Αναγνώστες

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

Κάθε κατάσταση ισορροπίας επομένως ,όπου η παραγωγή δεν ξεπερνά την κατανάλωση , για τον Μαρξ ,είναι κατάσταση κρίσης και καταπολεμάται μέσω της αύξησης της υπεραξίας, δηλαδή μέσω της περαιτέρω εκμετάλλευσης της απλήρωτης εργασίας./αποσπασμα απο το Σύνοψη του έργου: Economic Crisis and Crisis Theory, του Πάουλ Μάττικ (Paul Mattick), Κεφάλαιο Δέυτερο: η Μαρξιστική Θεωρία γα την κρίση απο το Μλογκ ''παρουσία αγγέλων εντός ατμομηχανής''

   Ένα ακόμη σημαντικό σημείο στο οποο ο Μαρξ διαφοροποιείται από την αστική οικονομική θεωρία, είναι η πρωταρχική θέση που καταλαμβάνει για αυτόν η αξία απέναντι στην τιμή. Όπως είδαμε , τόσο στην συνείδηση του καπιταλιστή όσο και στην πραγματικότητα της αγορς , μόνο οι τιμές υπάρχουν. Για τον επιχειρηματία ,ακόμα και η παραγωγή παρουσιάζεται ως ένα ζήτημα αγοράς και πώλησης. Ο επιχειρηματίας αγοράζει τα μέσα παραγωγής, την εργατική δύναμη και τις πρώτες ύλες και πουλάει κατόπιν τα προιόντα που παράγει. Για αυτόν δεν υπάρχουν κατηγορίες όπως η αξία και η υπεραξία, παρά μόνο το κόστος της παραγωγής και τα έσοδα που θα του αποφέρει η πώληση των προιόντων του. Αντίστοιχα ,η αστική οικονομική θεωρία ,αποκλειστικά στραμμένη προς την αγορά, θα εγκαταλείψει πολύ νωρίς την θεωρία της αξίας.
     Ο Μαρξ , αντίθετα, αξιοποιώντας τη θεωρία της αξίας μας προτείνει να καταλάβουμε τις αλλαγές στις αξίες των προιόντων και επομένως των τιμών τους, ξεκινώντας από τη διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου. Καθώς αυξάνεται η παραγωγικότητα της εργασίας, κάθε εμπόρευμα περιέχει λιγότερο χρόνο εργασίας από ότι περιείχε σε προηγούμενη παραγωγική περίοδο. Έτσι ,η αξία του συγκεκριμένου εμπορεύματος μειώνεται και επομένως το ίδιο πέφτει και η τιμή του. Παρόλα αυτά η κερδοφορία του κεφαλαίου διατηρείται, καθώς αυτή η μείωση της αξίας των εμπορευμάτων αντισταθμίζεται από την αύξηση της ποσότητας τους. Έτσι, για τον Μαρξ, η εξέλιξη των τιμών εξαρτάται από τη διαρκώς κυμαινόμενη παραγωγικότητα της εργασίας και επομένως από τον νόμο της αξίας.

      Εξάλλου για τον Μαρξ , η ίδια η ζήτηση- στην οποα στράφηκε η αστική οικονομική θεωρία προκειμένου να καταλάβει τον καθορισμό των τιμών- έγκειται πρωτίστως στην αμοιβαία σχέση των διαφορετικών τάξεων και των σχετικών τους οικονομικών καταστάσεων. Συγκεκριμένα έγκειται, πρώτον στην αναλογία μεταξύ υπεραξίας και μισθών και ,δεύτερον, στη σχέση των διαφόρων μερών στα οποία διαμοιράζεται η υπεραξία (κέρδη, τόκοι, φόροι κλπ). Για άλλη μια φορά λοιπόν διαφαίνεται το γεγονός πως τίποτα δεν είναι δυνατόν να εξηγηθεί μέσω της σχέσης προσφοράς και ζήτησης χωρίς πρώτα να εξακριβωθεί η βάση στην οποία στηρίζεται αυτή η σχέση.
     Έτσι, για τον Μαρξ ,οι σχέσεις της αγοράς καθορίζονται από τις σχέσεις στη σφαίρα της παραγωγής. Η τιμή της εργατικής δύναμης δεν μπορεί σε γενικά πλαίσια να πέσει κάτω από την αξία της, δηλαδή το κόστος αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης ,ούτε όμως μπορεί να ανέβει σε σημείο τέτοιο που θα καταργούσε την παραγωγή υπεραξίας και θα κατέρριπτε, άρα, ολόκληρο το καπιταλιστικό σύστημα. Επομένως ,ό,τι κι αν συμβαίνει στη σφαίρα της αγοράς, τα αποτελέσματα της, παρόλα αυτά, καθορίζονται από τις παραγωγικές σχέσεις και παρά την φαινομενική της αυτονομία, η λειτουργία της περιορίζεται στα πλαίσια που αυτές οι σχέσεις υπαγορεύουν.

   Αν ,λοιπόν, η αξία της εργατικής δύναμης προσδιορίζεται από το κόστος αναπαραγωγής της, ο εργασιακός χρόνος που υπερβαίνει αυτό το μέγεθος, έχει τη μορφή της υπεραξίας. Η αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνει την αξία χρήσης της σε σχέση με την ανταλλακτική της αξία και μ’ αυτόν τον τρόπο μεγεθύνει και την ποσότητα του κεφαλαίου που πηγάζει από την υπεραξία. Επομένως ο σχηματισμός του κεφαλαίου είναι ταυτόχρονα και η ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας. Καθώς αυξάνεται το κεφάλαιο ,αυξάνεται και η ποσότητα υπεραξίας που είναι απαραίτητη για την περαιτέρω αξιοποίηση του. Παρόλα αυτά, αυτή η διαδικασία ταυτόχρονα μειώνει διαρκώς την εργατική δύναμη σε σχέση με το υπάρχον κεφάλαιο ,αφού το τελευταίο αυξάνει με ταχύτερους ρυθμούς. ρα, κατ’ αυτόν τον τρόπο, μειώνεται αντίστοιχα και η ποσότητα της υπεραξίας σε σχέση με το δεδομένο κάθε φορά κεφάλαιο. Αν η υπεραξία είναι αρκετή να αξιοποιήσει το ήδη υπάρχον κεφάλαιο, εγγυάται και την μελλοντική του ανάπτυξη. Αν δεν είναι αρκετή ,η περαιτέρω ανάπτυξη του κεφαλαίου είναι ανέφικτη.

      Η καπιταλιστική παραγωγή κυβερνάται ,επομένως, από την παραγωγή υπεραξίας. Καθώς ,όμως ,η υπεραξία είναι απλήρωτη εργασία, η παραγωγή εξαρτάται από την ποσότητα του εργασιακού χρόνου που θα ιδιοποιηθεί ο καπιταλιστής. Με άλλα λόγια, είναι στην ουσία του κεφαλαίου να αυξάνει διαρκώς τον απλήρωτο εργασιακό χρόνο. Αυτό το πετυχαίνει με την διαρκή ανάπτυξη των μέσων παραγωγής, οδηγώντας, ταυτόχρονα, σε μια μεταβολή των σχέσεων αξίας που συνθέτουν την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου. Καθώς ,δηλαδή, η συσσώρευση του κεφαλαίου διαρκώς αυξάνεται , το μεταβλητό κεφάλαιο αυξάνεται ,βέβαια ,και το ίδιο  σε απόλυτους αριθμούς, μειώνεται όμως σε σχέση με το κεφάλαιο που ενσωματώνεται στα μέσα παραγωγής. Έτσι, ενώ το ποσοστό της υπεραξίας αυξάνεται με αυτήν την αλλαγή στην οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, το ποσοστό του κέρδους, παρόλα αυτά, διαρκώς πέφτει.
    Για να το καταλάβουμε αυτό αρκεί να έχουμε υπόψη μας ότι το ποσοστό της υπεραξίας καθορίζεται από την αναλογία της υπεραξίας σε σχέση με το μεταβλητό κεφάλαιο, ενώ το ποσοστό του κέρδους συγκρίνει την υπεραξία απέναντι τόσο στο μεταβλητό όσο και στο σταθερό κεφάλαιο. Καθώς λοιπόν το σταθερό κεφάλαιο αυξάνεται πιο γρήγορα από το μεταβλητό, το ίδιο ποσοστό υπεραξίας θα οδηγεί σε ένα διαρκώς μικρότερο ποσοστό κέρδους.  Τελικά, στην διάρκεια της συνεχούς συσσώρευσης κεφαλαίου, όπου το ποσοστό της υπεραξίας πρέπει διαρκώς να αυξάνεται και η πτωτική τάση του κέρδους διαρκώς να παρεμποδίζεται, το μεταβλητό κεφάλαιο θα συνεχίζει να μειώνεται σχετικά με την ποσότητα του συνολικού αξιοποιημένου κεφαλαίου. Επομένως ,όλο και λιγότεροι αναλογικά με το συνολικό κεφάλαιο εργάτες θα καλούνται να παράγουν όλο και μεγαλύτερη ποσότητα υπεραξίας προκειμένου να συνεχιστεί ανεμπόδιστη η κερδοφορία του κεφαλαίου.
      Αναπόφευκτα ,αυτή η διαδικασία φτάνει σε ένα σημείο στο οποίο η μέγιστη ποσότητα υπεραξίας που μπορεί να αντληθεί από την εργατική τάξη δεν επαρκεί πια για να αυξήσει περαιτέρω την αξία του συσσωρευμένου κεφαλαίου.
    Με αυτόν τον τρόπο ο Μαρξ δείχνει την ύπαρξη μιας τάσης εγγενούς στην ανάπτυξη του κεφαλαίου, της πτωτικής τάσης του κέρδους, αποδεικνύοντας ,έτσι ,ότι τα όρια του καπιταλισμού πηγάζουν από την ίδια τη φύση του, ή χρησιμοποιώντας τα λόγια του, ότι «το πραγματικό όριο της καπιταλιστικής παραγωγής είναι το ίδιο το κεφάλαιο.» Η πτωτική τάση του κέρδους ,εξάλλου, για τον Μαρξ δεν είναι άμεσα ορατή, αλλά φανερώνεται σε μας μέσω των μέτρων που εφαρμόζονται για να την αναχαιτίσουν, όπως η διαρκώς εντεινόμενη εκμετάλλευση της εργασίας, η μείωση των μισθών κάτω από την αξία της εργατικής δύναμης, ο σχετικός υπερπληθυσμός κλπ. Μόνο στις περιοδικές κρίσεις αποκαλύπτει πλήρως η πτωτική τάση του κέρδους την ύπαρξη της , καθώς τα μέτρα που λαμβάνονται για να την αντιμετωπίσουν δεν έιναι σ’ αυτές τις στιγμές επαρκή, ώστε να διασφαλίσουν την περαιτέρω αξιοποίηση του κεφαλαίου.
    Έτσι, η μαρξιστική θεωρία της συσσώρευσης του κεφαλαίου είναι ταυτόχρονα και μια θεωρία των κρίσεων του. Αντίθετα από την αστική θεωρία περί κρίσεων, η οποία θεωρεί ως γενεσιουργό αιτία τους τη δυσαναλογία μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης και προτείνει ως λύση την αποκατάσταση της ισορροπίας μέσω της ενίσχυσης της κατανάλωσης , για τον Μαρξ η κρίση είναι αποτέλεσμα της περιοδικής κατάρρευσης της διαδικασίας συσσώρευσης εξαιτίας της πτωτικής τάσης του κέρδους, η οποία εκφράζεται ως δυσαναλογία και ως ανεπαρκής κατανάλωση. Εξάλλου ,για τον Μαρξ «στην πραγματικτητα η προσφορά και η ζήτηση ποτέ δεν συμπίπτουν στον καπιταλισμό, ή ,αν το κάνουν, δεν είναι παρά καθαρή σύμπτωση ώστε επιστημονικά να μην μπορεί να ληφθεί υπόψιν.»
     Κι αυτό γιατί η δυσαναλογία και η μειωμένη καταναλωτική δύναμη σε σχέση με την παραγωγή είναι δομικά στοιχεία του καπιταλισμού. Διότι , ο καπιταλισμός ,όπως είδαμε, δεν παράγει για να ανταποκριθεί στις ανάγκες των καταναλωτών ,αλλά πέρα από αυτές ,μέχρι να συναντήσει τα όρια στα οποία η περαιτέρω δημιουργία υπεραξίας δεν είναι ικανή για έναν νέο κύκλο αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Έτσι , τόσο η ευημερία όσο και οι κρίσεις του καπιταλισμού δεν πηγάζουν από την καταναλωτική ικανότητα της κοινωνίας ,αλλά από τις προυποθέσεις συσσώρρευσης που επιβάλλονται κάθε φορά από τον ανταγωνισμό των επί μέρους κεφαλαίων.
     Επομένως ,η παραγωγή πάντα προηγείται και ξεπερνά σε όγκο την κατανάλωση. Η δυσαναλογία μεταξύ των δυο αυτών σφαιρών χαρακτηρίζει τόσο τις περιόδους ευημερίας ,όσο και τις περιόδους κρίσεων και επομένως δεν αποτελεί παράγοντα ικανό να εξηγήσει τις κρίσεις. Αντίθετα, η αναλογία που διαταράσσεται κατά τις περιόδους κρίσεων του καπιταλισμού είναι η αναλογία μεταξύ υπεραξίας και συσσώρευσης , η οποία απαιτείται για την περαιτέρω αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Καταπολεμάται, δε, με μια αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, η οποία αυξάνει την υπεραξία μειώνοντας την αξία της εργατικής δύναμης.
   Η καπιταλιστική ευημερία λοιπόν εξαρτάται από τη συνεχή επιτάχυνση της συσσώρευσης και αυτή από την διέυρυνση του όγκου της υπεραξίας. Κάθε κατάσταση ισορροπίας επομένως ,όπου η παραγωγή δεν ξεπερνά την κατανάλωση , για τον Μαρξ ,είναι κατάσταση κρίσης και καταπολεμάται μέσω της αύξησης της υπεραξίας, δηλαδή μέσω της περαιτέρω εκμετάλλευσης της απλήρωτης εργασίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: