήγησης της κρίσης «από μια ηθική (moral) τελεολογία της υποχρέωσης και της ανταμοιβής σε μια ηθικότητα (ethics) της ευδαιμονίας ως αρετής της επίγνωσης των δυνατοτήτων της ζωής» (σ. 63). Υπό την έννοια αυτή, το εν λόγω κείμενο κατεξοχήν συμπυκνώνει το θεμελιώδες επιχείρημα όλου του συλλογικού τόμου. Ο Άκης Γαβριηλίδης, στη δική του συμβολή «(Πώς) ψηφίζει το πλήθος; Για μια μη στρατηγική στρατηγική» κάνει κάτι πρωτότυπο: μεταθέτοντας τη συζήτηση από το ερώτημα πανδήμου του ελληνισμού τι θα κάνει η Αριστερά αν εκλεγεί στις ερχόμενες εκλογές, φέρνει στη σκέψη κάτι πιο σύνθετο, το οποίο λόγω του ομολογημένα επείγοντος χαρακτήρα του πρώτου ερωτήματος, δεν έχει απασχολήσει τα δέοντα. Το ερώτημα αυτό είναι «τι ακριβώς κάνει ο ελληνικός λαός ψηφίζοντας τώρα Αριστερά;» και φυσικά στο ερώτημα αυτό οι βεβαιότητες δεν προσφέρονται για σοβαρές απαντήσεις. Εξάλλου, λέει ο συγγραφέας, το ισχυρό σημείο της χειραφέτησης ξεκινά από την αβεβαιότητα, το ρίσκο και όχι «αυτή ή την άλλη» συγκεκριμένη απάντηση.
Στο τελευταίο κείμενο της πρώτης ενότητας ο Χρήστος Νασιόπουλος αναφέρεται στο θέμα «Κινητικότητα στα άκρα. Κίνηση στα όρια». Τα «άκρα», λέει ο συγγραφέας, δεν βρίσκονται έξω από τα όρια της πολιτικής, και ακριβώς επειδή οριοθετούν τις πολιτικές ταυτότητες, τα άκρα είναι συστατικά της πολιτικής ύλης. Η είσοδός τους στην πολιτική δημιουργεί νέες προκλήσεις σκέψης και δράσης για την αντιμετώπιση των οποίων «απαιτείται να εισαγάγουμε [στην πολιτική την έννοια του ρίσκου] την έννοια του ρίσκου διανοίγοντας τα όρια της διαρκώς από το έξω της» (σ. 80).
Η πρώτη ενότητα χαρακτηρίζεται από έναν φιλικό (όχι πάντα όμως) προς τον μη επαΐοντα αφαιρετικό λόγο και μια καλώς νοούμενη θεωρητική ενατένιση της κρίσης με βασικές αιχμές την ανάλυση λόγου, την κριτική νομική σκέψη και την πολιτική φιλοσοφία. Η δεύτερη ενότητα «Νεοφιλελευθερισμός, μειονοτικοποίηση, γνώση: εμπειρίες και (ανα)στοχασμοί» προσγειώνει τον αναγνώστη στο βίωμα της κρίσης με βασικά εργαλεία κατανόησης την κοινωνική ανθρωπολογία αλλά και επιμέρους αναφορές από ανθρώπους του πεδίου σε διαφορετικές δημόσιες πολιτικές στον καιρό της κρίσης. Η ενότητα ξεκινά με τη συμβολή της Φωτεινής Τσιμπιρίδου «“Γίγνεσθαι μειονότητα”: Βιοπολιτικές, εμπειρίες, ανατροπές». Η μελέτη αυτή μεταφέρει με τη δέουσα προσοχή την εμπειρία του «γίγνεσθαι» μειονότητα, δηλαδή της επιτέλεσης της κοινωνικής μειονεξίας, από το εθνοτικό στο ταξικό πεδίο που ενσωματώνει στην κρίση τον βιοτικό αποκλεισμό στις πιο ακραίες εντάσεις. Το εγχείρημα είναι ενδιαφέρον και πολλά υποσχόμενο για περαιτέρω έρευνα καθώς η ανθρωπολογική ματιά, κατεξοχήν μεταιχμιακή, αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά μια κρίσιμη συμβολή στην κατανόηση της καθολικής οριακότητας των καιρών μας. Στη συνέχεια, η Ελένη Μπέλα πραγματεύεται την «Αναταραχή ηλικιών στα χρόνια της κρίσης». Η κρίση τα διαταράσσει όλα, διαταράσσει αναπόδραστα και τις ηλικίες καθώς αυτές «χάνουν τον τρόπο επίγνωσης του εαυτού και του βίου» (σ. 112): σαν να χάνονται τα κεκτημένα timing όλων των φάσεων της ανθρώπινης ζωής, από τη νεότητα ώς την τρίτη ηλικία. Σε συναφές πεδίο κινείται και η μικρή συμβολή του Νίκου Βουλγαρόπουλου («Οι αναπηρίες στην εποχή της κρίσης»), ενώ στη συνέχεια ο Θοδωρής Σδούκος («Πολιτικές υγείας πριν και μέσα στην κρίση») επιχειρεί μια ενδιαφέρουσα περιοδολόγηση της θεσμοθέτησης του καθολικού δικαιώματος στην υγεία από την ίδρυση του Ε.Σ.Υ., στη σταδιακή του αποδόμηση και τέλος στον καιρό των μνημονίων. Παρά το ότι μια κριτική αποτίμηση των πρώτων ετών του Ε.Σ.Υ. ίσως λείπει, το άρθρο με πειστικό τρόπο ξεδιπλώνει μια διαδικασία προϊόντος εκφυλισμού και, τέλος, συστηματικής αποδιάρθρωσης του κατεξοχήν ζωτικού τομέα του κοινωνικού κράτους: «κυριολεκτικά ζήτημα ζωής ή θανάτου», όπως λέει ο συγγραφέας (σ. 130). Η Ελένη Χοντολίδου μιλά για την παιδεία: «Ζωή στα σχολεία και τα πανεπιστήμια τον καιρό της κρίσης». Δεν θεωρώ καθόλου τυχαίο ότι τόσο η δική της όσο και η προηγούμενη συμβολή (του Θ. Σδούκου) καταλήγουν στην ανάγκη μιας νέας πολιτικής παρέμβασης για την ανάσχεση της καταστροφής που σχετίζεται με μορφές αυτοοργάνωσης στην παροχή κοινωνικών υπηρεσιών στην υγεία (όπως το Κοινωνικό Ιατρείο Αλληλεγγύης) αλλά και στην παιδεία που μένει να αρχίσουμε να υλοποιούμε καθώς είναι προφανές ότι η αναδιάρθρωση που επιτελείται στην Ελλάδα σήμερα δεν είναι τόσο στη γραμμή του «μάθε παιδί μου γράμματα».
Η τελευταία συμβολή στον τόμο ανήκει στον Μάριο Εμμανουηλίδη («Κρίση της νεοφιλελεύθερης κυβερνολογικής. Τακτικές της επιβράδυνσης») η οποία εστιάζει στο ζήτημα της ταχύτητας της αναδιάρθρωσης. Το θεωρώ εξόχως ενδιαφέρον και από τα ελάχιστα δουλεμένα θέματα, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς. Το χαρακτηριστικό της αναδιάρθρωσης είναι ένας μόνιμος, σύμφυτος με το εγχείρημα, αγώνας με τον χρόνο. Ο χρόνος δεν φτάνει ποτέ. Χωρίς το ντελίριο της επιτάχυνσης, το εγχείρημα απλώς δε νοείται. Για τον λόγο αυτό, ο συγγραφέας κάνει λόγο για «τακτικές επιβράδυνσης»: ωστόσο, και η επιβράδυνση, από μόνη της, δεν λέει και πολλά: ένα πράγμα είναι η «επιβράδυνση καθήλωση» και άλλο «η επιβράδυνση διαφυγή από τη νεοφιλελεύθερη κυβερνολογική» (σ. 146). Η τελευταία δεν θα μπορούσε να μας βρίσκει περισσότερο σύμφωνους. Η πρώτη, ένα ακόμη απλώς επιχείρημα στη νεοφιλελεύθερη φαρέτρα.
Εν κατακλείδι, μέσα στους ειλικρινείς καλούς λόγους, ας μου επιτραπεί μόνο να εκφράσω την επιφύλαξή μου ως προς την αισιόδοξη οπτική που φαίνεται σε κάποια σημεία του λόγου της να εκφράζει η όμορφη εισαγωγή του τόμου: «… όλα τα άτομα είμαστε μέσα στην κρίση. Υπό μία έννοια αυτή η συνθήκη μάς απελευθερώνει, αποτινάσσουμε από πάνω μας εκείνο τον αρχικό φόβο και μπορούμε πλέον να σκεφτούμε καλύτερα διότι δεν υπάρχει πιο το ενδεχόμενο κάτι άλλο να συμβεί». Νομίζω, αντιθέτως, ότι ακριβώς επειδή δεν υπάρχει ενδεχόμενο να μη συμβεί κάτι άλλο εδώ που φτάσαμε και με αυτούς που έχουμε μπλέξει στην Ελλάδα και το εξωτερικό, η βασική λειτουργία που θέτει για τον εαυτό του το βιβλίο, η συμβολή στην αλλαγή του αφηγήματος για την κρίση, συνεχίζει να είναι επίκαιρη. Η μεγάλη μάχη που διεξάγεται στην Ελλάδα και την Ευρώπη σήμερα είναι και μάχη ιδεών. Το Ζωή, λόγοι και πολιτικές στον καιρό της κρίσης είναι μια συμβολή σε αυτή τη μάχη στο σωστό στρατόπεδο, απόδειξη ότι η ιστορία δεν τέλειωσε, ο λόγος μας δεν «πάγωσε» στην κρίση. Απόδειξη ότι η κρίση οξύνει την κρίση μας. Το Κοινωνικό Εργαστήρι Θεσσαλονίκης είναι μια νησίδα κρίσης σε μια πόλη σε κρίση, σε μια χώρα σε κρίση. Και για το λόγο αυτό, δουλειές σαν και αυτήν, αξίζουν της προσοχής μας και δίνουν παράδειγμα.

1 σχόλιο:

Αφροδίτη Κουκουτσάκη είπε...

Ενδιαφέρουσα παρουσίαση αλλά μου έκανε εντύπωση η εξαιρετικά σύντομη αναφορά στο κείμενο του Μπεν Μάτσα, ένα δύσβατο ίσως αλλά πολύ ενδιαφέρον κείμενο εάν κάνει κανείς τον κόπο να παρακολουθήσει την προβληματική του

Τα url του θείου Ισιδώρα