Zeev Sternhell, Ο Αντι-Διαφωτισμός. Από τον 18ο Αιώνα ως τον Ψυχρό Πόλεμο, μτφ. Άννα Καρακατσούλη, επιμ. Α. Κιούπκιολης, Εκδ. Πόλις, Αθήνα 2009 (τίτλος πρωτοτ. Les anti-Lumières. Du XVIIIe siècle à la guerre froide, Librairie Arthème Fayard, 2006), 627 σελ.
Η ιστορία των πολιτικών ιδεών του Αντιδιαφωτισμού ή, όπως αναφέρεται στο βιβλίο, ‘η ανάλυση των στοχαστών που στάθηκαν πολέμιοι του Διαφωτισμού’, βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του συγγραφέα Zeev Sternhell. Για τις ανάγκες της ανάλυσης, ο Sternhell, καθηγητής της Πολιτικής Επιστήμης στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ και σπουδαίος μελετητής της ιστορίας των πολιτικών ιδεών, εντρυφεί με εξαιρετική δεινότητα και με τρόπο που προδίδει ερευνητικό πάθος, στα έργα των στοχαστών αυτών, μεταξύ των οποίων σημαίνουσα θέση κατέχουν ο Vico, ο Burke, ο Herder, ο Taine, ο de Maistre, ο Carlyle, ο Renan, ο Barrès, ο Croce, ο Spengler, αλλά και ο Berlin, ο Kristol και άλλοι.
Επιχειρώντας μια πρώτη, γενική αξιολόγηση του βιβλίου, θα λέγαμε ότι αναμφίβολα πρόκειται για ένα έργο ιδιαιτέρως σημαντικό, ‘ορόσημο’ στο πεδίο της ιστορίας των ιδεών, χαρακτηρίζεται από τον R. Wolin, ο οποίος δραστηριοποείται ερευνητικά σε ένα συναφές με τον Sternhell γνωστικό πεδίο.1 Όπως φαίνεται από την ευρύτερη επιστημονική παραγωγή του συγγραφέα, ο Sternhell από χρόνια καταγίνεται με τη διερεύνηση της ιδεολογικής μήτρας από όπου φασισμός και ναζισμός άντλησαν τις ιδέες τους.2 Στο βιβλίο αυτό επιτυγχάνεται μια ‘δεξιοτεχνική σύνθεση’, σύμφωνα με τον S. Friedländer,3 των ιστορικών καταβολών του φασισμού/ναζισμού και των ιδεών του Αντιδιαφωτισμού. Πρόκειται για μια ‘σύνθεση’ που θα ανοίξει νέους δρόμους στην έρευνα, θα προκαλέσει συζητήσεις και ερωτήματα, με πρώτο τον ίδιο τον συγγραφέα να αναρωτιέται: ‘Δεν υπάρχει κανένας συσχετισμός μεταξύ της λατρείας της εθνικής ιδιαιτερότητας και τη θεώρηση της ιστορίας στη Γερμανία του Χέρντερ και των γεγονότων της δεκαετίας του 1930 και του 1940;’ Για να απαντήσει στο ερώτημα αυτό ο Sternhell κάνει ένα μακρύ ταξίδι στην ιστορία των ιδεών, γι’αυτό και πιο πολύ από την απάντησή του στο παραπάνω ερώτημα (‘η εξέγερση ενάντια στον ορθολογισμό’, μας λέει, ‘τον 20ό αιώνα θα αποκληθεί φασισμός και ναζισμός’), ενδιαφέρον παρουσιάζει το ίδιο το ‘ταξίδι’ στις ιδέες εκείνων που από τον 18ο αιώνα εναντιώθηκαν στο Διαφωτισμό.
Η ιδιαίτερη αξία του βιβλίου βρίσκεται κατ’αρχάς στην αναλυτική δεινότητα, με την οποία ο συγγραφέας του προσεγγίζει το έργο και εντοπίζει τις εκλεκτικές συγγένειες και τα ‘κοινά πνευματικά θεμέλια’ στη σκέψη των προαναφερθέντων στοχαστών. Χωρίς να παραγνωρίζει τις αντιφάσεις (π.χ. μεταξύ του πρώιμου και του ύστερου Renan ή μεταξύ ενός φιλελεύθερου και ενός αντιφιλελεύθερου Berlin), ο Sternhell δίνει έμφαση στα κοινά στοιχεία και στις αλληλοεπιρροές στο έργο τους, που συντείνουν στην ανάδειξη του Αντιδιαφωτισμού ως ενός πνευματικού ρεύματος και μιας ‘παράδοσης’ ενάντια στην ‘ορθολογιστική νεωτερικότητα’ και στον γαλλο-καντιανό Διαφωτισμό. Επιπλέον, εκείνο που αναδεικνύει ο συγγραφέας (και στο σημείο αυτό η συμβολή του εικάζεται ήδη ότι θα προκαλέσει θυελλώδεις συζητήσεις4) έχει να κάνει με την εμφανιζόμενη διάρκεια και συνέχεια αναφορικά με το περιεχόμενο των ιδεών αυτών, κατά το μακρύ χρονικό διάστημα από τον 18ο αιώνα ως τον Ψυχρό Πόλεμο, που αποτελεί και τον ιστορικό ορίζοντα του βιβλίου. Η φράση του Sternhell είναι χαρακτηριστική των παραπάνω και αποκαλυπτική του επιχειρήματος της συνέχειας που υποστηρίζει ο συγγραφέας του Αντι-Διαφωτισμού: ‘Οι μομφές που απευθύνει ο Ταιν στο πνεύμα του Διαφωτισμού’, γράφει, ‘επαναλαμβάνουν τα κύρια επιχειρήματα που ανέπτυξαν ο Μπέρκ και ο Χέρντερ και τροφοδοτούν τη σκέψη της γενιάς μετά το 1945’.
Για να γίνουμε ακριβέστεροι: αυτό κυρίως που επιδιώκει να αναδείξει ο Sternhell είναι τα σημεία της σύγκλισης στο έργο των στοχαστών που μελετά, την αντιδιαφωτιστική συνιστώσα που διαπερνά το έργο τους και την κοινή μήτρα των ιδεών από όπου αντλεί το έργο αυτό. Επ’αυτού ένα παράδειγμα: με συγκεκριμένες αναφορές στο έργο του Berlin, ο Sternhell εντοπίζει τις ‘επιθέσεις’ του τελευταίου κατά των ιδεών του Διαφωτισμού – κατά του οικουμενισμού και του αμετάβλητου χαρακτήρα της ανθρώπινης φύσης, ισχυριζόμενος ο Sternhell ότι ‘από τον Βίκο και τον Χάμαν, μέχρι τον Σορέλ και τον Μπερλίν, κυριαρχεί ο ίδιος τρόπος σκέψης: ο αντι-διαφωτισμός…’. Βεβαίως, ο συγγραφέας των ‘Δύο Αντιλήψεων της Ελευθερίας’, εκείνο στο οποίο επιδίδεται σε πολλά σημεία του έργου του δεν είναι (μόνο) να ‘επιτίθεται’ αυτοπροσώπως, αλλά και να ανακαλύπτει, όπως γράφει, τις ‘επιθέσεις’ των Διαφωτιστών (π.χ. του Montesquieu ή και του Hume) εναντίον των αρχών που υπερασπίζεται το ρεύμα στο οποίο ανήκουν και, επίσης, τις επιθέσεις των Αντιδιαφωτιστών (Vico, Herder, Hamann) στον ορθολογισμό, τον οικουμενισμό και τον ατομικισμό.5
Όπως από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου γίνεται φανερό, ο Sternhell δεν αντιλαμβάνεται τον Αντιδιαφωτισμό (η πατρότητα του όρου αποδίδεται μάλλον στον Nitzsche, ενώ πολύ αργότερα εισάγεται από τον Berlin στον αγγλόφωνο χώρο) ως μια πεπερασμένη φάση των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Όπως γράφει, ο Αντιδιαφωτισμός ‘γίνεται ένας πραγματικός χείμαρρος’ ήδη στα τέλη του 18ου αιώνα, που μετατρέπεται σε ένα ‘πολιτικό κίνημα’ αμφισβήτησης του Διαφωτισμού, το οποίο διαρκεί μέχρι σήμερα. Το κίνημα αυτό διακρίνεται από εσωτερική πολυμορφία, αλλά και από διάρκεια και συνέχεια. Από τον Vico και τον Herder μέχρι τους νεοσυντηρητικούς του Kristol και της Himmelfarb ο δρόμος είναι όχι μόνο εξαιρετικά μακρύς, αλλά και με πολλές παρακάμψεις και με εναλλακτικές ή και κρυφές διαδρομές· όμως, εκείνο που διατηρείται ανέπαφο σε όλη αυτή την πορεία είναι, σύμφωνα με τον Sternhell, η άρνηση των αρχών του Διαφωτισμού από στοχαστές και πολιτικά ρεύματα που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, έβαλαν τη σφραγίδα τους στη νεωτερικότητα.
Στο επίπεδο των πολιτικών στοχαστών, ο Sternhell αναζητά τους ‘κρίκους’ που συγκροτούν το κίνημα του Αντιδιαφωτισμού. Κι αν στον ‘πρώτο κρίκο’ τοποθετεί τον Giambattista Vico, το γεγονός ότι ο συγγραφέας του Scienza nuova παρέμεινε άγνωστος εκτός της Νάπολης ως τις αρχές του 19ου αιώνα, ωθεί τον Sternhell να δώσει τα πρωτεία της αντιδιαφωτιστικής σκέψης στον Johann Gottfried Herder και τον Edmund Burke. Ο Sternhell ασχολείται εκτενώς με τις απόψεις και το έργο του Herder και του Burke, διαπιστώνοντας (παρά τις όποιες μεταξύ τους διαφορές που δεν τις παραβλέπει) τις ισχυρές συγκλίσεις τους, οι οποίες συνοπτικά εντοπίζονται στην ευθεία άρνηση του ορθού λόγου και στην κοινή τους μετωπική ‘μάχη’ κατά του Διαφωτισμού. Η κοινή αυτή μάχη καταλήγει σε μια ‘μεγάλη διαίρεση των δύο κλάδων της νεωτερικότητας’, μας λέει ο Sternhell. Ο ισχυρισμός αυτός έχει κομβική σημασία στην ανάλυσή του, καθώς, κατ’αυτόν τον τρόπο, θεμελιώνεται το επιχείρημα περί της διάρκειας και της συνέχειας του Αντιδιαφωτισμού. Επιπλέον, ο Sternhell δεν κατανοεί τον Αντιδιαφωτισμό ως μια αντι-νεωτερικότητα, αλλά ως μια ‘άλλη’, ‘ανορθολογική νεωτερικότητα’, που εχθρεύεται, όπως χαρακτηριστικά λέει, τη ‘φωτισμένη νεωτερικότητα του φιλελευθερισμού’: η τελευταία ‘οδηγεί στη δημοκρατία’, ενώ η πρώτη υπονομεύει και διαβρώνει τα θεμέλια της δημοκρατίας· η φιλελεύθερη νεωτερικότητα στηρίζει την ελευθερία και την αυτονομία του ατόμου, το οποίο γίνεται ‘κύριος της μοίρας’ του, ενώ η άλλη νεωτερικότητα στρέφεται κατά της ελευθερίας και της αυτονομίας αυτής, όπως και κατά της οικουμενικότητας και της παγκοσμιότητας των αξιών του Διαφωτισμού.
Με άλλα λόγια, η αντιδιαφωτιστική σκέψη, σύμφωνα με τον Sternhell, δεν βρίσκεται εκτός του περιγράμματος της νεωτερικότητας, αλλά κινείται εντός του περιγράμματος ‘μιας άλλης νεωτερικότητας’. Αυτή η ‘άλλη νεωτερικότητα’ συνιστά τον ‘αντίποδα’ της φιλελεύθερης νεωτερικότητας. Με την τελευταία να θεμελιώνει την ύπαρξή της στην ορθολογικότητα, την οικουμενικότητα και την ατομικότητα, η άλλη νεωτερικότητα έχει ως συστατικό στοιχείο της την άρνηση του ορθού λόγου: οι Αντιδιαφωτιστές προτάσσουν τη φαντασία και το μύθο (Vico), το ένστικτο (Herder, Taine), την ‘καρδιά’, τη θέρμη’ και το ‘αίμα’ (Herder) στη θέση του Λόγου, της αφηρημένης σκέψης και της διάνοιας. Στον άνθρωπο δεν κυριαρχεί η λογική, αλλά τα ‘ζωώδη ένστικτα’, υποστηρίζει ο Taine, ενώ ο Burke αρνείται ακόμη και τη δυνατότητα του ανθρώπου να είναι ορθολογικό ον (όπως, βεβαίως, αρνείται και τη δυνατότητα του ορθού λόγου να παίξει πρωταρχικό ρόλο στην ιστορία). Γι’αυτό και ο άνθρωπος δεν γεννιέται ελεύθερος (Renan), αλλά αποτελεί ‘μέρος της κοινωνίας’ και δη μιας κοινωνίας ‘δεσποτικής’ και ‘πατριαρχικής’, σύμφωνα με τον Herder. Οι στοχαστές του Αντιδιαφωτισμού υποτιμούν τον άνθρωπο: ‘μυρμήγκι, εσύ’, είναι η χαρακτηριστική προσφώνηση του Herder στον άνθρωπο, που τον θεωρεί ‘ένα τίποτα’, ενώ αντιθέτως ‘το σύνολο είναι τα πάντα’. Αυτό ‘το σύνολο’ –την κοινωνία, το έθνος, το λαό, τον πολιτισμό–, αντιλαμβάνονται οι Αντιδιαφωτιστές ως ένα οργανικό όλον, θεμέλιο του οποίου είναι οι ‘σχέσεις αίματος’. ‘Η ρίζα της πλάνης’ των Διαφωτιστών, σύμφωνα με τους Αντιδιαφωτιστές, είναι ότι αναφέρονται στον άνθρωπο, ενώ αυτός δεν υπάρχει, τουλάχιστον ο de Maistre ‘δεν συνάντησ(ε) ποτέ κανέναν τέτοιο στη ζωή (τ)ου’, αν και έχει δει, όπως λέει, Γάλλους, Ιταλούς, Ρώσους κλπ. Αφού, λοιπόν, αρνούνται την ύπαρξη του ανθρώπου, δεν μπορεί να είναι η κοινωνία το αποτέλεσμα της συμφωνίας ανθρώπων που δεν υπάρχουν. Στη σκέψη των Αντιδιαφωτιστών η άρνηση της ιδέας του κοινωνικού συμβολαίου είναι θεμελιακή και ο Sternhell αξιοποιεί την άρνηση αυτή προκειμένου να αναδείξει τις συνέπειές της. Αν το άτομο δεν έχει συναινέσει στους νόμους και την εξουσία που υπακούει (και κάτι τέτοιο λέει ρητά ότι συμβαίνει ο Taine), τότε αυτό σημαίνει ότι οι νόμοι και η εξουσία δεν είναι δυνατόν να αναθεωρηθούν, καθώς είναι αιώνιοι και αμετάβλητοι. Ο Burke υπήρξε υπέρμαχος της ιδέας μιας ‘αιώνιας κοινότητας’ ζωντανών, νεκρών και όσων πρόκειται να γεννηθούν, η οποία αντιστοιχούσε σ’αυτό που ο Taine ονόμαζε ‘ζωντανό σώμα’ και ο Herder αποκαλούσε πολιτισμό. Βασικό στοιχείο κάθε πολιτισμού είναι η ‘ιδιαιτερότητά’ του και η αρχή της ιδιαιτερότητας αποτελεί κληρονομιά του ιστορισμού, με τον οποίο ταυτίστηκε το ρεύμα του Αντιδιαφωτισμού.
Ο ‘ιστορισμός’ (Historismus) αποτελεί τον κοινό παρονομαστή στο στοχασμό των Αντιδιαφωτιστών, οι οποίοι υποστηρίζουν την αρχή της ‘διαφοράς’, δηλαδή της ‘μοναδικότητας’ και της ‘ατομικότητας των πολιτισμών’ (Spengler, Maurras, Barrès), όπως και την αρχή του ‘πλουραλισμού’ και της ‘ασυμβατότητας’ λαών, εθνών και πολιτισμών που είναι διαφορετικοί μεταξύ τους (Berlin). Στο σημείο αυτό η ανάλυση του Sternhell είναι εξαιρετικά διαφωτιστική: αναπτύσσει κατ’αρχάς με σαφήνεια το περιεχόμενο του ιστορισμού,6 για να αποκαλύψει εν συνεχεία το ‘συγκεκαλυμμένο’ περιεχόμενο των εννοιών της ‘διαφοράς’ και του ‘πλουραλισμού’, αλλά και της κριτικής στον ‘ευρωκεντρισμό’ που ενυπάρχει στον ιστορισμό των Αντιδιαφωτιστών. Όσον αφορά τους τελευταίους, δεν είναι λίγες οι φορές που δανείζονται ιδέες από τον Διαφωτισμό (χαρακτηριστική η περίπτωση του Herder), τον οποίο όμως ‘παραποιούν’, εμφανίζοντάς τον ‘ως ένα βασίλειο της μισαλλοδοξίας και απολυταρχίας’ (εδώ ο Sternhell αναφέρεται ειδικά στον Berlin). Πίσω από τις αντιλήψεις περί ‘διαφοράς’, ‘πλουραλισμού’ και ‘ιδιαιτερότητας των πολιτισμών’ και πίσω, επίσης, από τον προβαλλόμενο ‘θεωρητικό σεβασμό για όλες τις κουλτούρες’, ο συγγραφέας του βιβλίου Αντι-Διαφωτισμός διέκρινε το πρόκριμα των στοχαστών με τους οποίους ασχολείται υπέρ ‘μιας φυλετικής, κλειστής κοινωνίας’ και την κλίση τους για ‘φυλετικό ντετερμινισμό’ που, όπως διατείνεται, ‘βρίσκεται στα όρια του ρατσισμού’. Μάλιστα, τα όρια αυτά τα φτάνουν και τα ξεπερνούν πολλές φορές οι στοχαστές του Αντιδιαφωτισμού, κατά τρόπο που ενίοτε σοκάρει τον αναγνώστη (τέτοιες είναι π.χ. οι περιγραφές του Herder για τους Εβραίους) και δεν αφήνει αμφιβολίες για το αντισημιτικό (βλ. και Renan), για το γεμάτο σεξισμό και προκαταλήψεις και για το φυλετικό υπόβαθρο της σκέψης τους.
Η αρχή της ιδιαιτερότητας προωθεί την ιδέα για το ‘μεγαλείο της πατρίδας’, στην οποία εμπεριέχεται ένα αίσθημα πολιτιστικής (εθνικής) ανωτερότητας, γράφει ο Sternhell αναλύοντας το έργο του Michelet, ο οποίος περιέγραφε την υψηλή (ανώτερη) ‘εκπολιτιστική αποστολή’ της Γαλλίας που, όμως, κινδύνευε από τον μιμητισμό και τον κοσμοπολιτισμό: όταν η διαφορά καταλύεται, έρχεται απλώς η ‘αυτοκτονία’ και ο ‘θάνατος’ των πολιτισμών, έγραφε ο Michelet. Το έργο του, στο οποίο αναπτύσσονται αυτές οι απόψεις (Ο Λαός), ‘εδωσε στον Sternhell ένα επιπλέον επιχείρημα υπέρ της άποψης, ότι ο ιστορισμός δεν υπερασπίζεται την πολιτισμική ιδιαιτερότητα μόνο, αλλά η ιδέα της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας συνιστά ένα καμουφλάζ για την ιεράρχηση των πολιτισμών· η ιεράρχηση αυτή επιχειρείται με πολιτισμικά κριτήρια, καταλήγει όμως πάντα σε μια φυλετική ιεράρχιση, υποστηρίζει ο Sternhell. Η ενασχόλησή του με το έργο του Renan (Histoire du People d’Israël και L’Avenir de la Science) του δίνει την ευκαιρία να επιχειρηματολογήσει στέρεα υπέρ της άποψης ότι οι πολιτισμικές διαφορές (εν προκειμένω αυτές αφορούσαν τις διαφορές ινδοευρωπαϊκών και σημιτικών λαών) κατασκευάζουν πολιτισμικές ιεραρχήσεις (κατά τον Renan οι ινδοευρωπαϊκοί λαοί είναι διαφορετικοί από τους σημιτικούς, καθώς οι τελευταίοι δεν διαθέτουν φιλοσοφία, μυθολογία και έπος) και ότι αφ’ης στιγμής διατυπωθούν ιεραρχημένες πολιτισμικές διαφορές, αυτές καταλήγουν σε διακρίσεις φυλετικές, όπως π.χ. τέτοιες είναι οι διακρίσεις του Renan για τη σημιτική φυλή που δεν διαθέτει ‘τον υψηλό πνευματικό πολιτισμό’ της Ινδίας και της Γερμανίας ή οι ακόμη πιο σκληρές διακρίσεις του Carlyle για τη λευκή και τη μαύρη φυλή, κ.ο.κ.
Ο Sternhell αναδεικνύει την αλληλουχία που διέπει τις επιμέρους αρχές του ιστορισμού: η αρχή της ιδιαιτερότητας παραπέμπει σε εκείνη της ιεράρχισης και αυτή με τη σειρά της στον φυλετικό ντετερμινισμό. Επιπλέον, αναλύοντας τον ιστορισμό, ο Sternhell δείχνει τη συνέχεια των ιδεών αυτών από τον Vico και τον Herder, στον Renan, τον Michelet, τον Barrès και τον Maurras, μέχρι τον Berlin και την Himmelfarb, κ.ά. Η ανακύκλιση των αντιδιαφωτιστικών ιδεών και η λογική της συνέχειας δεν πρέπει να εκληφθεί, ως αποτέλεσμα πνευματικής δύναμης, αλλά μάλλον ως σημάδι πνευματικής καθήλωσης των Αντιδιαφωτιστών: ‘Αυτό (που) συμβαίνει με όλους τους εχθρούς του Διαφωτισμού’, γράφει ο Sternhell, είναι ότι ‘από τη στιγμή που αρνούνται τις προτάσεις του ορθολογισμού, δεν υπάρχουν πολλοί τρόποι για να επιτεθούν στον γαλλο-καντιανό 18ο αιώνα’. Ένας από τους τρόπους αυτούς, απολύτως συναφής με τους προαναφερθέντες, είναι η περιφρόνηση και η δυσφήμηση της αρχής της ισότητας: χαρακτηρίστηκε ‘διαστροφή’ της φυσικής τάξης (Carlyle) και ‘μεγαλύτερη αιτία πολιτικής εξασθένισης’ (Renan). Ο ανοιχτός πόλεμος των Αντιδιαφωτιστών στην αρχή της ισότητας φανερώνει την εναντίωσή τους στο φυσικό δίκαιο, ενώ επιπλέον η υπεράσπιση της ανισότητας εγείρεται σε προϋπόθεση για τη διατήρηση της διαφοράς και, ταυτοχρόνως, για την απόρριψη της δημοκρατίας: ‘Διαλύουμε την ανθρωπότητα, εάν δεν δεχόμαστε ότι ολόκληρες τάξεις πρέπει να ζουν από τη δόξα και την απόλαυση των άλλων’, έγραφε ο Renan. Εξάλλου, πριν απ’όλα, η δημοκρατία είναι ‘ένα φαινόμενο ενάντια στη φύση’.
Η φράση αυτή του Burke μας εισάγει σε μια θεματική, που είναι κεντρική στους στοχαστές του Αντιδιαφωτισμού και αφορά τις αντιλήψεις τους για τη δημοκρατία. O Sternhell αφιερώνει ένα κεφάλαιο (το 5ο), πέραν των πολλών διάσπαρτων αναφορών που υπάρχουν σε όλο το βιβλίο του, προκειμένου να αναπτύξει συστηματικά τη σκέψη των Αντιδιαφωτιστών στη θεματική αυτή, δίνοντας προπάντων έμφαση στις σχετικές απόψεις του Burke. Στο κεφάλαιο αυτό, εκτός του ότι αναλύεται διεξοδικά το έργο του Burke, γίνεται μια κατατοπιστική εξιστόρηση του αγγλικού κοινοβουλευτισμού και εξετάζεται η πορεία του αντιπαραβαλλόμενη προς τις ιδέες του ‘Ιρλανδού λιβελογράφου’ – έτσι αποκαλεί ο Sternhell τον Burke (τον χαρακτηρίζει και ‘λυσσαλέο αντιδημοκράτη’, ‘ελιτιστή στο έπακρο’, κλπ.), καυτηριάζοντας τις υπερσυντηρητικές απόψεις του συγγραφέα του Reflections on the Revolution in France και βουλευτή του Κόμματος των Ουίγων για την αντιδραστική στάση του στα μεταρρυθμιστικά σχέδια που εκπονούνταν επί των ημερών του. Ο Burke υπήρξε υπέρμαχος του αγγλικού κοινοβουλευτισμού, που θα παρέμενε περιχαρακωμένος σε ένα σύστημα ‘εικονικής’ ή ‘de facto αντιπροσώπευσης’, όπως εκείνο που ίσχυε επί των ημερών του και διασφάλιζε την εκλογή των βουλευτών όχι από τον λαό, αλλά την αντιπροσώπευση του λαού από τις ελίτ. Αντιθέτως, η εκλογή των μελών της Βουλής των Κοινοτήτων από τον λαό, εκτός του ότι θα αποτελούσε ‘τεράστιο κακό’, σύμφωνα με τον Burke, θα ήταν και πράξη αχρείαστη, αφού η ‘αλληλεγγύη των συναισθημάτων και των επιθυμιών’ ελίτ και λαού καθιστούν τις πρώτες ‘φυσικούς ηγέτες’ του δεύτερου. Επιπλέον, το αγγλικό πολίτευμα, έτσι όπως ίσχυε τότε, ‘ήταν τόσο κοντά στην τελειότητα’, σύμφωνα με τον Burke, ώστε οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις θα προκαλούσαν την καταστροφή του. Ο Burke δεν ήταν θέσει πολέμιος των μεταρρυθμίσεων, αλλά ήταν ένθερμος υποστηρικτής της ‘πολιτικής κουλτούρας των προκαταλήψεων’. Η έννοια της ‘προκατάληψης’ αποτελεί μια έννοια-κλειδί για την κατανόηση των στοχαστών του Αντιδιαφωτισμού: οι προκαταλήψεις δηλώνουν την ιδιαιτερότητα ενός έθνους, μιας εποχής, ενός λαού και γι’αυτό θεωρούνται αξιοσέβαστες, πηγή ευτυχίας και ζωτικότητας, που δένουν τα έθνη, τις εποχές και τους λαούς με τις καταβολές τους, εξηγεί ο Sternhell. Το πολίτευμα που υπερασπίζεται ο Burke έχει ως θεμέλιο του τις προκαταλήψεις, στηρίζεται δηλαδή στην ιστορία και στηρίζει την καθεστηκυία τάξη. Η τελευταία (ο θρόνος, ο κλήρος, η αριστοκρατία) κατέχει την εξουσία βάσει της ‘αρχής της χρησικτησίας’, που σημαίνει ότι η ‘μέσω χρήσης’ ‘νόμιμη ιδιοκτησία’ της εξουσίας της είναι ‘βράχος’ (Burke) και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Γι’αυτό, ούτε τα φυσικά δικαιώματα ούτε οι ατομικές ελευθερίες μπορεί να καταστούν πηγή του δικαίου και της νομιμότητας, όπως υποστηρίζουν οι οπαδοί του Διαφωτισμού. Το ισχύον πολίτευμα, επομένως, δεν μπορεί να αλλάξει, εκτός κι αν συναινούσαν σε κάτι τέτοιο όλα τα μέρη που κατέχουν και ασκούν την εξουσία (ο θρόνος, ο κλήρος, η αριστοκρατία) σε μια κάποια βραδεία αλλαγή, ισχυρίζεται ο Burke. Στο πολίτευμα που θεωρεί ιδανικό ο Burke, ένας κοινοβουλευτισμός χωρίς ελευθερίες και δικαιώματα συγκροτεί το περιεχόμενό του. Στην τελική του κρίση για τον Burke ο Sternhell είναι κατηγορηματικός: το αντιδιαφωτιστικό πνεύμα κυριαρχεί και ο Burke ‘υπήρξε ένας από τους μεγάλους κήρυκες του ανορθολογισμού… Ενώ είναι αστός στην οικονομική του σκέψη, απεχθάνεται το ιδεολογικό σύστημα που διαπνέει τη φιλελεύθερη αστική τάξη και, πρώτα απ’όλα, την ισότητα των πολιτικών δικαιωμάτων: ως προς αυτό είναι ο πρώτος απόστολος της αντι-διαφωτιστικής νεωτερικότητας’, σημειώνει ο Sternhell.
Ο συγγραφέας του Αντιδιαφωτισμού εντοπίζει στη λεγόμενη επαναστατική δεξιά του 20ού αιώνα (Barrès, Maurras, Croce, Spengler, Sorel) το δυναμικό της αντιδιαφωτιστικής νεωτερικότητας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάλυση από τον Sternhell του έργου του Croce, ο οποίος πίστευε ότι ο φασισμός ως ‘παρένθεση’ μπορεί να σώσει την Ιταλία από τη δημοκρατία και τον σοσιαλισμό, χωρίς να στιγματίσει την εθνική ιστορία της. Το ίδιο ενδιαφέρουσες είναι και οι αναλύσεις του έργου του Spengler, ο οποίος θεωρούσε τον φασισμό (και τον Μουσολίνι ειδικώς, με τον οποίο αλληλοθαυμάζονταν) ασπίδα κατά της παρακμής της δυτικής κουλτούρας που προέρχεται από την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας. Αναφερόμενος στο ρεύμα του Αντιδιαφωτισμού κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, ο Sternhell επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στο στοχασμό του Berlin, το έργο του οποίου συνολικά εξεταζόμενο, παρά τις αντιφάσεις που το διακρίνουν, συνιστά μια ‘επίθεση κατά του γαλλικού Διαφωτισμού’, αποφαίνεται ο Sternhell. Ο ιστορικός σχετικισμός του Berlin, η απόδοση εκ μέρους του της μομφής του μονισμού στη διαφωτιστική σκέψη, σε συνδυασμό με τον εθνικιστικής υφής πλουραλισμό που υπερασπίστηκε ο καθηγητής της κοινωνικής και πολιτικής θεωρίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ο θαυμασμός του για τον Machiavelli και η επίκληση του ιστορισμού του Herder, μα πιο πολύ ο καταλογισμός της ευθύνης στον Διαφωτισμό για τις ιδεολογικο-πολιτικές θηριωδίες του 20ού αιώνα, δίνουν επιχειρήματα στον Sternhell να εντάξει τον Berlin στους Αντιδιαφωτιστές. Πρόκειται για μια άποψη από εκείνες που θα προκαλέσουν συζητήσεις και στα παραπάνω αναφερθήκαμε ήδη σε κάποιες κρίσεις του Sternhell για το έργο του Berlin που πιθανώς θα δώσουν τροφή σε αντιρρήσεις.
Τροφή σε αντιρρήσεις θα προκαλέσουν οι αναφορές του Sternhell στο έργο της Arendt The Origins of Totalitarianism, καθώς και η ένταξη των νεοσυντηρητικών (Kristol κ.ά.) στο ρεύμα του Αντιδιαφωτισμού. Σύμφωνα με την ανάλυση του Sternhell, η Arendt φαίνεται να δικαιώνει τις απόψεις του Burke για τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία διασφαλίζονται υπό την προϋπόθεση της θέσπισης ή της αποκατάστασης των εθνικών δικαιωμάτων. Η Arendt όντως αναφέρεται στον Burke λέγοντας ότι οι απόψεις του στο σημείο αυτό επιβεβαιώνονται, όμως ‘κατά τρόπο ειρωνικό’, όπως χαρακτηριστικά συμπληρώνει προκειμένου να πάρει τις αποστάσεις της από τον –κατά Sternhell– ‘Ιρλανδό λιβελογράφο’. ‘Η μοναδική πηγή του δικαίου που απομένει’, αυτό γράφει η Arendt, ‘όταν οι νόμοι της φύσης και οι εντολές του Θεού δεν μπορούν να ισχύουν, φαίνεται πράγματι να είναι το έθνος’. Η άποψη του Burke, ότι δηλαδή ‘από το έθνος και όχι από κάπου αλλού αναδύονται δικαιώματα’, χαρακτηρίζεται από ‘πραγματιστική ορθότητα’, σύμφωνα με την Arendt, καθώς όταν χάνεται κάθε ‘κοινωνική και πολιτική ποιότητα’, όπως συνέβη στην περίπτωση των Εβραίων, τότε τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν μπορεί να στεριώσουν, καθώς αυτά δεν στεριώνουν με την επίκληση και μόνο της αφηρημένης ανθρώπινης οντότητας, υποστηρίζει η Arendt. ‘Η αφηρημένη γύμνια του να είσαι τίποτα άλλο εκτός από άνθρωπος’ (‘the abstract nakedness of being nothing but human’), γράφει η Arendt (και όχι ‘η αφηρημένη γύμνια του απλού ανθρώπου’,7 όπως φαίνεται να γράφει ο Sternhell στην ελληνική μετάφραση του βιβλίου του), για τους επιζήσαντες από τα στρατόπεδα εξόντωσης ήταν συνώνυμη της ‘φυσικής κατάστασης’ και της ‘βαρβαρότητας’ και αυτό δεν χρειάζεται κανένας Burke για να τους το επιβεβαιώσει. Σε αυτά, λοιπόν, τα θύματα του ναζισμού που κυρίως αναφέρεται η Arendt, ήταν ‘ύποπτα’ τα ανθρώπινα δικαιώματα θεμελιωμένα μόνο στην ‘αφηρημένη γύμνια του να είσαι τίποτα άλλο εκτός από άνθρωπος’, ακριβώς διότι έτσι μοιράζονταν τα ίδια δικαιώματα με τους ‘βαρβάρους’ – εν προκειμένω με τους εξολοθρευτές τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Και αυτοί που οδηγήθηκαν ή και εξολοθρεύτηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης επειδή ήταν Εβραίοι, αλλά και όσοι άλλοι οδηγήθηκαν εκεί, ‘αγκιστρώνονταν στην εθνικότητά τους διότι γνώριζαν ότι ακόμη κι αν από αυτήν δεν απορρέει κανένα δικαίωμα ή προστασία, είναι η μοναδική ιδιότητα που τους διακρίνει από τους βάρβαρους’, έγραφε ο Arendt.
Αυτά που γράφει η Arendt δεν είναι εκείνα ακριβώς που αποκρούονται από τον Sternhell. Η Arendt δεν ισχυρίζεται ότι η εθνικότητα λειτουργεί ως ασπίδα προστασίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων, αλλά ότι όταν τα ανθρώπινα δικαιώματα καταλύονται κατά τρόπο απόλυτο και ακραίο, όπως συνέβη στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, η διατήρηση της ανθρώπινης υπόστασης απαιτεί κάτι ακόμη –μια ιδιότητα που να δημιουργεί διαφορά από εκείνους που σφετερίζονται τα δικαιώματα– από την αφηρημένη γύμνια της φυσικής ανθρώπινης κατάστασης. Διαφορετικά διατυπωμένο, εκείνο που ισχυρίζεται η Arendt είναι ότι τα φυσικά δικαιώματα δεν προστατεύουν τον άνθρωπο από τον σφετερισμό των δικαιωμάτων του· ούτε η εθνικότητα τον προστατεύει, αλλά τον διακρίνει από τον έτερο φορέα δικαιωμάτων που καταλύει τα δικαιώματα κάποιου άλλου. Οι Εβραίοι εξολοθρεύτηκαν όχι επειδή ήταν άνθρωποι, αλλά επειδή ήταν Εβραίοι, παρατηρεί ο Sternhell, αλλά και η επιχειρηματολογία της Arendt στηρίζει τον ισχυρισμό, ότι και εκείνοι που τους οδήγησαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και στους θαλάμους αερίων δεν ήταν μόνο εξολοθρευτές, αλλά και Γερμανοί-ναζί και μια τέτοια διάκριση για να γίνει χρειάζεται εκείνη την άλλη ‘πολιτική και κοινωνική ποιότητα’ που επικαλείται η Arendt, εν προκειμένω το εθνικό κράτος και την εθνικότητα. Την ίδια ‘πολιτική ποιότητα’ επικαλείται και ο Sternhell για να αντικρούσει τον Croce: να μην θεωρηθεί ο φασισμός ‘παρένθεση’, όπως ήθελε ο Croce, αλλά μέρος της εθνικής ιστορίας της Ιταλίας. Πάντως, σε εκείνο που δεν συμφωνεί ο Sternhell με την Arendt είναι στην αναφορά της στον Burke. Μια τέτοια αναφορά δημιουργεί στον Sternhell την υποψία του ιστορισμού, ενώ εκείνο στο οποίο επιδίδεται η Arendt είναι η κριτική, προς μια κατεύθυνση στην οποία κινήθηκαν και οι συγγραφείς της Διαλεκτικής του Διαφωτισμού.
Με αναφορά στους νεοσυντηρητικούς, που θεωρεί ‘επιγόνους του Μπερκ’, ολοκληρώνεται το βιβλίο του Sternhell. Είναι οι νεοσυντηρητικοί του Kristol αντιδιαφωτιστές και το Reflections on the Revolution in France αποτελεί το ‘πιστοποιητικό’ τους, όπως γράφει ο Sternhell: Τα ερωτήματα θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν: είναι η Himmelfarb ‘η μεγάλη ιέρεια του αμερικανικού νεοσυντηρητισμού’ και το μανιφέστο των νεοσυντηρητικών που συνέταξε ο Kristol το 1973 αποτελεί μια επίθεση κατά του ορθολογισμού, όπως επίσης διατείνεται ο Sternhell; Τα ερωτήματα αυτά είναι μεγάλα και ο Sternhell είναι αλήθεια ότι τα πραγματεύεται με κάποια σχετική βιασύνη στον Επίλογο του βιβλίου του. Αν η αναγωγή στον Διαφωτισμό των ιδεών που οδήγησαν στα ‘μαρξιστικά’ καθεστώτα του μεταπολεμικού κόσμου (έτσι αναφέρονται από τον Kristol οι κομμουνιστικές χώρες) θεωρείται επαρκής λόγος για την ένταξη εκείνων που προβαίνουν σε μια τέτοια αναγωγή στο ρεύμα του Αντιδιαφωτισμού, τότε σίγουρα υπάρχουν καλοί λόγοι για να καταταγούν και οι νεοσυντηρητικοί στο ρεύμα αυτό. Ό,τι όμως τους διακρίνει από το αντιδιαφωτιστικό ρεύμα είναι: πρώτον, η έλλειψη νοσταλγικής διάθεσης και ‘αγάπης για το παρελθόν’, συνεπώς η απουσία του στοιχείου της παραδοσιοκρατίας που κυριαρχεί στους συντηρητικούς, όπως και της κατά Burke ‘προκατάληψης’· δεύτερον, η υπεράσπιση εκ μέρους των νεοσυντηρητικών της ιδέας της συνεχούς προόδου (παρότι προτιμούν την λέξη ‘βελτίωση’ από την λέξη ‘πρόοδο’), γεγονός που τους καθιστά μη-αρνητές οικουμενικών ιδεών· τέλος, η αναγνώριση ενός πρωτείου της πολιτικής έναντι ενός πρωτείου των αξιών αποδυναμώνει τον αποδιδόμενο σε αυτούς (και από τον Sternhell) αντιφιλελευθερισμό.8 Με τα παραπάνω δεν λέμε ότι ο Sternhell έχει άδικο στις επισημάνσεις τους για τους νεοσυντηρητικούς· λέμε, όμως, ότι οι επισημάνσεις αυτές δεν επαρκούν για να θεωρηθούν ‘επίγονοι του Μπερκ’ ο Kristol και η Himmelfarb – και αυτό, βεβαίως, όχι διότι η τελευταία ανήκει στους αγαπημένους συγγραφείς του Βρετανού Εργατικού Πρωθυπουργού G. Brown. Αντιθέτως, από το βιβλίο του Sternhell απουσιάζουν οι αναφορές στο κίνημα της Νέας Δεξιάς και στα έργα του A. de Benoist αλλά και του P. Krebs, αν και οι αρχές που υπερασπίζονται –εθνο-πλουραλισμός και διαφορική ισότητα– εκείνοι που έβγαλαν την μεταπολεμική άκρα δεξιά από το τέλμα των ιδεών στο οποίο βρισκόταν μετά τον πόλεμο, αντλούν απευθείας από τη δεξαμενή του Αντιδιαφωτισμού: προπάντων από τον Herder (ιστορισμός), τον Burke (προκατάληψη) και από τους Michelet και Spengler (ιεράρχηση των πολιτισμών).
Το βιβλίο του Sternhell είναι ένα απαιτητικό βιβλίο, είναι όμως παρόλα αυτά ένα βιβλίο που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Σε αυτό συμβάλλει ιδιαιτέρως το αιχμηρό συγγραφικό ύφος του Sternhell, συν το γεγονός ότι ο συγγραφέας ασχολείται με το γνωστικό πεδίο της ιστορίας των ιδεών, παράλληλα όμως δημιουργεί μια ιστορία των πολιτικών ιδεών του Αντιδιαφωτισμού. Με την επισήμανση αυτή θέλουμε να τονίσουμε ότι αυτό που χαρακτηρίζει το βιβλίο του Sternhell, καθιστώντας το ελκυστικό για τον αναγνώστη, είναι η συνεκτική δομή και η συνοχή της επιχειρηματολογίας του. Όσον αφορά την ελληνική έκδοση του βιβλίου, η μετάφραση είναι σε γενικές γραμμές καλή, έχει αδυναμίες όμως η επιμέλεια του βιβλίου. Η επιλογή των υπευθύνων της έκδοσης να μεταγράψουν τα ονόματα με ελληνικούς χαρακτήρες διευκολύνει τη ροή της ανάγνωσης, δυσκολεύει, όμως, τον αναγνώστη στην αναζήτηση και τον έλεγχο των βιβλιογραφικών πηγών. Μάλιστα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η έκδοση συνοδεύεται από σημειώσεις τέλους (όχι από υποσημειώσεις), ενώ απουσιάζει ένας βιβλιογραφικός κατάλογος, αλλά και ένα index ονομάτων, καθίσταται ακόμη δυσκολότερη μια τέτοια αναζήτηση και έλεγχος των πηγών.
Βασιλική Γεωργιάδου
*δημοσιευτηκε στο περιοδικό ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ 22-23ο τεύχος
Ιστοσελίδα περιοδικού: http://www.media.uoa.gr/sas/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου