Οι κατάσκοποι των Βαλκανίων
Δεν
μπορώ να πω ότι με ελκύουν ιδιαίτερα τα έργα που θα μπορούσαμε να
κατατάξουμε στο είδος "κατασκοπευτικά". Αν λοιπόν διάβασα το "Οι
κατάσκοποι των Βαλκανίων" του Αμερικανού Άλαν Φερστ (Πατάκης 2010, μετ.
Χριστιάνα Σακελλαροπούλου) είναι γιατί αφενός το βρήκα σε ηλεκτρονική
μορφή και αφετέρου για τις καλές κριτικές που είχε, όπως αυτή στο "Βήμα". Τελικά, δεν πέρασα άσχημα μαζί του.
Το
έργο αρχίζει το φθινόπωρο του 1940, λίγο πριν από την κήρυξη του
πολέμου κατά της Ελλάδας και τελειώνει με την επίθεση και την κατάληψη
της Ελλάδας από τους Γερμανούς, τον Απρίλη του '41.
Μετά
τη Χίσλοπ με το "Νήμα", άλλο ένα βιβλίο ξένου συγγραφέα τοποθετείται
στη Θεσσαλονίκη. Φαίνεται ότι η φυσική ομορφιά της τοποθεσίας της, η
μακρόχρονη ιστορία της που μαρτυρείται ακόμα σε κτίσματα και δρόμους, η
εθνογραφική ποικιλία του πληθυσμού της, τουλάχιστον μέχρι τον πόλεμο,
αποτελούν πηγή έμπνευσης και ενδιαφέρον λογοτεχνικό πλαίσιο.
Κεντρικό
πρόσωπο στο μυθιστόρημα είναι ο σαραντάχρονος Κώστας Ζαννής, υψηλόβαθμο
στέλεχος της αστυνομίας, επικεφαλής ειδικών ερευνών. Συμπαθής, ικανός
αστυνομικός, αναλαμβάνει ποικίλες υποθέσεις αυτή την ταραγμένη εποχή που
όλα προμηνούν τον επερχόμενο πόλεμο. Υποθέσεις που δεν διεκπεραιώνονται
βέβαια πάντα με τον πιο ορθόδοξο τρόπο.
Ένας
χορός κατασκόπων πλημμυρίζει την πόλη. Ένας ύποπτος Γερμανός βρίσκεται
νεκρός, ένας Άγγλος, εμφανιζόμενος ως συγγραφέας ταξιδιωτικών, δεν
είναι άλλο από κατάσκοπος και η Ρωξάν, ερωτική σύντροφος του Ζαννή,
διευθύντρια σχολής μπαλέτου, κι αυτή θα αποδειχτεί Αγγλίδα κατάσκοπος.
Σημαντικότερη
δραστηριότητα του Ζαννή είναι η μεσολάβησή του ώστε Εβραίοι της
Γερμανίας να φυγαδεύονται, διασχίζοντας τα Βαλκάνια, προς την Τουρκία με
ανάλογη δωροδοκία Τούρκων διπλωματών, δραστηριότητα στην οποία
συνεργάζεται με την πλούσια Γερμανοεβραία Εμίλια Κρεμπς.
Κατά
το πρότυπο του Τζέιμς Μποντ ο Ζαννής δεν μένει ασυγκίνητος από το
γυνακείο φύλο. Ενώ όμως έχει πρόσκαιρες και επιφανειακές σχέσεις,
ερωτεύεται ξαφνικά την ωραιοτάτη Δήμητρα, σύζυγο ενός πάμπλουτου
επιχειρηματία και η σχέση τους θα παρεμβληθεί στις ποικίλες άλλες
περιπέτειες του ήρωα. Ανάμεσα στις οποίες είναι και τα ταξίδια εκτός
Θεσσαλονίκης, άλλοτε στο Βελιγράδι για να συμβάλει στο αντιχιτλερικό
πραξικόπημα και άλλοτε στο γερμανοκρατούμενο Παρίσι για να διασώσει έναν
Άγγλο επιστήμονα.
Η
κινηματογραφική πλοκή και δράση κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον. Υπάρχουν
σκηνές, όπως εκείνη ενός ζευγαριού Εβραίων που στην προσπάθεια διαφυγής
τους από το Βερολίνο κινδυνεύουν να αναγνωριστούν, στις οποίες η αγωνία
του αναγνώστη συναγωνίζεται εκείνην των μυθιστορηματικών ηρώων.
Συμπερασματικά, ένα πολύ καλό βιβλίο στο είδος του.
αποσπασμα απο την κριτική στο ΒΗΜΑ
Στους «Κατασκόπους των Βαλκανίων» μας δείχνει και τον σεβασμό του στην ελληνική Ιστορία. Η όλη υπόθεση εκτυλίσσεται, με κέντρο τη Θεσσαλονίκη, από τον Οκτώβρη του 1940 ως την ημέρα της εισβολής των Γερμανών, στις αρχές Απριλίου του 1941. Ο Μεταξάς και ο Γκράτσι στο προσκήνιο, η αγγλική Ιντέλιτζενς διακριτική και ο ελληνικός ενθουσιασμός για τις νίκες στην Αλβανία στα μέτρα του. Ηρωας εδώ είναι ο Κώστας Ζανής, ένας διευθυντής της Ειδικής Ασφάλειας, πατριώτης, που «παρασύρεται»- αλλά το λέει η καρδιά του - και γίνεται διεκπεραιωτής της διαφυγής Γερμανοεβραίων μέσω Ελλάδας στην Τουρκία. Ο Φερστ είναι εντυπωσιακά πιστός στην ιστορική αφήγηση, στην προβολή των αντιδράσεων του ελληνικού στοιχείου προς τους Ιταλούς- φασίστες και αιχμαλώτους- και αποφεύγοντας τις σεξοερωτικές ακρότητες α λα Τζέιμς Μποντ παρεμβάλλει ισορροπημένα το γυναικείο στοιχείο στην όλη πλοκή. Γυναίκα τον έφερε στο κύκλωμα, γυναίκα στο Βερολίνο, σύζυγος συνταγματάρχη της Βέρμαχτ αλλά εχθρού της Γκεστάπο, που είναι το κεντρικό πρόσωπο του δικτύου διαφυγής, και γυναίκα είναι εκείνη- Ελληνίδα- που, αμέτοχη στο κύκλωμα και στο ό,τι γίνεται γύρω της, του παραστέκεται ψυχικά όταν σφίγγουν τα πράγματα.
Δεξιοτέχνης στην πλοκή, σχεδόν σχολαστικός στην αποτύπωση κινήσεων, προσώπων, αισθημάτων και εντυπωσιακά ακριβής στην ιστορική καταγραφή, ο Φερστ κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη όχι απλώς προσφέροντας την εξέλιξη της υπόθεσης, αλλά παρεμβάλλοντας ούτε μία ούτε δύο αλλά τέσσερις επί μέρους ιστορίες που όλες φυσικά αλληλοσυνδέονται και καταλήγουν στον ήρωά μας. Το ζευγάρι των Γερμανοεβραίων που διαφεύγει μέσω Βουδαπέστης περνά στιγμές αγωνίας - και ο αναγνώστης μαζί τουςόταν προκαλεί το ενδιαφέρον μιας φιλύποπτης βέρας Γερμανίδας. Στο Παρίσι ο θείος Αναστάσης του ήρωά μας δεν δυσκολεύεται να του εξασφαλίσει «ό,τι τρελό θα ήθελε», αφού οι γάλλοι αστυφύλακες με τα ποδήλατα έχουν δοκιμάσει πολλές φορές το ρακί που τους προσφέρει. Ο υπαξιωματικός των Ες-Ες στο Βερολίνο που κάτι μυρίζεται από τις εξαφανίσεις γερμανοεβραίων γειτόνων του επισκέπτεται κάποιο «ύποπτο πρόσωπο», του κάνει μερικές αθώες ερωτήσεις, ανεβάζοντας την αδρεναλίνη και στο «πρόσωπο» και στον αναγνώστη, αλλά αναβάλλει τη σύλληψη του ύποπτου, ο οποίος αναχωρεί την επομένη για την Ελβετία με κρατική Μερτσέντες.
Αν εξαιρέσει κάποιος μια... καραμπινάτη υπερβολή- από ένα χωράφι της κατεχόμενης Γαλλίας ένα αεροπλάνο φορτωμένο με όπλα (!) κάποιας διεθνούς μαφίας προσγειώνεται στη Σόφια, σε μια εποχή που τα αεροπλάνα δεν μπορούσαν να πετάξουν ούτε 300 χιλιόμετρα- «Οι Κατάσκοποι των Βαλκανίων» δεν προκαλούν με απιθανότητες. Το ότι ο έλληνας αστυνομικός είχε σχέσεις και επικοινωνούσε με τους ομολόγους του στη Σερβία και στη Βουλγαρία δεν προκαλεί απορίες, ούτε είναι ιστορικά λαθεμένο ότι το πραξικόπημα στο Βελιγράδι που ανέτρεψε το φιλοχιτλερικό καθεστώς το οργάνωσαν οι Αγγλοι εν γνώσει της Αθήνας. Κάπου βέβαια ο συγγραφέας μπερδεύει τους δικτάτορες
Μεταξά και Πάγκαλο- καταλογίζει στον πρώτο το μέτρο για το μήκος της γυναικείας φούστας, ενώ αυτό ήταν επιλογή του παππού του σημερινού αντιπροέδρου- και κάπου αλλού βλέπει το μπουζούκι και τη ρετσίνα να κυριαρχούν στην προπολεμική Θεσσαλονίκη. Ομως οι κινήσεις του «ήρωά» μας, η μεθόδευση των ενεργειών του, οι αντιδράσεις του συναδελφικού και του φιλικού κόσμου του, ακόμη και το παραπονιάρικο βλέμμα της σκυλίτσας του Ζανή, είναι ανθρώπινες, κατανοητές.
αποσπασμα απο την κριτική στο ΒΗΜΑ
Στους «Κατασκόπους των Βαλκανίων» μας δείχνει και τον σεβασμό του στην ελληνική Ιστορία. Η όλη υπόθεση εκτυλίσσεται, με κέντρο τη Θεσσαλονίκη, από τον Οκτώβρη του 1940 ως την ημέρα της εισβολής των Γερμανών, στις αρχές Απριλίου του 1941. Ο Μεταξάς και ο Γκράτσι στο προσκήνιο, η αγγλική Ιντέλιτζενς διακριτική και ο ελληνικός ενθουσιασμός για τις νίκες στην Αλβανία στα μέτρα του. Ηρωας εδώ είναι ο Κώστας Ζανής, ένας διευθυντής της Ειδικής Ασφάλειας, πατριώτης, που «παρασύρεται»- αλλά το λέει η καρδιά του - και γίνεται διεκπεραιωτής της διαφυγής Γερμανοεβραίων μέσω Ελλάδας στην Τουρκία. Ο Φερστ είναι εντυπωσιακά πιστός στην ιστορική αφήγηση, στην προβολή των αντιδράσεων του ελληνικού στοιχείου προς τους Ιταλούς- φασίστες και αιχμαλώτους- και αποφεύγοντας τις σεξοερωτικές ακρότητες α λα Τζέιμς Μποντ παρεμβάλλει ισορροπημένα το γυναικείο στοιχείο στην όλη πλοκή. Γυναίκα τον έφερε στο κύκλωμα, γυναίκα στο Βερολίνο, σύζυγος συνταγματάρχη της Βέρμαχτ αλλά εχθρού της Γκεστάπο, που είναι το κεντρικό πρόσωπο του δικτύου διαφυγής, και γυναίκα είναι εκείνη- Ελληνίδα- που, αμέτοχη στο κύκλωμα και στο ό,τι γίνεται γύρω της, του παραστέκεται ψυχικά όταν σφίγγουν τα πράγματα.
Δεξιοτέχνης στην πλοκή, σχεδόν σχολαστικός στην αποτύπωση κινήσεων, προσώπων, αισθημάτων και εντυπωσιακά ακριβής στην ιστορική καταγραφή, ο Φερστ κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη όχι απλώς προσφέροντας την εξέλιξη της υπόθεσης, αλλά παρεμβάλλοντας ούτε μία ούτε δύο αλλά τέσσερις επί μέρους ιστορίες που όλες φυσικά αλληλοσυνδέονται και καταλήγουν στον ήρωά μας. Το ζευγάρι των Γερμανοεβραίων που διαφεύγει μέσω Βουδαπέστης περνά στιγμές αγωνίας - και ο αναγνώστης μαζί τουςόταν προκαλεί το ενδιαφέρον μιας φιλύποπτης βέρας Γερμανίδας. Στο Παρίσι ο θείος Αναστάσης του ήρωά μας δεν δυσκολεύεται να του εξασφαλίσει «ό,τι τρελό θα ήθελε», αφού οι γάλλοι αστυφύλακες με τα ποδήλατα έχουν δοκιμάσει πολλές φορές το ρακί που τους προσφέρει. Ο υπαξιωματικός των Ες-Ες στο Βερολίνο που κάτι μυρίζεται από τις εξαφανίσεις γερμανοεβραίων γειτόνων του επισκέπτεται κάποιο «ύποπτο πρόσωπο», του κάνει μερικές αθώες ερωτήσεις, ανεβάζοντας την αδρεναλίνη και στο «πρόσωπο» και στον αναγνώστη, αλλά αναβάλλει τη σύλληψη του ύποπτου, ο οποίος αναχωρεί την επομένη για την Ελβετία με κρατική Μερτσέντες.
Αν εξαιρέσει κάποιος μια... καραμπινάτη υπερβολή- από ένα χωράφι της κατεχόμενης Γαλλίας ένα αεροπλάνο φορτωμένο με όπλα (!) κάποιας διεθνούς μαφίας προσγειώνεται στη Σόφια, σε μια εποχή που τα αεροπλάνα δεν μπορούσαν να πετάξουν ούτε 300 χιλιόμετρα- «Οι Κατάσκοποι των Βαλκανίων» δεν προκαλούν με απιθανότητες. Το ότι ο έλληνας αστυνομικός είχε σχέσεις και επικοινωνούσε με τους ομολόγους του στη Σερβία και στη Βουλγαρία δεν προκαλεί απορίες, ούτε είναι ιστορικά λαθεμένο ότι το πραξικόπημα στο Βελιγράδι που ανέτρεψε το φιλοχιτλερικό καθεστώς το οργάνωσαν οι Αγγλοι εν γνώσει της Αθήνας. Κάπου βέβαια ο συγγραφέας μπερδεύει τους δικτάτορες
Μεταξά και Πάγκαλο- καταλογίζει στον πρώτο το μέτρο για το μήκος της γυναικείας φούστας, ενώ αυτό ήταν επιλογή του παππού του σημερινού αντιπροέδρου- και κάπου αλλού βλέπει το μπουζούκι και τη ρετσίνα να κυριαρχούν στην προπολεμική Θεσσαλονίκη. Ομως οι κινήσεις του «ήρωά» μας, η μεθόδευση των ενεργειών του, οι αντιδράσεις του συναδελφικού και του φιλικού κόσμου του, ακόμη και το παραπονιάρικο βλέμμα της σκυλίτσας του Ζανή, είναι ανθρώπινες, κατανοητές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου