Αναγνώστες

Σάββατο 30 Ιουνίου 2012

Η Ντροπή. Πετρος Θεοδωριδης .κειμενο ομιλιας που εγινε στις12 Δεκεμβρίου 2011 και που οργανωσε η ΔΗΜΟΣΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΣΕΡΡΩΝ -ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΦΙΛΩΝ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ στα πλαισια του κυκλου διαλέξεων :“Ψηφίδες Ψυχολογίας” στο αμφιθέατρο «Γεώργιος Καφταντζής»,

[28210387.jpg]
3η Διάλεξη 12 Δεκεμβρίου 2011  (ώρα 20:00)

Α΄ ΘΕΜΑΤΙΚΗ  ΕΝΟΤΗΤΑ   “ΘΥΜΟΣ & ΝΤΡΟΠΗ”

Στην 3η διάλεξη των ΨΗΦΙΔΩΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ο ψυχίατρος Μιχάλης Σωτηρίου και ο πολιτικός επιστήμονας  Πέτρος Θεοδωρίδης, συγγραφέας  του βιβλίου ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ: Έθνος, νεωτερικότητα και εθνικιστικός λόγος, παρουσιάζουν και συζητούν το ΘΥΜΟ και τη ΝΤΡΟΠΗ.

O Θυμός (anger),που είναι μια πολύ κοινή ανθρώπινη αίσθηση και εμπειρία, συνδέεται με τον ψυχικό και σωματικό τραυματισμό(hurt),την οργή(rage),την επιθετικότητα(aggression)και τη βλάβη(harm) στον αίτιο του θυμού ή την μετάθεσή του. Ο Θυμός σχετίζεται με τα αισθήματα και τις πράξεις του ατόμου, ενώ η ντροπή με τα αισθήματα και την συνοχή της ταυτότητας του ατόμου.

Η Ντροπή  δημιουργείται όταν το άτομο αισθάνεται(πραγματική ή πιθανή) την αποδοκιμασία των άλλων με αποτέλεσμα να αισθάνεται να τραυματίζεται η αίσθηση της ταυτότητάς του δημιουργώντας άγχος, ανασύροντας προηγούμενες ντροπές από την αλυσίδα των τραυμάτων μας. Γίνεται διάκριση της ντροπής από την ενοχή, η σχέση ντροπής  σώματος, ταπείνωσης, αμφιβολίας και στίγματος.



ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗ
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
. «Δεν θέλουμε τον έλεγχο. Θέλουμε να αισθανόμαστε ότι οι ίδιοι παρασυρόμαστε και θέλουμε πολύ να περισσότερο να παρασύρουμε ο ένας τον άλλον, όπως ακριβώς απαιτούμε και τα κοκκινίσματα μας να είναι αθέλητα και δεν είναι σημάδι ντροπής το ότι είναι»[1]
Η Ντροπή.
Πετρος Θεοδωριδης .*


* το κείμενο εχει δημοσιευτει και στο περιοδικό ΕΝΕΚΕΝ (2007)
Πότε αισθανόμαστε ντροπή; Μπορεί να αισθανόμαστε ντροπή για τα συναισθήματα μας, για το άγχος, το φόβο ή την κατάθλιψη μας, το θυμό μας, πιστεύοντας ότι είναι κακό να αισθανόμαστε ετσι επειδή αυτό μας κάνει προβληματικούς ή και κατώτερους. Μπορεί να ντρεπόμαστε για το σώμα μας, για τις ικανότητες μας, η να εκφράσουμε τρυφερά συναισθήματα στις σχέσεις μας. Ντροπή δημιουργείται όταν κάτι που είναι ,που έχει ή έχει κάνει κάποιος, προκαλεί(ή αυτός αισθάνεται ότι προκαλεί )την αποδοκιμασία των άλλων. Επειδή η αποδοκιμασία παίρνει την μορφή της περιφρόνησης η της αηδίας, μάλλον παρά του θυμού, η ντροπή συνδέεται με το πρόσωπο περισσότερο παρά με την πράξη.
Το παράδοξο της ντροπής είναι ότι, συχνά αναμιγνύει μια μοναδική ανάξια πράξη η χαρακτηριστικό, με το σύνολο της ταυτότητας ενός προσώπου. Μιλάμε για ντροπή, όταν κάποιος σκέφτεται για κάποιον άλλον ως κακό άνθρωπο , και όχι απλά ότι έκανε κάτι κακό.[2] Ετσι η ντροπή, αφορά στην ταυτότητα μάλλον ,παρά στην συμπεριφορά .
Η ντροπή, πλήττει ευθέως την αίσθηση της ταυτότητα μας επειδή είναι πηγάζει από το άγχος για το πόσο επαρκής ,πόσο συνεκτική είναι η αφήγηση με την οποία το άτομο στηρίζει την βιογραφία του. Η ντροπή «αφορά στην αίσθηση προσωπικής ταυτότητας, επειδή σχετίζεται με το άγχος για την επάρκεια της αφήγησης με την οποία το άτομο στηρίζει μια συνεκτική βιογραφία (του εαυτού του)».[3] Η ντροπή συχνά προκαλεί ένα ρήγμα στην συνοχή του εαυτού μας, καθώς ανασύρει προηγούμενες ντροπές από την αλυσίδα των τραυμάτων μας. Η ντροπή προϋπάρχει στο μικρό παιδί από την ανάπτυξη της γλωσσικής ικανότητας, έχει τις ρίζες της σε βαθύτατα βιωμένα συναισθήματα ανεπάρκειας ή ταπείνωσης (τον φόβο της εγκατάλειψης κατά την παιδική ηλικία) που προϋπάρχουν στο μικρό παιδί από την ανάπτυξη της ικανότητας για μια διαφοροποιημένη γλώσσας. [4]Υπάρχουν –μας λέει ο Α Giddensδυο καταστάσεις της ντροπής:, η ανοιχτή(Overt) και η πλάγια (Bypassed) Η ανοιχτή ντροπή αναφέρεται σε αισθήματα βιωμένα από ένα παιδί όταν κατά κάποιο τρόπο ταπεινώνεται από κάποιο άλλο πρόσωπο. Η πλάγια ντροπή είναι το αντίστοιχο της ασυνείδητης ενοχής: είναι η ντροπή που προέρχεται από ασυνείδητα βιωμένα άγχη  για τις ανεπάρκειες του εαυτού. Η πλάγια ντροπή συνδέεται απωθημένους φόβους ότι, η αφήγηση της ταυτότητας του εαυτού ,δεν μπορεί να αντέξει τις πιέσεις που αφορούν στην συνοχή της η στην κοινωνική αποδοχή ,δηλαδή με αισθήματα «οντολογικής ανασφάλειας». [5].
Η ντροπή  προκαλείται-ως ένα  βαθμό- από την απώλεια της θεμελιακής εμπιστοσύνης:στους σημαντικούς άλλους ή και στον εαυτό. Το κλειδί για την ανάπτυξη μιας αίσθησης οντολογικής ασφάλειας στο μικρό παιδί, είναι η εμπιστοσύνη στους (σημαντικούς) άλλους γι αυτό και το αναπόφευκτο συνοδευτικό της είναι η ανησυχία που προκαλεί η απουσία της, ή .ο κλονισμός της,[6] Στη σαμανιστική ιατρική , η απώλεια της θεμελιακής εμπιστοσύνης  ισοδυναμεί με «βιασμό της ψυχής»,με «κλοπή της ψυχής» και αποτελεί για τους σαμάνους θεραπευτές την πιο  διαδεδομένη και επιβλαβή αιτία ασθένειας. Μόνο ένας σαμάνος, «βλέπει »τα  πνεύματα και γνωρίζει πως να τα εξορκίσει. «Ο Μ .Eliade περιγράφει έναν σαμάνο Toleut  που καλεί πίσω την ψυχή ενός αρρώστου παιδιούΈλα πίσω στη χώρα σου , στους ανθρώπους σου…. κοντά στη ζωηρή φωτιά!... Έλα πίσω στον πατέρα σου, στη μητερα σου…»[7].Ουσιαστικά ,η σαμανιστική θεραπεία ,προ(σ)καλεί τον ασθενή στην ανάκτηση της «Θεμελιακής εμπιστοσύνης ».Για την ανάπτυξη μιας ''θεμελιακής εμπιστοσύνης'' [8] αναγκαίας για την ανάπτυξη μιας αίσθησης ταυτότητας είναι απαραίτητος- σύμφωνα με τον Winnicott και τον  Eric Eriksson  ένας «ενδιάμεσος οικείος χώρος» πού περιβάλλει τον εαυτό με εμπιστοσύνη και οικειότητα. όπου το παιδί θα μπορεί να επεξεργάζεται τη σχέση ανάμεσα στον εσωτερικό του κόσμο και στην εξωτερική πραγματικότητα  Για τον Winnicot ο ενδιάμεσος αυτός χώρος  οικοδομείται γύρω από το  μεταβατικό αντικείμενο που αναπαριστά τον ενδιάμεσο σταθμό από την νηπιακή ηλικία μέχρι την εγκατάλειψη της: Το μεταβατικό  αντικείμενο, το οποίο συνιστά το μαξιλάρι, το κουρελάκι ή το αρκουδάκι είναι το πρώτο «μη εγώ» στοιχείο. Ίσως το αρκουδάκι φθαρεί λίγο με το χρόνο  το μαξιλάρι να μυρίζει  από τα σάλια και τους ιδρώτες . Αλλά ακόμα και οι μυρωδιές προσαρμόζονται στο βασικό χαρακτήρα του μεταβατικού αντικειμένου ,αφού είναι δημιούργημα του ίδιου του παιδιού.[9] Για το παιδί παίζει πολλούς ρόλους:το παρηγορεί, το νανουρίζει στον ύπνο του, αντέχει τις επιθετικές του δραστηριότητες και μέσα από όλες τις εκδηλώσεις αγάπης και μίσους του παιδιού, παραμένει αναλλοίωτο. Η (θεμελιακή) εμπιστοσύνη εγκαθιδρύεται στο παιδί ως μέρος της βίωσης ενός κόσμου που έχει συνοχή, συνέχεια κα αξιοπιστία. Όταν τέτοιες προσδοκίες διαψεύδονται, η εμπιστοσύνη χάνεται, όχι μόνο σε αλλά πρόσωπα αλλά και στην συνοχή του αντικειμενικού κόσμου : « γινόμαστε ξένοι σε ένα κόσμο όπου νομίζαμε ότι είμαστε σπίτι μας. Βιώνουμε αγωνία συνειδητοποιώντας ότι δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε απαντήσεις στα ερωτήματα: Ποιος είμαι; που ανήκω; (...)}γινόμαστε ξανά παιδιά, αβέβαια για τους εαυτούς μας σε ένα αποξενωμένο κόσμο »[10].
Nτροπή και ενοχή
Η ντροπή συγχέεται εύκολα με την ενοχή. Ενοχή αισθανόταν ο Ρασκολνικοφ για τη πράξη του, ο Ηλίθιος του Ντοστογιέφσκι αισθανόταν ντροπή(για την κοινωνική αδεξιότητα του). Ο Ηλίθιος, ο Μίσκιν «αμύνεται όσο μπορεί, επιδεικνύει ανωτερότητα και τη γνωστή του ηλιθιότητα, αλλά μένουμε μονίμως με την αίσθηση ότι είναι περιττός ανάμεσα στους ανθρώπους, υπεράριθμος και λίγο άχρηστος παρά πρωταγωνιστής»[11]. Η ντροπή για τον Νορμπερτ Ελιας συνδέεται με την αίσθηση ενός ανυπεράσπιστου εαυτού Για τον Ελιας η γενίκευση της  ντροπής( αιδούς ) αποτελεί ένα κρίσιμο  επεισόδιο στην μακρά πορεία εσωτερικευσης των συναισθημάτων -εκλογίκευσης της  συμπεριφοράς του Δυτικού ανθρώπου. Το συναίσθημα της αιδούς  -γράφει- «είναι ένα είδος φόβου , μπροστά σε χειρονομίες υπεροχής τρίτων», φόβος  που δεν μπορεί να αποκρουστεί με κάποια μορφή σωματικής άμυνας. Η σύγκρουση η  οποία εκδηλώνεται με αιδώ- φόβο δεν είναι μόνο μια σύγκρουση του ατόμου με την επικρατούσα  κοινή γνώμη αλλά  «μια σύγκρουση στην οποία το οδηγεί η συμπεριφορά του με το κομμάτι εκείνο του εαυτού του το οποίο εκπροσωπεί αυτή την κοινή γνώμη , είναι μια σύγκρουση στα πλαίσια της δικής του θυμικής οικονομίας»Ο φόβος απέναντι στην παραβίαση κοινωνικών απαγορεύσεων  αποκτά τόσο πιο έντονα χαρακτήρα αιδούς όσο εντονότερα η κοινωνική συγκρότηση μεταβάλλει εξωτερικούς καταναγκασμούς σε αυτοκαταναγκασμους, όσο  δηλαδή προωθείται ο (εκ)πολιτισμός της συμπεριφοράς [12] ..
Ο Ελιας, σ αυτό το σημείο ,φαίνεται να συμφωνεί  με την πολύ ευρεία  χρήση του όρου «πολιτισμός» που κάνει ο Φρουντ (στο έργο του «η δυσφορία στον πολιτισμό »)[13]: ο Πολιτισμός  είναι η μορφή κοινωνικού και πολιτιστικής οργάνωσης  που  προχωράει πέρα από την απλή πρωτόγονη, που υπαινίσσεται  αυξανόμενη περιπλοκοττητα  της κοινωνικής ζωής . Το τίμημα που πληρώνεται για τα υψηλά πολιτιστικά επιτεύγματα σύμφωνα με τον Φρόυντ ,(κατά τον  Ελιας το τίμημα για την «κοινωνική ειρήνευση») είναι η αυξανόμενη  καταπίεση- απώθηση  της επιθετικής ορμής  και η ενοχή.(στον Ελιας η «αιδώς»-ντροπή).
Tα αισθήματα ενοχής για τον Φρουντ είναι η έκφραση της έντασης ανάμεσα στο υπέρ-εγώ και το εγώ. Σύμφωνα με τις φροϋδικές απόψεις,  θεμελιώδης πηγή της ανθρώπινης ενοχής  και πρωταρχική δύναμη του πολιτισμού , είναι ο(υποτιθεμενος) φόνος του πατέρα από τους  γιους , που διεκδίκησαν  από αυτόν την εξουσία  εντός της πρωταρχικής  ομάδα –ορδής [14] . Με τη σύλληψη της έννοιας του ένστικτου της καταστροφής, ο Φρουντ αναγνώρισε πως. υπήρχε πολύ πιο πολλή καταστροφικότητα από oση μπορούσε να ερμηνευτεί από το συσχετισμό με το σεξουαλικό ένστικτο : «ο άνθρωπος - λέει ο Φρόιντ-   δεν είναι ένα πράο ,αξιαγάπητο πλάσμα , που το πολύ πολύ να αμυνθεί όταν το επιτεθούν , αλλά στον ορμικό εφοδιασμό του περιλαμβάνει και μια σημαντική  ποσότητα επιθετικής τάσης. Γι αυτό ο πλησίον του δεν είναι μόνο πιθανός βοηθός και σεξουαλικός αντικείμενο , αλλά και πειρασμός για να ικανοποιήσει πάνω του την επιθετικότητα του , να εκμεταλλευτεί την εργασία του χωρίς αμοιβή , να τον μεταχειρισθεί σεξουαλικά , να τον ταπεινώσει ,να τον βασανίσει , να τον σκοτώσει... [15] Η πολιτισμένη ζωή , αποδέχεται ο Φρουντ , είναι, εν γένει, πιο ασφαλής από αυτή των πρωτόγονων. Αυτή η ασφάλεια από την άλλη πλευρά, ανταλλάσσεται με  αυστηρές απαγορεύσεις.:« Ο πολιτισμός  δαμάζει δηλαδή την επικίνδυνη  επιθετική τάση   του ατόμου με το να το αποδυναμώνει , να το αφοπλίζει , και  με μια αρχή που τοποθετεί στο εσωτερικό του, σαν φρουρά σε κατεχόμενη  πόλη , να το επιτηρεί. »[16] Από αυτή την οπτική γωνία , συνεπώς, ο πολιτισμός   είναι μια ηθική επιχείρηση «ο πολιτισμός [ ..].κάνει κάτι πολύ περίεργο[...]. Η επιθετικότητα ενδοβάλλεται, εσωτερικευται, και στην πραγματικότητα  ξαναστέλνεται εκεί από όπου προήλθε, δηλαδή απευθύνεται ενάντια στο Εγώ του άτομο[....] εκεί παραλαμβάνεται από ένα μέρος του Εγώ , που αντιπαρατίθεται στο υπόλοιπο, ως Υπερεγώ, και ασκεί τώρα  ως «ηθική συνείδηση » απέναντι στο Εγώ την  ίδια  επιθετική ορμή , που  το Εγώ θα την ασκούσε ευχαρίστως πάνω σε αλλά , ξένα άτομα . Την ένταση ανάμεσα στο αυστηρό Υπερεγώ και στο υποταγμένο σε αυτό Εγώ την ονομάζουμε ένοχη συνείδηση. :Εκφράζεται ως ανάγκη για τιμωρία[17]  Η ενοχή όπως συμπεραίνει ο Φρόυντ είναι το πιο σημαντικό πρόβλημα στην ανάπτυξη του πολιτισμού καθώς« το τίμημα για την πολιτισμένη πρόοδο  πληρώνεται με απώλεια  της ευτυχίας  προερχόμενη από αύξηση του   αισθήματος  ενοχής» [18]
 Όμως ,για τον σύγχρονο  Άγγλο κοινωνιολογο  Α.Giddens ,στην τωρινή «ύστερη νεωτερικοτητα» «η δυναμική της ντροπής μάλλον παρά της ενοχής  έρχεται να καλύψει την κεντρική ψυχολογική σκηνή [19].Η ντροπή –λεει ο Α.Giddens.-  διαφέρει από την ενοχή:η ντροπή εξαρτάται από (συν)αισθήματα προσωπικής ανεπάρκειας, και έχει σχέση με την ολοκλήρωση του εαυτού, ενώ η ενοχή προέρχεται από (συν)αισθήματα λαθεμένων πράξεων.[20] Στην τυπολογία που παραθέτει ο Α Giddens. η ενοχή αφορά σε πράξεις που σχετίζονται με την παραβίαση  κωδίκων ή ταμπού, σε παραβίαση κωδίκων κατάλληλης συμπεριφοράς σε ότι αφορά το σώμα και σε (συν) αισθήματα που συνδέονται με το να μη κάνεις κάτι λάθος μπροστά σε ένα πρόσωπο που σέβεσαι ή αγαπάς. Το συναίσθημα εμπιστοσύνης που συνδέεται με την ενοχή βασίζεται στην απουσία της προδοσίας ή της απιστίας. Το θετικό αντίστοιχο στο οποίο οδηγεί η υπέρβαση του συναισθήματος της ενοχής είναι το συναίσθημα της ηθικής ακεραιότητας.
Η ντροπή αναφέρεται στο σώμα ως στοιχείο της ταυτότητας μας αφορά στην συνολική ύφανση της αφήγησης του εαυτού, σε αιφνίδια επίγνωση κενών και χασμάτων που διαρρηγνύουν την προσωπική μας αφήγηση , στο αίσθημα ότι κάποιος είναι ανεπαρκής, μπροστά σε ένα σεβαστό ή αγαπημένο άλλο. Η εμπιστοσύνη που συνδέεται με την ντροπή βασίζεται στο να είναι «γνωστός στον άλλο» όπου η αυτό αποκάλυψη δεν εμπεριέχει άγχος για αυτή στην έκθεση. Η υπέρβαση της ντροπής οδηγεί σε ασφαλή ταυτότητα και σε αισθήματα ολοκλήρωσης του εαυτού μας  [21].
 Η ενοχή συνδέεται με το άγχος, που εκλύεται όταν παραβιάζονται οι περιορισμοί που θέτει το υπέρεγω, ενώ ,η ντροπή προέρχεται  από την αποτυχία του να βιώσουμε τις προσδοκίες που θέτει ο «ιδανικός εαυτός »μας (The ideal shelf), δηλαδή « ο εαυτός όπως εγώ θέλω να είναι » [22]Η ενοχή προκύπτει ,όταν μια (εσωτερικευμένη) κοινωνική απαγόρευση παραβιάζεται, ενώ η ντροπή επέρχεται, όταν οι στόχοι που θέτουμε για την προσωπική ταυτότητα μας, δεν επιτυγχάνονται [23]
Σύμφωνα  με άλλους μελετητές, η ντροπή, συνήθως, κάνει το άτομο να αισθάνεται κατώτερο, ανάξιο ή κακό, και συχνά αλλοιώνει την αίσθηση του εαυτού. Η ενοχή όμως εστιάζεται στους άλλους ανθρώπους. Βλέπουμε ότι τους κάνουμε κακό ή ότι τους πληγώσαμε και θέλουμε να επανορθώσουμε. Στη ντροπή κρύβουμε και καλύπτουμε τα πράγματα; στην ενοχή προσπαθούμε να τα αποκαταστήσουμε. [24].Η ενοχή συνδέεται με ειδικές πράξεις μάλλον παρά με τον συνολικό χαρακτήρα ή την ταυτότητα κάποιου.(Συν)αισθήματα ενοχής συχνά συμβαίνουν όταν έχουμε παραβιάσει μια αρχή που θεωρούμε δεσμευτική ,ακόμα μίαν είναι εντελώς δικής μας κατασκευής. Συχνά η ενοχή συνδέεται και με κάτι που δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε αλλά που νιώθουμε ότι θα έπρεπε να κάνουμε:επιζώντες από ένα δυστύχημα νιώθουν ενοχή επειδή νιώθουν ότι κάτι θα μπορούσαν να είχαν κάνει για να βοηθήσουν τους άλλους. [25] Η ενοχή έχει να κάνει με το (μικρό ή μεγάλο)πρέπει. Το άτομο που επιβάλλει για παράδειγμα τον κανόνα ποτέ να μην πίνει πριν από το δείπνο μπορεί να νιώσει ενοχή.[26] Η εμμονή στο πρέπει συνδέει την ενοχή με την ντροπή και εν πολλοίς την προκαλεί .Για την οπτική της γνωστικής ψυχοθεραπείας η ενοχή είναι το συναίσθημα που νιώθουμε όταν κάνουμε τις εξής σκέψεις α)Έκανα κάτι που δεν θα ¨έπρεπε να κάνω (ή δεν κατάφερα να κάνω κάτι που θα έπρεπε να κάνω)γιατί οι πράξεις μου δεν συμβάδισαν με τη ηθικά μου κριτήρια και παραβίασαν την άποψη μου περί αδικίας .β) Αυτή η «άσχημη συμπεριφορά »δείχνει ότι έχω άσχημο χαρακτήρα (ή ότι είμαι κακός, στριμμένος, ανήθικος, σκληρός .κλπ γ) Αν οι άλλοι ανακάλυπταν τι έκανα θα με απέρριπταν.(Αυτή η υπόθεση οδηγεί στο συναίσθημα της ντροπής).δ)Κινδυνεύω να με τιμωρήσουν η να με εκδικηθούν ( η σκέψη αυτή προκαλεί άγχος).[27]
Η ντροπή χρειάζεται την (έστω και νοερή)παρουσία των άλλων, ενώ η  ενοχή όχι. Στο πλαίσιο της χριστιανικής  ηθικής , ο φόβος  της τιμωρίας ,σταδιακά  μετεξελίχθηκε σε εσωτερικό βίωμα ευθύνης , και υποχρέωσης για πληρωμή. Η ετυμολογική ρίζα της λέξης quilt  (ενοχή)συνδέεται με την έννοια της χρηματικής ποινής για κάποια παράβαση[28] Η βασική τάση δράσης στην ενοχή είναι η επανόρθωση, να ξεκάνεις το κακό που έχεις κάνει. Μια μορφή επανόρθωσης είναι η παρόρμηση του να πληγώσει κάποιος τον εαυτό του, αναζητώντας τιμωρία, ετσι ώστε- κατά κάποιο μαγικό τρόπο -να εξιλεωθεί για το κακό, που έκανε στους άλλους. «Υπάρχουν νευρωτικοί-λέει η Karen Horney-  που φαίνεται να επιζητούν  τις αναποδιές.  Η συμπεριφορά  τους είναι τόσο προκλητική  ώστε συνεχώς  υφίστανται ταλαιπωρίες . Φαίνεται να παθαίνουν ατυχήματα  εύκολα , συχνά να πέφτουν άρρωστοι, να χάνουν λεφτά – και μπορεί πραγματικά να νιώθουν πιο άνετα όταν τα παθαίνουν αυτά παρά όταν όχι . Αυτές  οι εκδηλώσεις  θεωρείται ότι φανερώνουν  βαθιά αισθήματα ενοχής  η μάλλον μια εξιλέωση γι αυτά , με τον πόνο και τα βάσανα»[29].
 Επιπλέον ,υπάρχει συχνά η τάση ,σ αυτόν που νιώθει ενοχή –να εξομολογηθεί, ιδιαίτερα στο πρόσωπο που πλήγωσε. Και οι δυο τάσεις είναι εκφράσεις μιας πιο γενικής τάσης να επαναφέρεις μια ισορροπία που έχει διαταραχθεί.[30] Η εξομολόγηση συνδέεται με κάτι μυστικό  που ανά πάσα στιγμή μπορεί να αποκαλυφθεί. Σύμφωνα με τον Erving Goffman, με την εξομολόγηση ενός απαξιωτικου παρελθόντος ή κάποιου άδηλου στιγματικού γνωρίσματος, το άτομο χωρίζει τον εαυτό σε δυο μέρη:το ένοχο  και εκείνο που αποσυνδέεται από αυτό και δηλώνει πίστη στους κανόνες που παραβίασε . Με την εξομολόγηση γεφυρώνεται το χάσμα ανάμεσα στον ένοχο και την κοινότητα και υπογραμμίζεται το μέλημα του να αναθεωρήσει στοιχεία του προηγούμενου εαυτού του[31] Στη «σύγχυση αισθημάτων» του Στέφαν  Τσβαιχ ο καθηγητής εξομολογείται την καλά κρυμμένη ντροπή του (την ομοφυλοφιλία του)για να επανορθώσει την ενοχή του (την παραβίαση των αισθημάτων του αγαπημένου του φοιτητή).«Ούτε εσύ μου το συγχωρείς, ούτε εσύ ,κι ας έσφιξα για σένα τόσο τα χείλη που ένιωσα να ασφυκτιώ…Όμως είμαι καλύτερα τώρα, που ξέρεις, τώρα που έχει φύγει αυτό το φοβερό βάρος.[32] Ο ήρωας του Ντοστογιέφσκι στο Έγκλημα και τιμωρία « υποφέρει  από την πρωτοφανή αίσθηση ότι «απέκοψε ο ιδίως με μαχαίρι τον εαυτό του από τα πάντα » […]Και εν τέλει όταν ο Ρόντια πέφτει στα γόνατα καταμεσής του δρόμου και προσκυνάει το πλήθος[…]ομολογεί ότι, σαν άνθρωπος, τσάκισε ενώπιον της πράξης του και ξεπεράστηκε από το νόημα της .[33]
Οι διαστάσεις της ντροπής και της ενοχής φαίνονται ανορθολογικές, αν δεν διακρίνουμε το νόημα που ενέχουν Ετσι αν και η ντροπή τυπικά ενέχει κάτι που κάποιος έχει πράξει, μπορεί να προκαλείται και από κάτι, που έχει υποστεί κάποιος. Τα θύματα του βιασμού τείνουν να κατηγορούν τον εαυτό τους, και αυτή η τάση μπορεί να πάρει την μορφή της ντροπής (είμαι το είδος  που προσέλκυε τέτοιες φασαρίες) ή της ενοχής (δεν έπρεπε να αφήσω κάποιον που δεν ήξερα να μπει στο διαμέρισμα) Η ντροπή μπορεί και να μην εξαρτάται από τις πράξεις κάποιου (όπως το να έχει κανείς φτωχούς γονείς, ή να το γεγονός ότι γεράσει).Ένα θύμα βιασμού μπορεί να αισθάνεται ντροπιασμένο αν πιστεύει ότι οι άλλοι πιστεύουν ότι θα μπορούσε να είχε πάρει καλύτερες προφυλάξεις ή να πρόβαλλε περισσότερη αντίσταση. Ένας γέρος μπορεί να αισθάνεται ντροπή μπροστά σε κάποιον που εκφράζει την απέχθεια του για τους γέρους.[34]
Ντροπή και (γυμνό)σώμα
Ο Αδάμ και η Εύα γεύτηκαν τον απαγορευμένο καρπό, παρατήρησαν τον εαυτό τους ,συνειδητοποίησαν ότι ήταν γυμνοί. και φόρεσαν φύλλα συκής.  Αυτό που ένιωσαν ο Αδάμ και η Εύα, συνδέεται με την ντροπή. Μέρος της ντροπής τους οφειλόταν στον φόβο, ότι έχοντας παρακούσει τις εντολές του Θεού θα τιμωρούνταν. Αυτό το μέρος, που αφορά στην παραβίαση μιας απαγόρευσης ,συνδέεται με την ενοχή.
Η ντροπή συχνά εστιάζεται στην ορατή πλευρά του εαυτού, το σώμα, σχετίζεται με φόβους σωματικής έκθεσης και γύμνιας. Ο Φρουντ συνέδεσε την ντροπή με φόβους σωματικής έκθεσης και γύμνιας:η ντροπή βρίσκει την προέλευση της στο να είσαι γυμνός μπροστά στο βλέμμα του θεατή[35].Η εμφάνιση της ντροπής είναι για τον Φρουντ :« συνέπεια  της απομάκρυνσης του ανθρώπου από τη γη ,της ικανότητας του να βαδίζει όρθιος , που κάνει τα μέχρι τώρα καλυμμένα γεννητικά του όργανα ορατά  και να χρειάζονται κάλυψη  , και δημιουργεί ετσι την αιδώ »[36]
Ο Νορμπερτ Ελιας υπενθυμίζει ότι στην (δυτική)αυλική κοινωνία του 16ου αιώνα , η ντροπή (αιδώς) που συνδέει τη γύμνωση ορισμένων μερών του σώματος περιοριζόταν  ακόμα σε μεγάλο βαθμό από ταξικούς ή ιεραρχικούς παράγοντες. Η γύμνωση κοινωνικά ανώτερων  μπροστά σε κοινωνικά κατώτερους- για παράδειγμα του βασιλιά μπροστά στον υπουργό του-δεν υπόκειται ακόμα σε πολύ αυστηρή κοινωνική απαγόρευση, δεν προκαλεί ακόμα κάποιο συναίσθημα κατωτερότητας η αιδούς. Αντίθετα, η γύμνωση ενός κοινωνικά κατώτερου ενώπιον ενός ανώτερου του η αμοιβαία γύμνωση ενώπιον όμοιων  είναι πράξη που  ως δείγμα απουσίας σεβασμού , εξοβελίζεται όλο και περισσότερο απ την κοινωνική επικοινωνία και άρα περιβάλλεται με φόβο. Και μόνο «όταν καταρρίπτονται τα τείχη ανάμεσα στις νομοκατεστημένες τάξεις ,όταν ενισχύεται κι άλλο η λειτουργική εξάρτηση όλων από όλους  και όταν όλοι οι άνθρωποι εξισώνονται κοινωνικά κατά μερικές βαθμίδες ,τότε μόνο μια τέτοια πράξη γύμνωσης […]αρχίζει βαθμηδόν να θεωρείται παράπτωμα  τότε μόνο αυτή η συμπεριφορά περιβάλλεται στη ζωή κάθε ατόμου από τη νηπιακή ηλικία τόσο ολοκληρωτικά με  φόβο , ώστε ο κοινωνικός χαρακτήρας της απαγόρευσης εξαλείφεται από τη συνείδηση, και η αιδώς φαίνεται επιταγή του ίδιου του εσώτερου εαυτού του.»[37]
Η ντροπή συνδέεται με το σώμα, το γυμνό σώμα. Το γυμνό σώμα είναι ιερό αλλά και προ(σ)καλεί σε βεβήλωση[38]: Η ντροπή βρίσκει την προέλευση της στο να είσαι γυμνός κάτω από το διερευνητικό βλέμμα του θεατή. «Ο φόβος του να πιαστείς γυμνός, είναι πρωταρχικά ένα συμβολικό φαινόμενο που εκφράζει την σχέση έντασης και διαντίδρασης ανάμεσα στην υπερηφάνεια και την ντροπή»[39]
 Αυτό το ξεγύμνωμα  , που προκαλεί την ντροπή μπορεί να ιδωθεί και μεταφορικά: συνδέεται με την  ίδια την πράξη της ερωτηματοθεσίας. Για τον Slavoj Zizek  :« Αισχρή είναι η ίδια η μορφή  της ερώτησης, αφού εκθέτει, απογυμνώνει τον αποδεκτή της , εισβάλλει στη σφαίρα της οικειότητας του. Για αυτό, βασική, αντίδραση σε μιαν ερώτηση αποτελεί η ντροπή στο σωματικό επίπεδο , το κοκκίνισμα και το κατέβασμα των ματιών , όπως κάνει  ένα παιδί όταν το ρωτάμε « Τι έκανες; Που ήσουν , Τι σημαίνει αυτός ο άσπρος λεκές; » … Γιατί «η ερώτηση  ως τέτοια προκαλεί ντροπή επειδή στοχεύει τον εσώτατο , τον πιο μύχιο πυρήνα  μου ...στοχεύει εκείνο το παράξενο σώμα εντός μου που είναι «μέσα μου κάτι περισσότερο από εμένα» το ριζικά εσωτερικό και ταυτοχρόνως ήδη εξωτερικό  .... αυτό  που , δια στόματος Αλκιβιαδη , ο Πλάτων αποκάλεσε άγαλμα στο Συμπόσιο , είναι ένας κρυμμένος θησαυρός  , το ουσιαστικό αντικείμενο μέσα μου  το οποίο δεν μπορεί να αντικειμενοποιηθεί, να κυριαρχηθεί...»[40]
Η ντροπή προϋποθέτει ότι κάποιος είναι απόλυτα εκτεθειμένος και ότι έχει συνείδηση του γεγονότος ότι τον βλέπουν: με μια λέξη είναι ντροπαλός. Είναι ορατός και όμως δεν είναι έτοιμος για να είναι ορατός. Ετσι εξηγείται –όπως μας λέει ο Ερικ Ερικσον -γιατί ονειρευόμαστε την ντροπή ως μια «κατάσταση που μας κοιτάνε ,όταν είμαστε μισό-ντυμένοι, όταν φοράμε νυχτικό, ή όταν είμαστε «με τα βρακιά μας κατεβασμένα. »
  [41]
Η ντροπή είναι ένα ισχυρότατο συναίσθημα που σχετίζεται με τον εξευτελισμό του σώματος, και που κάποιες φορές υπερβαίνει τον φόβο του θανάτου  Ας θυμηθούμε ότι οι τελευταίες λέξεις της Δίκης του Καφκα είναι«...λες και η ντροπή θα εξακολουθούσε να υπάρχει  και μετά το θάνατο του»[42]Ο Πλούταρχος διηγείται πως στην αρχαία Μίλητο εμφανίστηκε στις νεαρές παρθένους επιδημία αυτοκτονιών: «κάποτε τις Μιλήσιες παρθένες τις έπιασε πάθος δεινό και αλλόκοτο από άγνωστη αιτία. Γιατί σε όλες ,άξαφνα, έπεσε επιθυμία θανάτου και ορμή μανιακή για απαγχονισμό, και πολλές  ξεφεύγοντας την προσοχή των άλλων απαγχονιζόντουσαν…»Πιθανολογούσαν ότι ο αέρας θα ανακατεύτηκε με κάποια ουσία που προκαλεί δηλητηρίαση και έκσταση και τους έφερε παραφορά του λογικού τους. Πάντως.« το κακό φαινόταν πως ήταν θειας προελεύσεως και υπέρτερο από την ανθρωπινή βοήθεια, μέχρι που με τη συμβουλή ενός μυαλωμένου ανθρώπου, γράφτηκε σχέδιο νόμου με το οποίο να περιφέρεται γυμνό το σώμα των απαγχονιζομένων στους δρόμους της πόλης. Και όταν επικυρώθηκε, όχι μονάχα συγκράτησε αλλά και ολότελα εξαφάνισε την επιθυμία των παρθένων για θάνατο.. »Οι αυτοκτονίες σταμάτησαν γιατί η ντροπή υπερίσχυσε της (απελπισμένης)επιθυμίας θανάτου. Ο Πλούταρχος εκφράζει τον θαυμασμό του για τον νομοθέτη : « μεγάλο, λοιπόν , τεκμήριο ευφυΐας και αρετής είναι ο φόβος της αδοξίας και η αδυναμία να υπομείνουν την φαντασία αισχρού πράγματος, και να φέρουν την καταισχύνη που θα τις έβρισκε μετά θάνατον ,αυτές που δεν δείλιαζαν, μπροστά στα φοβερότερα πράγματα, τον πόνο και τον θάνατο…»[43].
Ντροπή και σύγκριση
Η ντροπή συνδέεται άμεσα με τις δυσκολίες των ατόμων στο να αποκτήσουν μια δική τους ,ξέχωρη ταυτότητα διαφοροποιημένη από την ναρκισσιστική αίσθηση μοναδικότητας που είχαν στη σχέση με αυτούς του τους φρόντιζαν στην παιδική τους ηλικία (τους γονείς τους) [44] Στις νεωτερικες κοινωνίες υπάρχει μια γενικευμένη προσδοκία ισότητας και  σύγκρισης. Αν δεν συγκρίνεις τον εαυτό σου με  άλλους δεν  μπορείς να νιώσεις ντροπή. [45] Η ντροπή είναι μια ακραία μορφή του φόβου απώλειας της επιδοκιμασίας των άλλων.[46] «Αισθάνομαι ντροπή μπροστά σου επειδή γνωρίζω πώς με αποδοκιμάζεις »[47] Στη «σύγχυση αισθημάτων»του Τσβαιχ όταν ο φοιτητής αφήνει να ξεχυθεί το ορμητικό ποτάμι,«ο σπασμός οργής και απελπισίας»των συναισθημάτων του, μπροστά στη γυναίκα του καθηγητή του αισθάνεται ντροπή:«Και ενώ ένιωθα να ξαλαφρώνω μ¨ αυτό το λυτρωτικό παραλήρημα, κατακλυζόμουν  συγχρόνως από ένα βαθύ αίσθημα ντροπής για τον τρόπο με τον οποίο αποκαλυπτόμουν μπροστά της »[48]
Η ντροπή συνδέεται με ποικίλα συναισθήματα: κατωτερότητα, θυμός, συστολή, υπερβολικός φόβος. Τα πιο έντονα αισθήματα ντροπής προκύπτουν από την αίσθηση ότι έχουμε κάτι που μας διαφοροποιεί κατά τρόπο αρνητικό από τους άλλους:κάτι χειρότερο ,κακό ,μειονεκτικό. Μπορεί να πιστεύουμε ότι αν οι άλλοι το ανακαλύψουν, θα μας κοροϊδέψουν, θα μας περιφρονήσουν, θα μας απορρίψουν Το (συν)αίσθημα της μοναξιάς σχετίζεται με την ντροπή:Η ντροπή μας δίνει την εντύπωση ότι διαφέρουμε αρνητικά από τους άλλους, ότι βρισκόμαστε στο περιθώριο .Η ντροπή μας οδηγεί σε κατάσταση επιφυλακής όταν βρισκόμαστε σε δυνητικά απειλητικές καταστάσεις, όταν βρεθούμε σε κατώτερη ή υποτελή θέση, όταν μας απορρίπτουν ,όταν μας απομονώνουν. Όταν ντρεπόμαστε, ενεργούμε εκ το αφαλούς. Με αλλά λόγια, σκεφτόμαστε κάπως ετσι «Είναι προτιμότερο να κρύψω αυτή την πλευρά του εαυτού μου παρά να διακινδυνεύσω την απόρριψη» [49]
Ντροπή και ταπείνωση
 Η άλλη πλευρά του νομίσματος της ντροπής είναι η υπερηφάνεια, η αυτοεκτιμηση, η πίστη στον ολοκληρωμένο εαυτό μας και στην αξία της αφήγησης του εαυτού μας (Να μια άλλη διαφορά από την ενοχή :η ενοχή δεν έχει ένα θετικό (συν)αίσθημα ως αντίστοιχο.) Ένα πρόσωπο που επιτυχώς προωθεί μια αίσθηση υπερηφάνειας για τον εαυτό του αισθάνεται ότι η ταυτότητα του είναι δικαιωμένη και ενιαία[50]. Όμως η υπερηφάνεια είναι διαρκώς εκτεθειμένη και ευάλωτη στις αντιδράσεις των άλλων, στην προσβολή και στην ταπείνωση. Η ντροπή, σχετίζεται με την ταπείνωση αλλά και διαφέρει από αυτήν. Στη Σύγχυση αισθημάτων του Τσβαιχ  ο ήρωας ,ένας ανεπρόκοπος φοιτητής στο Βερολίνο, που δεν είχε πατήσει στα μαθήματα για ένα ολόκληρο εξάμηνο, κάποια στιγμή δέχεται την απρόσμενη ,ελεγκτική έφοδο, του πατέρα του. Ως συνήθως είχε δεχτεί προηγουμένως στο φοιτητικό του δωμάτιο την επίσκεψη μιας «τσούπρας»-και είχε προχωρήσει σε περιπτύξεις. Αναγκάζει τον πατέρα να τον περιμένει στη κουζίνα για δέκα ταπεινωτικά λεπτά Ο πατέρας του«Με ντρεπόταν  το ίδιο ντρεπόμουν κι εγώ εκείνον »[51]. ΄Oμως η ντροπή του πατέρα οφειλόταν στην ταπείνωση που υπέστη ,ενώ η ντροπή του γιου στην κακή συμπεριφορά που (πίστευε)πως τον απαξίωνε συνολικά-ως ταυτότητα- στα μάτια του πατέρα του.
 Η ταπείνωση έχει αρκετές ομοιότητες και διάφορες με τη ντροπή. Και οι δυο σχετίζονται με επώδυνα συναισθήματα προσβολής και απόρριψης .Πιστεύουμε ότι ο άλλος μας στέλνει το μήνυμα ότι είμαστε ανεπαρκείς και κακοί. Στην περίπτωση της ντροπής εκλαμβάνουμε τα μηνύματα αυτά ως αποδείξεις ότι όντως κάτι δεν πάει καλά με εμάς, αλλά στην περίπτωση της ταπείνωσης δεν τα πιστεύομε απαραίτητα. Ένα ακραίο παράδειγμα είναι τα άτομα που έχουν βασανιστεί, τα οποία μπορεί να νιώθουν ταπείνωση αλλά δεν νιώθουν ντροπή, γιατί δεν θεωρούν τον εαυτό τους κακό [52].Αυτό που έχει σημασία είναι το ποιον κατηγορούμε τον εαυτό μας ή τους άλλους – για την προσβολή ή το πλήγμα που δεχόμαστε. Αυτό βέβαια δεν αποτελεί ασφαλές κριτήριο, γιατί μερικές φορές κατηγορούμε και τον εαυτό μας και τους άλλους. Για παράδειγμα ,τα άτομα που έχουν υποστεί κακοποίηση μπορεί να νιώθουν ταπείνωση για την κακοποίηση και να κατηγορούν το άτομο που τη διέπραξε. Μπορεί όμως να νιώθουν ότι εξαιτίας της κακοποίησης έχουν καταστραφεί και έχουν χάσει την αξία τους (ντροπή)[53]
Ντροπή και στίγμα .
Στο μυθιστόρημα του Ναθανιελ Χώθορν « The scarlet letter»(1850)[54]μια νεαρή γυναίκα διαπράττει το αμάρτημα της μοιχείας και φέρνει στον κόσμο ένα κοριτσάκι. Μητέρα και κόρη εκτίθενται σε κοινή θεά πάνω στην εξέδρα ενώπιον όλης της κοινότητας, ενώ ο πάστορας καταδικάζει την μοιχαλίδα. Όλη η ζοφερή πουριτανική κοινωνία της Νέας Αγγλίας έχει καρφωμένα  πάνω της ,τα βλοσυρά της βλέμματα. Εκείνη αρνείται πεισματικά να αποκαλύψει το όνομα του πατέρα. Εκείνος σφραγίζει με τη σιωπή του τον εξευτελισμό και τη τιμωρία της. Η πρωταγωνίστρια, στο εξής θα πρέπει να ζήσει με την κόρη της στο περιθώριο της κοινωνίας, σε ένα απόμερο σπίτι αρκούμενη στα ελάχιστα χρήματα που της δίνουν για τα κεντήματα της υποχρεωμένη να φέρει πάντα στο κόρφο της ένα μεγάλο άλικο γράμμα ,το αρχικό γράμμα Α της λέξης Αdulteress (δηλαδή της μοιχαλίδας), για να  θυμίζει το αμάρτημα της. Το δυναμικό ψυχολογικό στοιχείο ,βρίσκεται στο γεγονός ότι, ο πάστορας που τόσο βιαία την καταδικάζει και την ταπεινώνει, στην πραγματικότητα, είναι ο εραστής της γυναίκας και πατέρας της κόρης της.
Η Ντροπή έχει να κάνει με το στίγμα : την ατίμωση ,την ταπείνωση. Το στίγμα  οφείλεται σε σωματικές ατέλειες , σε ατέλειες χαρακτήρα . σε ατέλειες συνυφασμένες με τη φυλή, το φύλο, τη θρησκεία και την εθνότητα. Οι (Αρχαιοι)Έλληνες ,-μας λέει ο Erving Goffman- έφτιαξαν τον όρο στίγμα για να αναφερθούν σε σημάδια του σώματος σχεδιασμένα  να φανερώνουν κάτι το ασυνήθιστο  και το κακό όσον αφορά την ηθική κατάσταση του φορέα του . Τα σημεία αυτά ήταν ουλές  ή καψίματα που γίνονταν στο σώμα και δημοσιοποιούσαν ότι ο φορέας του ήταν δούλος, εγκληματίας ή προδότης – ένα κηλιδωμένο πρόσωπο, τελετουργικά μολυσμένο , ένα άτομο προς αποφυγήν , ιδιαίτερα σε δημόσιους χώρους. Αργότερα , κατά τους χριστιανικούς χρόνους , δυο επίπεδα μεταφοράς  προστέθηκαν στον όρο : Το πρώτο  αφορούσε σωματικά σημάδια  ιερής χάρης ,που έπαιρναν την  μορφή  εξανθημάτων του δέρματος: το δεύτερο αφορούσε σωματικά σημασία οργανικής διαταραχής .Σήμερα  ο όρος χρησιμοποιείται ευρύτατα  λίγο –πολύ με την  αρχική  κυριολεκτική σημασία  του, αλλά αφορά  περισσότερο την ιδια την ατίμωση παρά την σωματική επίδειξη της [55]  Ωστόσο σε κάθε περίπτωση τόσο η έννοια του στίγματος όσο και ο χαρακτηρισμός ενός γνωρίσματος ως  στιγματιστικού και απαξιωτικού δεν είναι ούτε φυσικά  ούτε και εγγενή: Στο έργο του Erving Goffman το στίγμα (όπως και ο εαυτός)προσεγγίζεται ως κοινωνική κατασκευή : η κοινωνία  επινοεί κατηγορίες, καθιερώνει τα μέσα κατάταξης των ατόμων σε αυτές και αποδίδει συγκεκριμένες σημασίες σε ένα συγκεκριμένο φάσμα γνωρισμάτων,  καθορίζοντας κάποια ως φυσιολογικά και συνηθισμένα  και κάποια άλλα ως απαξιώτικα[56].
 Στην εποχή μας όλοι (φυσιολογικοί και στιγματισμένοι) οφείλουν να εμπλακούν σε διαδικασίες «παρουσίασης  του εαυτού».Γιατί  ο εαυτός  -στα έργα του Goffman - εμφανίζεται ως κοινωνικό προϊόν :δεν υπάρχει ένας πρότερος εαυτός που περιμένει να ενεργοποιηθεί και να εκφραστεί στις κοινωνικές περιστάσεις; ο εαυτός  διαμορφώνεται και επικυρώνεται σε συνθήκες δημόσιας ερμηνείας ενός ρόλου.[57]
Οι στιγματισμένοι όμως ,οφείλουν να τον παρουσιάζουν ετσι ώστε να δείχνουν  ότι αποδέχονται την κατώτερη κοινωνική τους θέση και ότι δεν εγείρουν αξιώσεις για πλήρη ανθρώπινη υπόσταση εισβάλλοντας  σε πεδία που προορίζονται για τους φυσιολογικούς[58] Γιατί η ανοχή απέναντι στους στιγματισμένους  σημασιοδοτείται από τους όρους και τα κριτήρια των φυσιολογικών: αποτελεί μέρος μιας  συναλλαγής ,τους όρους της οποίας έχουν διατυπώσει οι «φυσιολογικοί» , ενώ οι στιγματισμένοι καλούνται να  τους αποδεχτούν . Η εκχώρηση της αποδοχής εξαρτάται  από την έμπρακτη συμμόρφωση των στιγματισμένων και από την παραμονή τους μέσα στα όρια που οι «φυσιολογικοί» έχουν καθορίσει .[59]


 
Η Ντροπή σήμερα
« Εξ ορισμού, πιστεύουμε ότι ένας στιγματισμένος δεν είναι εντελώς άνθρωπος» [60]  Ποιοι όμως είναι οι στιγματισμένοι ,σήμερα ; «Υπό την αυστηρή έννοια- έλεγε ο Goffman στις αρχές της δεκαετίας του 1960 -  υπάρχει μόνο ένας ολοκληρωμένος άνδρας που μπορεί να σταθεί ανερυθρίαστος στην Αμερική : ένας νέος , παντρεμένος , λευκός ,αστός , βόρειος , ετεροφυλόφιλος , προτεστάντης , πατέρας, με πανεπιστημιακή μόρφωση ,πλήρη απασχόληση , καλή επιδερμίδα , κανονικό βάρος  και ύψος και  πρόσφατες αθλητικές επιδόσεις » [61] . Όλοι οι άλλοι , όλοι εμείς κατά καιρούς είμαστε στιγματισμένοι  και καλούμαστε να υποστούμε  και να νιώσουμε τις συνέπειες του στίγματος. Στην εποχή μας, καθένας μας έχει το δικό του στίγμα και το μόνο που τον διαφοροποιεί από κάποιον άλλο είναι το  είδος του στίγματος που έχει βιώσει προσωπικά[62]:όλα τα μέλη μιας κοινωνίας είναι σήμερα  παίκτες στο παιχνίδι του στίγματος και της ντροπής .
Η ταυτότητα κάποιου  συντίθεται μέσα από μια επιλεκτική αφήγηση: ανασυντίθεται εκ των υστέρων: ως αναδρομική βιογραφία. Η αναδρομική βιογραφία που συνθέτει την ταυτότητα μας στηρίζεται στον αναστοχασμό της ζωής μας ,του εαυτού μας . Διαλέγουμε απ’ τον σωρό των βιωμάτων μας εκείνη την ενθύμηση πού ξαναδίνει νόημα στην τωρινή ζωή μας. Απωθούμε τις ταπεινώσεις, το μη οικείο ,το παράδοξο και επιλέγουμε ό,τι μπορεί να δομήσει μιαν αυτάρεσκη συνέχεια Αυτή η αναδρομική αφήγηση οφείλει να είναι γοητευτική και συνάμα συνεκτική, να ενέχει μια φαινομενική διαδοχή, Αλλά για να είναι πειστική για τον εαυτό η αυτοβιoγραφια του, δεν μπορεί να είναι ολότελα φανταστική. Ο εαυτός αναγκάζεται να αναπλάθει συνεχώς τα στοιχεία πού εισβάλλουν από τον εξωτερικό κόσμο τα, σμίγοντας τα με την προσωπική του ιστορία. Συνθέτει έτσι ένα υπαρξιακό πλαίσιο, πού ανακουφίζει το άτομο, ένα προστατευτικό κέλυφος και φίλτρο για να ερμηνεύσει και τιθασεύσει την πολυμορφία της καθημερινότητας του. Αυτό το υπαρξιακό πλαίσιο , η «οντολογική μας ασφάλεια» απειλείται σήμερα –διαρκώς-περισσότερο-  από την ντροπή παρά από την ενοχή . « Ο ασθενής σήμερα –παρατηρούσε ήδη κατά τη δεκαετία του ΄60  ο Ερικ Ερικσον - πάσχει περισσότερο από το πρόβλημα του τι θα έπρεπε να  πιστεύει  και ποιος  θα έπρεπε ή θα μπορούσε να είναι ή να γίνει ;ενώ ο ασθενής της πρώιμης ψυχανάλυσης  υπέφερε περισσότερο κάτω από απαγορεύσεις που τον εμπόδιζαν από το να είναι  αυτό και αυτός που νόμιζε ότι ήξερε τι ήταν»
 .............................................................................................

Οι ταχύτατες σύγχρονες αλλαγές,  προϋποθέτουν ένα άτομο ’’’σκηνοθέτη της βιογραφίας του, της ταυτότητας  του της κοινωνικής του δικτύωσης , των δεσμών, των πεποιθήσεων‘’[66].Ο εξατομικευμένος  μετανεωτερικός  άνθρωπος -σε αντίθεση με το νεωτερικό άτομο - είναι αυτός πού πρέπει   να επιλέξει,  να αποφασίσει  -όχι μόνο πως θα πράξει  αλλά και τι θα πράξει.  Εν  μέσω  μιας απειρίας επιλογών ο εξατομικευμένος άνθρωπος καλείται να διαλέξει μέσα από ένα καλειδοσκόπιο άπειρων  επιλογών. Έτσι το γεγονός ότι έχουμε νικήσει τη μοίρα  καταντά απρόσμενο μειονέκτημα  της σύγχρονης ζωής .Από μας  περιμένουν  να αποφασίζουμε  για πολλά , σχεδόν για όλα. Οι σύγχρονοι άνθρωπος φτάνουν στο σημείο να πιστεύουν  ότι αποτελούν τους συγγραφείς της προσωπικής τους  ιστορίας  , ότι το κάθε γεγονός στην ζωή τους  έπρεπε να έχει ένα νόημα πού να  τους προσδιορίζει, αλλά το τι είναι αυτό το νόημα,  οι αστάθειες  και οι αντιφάσεις της ζωής τους  εμποδίζουν να το βρουν. Καλούνται επίσης να εξερευνήσουν την ψυχή τους την οποία μεταχειρίζεται σαν να έχει την δική της ξεχωριστή ζωή. Και αυτή η διαρκής αναζήτηση της  ατομικής εμπειρίας είναι αγωνία για την’’ αναζήτηση της προσωπικότητας’’ αγωνία πού  ανάμεσα  στα άλλα σημαίνει και καθημερινή,   προσωπική επιλογή του χρόνου, όχι μόνο του παροντικού  αλλά και του παρελθόντος χρόνου  .Ο καθένας καλείται  να επιλέξει  την  προσωπική ιστορία του ,με τον  αποκλεισμό εικόνων  πού ενοχλούν και απωθούνται, να  ζωγραφίσει το  πορτραίτο του ως ακινητοποίηση της στιγμής, υπόμνηση της επιθυμίας  για αθανασία ως Tatoo στο σώμα του. Οι κίνδυνοι πού ελλοχεύουν σε αυτή τη  διαρκή κατασκευή του εαυτού μας είναι διαρκείς και πάντα παραμονεύει η αποτυχία.
ετσι είναι η  ντροπή ,(για την διαρκώς ανεπαρκή προσωπική αφήγηση)  ,και όχι η ενοχή ,(για τις πράξεις που παραβιάζουν απαγορεύσεις )που   μάλλον χαρακτηρίζει τον άνθρωπο στην εποχή της σύγχρονης υπέρ-εξατομίκευσης.
Σήμερα  τα άτομα ζουν σε μια μόνιμη κατάσταση ντροπής και αμφιβολίας –,καθώς η αμφιβολία –όπως λέει ο Ερικ Ερικσον -είναι αδελφή της ντροπής.» Η (ψυχαναγκαστική) αμφιβολία έχει άμεση σχέση με τη συνείδηση ότι το άτομο έχει ένα μπρος και ένα πίσω- (οπίσθια) Γιατί «τα «οπίσθια» είναι η σκοτεινή ήπειρος του μικρού όντος, μια περιοχή του σώματος μπορεί να κυριαρχηθεί μαγικά και να καταπατηθεί αποτελεσματικά από αυτούς που επιτίθενται στη δύναμη αυτονομίας του και που χαρακτηρίζουν ως κακά εκείνα τα προϊόντα των εντέρων που ένιωθε μια χαρά όταν τα απέβαλλε. Αυτή η βασική αίσθηση αμφιβολίας για οτιδήποτε αφήνει κανείς πίσω του, αποτελεί ένα υπόστρωμα για τις μεταγενέστερες ψυχαναγκαστικής αμφιβολίας[…].και εκφράζεται από τους ενήλικους με παρανοϊκούς φόβους μη δεχτούν επίθεση «από πίσω»[67] .
Πόση αμφιβολία μπορεί ν¨ αντέξει ο άνθρωπος  ; Η σύγχρονη (ανα)βίωση εθνικισμών και φονταμενταλισμών  μοιάζει να  σφραγίζεται από μια –εκ των υστέρων – εγκατάλειψη. Στην εποχή μας ,συχνά το άτομο μπροστά στη διαρκή κατάσταση αμφιθυμίας, βρίσκει καταφύγιο στην ''κατασκευασμένη, ενεργητική ,συνειδητή εγκατάλειψη της αμφιβολίας''[68]. Εγκαταλείπει την αμφιβολία, του δισταγμούς , την ανοχή του άλλου, πού σε συνθήκες διαρκούς αβεβαιότητας θυμίζουν κινούμενη άμμο, και βυθίζεται στη θαλπωρή των φονταμενταλισμών  και εθνικισμών , για να ανακουφισθεί κατά κάποιο τρόπο ή ένταση των διλημμάτων που αντιμετωπίζει .


Η Ντροπή και το βλέμμα
Τι κάνουν τα παιδιά-η εμείς- όταν ντρέπονται; ;Αν δεν μπορούν να κρυφτούν ,κρύβουν τα μάτια τους. Στην ντροπή η άμεση παρόρμηση είναι, το να κρυφτείς, να τρέξεις μακριά, να συρρικνωθείς (να ανοίξει η γη να σε καταπιεί )οτιδήποτε για να αποφύγεις να είσαι ορατός. Αν κάποιος δεν μπορεί να φύγει , η αυτοκτονία πιθανώς να είναι η μόνη λύση [69].
.« Μη με κοιτάς» -λέει ο μανιακός Φράνκ Μπουθ (τον υποδυεται ο Denniς Hopper) στην Ντόροθι Βάλενς (Isabella Rosselini) καθώς την βιάζει ,στην ταινία Blue Velvet[70] Η ντροπή έχει να κάνει με το βλέμμα , και την δική μου γύμνια. Η ντροπή ,εκφράζεται στην αρχή με την παρόρμηση να κρύψουμε το πρόσωπο μας ή να μας καταπιεί η γη (εσωτερικευμένος θυμός),η να ευχηθούμε να γίνουμε αόρατοι. Η ντροπή έχει να κάνει με το βλέμμα του άλλου ,αλλά μπορεί να εμφανισθεί όταν  παρόντες είναι μόνο ο εαυτός και ο καθρέφτηςΌταν επιτέλους σηκώθηκα …πήγα μπροστά από ένα μεγάλο καθρέφτη να κοιταχτώ ,και πήγα μόνος μου. …. .είδα ένα ξένο ,μια μικρή αξιολύπητη , αποκρουστική μορφή, κι ένα πρόσωπο που όσο το κοίταζα, γινόταν πονεμένο  και κατακόκκινο από ντροπή[71] .
Σε γενικές γραμμές η ντροπή σχετίζεται με το πώς νομίζουμε ότι μας βλέπουν οι άλλοι [72] Για τον Sartre, η συνείδηση αντιμετωπίζει μεγάλο πρόβλημα με το βλέμμα του άλλου. Στο παράδειγμα που δίνει ,κάποιος είναι σκυμμένος σε μια κλειδαρότρυπα, συγκεντρωμένος στη σκηνή που διαδραματίζεται πίσω από την πόρτα ,όταν συνειδητοποιεί ότι κάποιος άλλος έχει το βλέμμα του προσηλωμένο πάνω του :βλέποντας ξαφνικά τον εαυτό του μέσα από τα μάτια του άλλου, αισθάνεται ντροπή.[73]
Όμως αυτός που ντρέπεται θα ήθελε να αναγκάσει τον κόσμο να μη τον κοιτάζει ,να μην παρατηρεί την γύμνια του, την  αποκάλυψη του. Θα ήθελε να καταστρέψει τα μάτια του κόσμου ,Για να νικήσει την ντροπή πρέπει να νικήσει το βλέμμα του άλλου .Υπάρχει –λέει πάλι ο Ερικ Ερικσον- μια εντυπωσιακή Αμερικανική μπαλάντα, όπου ένας εγκληματίας που πρόκειται να κρεμαστεί μπροστά στα μάτια όλης της κοινότητας, αντί να αισθάνεται δίκαια τιμωρημένος, αρχίζει να επιπλήττει τους θεατές, τελειώνοντας κάθε περιφρονητική του φράση με τα λόγια «Ο Θεός να καταραστεί τα μάτια σας».[74]





[1] Simon Blackburn ,Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα , 2,Λαγνεία , Νεφέλη  Αθήνα 2005 σσ 79-80
[2] Jon Elster, Alchemies of the Mind , Rationality and the Emotions , Cambridge ,1999 σ 151,152

[3] Α Giddens.. Modernity and Self Identity, Stanford  University Press, California 1991 σ 65
[4] Α Giddens.. 1991..,ο.π  σ 65
[5] Α .Giddens..,ο.π  σ 65
[6] Α Giddens.. 1991 Ο.π σ 66
[7] Mircea Eliade Samanism , Princeton  University Press, 2η έκδοση ,1974. ανφ στο P. Leaven ,. A.Frederic, Το ξύπνημα της Τίγρης , θεραπεύοντας τις Τραυματικές εμπειρίες .Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα .(1999.[1997]) σσ 76,77
[8] , D. Winnicott. Tό Παιδί ,Το Παιχνίδι και η πραγματικότητα, μετάφραση ,εισαγωγή Α Γιαννακούλας ,: Καστανιώτη Αθήνα. (1971) 1980:187 κ.ε.
[9] Λουντβικ  Ιγκρα , Αντκειμενότροπες σχέσεις  και ψυχοθεραπεία  , Καστανιώτη Αθήνα  1998 σ 69
[10] Helen  m Lynd ,Shame and the search for Identity ,London Routledge ,1958 p 46
[11]Κωστή Παπαγιωργη, Ντοστογιέφσκι, δεύτερη έκδοση, , Καστανιώτη, Αθήνα 1990  σ 28   
     [12] Νορμπερτ Ελιας , Η εξέλιξη του πολιτισμού , κοινωνιογενετικές και ψυχογενετικές προσεγγίσεις , Τόμος Β ,Αλλαγές της κοινωνίας, Σχεδίασμα  για μια θεωρία του πολιτισμού , μτφ Εμη Βαικουση Νεφέλη (1939 )Αθηνά 1997, σς. 327,328,329
[13] η μεταφρασμένη διατύπωση που  επικράτησε είναι Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας  βλ  Σιγκμουντ Φρουντ  Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας  μτφ Γιωργος Βαμβαλής , Επίκουρος , Αθηνα Γ εκδοση 2005
[14] βλ Σιγκμουντ Φρουντ  ,Τοτέμ κι Ταμπού (1912-13)εκ Επίκουρος Αθήνα 1978, σελ 179-180
[15] Σιγκμουντ Φρουντ  Ο πολιτισμός ...2005 ο.π   σ 75

[16] Σιγκμουντ Φρουντ  Ο πολιτισμός 2005 ο.π  σ 91,
[17] Σιγκμουντ Φρουντ  Ο πολιτισμός 2005 ο.π σ 92.
[18] Σιγκμουντ Φρουντ  Ο πολιτισμός 2005  ο.π σ 107
[19] Α Giddens.. 1991 ο.π σ 155
[20] Α.Giddens. 1991 ο.π  σ 65
[21] Α Giddens. 1991  ο.π. σ 67
[22] Α Giddens.. 1991  ο.π  68
[23] Α Giddens.. 1991 ο.π σ 68
[24] Paul Gilbert , Ξεπερνώντας την κατάθλιψη , μτφ. Κ. Αγγελή – Γ. Ευσταθίου , Ελληνικά Γράμματα Αθηνα 1999 σ 317 
[25] Jon Elster, Alchemies of the Mind , Rationality and the emotions , Cambridge ,1999  σ 151
[26] Jon Elster, ,1999 ο.π  σ 151. 
[27] David D. Burns Αισθανθείτε καλά! Μτφ Μαρία Χήρα εκδόσεις Πατακη ,Αθήνα 1998 σ.σ 208,209
[28] Μίλτος Λειβαδίτης ,Πολιτισμός & Ψυχιατρική (Ανθρωπολογικές κα κοινωνικές διαστάσεις  των ψυχοπαθολογικών φαινομένων) , εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2003,σ 362

[29] Karen Horney , H  ψυχανάλυση σε καινούργιους δρόμους ,μτφ Νικου Λιβερδου  Εκδ Ταμασος  (1939) 1979 σς,206, 207
[30] Jon Elster, 1999,ο.π σ 153
[31]Βλ  Εισαγωγή Δήμητρας Μακρυνιωτη στο Erving Goffman , Στίγμα . Σημειώσεις για τη διαχείριση της φθαρμένης ταυτότητας, Αλεξάνδρεια  ,(Αγγλική έκδοση 1963),2001,    σ 25
[32]Στεφαν  Τσβαιχ . Σύγχυση αισθημάτων μτφρ  Δημήτρης Δημοκίδης , Επιμέλεια επίμετρο Τατιανα Λιανη, Ροές Λογοτεχνία 2003   σ 143 κ.ε
[33] Κωστή Παπαγιωργη: Η κόκκινη αλεπού, Οι ξυλοδαρμοί , εκδόσεις Καστανιώτη Αθήνα 1992 σ 87,88.
[34] Jon Elster, ,1999 ,ο.π. σ 150
[35] Α Giddens.. 1991 ο.π σ 66
[36] Σιγκμουντ Φρουντ  Ο πολιτισμός ..2005 ο.π  σ 60
[37] Νορμπερτ Ελιας , Η εξέλιξη του πολιτισμού , κοινωνιογενετικές και ψυχογενετικές προσεγγίσεις , Τόμος Β ,Αλλαγές της κοινωνίας, Σχεδίασμα  για μια θεωρία του πολιτισμού , μτφ Εμη Βαικουση Νεφέλη (1939 )Αθηνα 1997 σ332
[38] Giorgio Agamben , Βεβηλώσεις , μτφ Παναγιωτης Τσιαμουρας , Αγρα  2006 σ 128
[39] Α Giddens.. 1991..,ο.π  ,σ 66
[40] Slavoj Zizek :Το υψηλό αντικείμενο της ιδεολογίας , Μτφ Βίκυ Ιακώβου , Επιμέλεια Γιάννης Σταυρακάκης , Scripta , Αθήνα ,2006  ss288,289
[41] Ερικ Ερικσον Η Παιδική Ηλικία και η Κοινωνία, μτφ Μ. Κουτρουμπάκη   Εκδ Καστανιώτη 1975 σ264
[42] Kafka ,Franz Η Δίκη ,μτφρ Γ . Βαλουρδος , Αθήνα , Υψιλον , 1991 , σ 235
[43] βλ Πλούταρχου Ηθικά, Γυναικών αρεταί, τόμος 1. Μτφ Π. Σταθη,εκδ Γεωργαδη, Αθήνα . Όλες οι αναφορές προέρχονται  από το Μιχάλης Σωτηρίου , Πλουτάρχου γυναικών άρεται :Μια μεταψυχολογική προσέγγιση της αυτοκτονικής συμπεριφορά  στο Ψυχιατρική και Σπουδές του Ανθρώπου, Τομ Β .Επιμέλεια Γ. Βασιλάκος- Π.Δουδαλη , Έκδοση Θεραπευτήρια Ν. Σπινάρη Α.Ε , Κοζάνη –Μάιος  2000
[44] Α Giddens.. 1991  σ σ68
[45] Ο Σαρτρ αφηγείται πως όταν σε ηλικία δέκα χρονών και τριών μηνών γράφτηκε στο μικρό Λύκειο, ήρθε τελευταίος στην πρώτη του έκθεση που του βάλανε: «, θεωρούσα την εκπαίδευση σαν ένα προσωπικό δεσμό: Τα έχασα κυριολεκτικά μ ¨αυτή την διδασκαλία που απευθυνόταν σε όλους ,με τη δημοκρατική ψυχρότητα του νόμου. Καθώς με υπέβαλλαν σε συνεχείς συγκρίσεις με τα αλλά παιδιά, οι υποτιθέμενες ανωτερότητες μου εξανεμίστηκαν: βρισκόταν πάντα κάποιος που απαντούσε καλύτερα και γρηγορότερα από μένα» Σαρτρ, οι Λέξεις, μτφ Κώστα Σταματίου , εκδ Αρσενίδης χ.χ σ 245 
[46] Paul Gilbert , 1999 ,ο.π .σ 29
[47] Jon Elster, ,1999 ο.π  σ 149
[48] Στεφαν Τσβαιχ . Σύγχυση... 2003  ο.π σ116
[49] Paul Gilbert , 1999  ο.π  ,σσ 297-,304
[50]Α. Giddens. 1991 ο.π , σ 66
[51] Στεφαν  Τσβαιχ . Σύγχυση.... 2003 ο.π σ 23.  Στην ίδια νουβέλα ο ομοφυλόφιλος καθηγητής αγγλικής φιλολογίας, αισθάνεται την ταπείνωση (και τη μοχθηρία) της σύλληψης του από την αστυνομία :«Στο τμήμα όπου οδηγήθηκε ,ένας πλαδαρός αστυφύλακας με κόκκινα μάγουλα σημείωσε όνομα και επάγγελμα, μ εκείνο το σαρκαστικό χαμόγελο του κατώτερου που έχει την ευτυχία να κρατάει στην τσιμπίδα του ένα διανοούμενο: ότι για τη φορά αυτή ο καθηγητής είναι ελεύθερος να φύγει ατιμώρητος, όμως το όνομα του θα βρίσκεται από δω και στο εξής στη γνωστή λίστα» . Στεφαν  Τσβαιχ ο.π σ 153
[52] Paul Gilbert ,  Αθήνα 1999 ο.π  σ 315

[53] Paul Gilbert , 1999 , ο.π  ,,σ 315
[54] στα ελληνικα: Ναθανιελ Χώθορν Το Άλικο Γράμμα ,μτφ :Ξενοφών Κομνηνός.,Ινδικτος,Αθήνα 2005
[55] Erving Goffman , 2001 ο.π σ 63
[56] βλ Εισαγωγή Δήμητρας Μακρυνιωτη στο Erving Goffman , 2001 ο.π σ 16
[57]βλ Εισαγωγή Δήμητρας Μακρυνιωτη στο Erving Goffman , 2001 ο.π  σ 21
[58] Εισαγωγή Δήμητρας Μακρυνιωτη στο Erving Goffman , 2001ο.π σ 29
[59] βλ Εισαγωγή Δήμητρας Μακρυνιωτη στο Erving Goffman , 2001 ο.π σ 15
[60] βλ Εισαγωγή –Δήμητρας Μακρυνιωτη στο Erving Goffman , 2001 ο.π σ 14

[61] Erving Goffman , 2001 ο.π σ 211
[62] βλΕισαγωγή –Δήμητρας Μακρυνιωτη στο Erving Goffman , 2001 ο.π σ 18

[63] E.Erikson, Childhood αnd Society ρ242 αν στο Α Giddens ο.π 1991  σ69  
[64] (1979 σκηνοθεσία Terry Jones)αναφ στο
.
Lars Svendsen
Η φιλοσοφία της βαρεμάρας ,

μτφ
Παναγιώτης
Καλαμαράς εκδ Σαββάλας,(1999)2006 
σ
153
.
[65]Lars Svendsen
,(1999)2006
ο.π σ
153
[66]U. Beck, () Η Επινόηση του Πολιτικού, μτφ Καβουλάκος Κ, επιμέλεια Κοτζιάς Ν .Αθήνα: Νέα Σύνορα 1996 ,σ 191
[67] Ερικ Ερικσον Η Παιδική Ηλικία  και η Κοινωνία , Μτφ Μ. Κουτρουμπακη   Εκδ Καστανιωτη 1975 σ 266
[68] U.Beck, Η Επινόηση ,1996 ο.π: 142.
[69] Erving Goffman , Στίγμα . 2001 ο.π  σ 60
[70] Σκηνοθέτης ο David Lynch( 1986
[71] Erving Goffman , Στίγμα .,2001  ο.π  σ 71
[72] Paul Gilbert , 1999 ο.π σ 296
[73] Z. P Sartre ,Being and Nothingness  , ,Rutledge, London 1958 part iii p259 σ158,159 Όμως στην νουβέλα του Τσβαιχ, Σύγχυση αισθημάτων, αυτή που κατασκοπεύει από την κλειδαρότρυπα την ενθουσιώδη συνομιλία του (ομοφυλόφιλου) καθηγητή με τον πιστό μαθητή του ,δηλαδή η γυναίκα του καθηγητή, δεν νιώθει καμία ντροπή, όταν ο φοιτητής την πιάνει να κρυφάκουει«.Το βλέμμα της (έντονο παγερό, σκληρό και σκοτεινό σαν βερνικωμένο ξύλο) με αναμετρούσε με μεγάλη σοβαρότητα και η στάση της είχε κάτι το σκοτεινό, το προειδοποιητικό και απειλητικό (….).Τίποτε πάνω της δεν φανέρωνε ντροπή για το γεγονός ότι είχε συλληφθεί να μας κατασκοπεύει(…)έδειχνε ότι ήταν  πέρα για πέρα αποφασισμένη να μη κάνει πίσω και να συνεχίσει αυτή την άγρυπνη παρακολούθηση(…),ασυναίσθητα ζάρωσα (…)η άμετρη μέχρι πριν λίγο χαρά μου είχε μετατραπεί σ ένα αόριστο αίσθημα φόβου» Το κατασκοπευτικό βλέμμα της γυναίκας, στην νουβέλα του Τσβαιχ αντιπροσώπευε την επιτήρηση τη των συνόρων της απαγόρευσης: όχι την ντροπή αλλά την ενοχή. βλ Σ. Τσβαιχ . Σύγχυση ο.πσ 103 ,104
[74] Ερικ Ερικσον 1975 o.π σσ. 264,265

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Η γιαγιά μου ,μου έλεγε ότι τα παλιά τα χρόνια,οταν περνούσε ο τόπος περίοδο ξηρασίας ,περνάν μία παρθένα και την βαζαν να περπατάει γυμνή.Απο πίσω όλο το χωριό τραγούδαγε:
Περπερουνα περπατεί
Τον θεό παρακαλεί να φέρει βροχή.

Κική Ματέρη

Τα url του θείου Ισιδώρα