Αναγνώστες

Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012

Σπύρος Μαρκέτος (2006) Πώς φίλησα τον Μουσολίνι! Τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού. Αθήνα: Εκδόσεις Βιβλιόραμα, σελ. 363. (αναδημοσιευση )

Σπύρος Μαρκέτος (2006) Πώς φίλησα τον Μουσολίνι! Τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού. Αθήνα: Εκδόσεις Βιβλιόραμα, σελ. 363.

πηγη :

http://indy.gr/library/ta-kinitria-pathi-toy-fasismoy
Γενικώς ο "φασισμός" ήταν η θεωρία του "επαναστατικού εθνικισμού" που επιδίωκε να αντιπαρατεθεί μαχητικά στις "δυνάμεις της παρακμής"που υποτίθεται ότι προκαλούσαν την "αποσύνθεση και κατάρρευση της κοινωνίας". Ο τελικός στόχος του φασισμού γενικώς ήταν η αναγέννηση συνολικά της πολιτικής κουλτούρας του έθνους, με την αποκατάσταση του κράτους ως μηχανισμού εξουσίας και στρατιωτικής ισχύος αλλά και με την αναζωογόνηση των κοινωνικών, ηθικών και καλλιτεχνικών επιτευγμάτων και των υπόλοιπων συμβόλων της συνοχής και της ζωτικότητας της κοινωνίας. Αυτή η φιλοδοξία δημιουργίας μιας "υγιούς κοινότητας" είναι το κυριότερο χαρακτηριστικό στοιχείο του φασισμού γενικώς. Αντιλαμβανόταν την τέλεια φασιστική ουτοπία ως μια "οργανική ενότητα" στην οποία κάθε μεμονωμένο άτομο δένεται μέσω των υπερπροσωπικων δεσμών της καταγωγής, της κουλτούρας και του "αίματος". Σε αντίθεση με τους υπερ-συντηρητικούς, δεν επιδίωκε την επιστροφή σε μια "χρυσή" αλλά "χαμένη" εποχή, αλλά αποσκοπούσε στη δημιουργία μιας "κοινότητας νέου τύπου" στα πλαίσια της σύγχρονης εποχής, που να στηρίζεται όμως πνευματικά στο παρελθόν και να εμποτίζεται από τις υποτιθέμενες "υγιείς αξίες" του έθνους ή του λαού που επικρατούσαν πριν από την έναρξη της παρακμής. Μέσα από μια σειρά πολιτικών προσπάθησαν τα καθεστώτα του "υπαρκτού φασισμού" (πρέπει πάντα να κάνουμε τη διάκριση μεταξύ αποτυχημένων και επιτυχημένων φασισμών) να δημιουργήσουν το νέο "Φασιστικό Άνθρωπο" (ιδιαίτερα οι Ναζί με την εσωτερική πολιτική τους προσπαθούσαν να δημιουργήσουν την ηθικά και γενετικά υγιή "φυλετική - εθνική κοινότητα") Μιλώντας για επιτυχημένους και αποτυχημένους φασισμούς της προ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου περιόδου θα πρέπει να έχουμε πάντα στο νου μας ότι είχαμε να κάνουμε με "κοινωνικά κινήματα" και όχι με κάποιους "κακούς" ανθρώπους ή απλώς με κάποιες ομάδες συνωμοτών. Αν ήταν μόνο οι δεύτεροι θα είχαμε απλές δικτατορίες και όχι καθεστώτα ριζωμένα στις κοινωνίες τους που θα οδηγούσαν στην κατεύθυνση του "ολοκληρωτισμού". Ο Μουσολίνι εξάλλου είχε προσδιορίσει ως ιδεώδες του κινήματός του τη δημιουργία της "ολοκληρωτικής κοινωνίας".

Γνωστές-άγνωστες πτυχές της νεοελληνικής ιστορίας επιχειρεί να φωτίσει με το σημαντικό βιβλίο του «Πώς φίλησα τον Μουσολίνι! Τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού» ο Σπύρος Μαρκέτος. Με τον προκλητικό, για τα σημερινά δεδομένα, τίτλο, ο συγγραφέας (διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του ΑΠΘ) θέλει να μας πει ότι το πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο της εποχής εκείνης επέτρεπε στις μαθήτριες να γοητεύονται από τους ισχυρούς δικτάτορες, στα μέλη του νεανικού περιοδικού «Η Διάπλασις των Παίδων» να πηγαίνουν τσάρκα («εκπαιδευτική επίσκεψη») στις προπαγανδιστικές εκδηλώσεις της Ιταλικής Πρεσβείας (σε μια τέτοια εκδήλωση στο Ζάππειο η μαθήτρια έτρεξε και φίλησε την προτομή του «Ντούτσε») και οι καθηγητές να το εγκρίνουν και να τις συνοδεύουν.

Κατά τον ελληνικό μεσοπόλεμο, η χώρα έβριθε από φανερούς και κρυφούς θαυμαστές του δικτάτορα της γείτονος και του πολιτικού κινήματος και καθεστώτος του. Αυτοί οι θαυμαστές δεν περιορίζονταν, όπως συχνά νομίζει ο περισσότερος κόσμος, στην οργανωμένη άκρα δεξιά ή στην λαϊκιστική πτέρυγα του Λαϊκού Κόμματος αλλά υπήρχαν ως αρκετά μαζικά ρεύματα και στο Φιλελεύθερο Κόμμα και τις συμμαχικές του δυνάμεις. Ούτε ήταν μόνο γραφικοί δικτατορίσκοι τύπου Θ. Πάγκαλου ή το καθεστώς του Ι. Μεταξά, αρκεί να σκεφτούμε ότι αρχικά ο Γ. Κονδύλης ήταν «δημοκρατικός» σύμμαχος των Βενιζελικών. Ακόμη και στην ευρύτερη αριστερά θα μπορούσαμε να ανιχνεύσουμε στοιχεία που ομοίαζαν με τις αντιλήψεις των φασιζόντων.

Ο Σ. Μαρκέτος αναλύει το φασιστικό φαινόμενο και τις ελληνικές εκδοχές του προσπαθώντας να διακρίνει τις εκλεκτικές συγγένειες και ομοιότητες τους με τα «μικρά φασιστικά κινήματα» ευρωπαϊκών χωρών που δεν κατάφεραν να εξελιχθούν σε κόμματα εξουσίας και αποφεύγει τη σύγκριση με τις «ιδιότυπες» περιπτώσεις του βαλκανικού μοντέλου φασισμού.

Ο συγγραφέας κατανέμει το κείμενό του σε εννέα κεφάλαια που είναι το ένα πιο ενδιαφέρον από το άλλο. Το πρώτο κεφάλαιο αναφέρεται στη μελέτη του φασισμού τόσο από τους μεσοπολεμικούς μαρξιστές και τους μεταπολεμικούς νεομαρξιστές όσο και τους ερευνητές που εντάσσονται στο χώρο των «θεωριών ιδεοτύπων». Πρώτο μέλημά του είναι να παρουσιάσει συνοπτικά τις κυριότερες πλευρές της διεθνούς συζήτησης για την έννοια, τη φύση και το χαρακτήρα του φασισμού. Ο φασισμός δεν είναι μια εύκολα και μόνιμα προσδιορίσιμη έννοια. Αν στενέψουμε τον ορισμό περιοριζόμαστε μόνο στα καθεστώτα του «υπαρκτού φασισμού» της Γερμανίας και της Ιταλίας, ενώ αν τον παραδιευρύνουμε μπορούμε να ανακαλύπτουμε  κι από ένα φασίστα κάθε μέρα ανάλογα με τις ανάγκες της πολιτικής γραμμής («σοσιαλ-φασίστες» ή «αγροτοφασίστες» ξεσκέπαζαν κάθε τόσο οι σταλινικοί όπου γης). Το δεύτερο κεφάλαιο αναφέρεται στην πρώιμη φάση της «ριζοσπαστικής δεξιάς» και στους «ιδεολογικούς προδρόμους του ελληνικού φασισμού. Στηριζόμενος στη θέση ενός από τους σημαντικότερους μελετητές του φασιστικού φαινομένου, του Ρόμπερτ Πάξτον, ο Σ. Μαρκέτος τονίζει το ρόλο που έπαιξαν τα «κινητήρια πάθη» και τα «πολιτικά συναισθήματα». Μελετά το φασιστικό φαινόμενο μέσα στην ίδια την πράξη αντί να το θεωρήσει απλώς εκδήλωση μιας a priori ουσιαστικής υπόστασης με καθορισμένη δομή και ιδεολογία που τροποποιείται και παραβιάζεται καά βούληση. Έτσι, βλέπει το φασισμό ως μορφή «πολιτικής συμπεριφοράς» που μονίμως οι φορείς της εκστασιάζονται με τις έμμονες ιδέες περί κρίσης, παρακμής, ταπείνωσης και θυματοποίησης της εθνικής κοινότητας, ιδέες που αντισταθμίζονται από τη λατρεία της ενότητας, της ενεργητικότητας και της καθαρότητας. Στα καθ’ ημάς, σύμφωνα με αυτή τη λογική, ως προπάτορες της άκρας δεξιάς εμφανίζονται η οργάνωση «Ελληνισμός» με επικεφαλής τον πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών Νεοκλή Καζάζη που άσκησε ιδιαίτερη επιρροή στους συντηρητικούς αστικούς κύκλους ως τις παραμονές των Βαλκανικών Πολέμων, η αυλική «Εταιρεία της υπέρ των  Πατρίων Αμύνης» με επικεφαλής τον Πρίγκιπα Νικόλαο και υπαρχηγούς τον υποστράτηγο Παπαδιαμαντόπουλο και τους πανεπιστημιακού Σ. Μητσόπουλο και Γ. Χατζηδάκι που φανερά συνδεόταν με την Ιερά Σύνοδο της Ελλαδικής Εκκλησίας. Το τρίτο κεφάλαιο τονίζει ότι ο φασισμός συνδέεται άμεσα με τη μαζική κινητοποίηση που επέφερε η επέκταση των πολιτικών δικαιωμάτων στο σύνολο του (ανδρικού αρχικά) πληθυσμού και περιγράφει το παράδειγμα του Μουσολίνι. Παράλληλα, αναφέρεται στον Πρώτο Διχασμό μεταξύ Βενιζελικών και Λαϊκών που επέβαλε την πρώτη μεγάλη κινητοποίηση μαζών για την αντίσταση κατά της αντίπαλης παράταξης. Το τέταρτο κεφάλαιο έρχεται στο προκείμενο προσπαθώντας να απαντήσει στο πρώτο θεμελιώδες ερώτημα αν ήταν φασιστικό το «καθεστώς Γούναρη» που είχε ως προγραμματική αρχή την ειρήνη και ένα είδος «συντεχνιακού σοσιαλισμού» που ομοίαζε με τις υποσχέσεις του φασιστικού προτύπου του Μουσολίνι. Έτσι, ως πρώτο καθαρά φασιστικό πείραμα ορίζεται το καθεστώς που επιβλήθηκε στη διάρκεια της διετίας 1921-1922  υπό την ηγεμονία των Λαϊκών του Δ. Γούναρη. Το πέμπτο κεφάλαιο μπαίνει πιο πολύ στο ζουμί της μεσοπολεμικής περιόδου και προσπαθεί να εξηγήσει γιατί τελικά ο φασισμός δεν ευδοκίμησε ως καθεστώς ούτε ξεπέρασε καν το δεύτερο στάδιο της εδραίωσης. Ο τίτλος του κεφαλαίου είναι εύγλωττος: «Κοινωνική μεταρρύθμιση αντί φασισμού». Ας μη ξεχνάμε ότι την ίδια περίοδο μαζικοποιείται αργά και με αντιφατικούς ρυθμούς και τάσεις το κομμουνιστικό κίνημα στην Ελλάδα της προσφυγιάς και της βιομηχανικής επιτάχυνσης και το οποίο απειλεί να αποσταθεροποιήσει την εκλογική βάση των αστικών κομμάτων και ιδιαίτερα του Φιλελεύθερου. Όμως, η στοιχειώδης «κοινωνική μεταρρύθμιση» συνοδεύεται με την ανοιχτή ή καλυμμένη καταστολή της αριστεράς και του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος που συνδέεται με αυτήν. Στο έκτο κεφάλαιο γίνεται αναφορά στους «μικρούς φασισμούς» της ευρωπαϊκής ηπείρου» που και αυτοί δεν πέρασαν με επιτυχία το «δεύτερο στάδιο» και υποστηρίζεται ότι ο πρώιμος ελληνικός φασισμός ομοίαζε περισσότερο με αυτούς και όχι με το γερμανικό ή το ιταλικό πρότυπο και ότι δεν ήταν ένα κλειστό σύμπαν αλλά «σχημάτιζε συγκοινωνούντα δοχεία με τις άλλες τάσεις της άκρας δεξιάς» με αποτέλεσμα τη διάχυσή του. Στο έβδομο κεφάλαιο περιγράφεται η διαδικασία δημιουργία και δράσης του «πρώτου φασιστικού κόμματος στην Ελλάδα, δηλαδή του Εθνικού Δημοκρατικού Κόμματος του πρώην στρατηγού Γ. Κονδύλη, με την ουσιαστική πολιτική προστασία των Φιλελεύθερων που ήθελαν να υποθάλψουν ένα είδος «αντιμοναρχικού φασισμού» αλλά και με τη χρηματοδότησή του από επιφανείς παράγοντες της ελληνικής οικονομίας, όπως ο εφοπλιστής Ανδρεάδης και ο βιομήχανος Μποδοσάκης. Το κόμμα του Κονδύλη είχε μαζικές οργανώσεις επιστράτων και εργατών, ιδιαίτερα στη Βόρεια Ελλάδα όπου ανταγωνιζόταν την επιρροή της Αριστεράς. Ένα δεύτερο πείραμα «αντιμοναρχικού φασισμού» (με την περίεργη ανοχή της κομμουνιστικής αριστεράς) ήταν αυτό της σύντομης δικτατορίας του στρατηγού Θ. Πάγκαλου που ενέτεινε την καταστολή της εργατικής κινητοποίησης και των εξαπατημένων κομμουνιστών και έμεινε και στην ιστορία, εκτός των άλλων, γιατί τα σώματα ασφαλείας της «τάξης και της ηθικής» επιφορτίστηκαν με τη μέτρηση του μήκους της γυναικείας φούστας. Η αποκατάσταση του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος και η έναρξη της νέας Βενιζελικής περιόδου συνοδεύονται από την έναρξη της κοινωνικο-οικονομικής κρίσης που περιγράφεται στο όγδοο κεφάλαιο. Στη διάρκεια της όξυνσης της οικονομικής κρίσης γίνεται σαφές ότι η περίοδος των  παραχωρήσεων στις οποίες είχαν προβεί οι φιλελεύθεροι αστοί προς την εργατική τάξη έφτασε στο τέρμα της. Οι αστοί θα επιχειρούσαν να φιμώσουν οριστικά το συνδικαλιστικό κίνημα προτού προλάβει να λάβει μαζικά ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά. Οι φασιστικές πτέρυγες ασκούσαν ολοένα και περισσότερη πίεση στα κόμματά τους για επιβολή αυταρχικών λύσεων. Στο ένατο κεφάλαιο, περιγράφεται η περίοδος κατάρρευσης της αβασίλευτης δημοκρατίας και οι ευθύνες όσων δυνάμεων στο Κέντρο και την Αριστερά έβλεπαν δειλές, μοιραίες και άβουλες τα φασιστικά σύννεφα να απλώνονται μαζικά στον ευρωπαϊκό πολιτικό ουρανό αλλά ανταγωνίζονταν μεταξύ τους θανάσιμα χωρίς να σκέφτονται πώς θα συγκροτήσουν μαζικό και αποτελεσματικό αντιφασιστικό κοινωνικό κίνημα. Η βενιζελική συμμαχία είχε πια διαλυθεί. Οι Φιλελεύθεροι ακολούθησαν μια συντηρητική στροφή εναντίον της αριστεράς και των εργατών. Ο δρόμος για την πραξικοπηματική άνοδο στην εξουσία του Ι. Μεταξά και την εγκαθίδρυση του πρώτου ελληνικού «υπαρκτού φασισμού» που θα προσπαθούσε να οικοδομήσει ένα «Νέον Κράτος» απαλλαγμένο από κομμουνιστές, σοσιαλιστές και τους πάσης φύσεως διεθνιστές που απειλούσαν την «κοινωνική συνοχή», δηλαδή τα ταξικά προνόμια των κεφαλαιοκρατών. Όμως, το καθεστώς δεν θα αποκτούσε πλήρως το φασιστικό χαρακτήρα των αντίστοιχων της Ιταλίας και της Γερμανίας γιατί στηριζόταν κυρίως στον κρατικό μηχανισμό και στερούνταν ενεργή κοινωνική βάση και αντίστοιχο κοινωνικό κίνημα.


Θανάσης Τσακίρης
http://tsakiris.snn.gr

Συμπληρωματικά, προτείνω στους/στις αναγνώστες/ριες να διαβάσουν τα εξής βιβλία:
1.                  Robert O. Paxton (2006) Η Ανατομία του Φασισμού. Αθήνα: Εκδ. Κέδρος.
2.                  Μαρίνα Πετράκη (2006) Ο μύθος του Μεταξά: Δικτατορία και προπαγάνδα στην Ελλάδα. Αθήνα: Εκδ. Ωκεανίδα.
3.                  Δέσποινα Παπαδημητρίου (2006) Από τον λαό των νομιμοφρόνων στο έθνος των εθνικοφρόνων: Η συντηρητική σκέψη στην Ελλάδα 1922-1967. Αθήνα: Εκδ. Σαβάλα
4.                  Νίκος Πουλαντζάς (2006/1975) Φασισμός και Δικτατορία: Η Τρίτη Διεθνής αντιμέτωπη στον φασισμό. Αθήνα: ΙΝΠ & Εκδ. Θεμέλιο
5.                  Roger Griffin (1995) Fascism . Oxford and New York: Oxford University Press

Δεν υπάρχουν σχόλια: