Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πρώτες εμφανίσεις στο Βερολίνο
Στα τέλη Οκτωβρίου του 1926 ορίστηκε Γκαουλάιτερ (Gauleiter) στο Βρανδεμβούργο, στο οποίο
συμπεριλαμβανόταν και το Βερολίνο. (Αρχηγός Προπαγάνδας παρέμενε ο Γκρέγκορ
Στράσερ). Στο Βερολίνο του τέλους της δεκαετίας του 1920 είχαν
πλειοψηφία οι σοσιαλδημοκράτες και
οι κομμουνιστές. Το NSDAP της γερμανικής πρωτεύουσας ήταν
ανοργάνωτο, δίχως αξιόλογη επιρροή και μετά βίας αριθμούσε 500 μέλη.
Σύντομα, όμως, ο Γκαίμπελς απέδειξε τις οργανωτικές αλλά και τις
δημαγωγικές του ικανότητες, με αποτέλεσμα μέχρι τον Φεβρουάριο του 1927 να
κερδίσει 2.600 νέα μέλη καθώς και 500 περίπου υποψήφιους για την SA.
Η μέθοδος του Γκαίμπελς ήταν η πρόκληση και η κατοπινή παρουσίαση του
NSDAP ως κινήματος μαρτύρων. Έτσι π.χ. όταν απαγορεύτηκε το τοπικό
NSDAP από τον επικεφαλής της Αστυνομίας του Βερολίνου, επειδή ένας
ιερέας δέχθηκε άγριο ξυλοδαρμό από άνδρες της SA στις 4 Μαΐου 1927, ο Γκαίμπελς φρόντισε να βρεθεί τις επόμενες μέρες
σε αρκετά πρωτοσέλιδα εφημερίδων, όπου παρουσίασε το εθνικοσοσιαλιστικό
κίνημα ως θύμα της κρατικής αυθαιρεσίας. Αφού κατόπιν ίδρυσε λέσχες σε
όλη την πόλη, καταστρατηγώντας με τον τρόπο αυτό την απαγόρευση της
οργάνωσης, του αφαιρέθηκε η ελευθερία λόγου στον χώρο του Βερολίνου. Ο
Γκαίμπελς εκμεταλλεύτηκε και πάλι την ευκαιρία να παρουσιάσει τον εαυτό
του θύμα: στην κομματική εφημερίδα "Völkischer Beobachter"
(Λαϊκός Παρατηρητής) δημοσιεύτηκε φωτογραφία του που τον έδειχνε σε
δεσμά. Επίσης το διάστημα εκείνο ξεκίνησε μια δημαγωγική εκστρατεία κατά
του εβραίουΜπέρνχαρντ
Βάις. Ο Βάις αποτελούσε ιδανικό στόχο για την ναζιστική προπαγάνδα:
ήταν πολίτης εβραϊκής καταγωγής και εκπρόσωπος της μισητής Δημοκρατίας της Βαϊμάρης,
«αντιπρόσωπος του συστήματος» όπως τον έλεγε ο Γκαίμπελς. προϊστάμενου της αστυνομίας του Βερολίνου
Στις 4 Ιουλίου κυκλοφόρησε για πρώτη φορά η
νεοϊδρυθείσα εφημερίδα του, "Der Angriff" (Η Επίθεση), αφού πριν
οργάνωσε και πραγματοποίησε αποτελεσματική διαφημιστική εκστρατεία. Την
σχεδίασε με πρότυπο τις αριστερές εργατικές εφημερίδες και την
χρησιμοποιούσε κυρίως για επιθέσεις κατά των «εκμεταλλευτών». Όταν στις 29 Οκτωβρίου 1927 του
χορηγήθηκε πάλι η ελευθερία λόγου, η εφημερίδα έγινε φερέφωνό του. Στην
πρώτη σελίδα κάθε έκδοσης ήταν αυτός που συνέγραφε το κύριο άρθρο με
σκοπό πάντα να συκοφαντήσει και να δυσφημήσει πολιτικούς αντιπάλους. Εν
τω μεταξύ, εξοικειωμένος με την ζωή στην πρωτεύουσα, ο ικανός ρήτορας
Γκαίμπελς επιτίθονταν τους αντιπάλους του με ανελέητη ειρωνεία,
χρησιμοποιώντας πολλές φορές και το ιδίωμα του Βερολίνου. Επίσης με την
εφημερίδα του ο Γκαίμπελς άρχισε να κάνει ανταγωνισμό τον κομματικό
αρχηγό προπαγάνδας Γκρέγκορ Στράσερ, ο οποίος εξέδιδε ήδη την "Berliner
Arbeiter-Zeitung" (Εργατική Εφημερίδα του Βερολίνου). Αρκετές φορές
οι πωλητές των δυο αυτών εφημερίδων έρχονταν σε ανοικτή σύγκρουση
μεταξύ τους.
Επικεφαλής της Προπαγάνδας
Στις 27 Απριλίου 1930 ορίστηκε
από τον Χίτλερ ως επικεφαλής της Προπαγάνδας του Ράιχ (Reichspropagandaleiter),
αρμόδιος, δηλαδή, του NSDAP για τον Τύπο, τις κινηματογραφικές ταινίες,
τη Ραδιοφωνία και την Εθνική Παιδεία. Άρχισε να διοργανώνει τις γνωστές
του μαζικές εκδηλώσεις, στα πλαίσια των οποίων, σαν ομιλητής,
συνοδευόταν στην αίθουσα από φρουρούς και σημαιοφόρους. Επειδή ήταν
αδύνατο να μιλήσει ο ίδιος σε όλες τις εκδηλώσεις, δημιούργησε τμήμα
ομιλητών, οι οποίοι ελάμβαναν ακριβείς οδηγίες και βρίσκονταν πάντα υπό
αυστηρή παρακολούθηση κατά την διάρκεια των εκδηλώσεων στις οποίες
αντιπροσώπευαν τον Γκαίμπελς.
Εκτός από την Προπαγάνδα, προώθησε και οργάνωσε την τρομοκρατία μέσω
της παραστρατιωτικής οργάνωσης των SA. Σε άρθρα του εμφάνιζε τους άνδρες
της SA ως ήρωες. Ειδικά ο θάνατος του 23χρονου SA Χορστ Βέσελ (Horst Wessel) αποτέλεσε ευκαιρία
για τον Γκαίμπελς να πλάσει έναν «ήρωα μέσα από τον λαό». Οργάνωσε μια
πομπώδη κηδεία και στην κατοπινή του ομιλία δημιούργησε τον μύθο του
«ήρωα και μάρτυρα του Τρίτου Ράιχ» Χορστ Βέσελ, ο οποίος στην
πραγματικότητα πυροβολήθηκε από τον Άλμπρεχτ Χέλερ (Albrecht Höhler),
τον παλαιότερο προστάτη της αρραβωνιαστικιάς του Έρνα Γαίνικε (Erna
Jänicke), μιας πρώην πόρνης.
Ο Γκαίμπελς, ικανός να ξεσηκώνει και να οδηγεί τις μάζες,
περιφρονούσε πάντα τους ακροατές του και έμενε έκπληκτος με το πόσο απλά
μπορούσε να ασκηθεί έντονη επιρροή στους ανθρώπους γενικώς.
Υπονόμευση της Δημοκρατίας
Στόχος της δραστηριότητας του Γκαίμπελς ήταν να οδηγήσει το NSDAP
στην εξουσία με κάθε μέσο που επέτρεπε το δημοκρατικό Κράτος δικαίου και
να ακυρώσει κατόπιν τη δημοκρατική συνταγματική δομή του. Γράφει
σχετικά, το 1928,
στο άρθρο του στην εφημερίδα Der Angriff, 30 Απριλίου 1928, σελ. 1):
"Was wollen wir im Reichstag" (Τι θέλουμε στην Βουλή):
- Wir gehen in den Reichstag hinein, um uns im Waffenarsenal der Demokratie mit deren eigenen Waffen zu versorgen. Wir werden Reichstagsabgeordnete, um die Weimarer Gesinnung mit ihrer eigenen Unterstützung lahm zu legen. Wenn die Demokratie so dumm ist, uns für diesen Bärendienst Freifahrkarten und Diäten zu geben, so ist das ihre Sache. ... Uns ist jedes gesetzliche Mittel recht, den Zustand von heute zu revolutionieren. Wenn es uns gelingt, bei diesen Wahlen sechzig bis siebzig Agitatoren und Organisatoren unserer Partei in die verschiedenen Parlamente hineinzustecken, so wird der Staat selbst in Zukunft unseren Kampfapparat ausstatten und besolden. ... Auch Mussolini ging ins Parlament. Trotzdem marschierte er nicht lange darauf mit seinen Schwarzhemden nach Rom. ... Wir kommen als Feinde! Wie der Wolf in die Schafherde einbricht, so kommen wir. Jetzt seid Ihr nicht mehr unter Euch! Und so werdet Ihr keine reine Freude an uns haben!
- Θα μπούμε στο Ράιχσταγκ για να εφοδιαστούμε από το οπλοστάσιο της δημοκρατίας με τα όπλα της. Θα γίνουμε βουλευτές για να εξουδετερώσουμε το πνεύμα της Βαϊμάρης χρησιμοποιώντας το ίδιο. Εάν η δημοκρατία είναι τόσο ηλίθια ώστε να μας δώσει το ελεύθερο, και μάλιστα και βουλευτική αποζημίωση για αυτό, είναι θέμα δικό της. ... Κάθε νομικό μέσο μάς είναι ευπρόσδεκτο για την ανατροπή των σημερινών καταστάσεων. Εάν πετύχουμε στις εκλογές να βάλουμε εξήντα έως εβδομήντα αγκιτάτορες του κόμματος στα διάφορα κοινοβούλια, μελλοντικά το ίδιο το κράτος θα εξοπλίσει και θα υποστηρίξει οικονομικά τον αγώνα μας. ... Και ο Μουσολίνι είχε μπει στο κοινοβούλιο. Κι όμως δεν άργησε να οργανώσει την πορεία προς τη Ρώμη. ... Ερχόμαστε ως εχθροί! Όπως ο λύκος που πέφτει σε κοπάδι προβάτων, έτσι ερχόμαστε. Τώρα δεν είστε πλέον μεταξύ σας! Και δε θα έχετε μεγάλη χαρά με εμάς!
Αναλόγως κινητοποίησε ολόκληρο το Κόμμα για τις κοινοβουλευτικές
εκλογές στις 14 Σεπτεμβρίου 1930.
Ανακοίνωσε δημοσίως το στόχο των Εθνικοσοσιαλιστών να αποκτήσουν 40
έδρες στη νέα Βουλή. Στα πλαίσια του προεκλογικού αγώνα, ο ίδιος και
άλλοι εκλεγμένοι ομιλητές μίλησαν σε περισσότερες από 6.000 εκδηλώσεις,
ενώ αμέτρητες αφίσες σε όλη τη Γερμανία έκαναν γνωστό το
εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα. Ο αριθμός πωλήσεων των εφημερίδων του NSDAP
πολλαπλασιάστηκε.
Αποτέλεσμα των εκλογών: Ο Χίτλερ πήρε το 18 τοις εκατό των ψήφων,
αποκτώντας έτσι 107 έδρες στο Ράιχσταγκ. Η δύναμη του Γκαίμπελς αυξήθηκε, αφού
από εδώ και εμπρός αρκετοί βιομήχανοι έκαναν μεγάλες δωρεές και
χρηματοδοτούσαν, έτσι, την προπαγάνδα του. Έτσι π.χ. η Der Angriff
έγινε ημερήσια εφημερίδα. Η επιτυχία στις εκλογές δεν άρκεσε για να
αποδόσει την επιθυμητή δύναμη εξουσίας στο NSDAP. Από τη στιγμή αυτή και εφεξής ο Γκαίμπελς
οργάνωνε τις προεκλογικές εκστρατείες στις εκλογές των κρατιδίων
ακολουθώντας την γνωστή του στρατηγική. Πρωτόγνωρη ήταν η πρόσκλησή του
στον Καγγελάριο Χάινριχ
Μπρύνινγκ για φραστική αναμέτρηση, πράγμα πρωτοφανές την εποχή
εκείνη. Ο Μπρύνινγκ, όμως, δεν δέχτηκε. Το NSDAP είχε τελικά μεγάλες
επιτυχίες στις κρατιδιακές εκλογές της Βυρτεμβέργης,
της Βαυαρίας και της Πρωσίας. Ο Γκαίμπελς δεν περιοριζόταν μονάχα στην
εκλογική προπαγάνδα. Εξακολουθούσε να χρησιμοποιεί την πρόκληση και την
τρομοκρατία, χρησιμοποιώντας συχνά την παραστρατιωτική οργάνωση του
NSDAP, την Sturmabteilung (SA).
Ακόμη και στο Ράιχσταγκ σημειώνονταν συχνά επεισόδια βίας.
Στις 30 Ιανουαρίου 1933 τελικά οι
εθνικοσοσιαλιστές είχαν σημαντική επιτυχία: ο πρόεδρος του Ράιχ Χίντενμπουργκ κάλεσε τον Χίτλερ να αναλάβει την Καγκελαρία. Στις
κατοπινές παρελάσεις της Sturmabteilung στο Βερολίνο, ο Γκαίμπελς βρισκόταν πάντα πίσω από τον
νέο καγκελάριο. Από το ημερολόγιό του διακρίνονται τα εξής αποσπάσματα:
"Δημιουργήθηκε το νέο Ράιχ. ... Πετύχαμε το στόχο μας. Η γερμανική
επανάσταση αρχίζει." Επίσης είπε: "Θα μας βγάλουν από εδώ μονάχα
νεκρούς."
Στις 27 Φεβρουαρίου 1933
πραγματοποιείται ο περίφημος "Εμπρησμός του Ράιχσταγκ" από πράκτορες του NSDAP. Σύμφωνα με την κατάθεση του Χανς
Γκισέβιους (Hans Gisevius), αξιωματούχου του Πρωσσικού Υπουργείου
Εσωτερικών, στη Δίκη της Νυρεμβέργης, "...η ιδέα του
εμπρησμού του Ράιχσταγκ ανήκε στον Γιόζεφ Γκαίμπελς..."[3].
Υπουργός Προπαγάνδας
Ο Γκαίμπελς δεν ανέλαβε αμέσως υπουργικό θώκο, επειδή έτσι είχε
συμφωνήσει ο νέος Καγγελάριος στις διαπραγματεύσεις του με τον Πρόεδρο
και τα υπόλοιπα συντηρητικά Κόμματα. Ωστόσο, ένα Κόμμα με τις αρχές και
τις πρακτικές του NSDAP δεν αναμενόταν να τηρήσει
τις αρχικές συμφωνίες. Ο Χίτλερ γνώριζε πόσα όφειλε στην Προπαγάνδα για
την άνοδό του στην εξουσία. Ο Γκαίμπελς είχε, άτυπα, ήδη εξουσιάσει την
κρατική ραδιοφωνία, κάνοντας μια ριαδιοφωνική περιγραφή της
λαμπαδηδρομίας που οργανώθηκε για την ανάληψη της Καγγγελαρίας από τον
Χίτλερ. Στις 13 Μαρτίου του 1933 ο Χίτλερ, αδιαφορώντας για τις συμφωνίες του,
ονόμασε τον Γκαίμπελς "Υπουργό Λαϊκής Διαφώτισης και Προπαγάνδας"
(Volksaufklärung und Propaganda), κάνοντάς τον έτσι μέλος της
Κυβέρνησης. Το νέο Υπουργείο στεγάστηκε στην Βίλχελμστράσσε
(Wilhelmstrasse), στο παλαιό ανάκτορο του Λεοπόλδου, απέναντι από το
γραφείο του Φύρερ στην Καγγελαρία. Στόχος του νέου Υπουργείου (και της
ηγεσίας του) ήταν ο έλεγχος της πνευματικής και πολιτιστικής ζωής του Ράιχ. Πράγματι, το Υπουργείο
ασκούσε απόλυτο έλεγχο στον Τύπο, το ραδιόφωνο, το θέατρο και τον
κινηματογράφο. Ο Γκαίμπελς εκμεταλλεύθηκε τη νέα του θέση για να εκδώσει
το μυθιστόρημά του "Michael", το οποίο είχε μείνει ανέκδοτο, και να
ανεβάσει το θεατρικό έργο "Ο Περιπλανώμενος" (με σαφείς αναφορές στον
Ιησού Χριστό), με πολύ μικρή επιτυχία [4].
Αυτό δεν τον εμπόδισε να κάψει περίπου 20.000 βιβλία συγγραφέων
Εβραϊκής καταγωγής στις 3 Μαΐου στην πλατεία της Όπερας. Ανάμεσα στα
βιβλία που κάηκαν ήταν αυτά των Άλμπερτ Αϊνστάιν, Έριχ
Μαρία Ρεμάρκ, Στέφαν
Τσβάιχ, Τόμας Μαν (Γερμανοί), Τζακ Λόντον, Έλεν Κέλλερ, Η. Ουέλς, Αντρέ Ζιντ Εμιλ Ζολά κ.
ά. (μη Γερμανοί). Σύντομα, το Υπουργείο δημιούργησε αντίστοιχα
Επιμελητήρια για τον Τύπο, τις εκδόσεις, το ραδιόφωνο, τον
κινηματογράφο, την μουσική, το θέατρο, τις εικαστικές τέχνες και την
λογοτεχνία, με εντολές σχετικές με την εκκαθάριση "όλων των εβραϊκής
προέλευσης έργων, την ατονική
μουσική και την αφηρημένη τέχνη". Συνέπεια αυτής της
πολιτικής ήταν η μαζική μετανάστευση όλων των Εβραϊκής καταγωγής
καλλιτεχνών και ενασχολούμενων με τα ΜΜΕ, οι οποίοι αντιμετώπιζαν
ανοικτά πλέον το ενδεχόμενο εγκλεισμού τους σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Το ίδιο συνέβη και με πολλές προσωπικότητες της πνευματικής ζωής που δεν
πρόσκεινταν στην Ναζιστική ιδεολογία: Είτε εξαναγκάσθηκαν να φύγουν
είτε η "φωνή" τους, μέσω του έργου τους, φιμώθηκε ολοσχερώς: Κανείς
πνευματικός άνθρωπος δεν μπορούσε να εκθέσει την τέχνη του ή να
δημοσιεύσει τα έργα του, αν δεν ήταν μέλος του αντίστοιχου Επιμελητηρίου
και η είσοδος σε αυτό εξασφαλιζόταν με την "επίδειξη καλής διαγωγής",
δηλ. δράσης αρεστής στο καθεστώς. Ο Γκαίμπελς είχε αναγκαστεί να
λογοκρίνει ορισμένους δημιουργούς, όπως ο συνθέτης Πάουλ Χίντεμιτ, παρά το ότι ο ίδιος ήταν
οπαδός της σύγχρονης τέχνης και μουσικής, υπακούοντας στις εντολές του
Χίτλερ, ο οποίος απεχθανόταν τη μουσική του. Παρόλ' αυτά, ο Γκαίμπελς
άφησε σχετική ελευθερία σε ορισμένες κινηματογραφικές παραγωγές (κυρίως
κωμωδίες), αναγνωρίζοντας ότι ο απλός πολίτης είχε ανάγκη να "ξεφεύγει"
από την καθημερινότητα και τον κατακλυσμό προπαγανδιστικού υλικού που
δεχόταν. Βοηθήθηκε σε αυτό από το γεγονός ότι στον Χίτλερ άρεσε πολύ ο Μίκυ Μάους. Παράλληλα και για να διαδώσει όσο το
δυνατόν περισσότερο τις προπαγανδιστικές του καμπάνιες, πίεσε τη
βιομηχανία να κατασκευάσει φθηνά ραδιόφωνα, κι έτσι όλες οι γερμανικες
οικογένειες διέθεταν ραδιόφωνο - ιδιαίτερα χρήσιμη συσκευή για την
προπαγάνδα του. Οργάνωνε, επίσης, δωρεάν συναυλίες σε εργασιακούς
χώρους, εκθέσεις εικαστικών τεχνών και δημιούργησε κινητές
κινηματογραφικές μονάδες που επισκέπτονταν τα μικρά μέρη. Με ολα αυτά
εξυπηρετούσε τους σκοπούς της προπαγάνδας.
Ο ίδιος, αν και αρχικά δεν είχε εκδηλώσει ιδιαίτερες αντισημιτικές
τάσεις - ειρωνευόταν μάλιστα τον Γιούλιους
Στράιχερ για τον "πρωτόγονο" αντισημιτισμό του - όταν όμως έγινε
πλέον πιστός οπαδός και ιδεολογικός ακόλουθος του Χίτλερ, εξεδήλωσε
ισχυρές αντισημιτικές τάσεις, σχεδόν στο βαθμό του Στράιχερ, τον οποίο
ειρωνευόταν. Ο Γκαίμπελς απέδειξε, πάντως, ότι ήξερε να χειρίζεται τον
Φύρερ του, όταν παίρνοντας αφορμή από τη δολοφονία του Ερνστ φομ Ρατ κατάφερε να τον πείσει να
εξαπολυθεί το πογκρόμ που έμεινε στην Ιστορία ως Η
Νύχτα των Κρυστάλλων. Αυτό ενδέχεται να έγινε για να αποκτήσει και
πάλι την αρχική εμπιστοσύνη και εύνοια του Χίτλερ, η οποία είχε
κλονισθεί to 1937, όταν ο Γκαίμπελς είχε μια ερωτική ιστορία με τη
ηθοποιό Λίντα Μπαάροβα (Lída Baarová), Τσεχικής καταγωγής. Η ιστορία
αυτή στοίχισε στην ηθοποιό τον γάμο της, ενώ η σύζυγος του Γκαίμπελς,
Μάγδα, παραπονέθηκε στον Χίτλερ. Αυτός, ο οποίος συμπαθούσε ιδιαίτερα
τόσο τη Μάγδα όσο και τα παιδιά της οικογένειας και παράλληλα ήταν
ιδιαίτερα συντηρητικός σε σεξουαλικά θέματα, του έκανε σφοδρές
παρατηρήσεις και του ζήτησε να διακόψει τον παράνομο δεσμό του. Ο
Γκαίμπελς απάντησε με την παραίτησή του, την οποία ο Χίτλερ απέρριψε,
οδηγώντας τον σε απόπειρα αυτοκτονίας (15 Οκτωβρίου). Ο Χίτλερ φρόντισε
να αποπέμψει από την Γερμανία την Λίντα. Η περίπτωση αυτή, ωστόσο, δεν
σταμάτησε την τάση του να κυνηγά γυναίκες, όπως αναφέρει ο Άρτουρ Άξμαν,
επικεφαλής της Χιτλερικής Νεολαίας.
Ο Γκαίμπελς παρέμεινε ένας από τους ελάχιστους Ναζί που είχαν άμεση
πρόσβαση στον Χίτλερ. Στις οικονομικές ατασθαλίες του - που δεν ήταν,
άλλωστε, ο μοναδικός που τις διέπραττε - ο Χίτλερ εκώφευε. Πριν αναλάβει
Υπουργός διέθετε μόνο το πενιχρό εισόδημα από τη βουλευτική του
ιδιότητα. Κατά τη διάρκεια της θητείας του απέκτησε οικονομική ευμάρεια
και κατείχε δύο πολυτελείς εξοχικές κατοικίες, μία στη Λίμνη
Κοστάνς και μία στη λίμνη Βάνζεε. Αν και
ήταν στον στενό κύκλο του δικτάτορα, ο Χίτλερ παρέμενε πιστός στην αρχή
"καθένας πρέπει να γνωρίζει μόνον όσα τον αφορούν". Έτσι, σχεδόν ποτέ
δεν τον πληροφορούσε για τις προθέσεις του ή για στρατιωτικής φύσεως
ζητήματα και ο Γκαίμπελς μάθαινε τις αποφάσεις και τι μέλλει γενέσθαι
μέσω τρίτων. Αυτό, όμως, δεν τον εμπόδιζε να συνεχίζει την ορθή εκτέλεση
των καθηκόντων του: Αυτός είχε αναλάβει να "πείσει" το γερμανικό έθνος
για την αναγκαιότητα του πολέμου και των κατακτήσεων και την απόκτηση
"ζωτικού χώρου" (Lebensraum). Η εισβολή στη Ρωσία αναγγέλλεται ραδιοφωνικά από τον Γκαίμπελς, με
την ανάγνωση μιας δήλωσης του Χίτλερ, η οποία τελειώνει με τη φράση "...
αποφάσισα να παραδώσω ξανά τις τύχες του Ράιχ στα χέρια των στρατιωτών
μας". Όταν η 17η Στρατιά, καταλαμβάνοντας την πόλη Λέμπεργκ της Ουκρανίας, βρίσκει αρκετές εκατοντάδες Ουκρανών
εθνικιστών, τους οποίους οι Ρώσοι είχαν εκτελέσει για να μη συμμαχήσουν
με τους Ναζί, ο Γκαίμπελς σπεύδει αεροπορικώς επί τόπου και
επιστρέφοντας κάνει ο ίδιος σε ραδιοφωνική εκπομπή την περιγραφή των
όσων είδε: "...είμαι καταγανακτισμένος, λιποθυμώ από τη φρίκη που
νιώθω..."[5].
Η προπαγάνδα του Δόκτορος έχει επιτύχει, και για το σημείο αυτό, τον
σκοπό της: Να καταδείξει ότι ο πόλεμος εναντίον της Ρωσίας είναι πόλεμος
ιδεολογικός, όπως είχε διακηρύξει ο Φύρερ στους στρατιωτικούς του
ηγέτες αμέσως πριν την έναρξή του. Η εκμετάλλευση του ραδιοφώνου ως
προπαγανδιστικού μέσου θα συνεχισθεί καθ' όλη τη διάρκεια του Πολέμου.
Ακόμη και στις ημέρες της κατάρρευσης του Ναζιστικού καθεστώτος, ο
υφυπουργός του Γκαίμπελς Νάουμαν θα ουρλιάζει κυριολεκτικά από το
ραδιόφωνο ότι "οι Σοβιετικοί που τόλμησαν να εισέλθουν στο Βερολίνο θα
συντριβούν".
Όπως είναι φυσικό, ο Γκαίμπελς δεν έμεινε εκτός των ενδοκομματικών
συγκρούσεων. Επειδή στις αρμοδιότητές του ήταν η διατήρηση υψηλού ηθικού
στον πληθυσμό, προσπάθησε με κάθε τρόπο να το επιτύχει, παρέχοντας
αυξήσεις σε μισθούς και μεριμνώντας τόσο για την καλής ποιότητας σίτιση
όσο και για τη στέγαση, ώστε να εξασφαλίζεται υψηλή παραγωγικότητα.
Μοιραία, ήλθε σε σύγκρουση με τον δημιουργό του Τετραετούς Σχεδίου, τον Χέρμαν Γκέρινγκ,
προσπαθώντας να τον υποσκελίσει. Ο Χίμλερ, που είχε επίσης τον ίδιο
στόχο, έγινε ψευδοσύμμαχός του (καθώς δεν εμπιστευόταν κανένα).
Πραγματικό σύμμαχο βρήκε ο Γκαίμπελς στο πρόσωπο του Άλμπερτ Σπέερ, ο οποίος ενδιαφερόταν εξίσου
για την υψηλή παραγωγικότητα της γερμανικής βιομηχανίας. Δεν κατάφεραν,
ωστόσο, να πείσουν τον Χίτλερ να απομακρύνει τον Γκέρινγκ.
Καθώς ο πόλεμος εξελισσόταν δυσμενώς για τη Γερμανία, ο Χίτλερ
αραίωσε τόσο τις δημόσιες εμφανίσεις του όσο και την παρουσία του στο
ραδιόφωνο. Το κενό αυτό κλήθηκε να καλύψει ο Γκαίμπελς, ο οποίος έγινε
έτσι το πρόσωπο και η φωνή του καθεστώτος στη χώρα. Οι ενδοκομματικές
συγκρούσεις συνεχίσθηκαν με τον Γκαίμπελς να αλλάζει πλευρό, ύστερα από
την πανωλεθρία του Στάλινγκραντ
υποστηρίζοντας τον Γκέρινγκ απέναντι στον Χίμλερ και τον Μάρτιν Μπόρμαν, ο οποίος εποφθαλμιούσε το
αξίωμα του Φύρερ και προτείνοντας τον Γκέρινγκ ως επικεφαλής της
Κυβέρνησης. Και πάλι δεν έπεισε τον Χίτλερ, παρά το γεγονός ότι ο
Γκέρινγκ ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Τη
δεδομένη στιγμή, ο Χίτλερ αναζητούσε ένα πρόσωπο για να του φορτώσει τις
αποτυχίες του και η αυξανόμενη αδράνεια και διαφθορά του Στρατάρχη του
Ράιχ του προσέφεραν αυτό ακριβώς που ζητούσε.
Στις 18 Φεβρουαρίου 1943 ο
Γκαίμπελς έχοντας χάσει τη δυνατότητα να επηρεάζει άμεσα τις πολιτικές
αποφάσεις σε ανώτατο επίπεδο, υποσκελισμένος από τους Χίμλερ και
Γκέρινγκ, κάνει μια ακόμη προσπάθεια να βρεθεί στο κέντρο των αποφάσεων
αυτών. Εκφωνεί ένα λόγο στο Σπορτσπαλάς (Sportspalaz), στον οποίο
ξεσηκώνει το ακροατήριό του με βάση τα εξής τρία σημεία: (α) Αν η Βέρμαχτ δεν καταφέρει να απομακρύνει τον Σοβιετικό
κίνδυνο στο Ανατολικό μέτωπο, σύντομα η Γερμανία θα προσδεθεί στο άρμα
του Μπολσεβικισμού, για να ακολουθήσει, αργότερα, ολόκληρη η Ευρώπη (β) Μόνον ο γερμανικός λαός και οι γερμανικές
ένοπλες δυνάμεις είχαν τη δυνατότητα να αποκρούσουν αυτόν τον κίνδυνο
(γ) Ο λαός και ο στρατός όφειλαν να δράσουν αμέσως, καθώς ακόμη και η
παραμικρή καθυστέρηση θα μπορούσε να αποβεί μοιραία. Κήρυξε, έτσι, έναν
ολοκληρωτικό πόλεμο, στον οποίο έπρεπε να συμμετέχουν όλοι οι Γερμανοί,
καθένας με τον τρόπο του και τις δυνατότητές του, ώστε ο γερμανικός
στρατός να ενδυναμωθεί τόσο σε άνδρες όσο και σε υλικό. Ο Σπέερ τον
υποστήριξε, ωστόσο ο στόχος του δεν επιτεύχθηκε, αν και παραπονέθηκε ότι
υπήρχε ολοσχερής έλλειψη κατευθυντήριας πολιτικής στο εσωτερικό της
χώρας. Δεν ήταν, όμως, δυνατό ούτε να ασκήσει κριτική ούτε να αντιταχθεί
στις αποφάσεις του Χίτλερ, ο οποίος μέχρι το θάνατό του παρέμεινε
πιστός στην "Führerprinzip" ("Αρχή του Ηγέτη"). Λίγο αργότερα, πάντως,
πέτυχε να του ανατεθεί η θέση του Πληρεξουσίου του Ολοκληρωτικού
Πολέμου.
Ο Γκαίμπελς χωρίς να είναι από τους αρχιτέκτονες του Ολοκαυτώματος, γνώριζε λεπτομερώς γι' αυτό και
ήταν ο εισηγητής της "απο-εβραιοποίησης" των τριών μεγάλων πόλεων του
Ράιχ: Βερολίνου, Βιέννης και Πράγας. Με την υποστήριξη του Ράινχαρντ Χάιντριχ έλαβε το πράσινο φως
από τον Χίτλερ. Παραπονιόταν, όμως, όπως γράφει στο ημερολόγιό του γιατί
ενώ "η Γερμανία δίνει τον υπερ πάντων αγώνα στο ανατολικό μέτωπο,
υπάρχουν ακόμη 40.000 Εβραίοι στο Βερολίνο". Συνέχισε να πιέζει για την
εφαρμογή της Τελικής Λύσης, που είχε αποφασισθεί, ερήμην του
ίδιου και του Υπουργείου του, στη Διάσκεψη της Βάνζεε.
..........................................................................................................
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου