Αναγνώστες

Δευτέρα 14 Αυγούστου 2023

Δειγματολογιο Συναισθημάτων. του Πέτρου Θεοδωρίδη( πρωτοδημοσιεύτηκε το 2008 στο περιοδικο ΕΝΕΚΕΝ . Περιλαμβάνεται στην συλλογη Δοκιμιων Η ΑΠΑΤΗΛΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ )


 ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ


" Ο άνθρωπος δεν είναι πάρεξ ένα καλάμι, το πιο αδύναμο μέσα στη φύση. Αλλά ένα σκεπτόμενο καλάμι,

. μια πνοή ανέμου, μια σταγόνα νερού αρκούν για να τον σκοτώσουν. Αλλά, κι αν το σύμπαν τον συνέτριβε, ο άνθρωπος θα ήταν πάλι πιο ευγενής από τον φονέα του, επειδή γνωρίζει ότι πεθαίνει, όπως και το πλεονέκτημα που το σύμπαν κέκτηται απέναντι του, ενώ το σύμπαν δεν ξέρει τίποτα."

Blaise Pascal


Μιλώντας για τον άνθρωπο δεν μπορούμε παρά να μιλήσουμε και για τα συναισθήματα, τις συγκινήσεις, τα πάθη. Για τον ζωντανό κόσμο των συναισθημάτων, που «είναι σαν ένα μεγάλο δάσος με την πανίδα του. Βιώνουμε αυτά τα συναισθήματα σα να ήταν άγρια ζώα που ορμούν μέσα από το φύλλωμα της πυκνής μας υπό- στάσης, κοιτώντας ερευνητικά με ανησυχία ή πλησιάζοντας αμείλικτα με ύπουλο και πανούργο τρόπο, συνδέοντας μας με τον άγνωστο εαυτό μας». Και μήπως όλοι μας δεν έχουμε νιώσει μέσα μας μια αδιάκοπη παρέλαση των συναισθημάτων; Κάθε μας σκέψη είχε την αρχή και το τέλος της. Κάθε συναίσθημα και διάθεση που νιώσαμε έχει αντικατασταθεί από κάποιο άλλο. Έχουμε όλοι μας κατά καιρούς- νιώσει θλιμμένοι, ευχαριστημένοι, ζηλιάρηδες, ντροπιασμένοι, ερωτευμένοι, περήφανοι  και οποιοδήποτε άλλο υπαρκτό συναίσθημα. Πού πήγαν όλα αυτά; Το μόνο που ξέρουμε είναι ότι τα συναισθήματα και οι διαθέσεις μας σταδιακά εξαφανίζονται μέσα στο τίποτα

Συναίσθημα μας λέει η Isabelle Filliozat «είναι η φυσιολογική ανταπόκριση σε κάποιο ερέθισμα. Τα απλά συναισθήματα είναι: φόβος θυμός, λύπη, χαρά». Για τον Dylan Evans υφίσταται η διάκριση αναμεσα στα βασικά και τα ανώτερα γνωστικά συναισθήματα. Τα βασικά συναισθήματα είναι παγκόσμια και εγγενή. Εμφανίζονται ξαφνικά και διαρκούν μερικά δευτερόλεπτα. Τέτοια συναισθήματα είναι η Χαρά, η Απελπισία, ο Θυμός, ο Φόβος, η Έκπληξη και η Απέχθεια. Όμως υπάρχουν και τα γνωστικά συναισθήματα. Όταν κάποιος νιώθει απέχθεια στη θέα περιττωμάτων, αυτό είναι ένα βασικό συναίσθημα .Όταν όμως νιώθουμε απέχθεια για μια ανήθικη πράξη, η βασική συναισθηματική αντίδραση που είναι προορισμένη να μας κρατάει μακριά από μολυσμένα ή δηλητηριώδη πράγματα επιλέγεται επίσης και για την κοινωνική λειτουργία που μας κρατάει μακριά από άτομα ανάξια εμπιστοσύνης. 

Τα γνωστικά συναισθήματα είναι παγκόσμια, αλλά εμφανίζουν μεγάλη πολιτισμική διαφοροποίηση. Επίσης χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να αναπτυχθούν, όπως και για να εκλείψουν, συγκριτικά με τα βασικά συναισθήματα. Τα ανώτερα γνωστικά συναισθήματα περιλαμβάνουν τον Έρωτα, την Ενοχή, την Ντροπή, την Αμηχανία, την Περηφάνια, τον Φθόνο, τη Ζήλιας.


Τα συναισθήματα διακρίνονται από τις διαθέσεις. Όταν έχουμε χαρούμενη διάθεση, όλα μοιάζουν σφριγηλά και γεμάτα ζωή, ενώ όταν είμαστε θλιμμένοι, τα πάντα είναι μουντά ή νεκρά. Η διάθεση είναι πάντα κάτι γενικό, επηρεάζει συνολικά τον κόσμο. Τα συναισθήματα δεν είναι απαραιτήτως γενικά όταν θυμώνουμε, συνήθως θυμώνουμε με ένα συγκεκριμένο άτομο. Υπάρχουν όμως ιδιαίτερες περιπτώσεις, όπου οι περισσότεροι από μας νιώθουμε θυμωμένοι με ολόκληρο τον κόσμο. Μιλώντας γενικά μπορούμε να πούμε ότι ένα συναίσθημα φυσιολογικά έχει ένα αντικείμενο, ενώ η διάθεση όχι. Οι διαθέσεις έχουν να κάνουν περισσότερο με την ολότητα όλων των αντικειμένων, δηλαδη με τον κόσμο συνολικά. Οι διαθέσεις δεν είναι απλώς εσωτερικές καταστάσεις που προβάλλονται σ' έναν κόσμο χωρίς νόημα. Δεν μπορούμε να καθορίσουμε αν μια διάθεση είναι κάτι «εσωτερικό» ή «εξωτερικό» ως προς το υποκείμενο.  Η αλλαγή της διάθεσης πρέπει ι εκλαμβάνεται ως μια αλλαγή στον κόσμο - όταν λειτουργούμε με μια έννοια του κόσμου ως κάτι που μπορεί να έχει ή να μην -νόημα= αφού δεν διαθέτουμε έναν μη εναρμονισμένο κόσμο για να κάνουμε συγκρίσεις, έναν κόσμο που δεν θα επηρεάζεται από την αλλαγή της διάθεσης».(lars Svendsen )


Η οργή


Η οργή έχει τη νοσηρή ηδονή της μοχθηρίας κι ένα από τα συστατικά της είναι η πιο δυσάρεστη μορφή επιθυμίας, η λαχτάρα να πληγώσεις τον άλλον.


Πλούταρχος


– Ας ξεκινήσουμε την περιπλάνησή μας στον κόσμο των καταστρεπτικών  συναισθημάτων μ' ένα πολύ γνωστό συναίσθημα, την οργή. «Ένα ισχυρό πάθος ή αίσθημα δυσαρέσκειας και συνήθως ανταγωνισμού που καλείται από ένα αίσθημα αδικίας ή προσβολής». Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι «η οργή είναι ανάμικτος μετά λύπης επιθυμία να εκδικηθούμε φανερά ορισμένο πρόσωπο» 10. Όμως ο Αριστοτέλης δεν θεωρούσε την οργή ως κάποιο είδος αρνητικού συναισθήματος. Αντίθετα την έβλεπε ως μια εντελώς φυσιολογική συναισθηματική αντίδραση και πνευματική στάση. Τη θεωρούσε χρήσιμη συσχετίζοντάς τη με τον «φόβο», καθώς υποστήριζε πως η οργή μπορεί να διώξει τον φόβο και να δώσει αυτ πεποίθηση στα άτομα, προκειμένου να αντιμετωπίσουν αυτό που αντιλαμβάνονται ως απειλή. Για τον Κικέρωνα οργή «είναι η επιθυμία να τιμωρήσουμε ένα πρόσωπο που πιστεύουμε ότι μας αδίκησε». Ο θυμός «είναι η οργή την ώρα που γεννιέται και πρωτοεμφανίζεται», το μίσος «είναι οργή συσσωρευμένη από καιρό», η εχθρότητα είναι οργή που ψάχνει ευκαιρία να εκδικηθεί». Και χόλος είναι «πικρή οργή που έχει τις ρίζες της στα βάθη της ψυχής και της καρδιάς» 12. Ο φιλόσοφος Σενέκας ονομάζει την οργή «το πιο καλά κρυμμένο και πιο μανιασμένο από όλα τα αισθήματα». Όταν ορίζει την οργή, ο Σενέκας αποδέχεται τον ορισμό του Αριστοτέλη. Χαρακτηρίζει την οργή ως μια φλογερή επιθυμία ανταπόδοσης του πόνου». Τη διακρίνει από την ωμότητα, την επιθετικότητα, το παραλήρημα και τη φρενίτιδα, οι οποίες όπως λέει, κυριεύουν και τα ζώα. Για τον Σενέκα η οργή, μολονότι είναι ένα συναίσθημα, εμπεριέχει στοιχεία ανθρώπινου λόγου». «Το να να βλάψεις κάποιον. ...Αυτά δεν είναι έργο μιας αθώας παρόρμησης. Εδώ έχουμε ένα σύμπλεγμα που συνίσταται από διαφορετικά συστατικά: συνειδητοποίησή,  αγανάκτηση, καταδίκη, ανταπόδοση. Όλα αυτά είναι αδύνατον να δίχως τη συναίνεση του νου» 

Ο Άγιος Αυγουστίνος  αντιτίθεται  σ' αυτην  την  αριστοτελική άποψη της «δικαιολογημένης οργής». «Είναι καλύτερο ν' αποκλείσεις τη δίκαιη και εύλογη οργή από το να τη δεχτείς όσο μικρή κι αν είναι. Στην αρχή δεν είναι παρά μια ακίδα και πριν προλάβεις να το καταλάβεις μεγαλώνει και γίνε τα ολόκληρο κοντάρι» .

 Στη βουδιστική Ανατολή η οργή (Dvesha) εκλαμβάνεται ως ένας εθισμός (Klesha) ένα δηλητήριο (Visha), ένα από τα τρία πρωταρχικά δηλητήρια (μαζί με την απληστία και την πλάνη) που συνιστούν την πραγματική αιτία της δυστυχίας (samsara), του ατέρμονου φαύλου κύκλου ζωής της ματαιότητας.


Η ζήλια


"Όποιος φαντάζεται πραγματικά τη γυναίκα που αγαπάει πως παραδίνεται σ' έναν άλλο θα θλιβεί, όχι μόνο γιατί παρεμποδίζεται η δική του όρεξη, αλλά και γιατί είναι υποχρεωμένος να συνδέει την εικόνα του πράγματος που αγαπάει με τις απεκκρίσεις του άλλου, και για τούτο την αποστρέφεται."


Baruch Spinoza 


Συναίσθημα είναι και η ζήλια. 




Η ζήλια

Συναίσθημα είναι και η ζήλια. Το ρήμα ζηλεύω προέρχεται από το ζήλος και σημαίνει: επιθυμώ έντονα κάτι που στερούμαι, εποφθαλμιώ, φθονώ. Ζήλια σημαίνει: δυσαρέσκεια για ξένη ευτυχία. Ζήλος, μας λεει ο Κικέρωνας, σημαίνει ταυτόχρονα «άμιλλα», μίμηση της αρετής, αλλά και «ζήλια», δηλαδή «λύπη, επειδή κάποιος άλλος έχει αποκτήσει αυτό που θα θέλαμε κι εμείς να έχουμε». Ζηλοτυπία σημαίνει επίσης «λύπη επειδή κάποιος άλλος κατέχει αυτό που επιθυμούσαμε για τον εαυτό μας,"

 Και η ερωτική ζήλια, Συνήθως συνοδεύεται από μια ενδόμυχη φράση «δεν μ' αγαπάει πια ή δεν μ' αγαπάει αρκετά. Ή δεν μ' αγαπάει τόσο...» 

«Αν κάποιος φανταστεί», έλεγε ο Σπινόζα, "όπως ένας άλλος συνδέεται με το πράγμα που αγαπάει με τον ίδιο φιλικό δεσμό ή με στενότερο από εκείνον με τον οποίο αυτός το είχε στην κατοχή του, θα αισθανθεί μίσος για το πράγμα που αγαπάει και θα φθονήσει τον άλλον. Αυτό το μίσος για ένα πράγμα που αγαπάμε μαζί με τον φθόνο ονομάζεται ζηλοτυπία, κι έτσι η ζηλοτυπία δεν είναι παρά μια ταλάντευση της ψυχής."

Ο Παύλος Αλεξάνδροβιτς Φλωρένσκι, Ρώσος θεολόγος και φιλόσοφος των αρχών του 20ού αιώνα, αποδίδει στην (ερωτική) ζήλια την κατεξοχήν θετική αξία. «Η ζήλια είναι αυτή η αγάπη αλλά στο "άλλο είναι" της, στην ετερότητά της είναι ένα από τα στοιχεία του έρωτα, η βάση του, η ουσία του, η πρώτη νύχτα του κόσμου, απ' όπου ξεμυτίζει η αχτίδα της αγάπης. Γιατί η αγάπη», συνεχίζει ο Φλωρένσκι, «δεν έχει μόνον οικουμενικότητα, αλλά είναι και περιγεγραμμένη, όχι μόνον είναι απεριόριστη αλλά και περίκλειστη" 21. 

Γιατί στη ζήλια ενυπάρχει μια εξύψωση του άλλου στο επίπεδο του Εσύ, του προσώπου. «Ο έρως είναι ελεύθερη επιλογή. Το Εγώ διαλέγει ένα μόνο πρόσωπο και μ' αυτό κτίζει μια σχέση, συνδέεται ψυχικά. Αυτό το συνηθισμένο πρόσωπο το Εγώ θέλει να το βλέπει σαν εξαιρετικό, αυτό που είναι σκιερό το θέλει φωτεινό, το καθημερινό το κάνει γιορτινό"22.

Όμως από την άλλη μεριά ο Aldo Carotenuto βλέπει την (ερωτική) ζήλια ως παγίδα που μας αιχμαλωτίζει στο αγαπημένο πρόσωπο. Η ζήλια, μας λέει ο Carotenuto, αναπόφευκτα βγαίνει στην πολυτάραχη σκηνή της προδοσίας. Η συμπεριφορά και η ικανότητα του ανθρώπου για τη δημιουργία σχέσεων, που ως εκείνη τη στιγμή δεν γνώριζαν τη ζήλια, ξαφνικά μεταμορφώνονται”. «Ο εραστής-λεει ο Κωστής Παπαγιωργης- νιώθει το κορμί της γυναίκας  (του) στα ξένα χέρια ως βιασμό του δικού του κορμιού. Ο ζηλιάρης · άνθρωπος το μόνο που μπορεί να πει στη γυναικα του  είναι ένα απλό: Δώσε μου πίσω την ψυχή μου». Ο εραστής λέει,: «Την αγαπώ τόσο πολύ, ώστε το θέλω της είναι και δικό μου». Μόλις όμως εμφανιστεί ο κίνδυνος, η πιθανότητα ότι ο εραστής είναι αντικαταστάσιμος, αρχίζει το αληθινό δράμα. Η αρχική φράση τώρα μετατρέπεται:  «Ήθελα να μην ποθεί εκείνο που ήθελε να ποθεί». 

Είναι η στιγμή που ο εραστής, με τη φαιά στολή του ζηλότυπου, θα μισήσει ό,τι λάτρεψε. Η διάσταση τους φλογερού έρωτα, τόσο τέλειου που φαντάζει εξωπραγματικός, ξαφνικά ανατρέπεται, γίνεται προδοσία και μας παγιδεύει στον πόνο της μοναξιάς μας. Δεν είμαστε σε θέση πλέον να διατηρούμε αντικειμενική σχέση με τα γεγονότα, τα οποία ερμηνεύονται αποκλειστικά και μόνο με βάση μια βασανιστική, καταναγκαστική προοπτική της επιβεβαίωσης των υποψιών μας. «Όταν η ζήλια αντικαταστήσει τον έρωτα, η ανάμνηση των ευτυχισμένων στιγμών που ζήσαμε μαζί μετατρέπονται σε εικόνες που μας παγιδεύουν και μας βασανίζουν» (Aldo Carotenuto) 


"Δύο μεγάλοι δραματικοί ποιητές των νεότερων χρόνων πήραν δύο φορές για θέμα τους την ανδρική τιμή. Ο Σαίξπηρ και ο Καλντερόν

 Όμως, όπως παρατηρεί ο Octavio Paz, οι ήρωες των ισπανικών δραμάτων, και ιδίως του Καλντερόν, δεν είναι (ερωτικά) ζηλότυποι. Εκδικούμενοι, ξεπλένουν μια κηλίδα που αμαύρωνε την τιμή τους.

 Δεν είναι ερωτευμένοι, είναι οι φύλακες της υπόληψής τους. 

Αντιθέτως στο πρόσωπο του σαιξπηρικού Οθέλλου συνυπάρχει μια αυθεντική ερωτική ζήλια και ο θυμός του προσβεβλημένου άνδρα.


Ο Προυστ είναι, σύμφωνα με τον Octavio Paz, ο μεγάλος σύγχρονος ερευνητής της ζήλιας. Ο Σουάν και η Οντέτ ήρωες του μεγάλου έργου του Προυστ «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» είναι αήθεις. "Εκείνη δεν τον αγαπά, τον χρησιμοποιεί. Ούτε κι αυτός την αγαπά, την περιφρονεί. Με την Οντέτ δεν τον δένει μήτε η τυραννία της σεξουαλικής έλξης μήτε εκείνη του πνεύματος. Η Οντέτ τον σαγηνεύει γιατί είναι απροσπέλαστη, όχι το σώμα της, αλλά η συνείδησή της. «Πάντα κάτι από αυτήν θα του διάφευγε, θα ήταν πάντοτε άλλη». Και δεν μπορεί να την αποχωριστεί, τον δένει μαζί της η ζήλια του. Ύστερα από χρόνια, ενθυμούμενος το πάθος του, εξομολογείται: «Και να σκε φτείς πως άσκοπα ξόδεψα χρόνια από τη ζωή μου, πως θέλησα να πεθάνω, πως είχα τον πιο μεγάλο μου έρωτα, για μια γυναίκα που δεν μου άρεσε που δεν ήταν ο τύπος μου!»


Για τον φθόνο


"Κάποτε κάθισα για ώρα μονάχος και παρατηρούσα ένα παιδί Ξεχείλιζε από μοχθηρία. Τι είδους αθωότητα όμως είναι αυτή να τρέχει πλούσιο και άφθονο το γάλα από τη μητρική πηγή κι εμείς να μην αντέχουμε να το μοιραστούμε με τον αδελφό..."


Άγιος Αυγουστίνος"


Για τον Λακάν ο φθόνος (invidia) είναι ιδιότητα του βλέμματος. Προ έρχεται από το ρήμα videre (βλέπω). «Η invidia, η πιο υποδειγματική είναι αυτή που διαπίστωσα εδώ και πολύ καιρό στον Αυγουστίνο, ο οποίος περιγράφει τον φθόνο του μικρού παιδιού φό που κοιτάζει τον αδελφό του  κρεμασμένο στο στήθος τη μητέρας του». «Εκείνο» παρατηρεί ο Λακάν που το μικρό παιδί ή οποιοσδήποτε φθονεί, δεν είναι διόλου αναγκαστικά εκείνο που θα μπορούσε να ορέγεται. Το παιδί που κοιτάζει τον μικρό του αδελφό, ποιος μας λέει ότι έχει ακόμη ανάγκη να είναι στο μαστό;  Καθένας ξέρει ότι ο φθόνος προκαλείται συνήθως από την κατοχή αγαθών τα οποία σ' αυτόν που φθονεί δεν θα χρησίμευαν σε τίποτε, και που ούτε καν  υποψιάζεται την αληθινή τους φύση. Αυτός είναι ο αληθινός φθόνος. Κάνει το υποκείμενο να χλομιάζει μπροστά σε τι; Μπροστά στην  εικόνα μιας πληρότητας που ξανακλείνεται». 


Για τη Melanie Klein o φθόνος σχετίζεται με την επιδίωξη του παιδιού για τον μαστό της μητέρας, στον οποίο θα προτιμούσε να είχε μια εφ' όρου ζωής επικαρπία. «Το πολύ φθονερό πρόσωπο», λέει η Melanie Klein, «είναι ακόρεστο, ποτέ δεν μπορεί να ικανοποιηθεί, επειδή ο φθόνος του προέρχεται από μέσα, και επομένως πάντα βρίσκει ένα αντικείμενο να εξουσιάζει».


Στον φθόνο το υποκείμενο φθονεί την απόλαυση του Άλλου ως τέτοια και δεν επιθυμεί το ίδιο το αντικείμενο. Η μόνη του επιθυμία είναι η καταστροφή της απόλαυσης και της ύπαρξης του Άλλου. Ο φθόνος πάντα είναι μειωτικός. Η ζήλια είναι «η λάμια με τα φαρμακερά μάτια», αλλά «ο φθόνος έχει αλλήθωρα, στραβά και κοκκινισμένα από το κλάμα μάτια». Στη ζήλια ισχύει το «θέλω ό,τι έχει», στον φθόνο το «θέλω να μην έχει ό,τι έχει», γιατί αυτό με κάνει να αισθάνομαι κατώτερος συνγκρινόμενος μαζί του. Ο φθόνος - καθολικό συναίσθημα σε όλους τους πολιτισμούς αλλά κυρίως άθλημα των μικρών πόλεων,- όπως παρατήρησε ο Κίρκεγκορ είναι «το αίσθημα ταπείνωσης και μοχθηρίας που προκαλείται από την παρατήρηση των ανώτερων πλεονεκτημάτων που κατέχει κάποιος άλλος» 38. Ο φθονών φθονεί τον Άλλο χωρίς να έχει πραγματικά μια σχέση μαζί του. Θέλει μόνο να τον δει να ταπεινώνεται - και, να απογυμνώνεται, να ζημιώνεται, χωρίς ο ίδιος να έχει ένα πραγματικό όφελος από αυτό. «Όμως σίγουρα έχει ένα φαντασιακό όφελος -μας λενε οι  Δεμερτζής-Λιποβατς -θεωρεί τη φαντασιακή εικόνα του εαυτού του εξυψωμένη, μη αμφισβητούμενη από την εικόνα του Άλλου ως ενός ανταγωνιστή." Για το φθονερό πρόσωπο ωστόσο το ερώτημα, όταν βλέπει κάποιον που έχει μεγαλύτερη τύχη, είναι: «Γιατί όχι σ' εμένα; Γιατί αυτοί έχουν άφθονα φυσικά χαρίσματα που δεν προσφέρονται σε μένα;». Και βέβαια ο αληθινός φθόνος δεν προορίζεται για τους σπουδαίους ή τους παρά πολύ χαρισματικούς, αλλά για εκείνους που η κατάστασή τους απλώς μοιάζει να είναι λιγάκι καλύτερη από τη δική μας. Γιατί σε μια εξισωτική κοινωνία, όπου η ισότητα είναι ο εξαγγελθείς στόχος, ο φθόνος ενδέχεται να είναι ακόμα πιο έντονος. Ο φθόνος προσλαμβάνει τη μορφή ισοπέδωσης κι «ενώ μια παθιασμένη επιταχύνει, δημιουργεί και ανατρέπει, εξυψώνει και υποτιμά, μια στοχαστικά απαθής εποχή κάνει  ακριβώς το αντίθετο: καταστέλλει και παρακωλύει, ισοπεδώνει». Η συντριπτική και αδιανόητη ανισότητα, ιδίως όταν έχει ένα στοιχείο του ανέφικτου, προκαλεί πολύ λιγότερο φθόνο από την ελάχιστη ανισότητα, η οποία αναπόφευκτα κάνει τους φθονερούς να σκεφτούν: "Θα μπορούσε να είμαι στη θέση του "(Εpstein ).


Μνησικακία


Ο μνησίκακος, περιορισμένος από παντού, ξαγρυπνάει πάνω στον εαυτό του ζηλότυπο, χωρίς να νιώθει πως έχει καταντήσει στείρα κάτι σαν νεκροταφείο. Εσωστρέφει την ίδια του την ανυπαρξε


Raoul Vaneigen


Η μνησικακία αφορά σε μια λιμνάζουσα κατάσταση που τη σημαδεύει η ανημποριά, η αδυναμία απάντησης. Σύμφωνα με τον Νίκο Δεμερτζή στη σύγχρονη σχετική βιβλιογραφία παρουσιάζονται δύο ειδών χρησεις της μνησικακίας: η «νιτσεϊκή» και η «μη νιτσεϊκή». Σύμφωνα με την πρώτη, η μνησικακία είναι ένα συναίσθημα των αδύναμων .πουακολουθούν τη λογική της «αλεπούς και των άγουρων σταφυλιών». Σύμφωνα με τη δεύτερη, η μνησικακία σημαίνει τη συναισθηματική εναντιότητα σε άνισες και άδικες καταστάσεις. Ο Δεμερτζής βρίσκει πληρέστερη την ετυμολογία του γαλλικού όρου resentiment, γιατί σε αυτήν δηλώνεται η αναβίωση, το ξανά μιας θυμικής αντίδρασης (και όχι τον αγγλικό όρο resentment, που υποδηλώνει περισσότερο την ηθική αγανάκτηση). 

Έτσι η μνησικακία είναι ένα ανα-συναίσθημα. Σημαίνει την συνοδευμένη από πληγωμένο εγωισμό, ανάμνηση του κακού που έχει γίνει σε κάποιον. 

Ο Νίκος Δεμερτζής ακολουθεί ως πληρέστερη τη σελεριανή εκδοχή της μνησικακίας και ορίζει τη μνησικακία ως: «ένα δυσάρεστο δευτερογενές ηθικό συναίσθημα χωρίς συγκεκριμένους αποδέκτες, το οποίο λειτουργεί ως χρόνια επαναβίωση καταπιεσμένης και αδιέξοδης φιλεκδικίας, εχθρότητας, ζήλιας και αγανάκτησης, εξαιτίας της αδυναμίας που νιώθει το υποκείμενο να τις εκφράσει έτσι, ώστε στο επίπεδο των αξιών να απαρνείται ό,τι ασυνείδητα επιθυμεί» 4. 


Έτσι ο μνησίκακος άνθρωπος είναι ένα -κατα Δεμερτζη -"αξιακώς μεταλλαγμένο υποκείμενο που ωραιοποιεί την αυταπέχθειά του, ένα άτομο που δεν πράττει κατά τρόπο αυτεξούσιο και αυτόφωτο, αλλά αντιδρά."


Ντροπή και Υπερηφάνεια


"Κι ενώ ένιωθα να ξαλαφρώνω μ' αυτό το λυτρωτικό παραλήρημα, κατακλυζόμουν συγχρόνως από ένα βαθύ αίσθημα ντροπής για τον τρόπο με τον οποίο αποκαλυπτόμουν μπροστά της".


Stefan Zweig


Θα αναφερθούμε διεξοδικά στην ντροπή στο επόμενο κεφάλαιο. Εδώ θα περιοριστούμε σε μερικά χαρακτηριστικά της. Ντροπή δημιουργείται όταν κάτι που είναι, που έχει ή έχει κάνει κάποιος, προκαλεί ή αυτός αισθάνεται ότι προκαλεί την αποδοκιμασία των άλλων. Επειδή η αποδοκιμασία λαμβάνει τη μορφή της περιφρόνησης ή της αηδίας μάλλον παρά του θυμού, η ντροπή συνδέεται με το πρόσωπο περισσότερο παρά με την πράξη. Το παράδοξο της ντροπής είναι ότι συχνά αναμειγνύει μια μοναδική ανάξια πράξη ή χαρακτηριστικό με το σύνολο της ταυτότητας ενός προσώπου".

 Η ντροπή διαφέρει από την ενοχή. Η ντροπή εξαρτάται από (συν)αισθήματα προσωπικής ανεπάρκειας και έχει σχέση με την ολοκλήρωση του εαυτού, ενώ η ενοχή προέρχεται από (συν)αισθήματα λαθεμένων πράξεων.

 Η ενοχή αφορά πράξεις που σχετίζονται με την παραβίαση κωδίκων ή ταμπού, την παραβίαση κωδίκων κατάλληλης συμπεριφοράς σε ό,τι αφορά το σώμα και (συν αισθήματα που συνδέονται με το να μην κάνεις κάτι λάθος μπροστά σε ένα πρόσωπο που σέβεσαι ή αγαπάς.)

Η άλλη πλευρά του νομίσματος της ντροπής είναι η υπερηφάνεια.

Η αυτοεκτίμηση, η πίστη στον ολοκληρωμένο εαυτό μας και στην αξία της αφήγησης του εαυτού μας. 

Να μια άλλη διαφορά της ντροπής από την ενοχή:η ενοχή δεν έχει ένα θετικό (συν)αίσθημα ως αντίστοιχο 

Ένα πρόσωπο που επιτυχώς προωθεί μια αίσθηση υπερηφάνειας για τον εαυτό του αισθάνεται ότι η ταυτότητά του είναι δικαιωμένη και ενιαία. Η υπερηφάνεια -ως συναίσθημα-είναι μια πάρα πολύ εύπλαστη εννοια, με παρά πολλές σημασίες. 

Υπάρχει υπερηφάνεια χαμένη, πληγωένη, θιγμένη, αποκατεστημένη, ανυπόφορη, απίστευτη, ασυγχώρητη. Η Έννοια της υπερηφάνειας εκφέρεται με ρήματα. :Υπερηφανεύομαι, και καμαρώνω, κορδώνομαι για κάτι. Υπάρχουν τα συμπτώματα και εκδηλώσεις της υπερηφάνειας: σύμβολο, ίχνος υπερηφάνειας. Υπάρχουν τα αρνητικά συμπτώματα της υπερηφάνειας: η αλαζονεία, η έπαρση - η ύβρις, η οίηση, καθώς και θετικά συγγενή της υπερηφάνειας: ο  αυτοσεβασμός, η αυτοεκτίμηση και η αξιοπρέπεια.

י

Ο Ευάγριος ο Ποντικός ήταν από τους πρώτους χριστιανούς στοχαστές που αναφέρθηκαν στα κύρια αμαρτήματα ήταν εκτός κατά την άποψή του και στη λίστα του η ματαιοδοξία και η υπερηφάνεια κατείχαν την έκτη και την έβδομη θέση. Αργότερα, τον ένα αιώνα, ο πάπας Γρηγόριος ο Α΄ ανέδειξε την υπερηφάνεια στην πρώτη θέση μεταξύ των επτά αμαρτημάτων. Για τον Γρηγόριο ο πυρήνας της υπερηφάνειας είναι μια έπαρση κατά την οποία ο άνθρωπος «διασχίζει μόνος τους αχανείς χώρους της σκέψης του και σιωπηλά αγλαΐζει τον εαυτό του». Για τον Άγιο Αυγουστίνο η υπερηφάνεια παροτρύνει τον άνθρωπο να εκτοπίσει τον Θεό, να ενεργεί αγνοώντας σκόπιμα τα ανθρώπινα όρια Η λύση θα ήταν να επιδιώκουν οι άνθρωποι την ταπεινοφροσύνη. 

Για τον Θωμά τον Ακινάτη η υπερηφάνεια ισοδυναμεί με την παράλογη επιθυμία  του  ανθρώπου να εξυψωθεί και με την περιφρόνηση για τον Θεό. Αντίθετα η ταπεινοφροσύνη έχει το καλό ότι αποσπά τον νου επιθυμία των πραγμάτων». 

Οι αρχαίοι Έλληνες του «\καταδίκαζαν την ύβριν - την αλαζονική υπερηφάνεια-, επειδή ακύρωνε τις κύριες αρετές της ανδρείας, της εγκράτειας και της σοφίας, που στήριζαν την πολιτική τάξη και καθιστούσαν εφικτή την ενάρετη ζωή.

 Όμως ο Αριστοτέλης θεώρησε την υπερηφάνεια ως «το κόσμημα των αρετών» και α υποστήριζε ότι ο υπερήφανος ή, όπως έλεγε, μεγαλόψυχος είναι εκείνος που  «θεωρεί τον εαυτό του άξιο μεγάλων πραγμάτων άνθρωπος είναι εκείνος που των, επειδή είναι πραγματικά άξιος μεγάλων πραγμάτων». Από την άλλη περιφρονούσε την υπέρμετρη ταπεινοφροσύνη, επειδή ο ταπεινόφρων άνθρωπος πιστεύει ότι αξίζει λιγότερο απ' όσα αξίζει και γι' αυτό αδυνατεί να εκτιμήσει την πραγματική του αξία. Η αρετή της υπερηφάνειας ή, όπως λέει Αριστοτέλης, της «μεγαλοψυχίας», έγκειται στο ότι είναι το μέσο μεταξύ των δύο άκρων, της «χαυνότητας» και της «μικροψυχίας». 

Το να είναι κανείς άξιος τιμών είναι το έπαθλο της αρετής, και άρα η υπερηφάνεια είναι το κόσμημα των αρετών, επειδή «τις κάνει μεγαλύτερες». 

Φυσικά ο Αριστοτέλης προϋποθέτει ότι ο υπερήφανος άνθρωπος απαιτεί και αξίζει τα περισσότερα, επειδή κατέχει όλες τις αρετές.


Το ενδιαφέρον των φιλόσοφων και άλλων συγγραφέων για το θέμα της περηφάνειας ήταν μεγάλο και εκφραζόταν από τον Alexander Pope που δηλωνε  πως «στο ότι δικαιολογούμε την υπερηφάνεια έγκειται το λάθος μας», μέχρι τον Ντέιβιντ Χιουμ, για τον οποίον «κάθε έκφραση υπερηφανειας ή υπεροψίας (στους άλλους) μας είναι δυσάρεστη, επειδή απλώς κλονιζει τη δική μας υπερηφάνεια» και τον Σπινόζα, που πίστευε ότι η υπερβολική ταπεινοφροσύνη ή κατήφεια μαρτυρεί αδυναμία πνεύματος»

 



Αγωνία


Όταν ξυπνάμε αποκαρδιωμένοι στη μέση της νύχτας, εχθροί που τους είχαμε νικήσει πολύ καιρό πριν, ξαναγυρίζουν και μας στοιχειώνουν

ΝΙΤΣΕ 


Το Άγχος, η αγωνία που δεν πρέπει να ταυτίζεται με την έννοια του φόβου. Ο φόβος είναι μια απάντηση σε μια ειδική απειλή, έχει ένα προσδιορισμένο αντικείμενο. 

Η αγωνία, το άγχος, αντίθετα, παραβλέπει αντικείμενο, είναι μια κατάσταση διάχυτη που κυματίζει ελεύθερα, εκδηλώνεται με συμπτωματικές αντιδράσεις, οι οποίες έχουν μια ομιχλώδη μόνο σχέση με ό,τι αρχικά την προκάλεσε. Γιατί ,όπως μας λέει, η Isabelle Filliozat  «το άγχος ειναι  ένα συνονθύλευμα συναισθημάτων. Πρόκειται για μία κατάσταση που με μπορεί να διαρκέσει πολύ. Είναι παρασιτικό αίσθημα που εκφράζει κάποια υποβόσκουσα διαμάχη. Διαμάχη μεταξύ ώθησης και απαγόρευσης, επιθυμίας και φόβου, μεταξύ δυο επιθυμιών, μεταξύ θυμού και φόβου "

«Η αγωνία διακρίνεται από τον φόβο», μας λέει ο Σαρτρ, «από το γεγονός ότι ο φόβος προκαλείται από τα όντα του κόσμου, ενώ η αγωνία  απο το εγώ μου. Ο ίλιγγος είναι αγωνία στο μέτρο που τρέμω όχι μήπως πέσω  στον γκρεμό, αλλά μήπως ριχτώ στο γκρεμό. Μια κατάσταση μού προκαλεί φόβο, επειδή κινδυνεύει να αλλάξει τη ζωή μου. Και το είναι μου, τα έξω, προκαλεί την αγωνία στο μέτρο που δυσπιστώ για τις αντιδράσεις μου απέναντι σ' αυτή την κατάσταση. Η προετοιμασία του πυροβολικού πριν  από την επίθεση μπορεί να προκαλέσει φόβο στον στρατιώτη που υφίσταται τον βομβαρδισμό ,μα η αγωνία του θα αρχίσει ,όταν θα δοκιμάσει να προβλέψει τον τρόπο που θα αντιδράσει στον βομβαρδισμό , όταν θα αναρωτηθεί , αν θα μπορέσει να αντέξει. Όμοια, ο επιστρατευμένος που εντάσσεται και πάλι στο τάγμα του στην αρχή του πολέμου μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να φοβάται τον θάνατο. Μα πολύ πιο συχνά του συμβαίνει να φοβάται "μήπως φοβηθεί", δηλαδή αγωνία απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό. Τον περισσότερο καιρό, οι επικίνδυνες ή απειλητικές καταστάσεις είναι πρισματικές: γίνονται αντιληπτές μέσω ενός αισθήματος φόβου ή αγωνίας ανάλογα με το αν αντιμετωπίσουμε την κατάσταση ως δρώσα πάνω στον άνθρωπο ή τον άνθρωπο ως δρων πάνω στην κατάσταση. Ο άνθρωπος που δέχτηκε ένα σκληρό χτύπημα χάνοντας, εξαιτίας του κραχ ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του, μπορεί να φοβάται για την φτώχεια που τον απειλεί. Ωστόσο, αγωνία θα νιώσει ύστερα από μία στιγμή, δηλαδή όταν, συστρέφοντας νευρικά τα χέρια (αντίδραση που συμβολίζει την πράξη που επιβάλλεται, μα μένει ακόμη απροσδιόριστη) θα φωνάξει: “Τι θα κάνω; Μα τι θα κάνω; " 53.

Ο Κίρκεγκορ χαρακτηρίζει το άγχος αγωνία εμπρός στην ελευθερία. Η κεντρική ιδέα στο μικρό βιβλίο του Κίρκεγκορ για το άγχος, που δημοσιεύτηκε το 1844, είναι η σχέση μεταξύ του άγχους και της ελευθερίας. Ο Κίρκεγκορ υποστήριζε ότι το «άγχος πρέπει να κατανοείται πάντα ότι κατευθύνεται προς την ελευθερία». Ο Κίρκεγκορ βλέπει τον άνθρωπο ως το δημιούργημα που οραματίζεται συνεχώς τη δυνατότητα που την αντιλαμβάνεται και την οποία πραγματώνει με τη δημιουργική δραστηριότητα. Η ελευθερία είναι ο σκοπός της ανάπτυξης της προσωπικότητας: «Η ελευθερία είναι το καλό». 

Έτσι η ελευθερία ορίζεται ως δυνατότητα. Το διακριτικό χαρακτηριστικό του ανθρώπινου όντος, σε αντίθεση με τα αλλά ζωικά πλάσματα, βρίσκεται στην έκταση της ανθρώπινης δυνατότητας και στην ικανότητά μας για επίγνωση της δυνατότητας 

Αυτό βέβαια που υπονοεί ο Κίρκεγκορ είναι το «φυσιολογικό»- ό,τι θα λέγαμε σήμερα το δημιουργικό άγχος -- και δεν πρέπει να συγχέεται με το νευρωτικό άγχος. Ο Κίρκεγκορ κάνει σαφές ότι το νευρωτικό άγχος είναι μια περισσότερο περιοριστική και μη δημιουργική μορφή άγχους που πηγάζει από την αποτυχία του ατόμου να κινηθεί προς τα εμπρός στις καταστάσεις του φυσιολογικού άγχους.

Το (νευρωτικό) άγχος κάνει τη σκέψη να εστιάζεται στην ανησυχία, με αποτέλεσμα το άτομο να φοβάται πάντα το χειρότερο. Το άγχος ανακαλεί στον εαυτό τους βρεφικούς φόβους αποχωρισμού, τον διάχυτο φόβο αποδοκιμασίας, παραλύει εντέλει τον πυρήνα του εαυτού.


                           Μελαγχολία


Όπως κι αν πάρεις τη μελαγχολία, δόκιμα ή αδόκιμα, σα φύση ή έξη, πόνο ή ηδονή, παραφορά, απογοήτευση, φόβο, λύπη ή τρέλα, εν όλω ή εν μέρει, μεταφορά ή κυριολεξία, είναι ένα πράγμα

   

                                                 Robert Burton


Ας δούμε ένα ακόμα συναίσθημα και διάθεση όπως και ψυχική κατά σταση που έχει απασχολήσει τη δυτική σκέψη όσο καμιά άλλη, 

τη μελαγχολία. Σύμφωνα με τον Ιπποκράτη μελαγχολία είναι η «μέλαινα χολή», ένα από τα τέσσερα δηλαδή υγρά του ανθρώπινου σώματος, Σύμφωνα με τον Robert Burton, «μπορούμε να μιλάμε για 88 βαθμούς μελαγχολίας, αφότου διαφορετικοί άνθρωποι δέχονται με διαφορετικό τρόπο την επίθεσή της και βυθίζονται περισσότερο ή λιγότερο βαθιά στην κόλαση».


Η πιο κοντινή αρχαία και μεσαιωνική έννοια στη μελαγχολία είναι πιθανώς η ακηδία (acedia), η οποία προέρχεται από το κήδος, που σημαίνει να νοιάζεσαι, και το στερητικό μόριο α-.

Σημαίνει την ψυχική και σωματική νωθρότητα, το να μην έχεις διάθεση να πεις, να κάνεις ή να σκεφτείς οτιδήποτε. Αυτή η έννοια όμως παίζει μόνον έναν ελάσσονα ρόλο στην πρώιμη ελληνική σκέψη, όταν περιγράφει μια κατάσταση αποσύνθεσης, η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί κάτι σαν χαύνωση και έλλειψη συμμετοχής. 

Κατά τον Μεσαίωνα ο όρος χρησιμοποιήθηκε κυρίως από εκκλησιαστικούς συγγραφείς για καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από θλίψη, απελπισία, ανησυχία, εξάντληση, αδιαφορία, αυτοεγκατάλειψη. Η ακηδία οφειλόταν σ' έναν δαίμονα που έβαζε σε πειρασμό τους πιστούς, ιδίως τους μοναχούς, και τους αποσπούσε από πνευματική ζωή ή τις υποχρεώσεις του ασκητισμού. Σταδιακά η ακηδία συνδέθηκε με την οκνηρία και θεωρήθηκε στην περίπτωση των μοναχών ως μία από τις θεμελιώδεις αμαρτίες της θέλησης, όταν παύει να ενδιαφέρεται για καλά έργα. Τον 14ο αιώνα η μελαγχολία καταγράφεται για πρώτη φορά από τους επιστήμονες ως ασθένεια. Στην Αναγέννηση η έννοια της ακηδίας αντικαταστάθηκε από αυτή της μελαγχολίας. Για τον Κίρκεγκορ ο μελαγχολικός είναι κάποιος που ζει με τη μνήμη, δηλαδή κάποιος που επαναλαμβάνει προς τα πίσω. Ο Φρόυντ στο Πένθος και μελαγχολία τόνιζε την ομοιότητα μεταξύ της μελαγχολίας και της θλίψης, αφότου και οι δύο εμπεριέχουν ένα αισθημα απώλειας. Αλλά, ενώ το θλιμμένο άτομο έχει πάντοτε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο που έχει χάσει, το μελαγχολικό «δεν ξέρει τι χάσει ακριβώς».

Η μελαγχολία χαρακτηρίζεται από μια λαχτάρα για κάτι που υπήρχε κάποτε ή πιθανόν για ένα μέλλον που έχει κάποια ελπίδα να υπάρξει. Η μελαγχολία δεν είναι απλώς συναίσθημα, είναι διάθεση διάθεση μάλλον ελκυστική. Ο Στέφαν Τσβάιχ θεωρεί ότι «τίποτα δεν αγγίζει βαθύτερα τη ψυχή ενός νέου από τη μεγαλειώδη αρρενωπότητα της ανδρικής κατήφειας. Η Νιότη, προσωποποίηση η ίδια του κάλλους, δεν έχει ανάγκη από λαμπρότητα και ομορφιά. Διαθέτοντας αποθέματα ζωτικότητας, ρέπει προς το τραγικό και αφήνει με ευχαρίστηση τη μελαγχολία να από το άπειρο ακόμη αίμα της» 58



Για την πλήξη, την Ανία, τη Βαρεμάρα


"Οι θεοί βαριόταν και γι' αυτό έφτιαξαν τα ανθρώπινα όντα. Ο Αδάμ βαριόταν, γιατί ήταν μόνος και γι' αυτό δημιουργήθηκε η Εύα. Από εκείνη τη στιγμή εμφανίσθηκε στον κόσμο η βαρεμάρα και αυξάνεται ακριβώς τόσο, όσο αυξάνει ο πληθυσμός."


Kierkegaard


Σ' αυτό το μικρό δειγματολόγιο θα συμπεριλάβουμε και το συναίσθημα της πλήξης, της ανίας, κοινώς της βαρεμάρας. Η βαρεμάρα, λέει ο Lars Svendsen, είναι το «προνόμιο του νεωτερικού ανθρώπου.¨"Πριν από το ρομαντισμό έμοιαζε να είναι ένα περιθωριακό φαινόμενο, άξιο μόνο για τους μοναχούς και τους ευγενείς. Για πολύ καιρό η βαρεμάρα ήταν σύμβολο της κοινωνικής θέσης, αποτελούσε δηλαδή προνόμιο των ανώτερων στρωμάτων της κοινωνίας, αφότου αυτά ήταν τα μόνα τα οποία είχαν την υλική βάση που απαιτείται για την βαρεμάρα. Καθώς η βαρεμάρα εξαπλώθηκε σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, έχασε την αποκλειστικότητά της». Κι όπως λέει ένας από τους χαρακτήρες της Ταυτότητας του Μίλαν Κούντερα, ο Ζαν Μαρκ, «η πλήξη σήμερα είναι πολύ μεγαλύερη απ' ό,τι άλλοτε, αν είναι μετρήσιμη η πλήξη. Γιατί τα παλιά επαγγέλματα, τα περισσότερα τουλάχιστον, ήταν αδιανόητα χωρίς πάθος και αφοσίωση: οι αγρότες ερωτευμένοι με τη γη τους, ο παππούς μου, ο μάγος των ωραίων ξύλινων τραπεζιών, οι τσαγκάρηδες που ήξεραν απέξω τα πόδια όλων των χωρικών, οι κηπουροί. Υποθέτω ότι ακόμα και οι στρατιώτες σκότωναν τότε με πάθος. Σήμερα είμαστε όλοι ίδιοι, μας ενώνει λους η κοινή αδιαφορία απέναντι στη δουλειά μας. Αυτή η αδιαφορία Έγινε Το μοναδικό μεγάλο συλλογικό πάθος της εποχής μας». 

Ο Κούντερα διακρίνει την παθητική βαρεμάρα, όταν κάποιος χασμουριέται ανιδιοτελώς, την ενεργητική, όταν κάποιος αφιερώνεται σε ένα χόμπι, και την εξεγερτική, όταν κάποιος σπάει βιτρίνες. Στην τυπολογία του Martin Doehlemann διακρίνεται η καταστασιακή βαρεμάρα, όταν κάποιος περιμένει κάτι, ακούει μια διάλεξη ή παίρνει το τρένο. Η βαρεμάρα ως προς τον κορεσμό, όταν κάποιος έχει πάρει τόσο μεγάλη δόση από το ίδιο πράγμα, ώστε τα πάντα του φαινονται κοινότοπα. Η υπαρξιακή βαρεμάρα, όπου η ψυχή δεν έχει περιεχόμενο και ο κόσμος φαίνεται ουδέτερος. Τέλος η δημιουργική βαρεμάρα: εξαναγκάζεται κάποιος να κάνει κάτι καινούριο. Ο Lars Svendsen μας εξηγεί τη διαφορά της από τη μελαγχολία: «Η βαρεμάρα χαρακτηρίζεται κυρίως από το παρόν ή μάλλον η βαρεμάρα δεν γνωρίζει ούτε παρελθόν ούτε μέλλον, ενώ η μελαγχολία χαρακτηρίζεται από μια λαχτάρα για κάτι που υπήρχε κάποτε (ή πιθανόν για ένα μέλλον που έχει ελπίδα να υπάρξει)». Για τον Svendsen η βαρεμάρα δεν μπορεί να τοποθετηθεί ξεκάθαρα είτε στον υποκειμενικό είτε στον αντικειμενικό πόλο της εμπειρίας. Φαίνεται εξίσου δικαιολογημένο το να θεωρείται ένα αντικείμενο (ένα βιβλίο, ένα άτομο, μια γιορτή) καθαυτό βαρετό με το να ισχυριζόμαστε απλώς ότι αυτό το αντικείμενο είναι βαρετό για μένα. Το χαρακτηριστικό «βαρετό» συνδέεται τόσο με το υποκείμένο όσο και με το αντικείμενο.

Ο Svendsen ισχυρίζεται ότι η βαρεμάρα μπορεί να είναι ένα συναίσθημα, αλλά μπορεί να είναι και μια διάθεση. «Είναι συναίσθημα, όταν κάποιος βαριέται κάτι συγκεκριμένο, και είναι διάθεση, όταν ο κόσμος καθαυτός είναι βαρετός» 62. «Υπάρχουν αισθήσεις» γράφει ο Φερνάντο Πεσσόα, «που είναι ύπνοι, που καλύπτουν σαν ομίχλη όλη την έκταση του πνεύματος, που δεν μας αφήνουν να σκεφτόμαστε, που δεν μας αφή νουν να ενεργούμε, που δεν μας αφήνουν να σκεφτόμαστε ξεκάθαρα. Σαν να μην είχαμε κοιμηθεί, επιβιώνει μέσα μας κάτι από Όνειρο, και μια νάρκη του ήλιου της μέρας ζεσταίνει τη λιμνάζουσα επιφάνεια των αισθήσεων. Είναι ένα μεθύσι το να μην είσαι τίποτα και η βούλησή μας είναι ένας κουβάς που τον αναποδογυρίζεις στον κήπο με μια νωχελική κίνηση του ποδιού στο πέρασμά σου» 63


Ο Σοπενχάουερ περιέγραφε αυτή τη βαρεμάρα ως «μια ήμερη λαχτάρα χωρίς συγκεκριμένο στόχο».Η βαρεμάρα εμπεριέχει πάντοτε τη γνώση πως είμαστε παγιδευμένοι είτε σε μια συγκεκριμένη κατάσταση είτε στον κόσμο συνολικά, εμπεριέχει την απώλεια του νοήματος, και η απώλεια του νοήματος είναι κάτι πολύ σοβαρό για το άτομο που υποφέρει από αυτήν.

Για τον Svendsen η βαρεμάρα δεν οδηγεί σε καμία βαθιά, συνολική κατανόηση του νοήματος του «Είναι», αλλά μπορεί να μας πει κάτι για το πώς κινούμαστε στη ζωή μας. Το να βαριέσαι είναι ένας τρόπος ύπαρξης ανάμεσα σε άλλους. Η βαρεμάρα δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα φαινόμενο της ανθρώπινης ύπαρξης. Πηγάζει από μια έλλειψη νοήματος, αλλά η παρουσία αυτής της έλλειψης δεν εγγυάται ότι υπάρχει κάτι που μπορεί να την αναπληρώσει.


 Η στιγμή, το πραγματικό νόημα της ζωής, εμφανίζεται μόνο με αρνητική μορφή, αυτή της απουσίας, και οι μικρές στιγμές (ο έρωτας, η τέχνη, η μέθη) ποτέ δεν κρατούν πολύ. Το πρόβλημα, πρώτα και κύρια, έγκειται στην αποδοχή πως όλα όσα υπάρχουν είναι μικρές στιγμές και ότι η ζωή προσφέρει μεγάλες δόσεις ανάμεσα σ' αυτές τις στιγμές. Όμως η απουσία ενός μεγάλου Νοήματος δεν σημαίνει την εξαφάνιση κάθε νοήματος από τη ζωή. Μια μονόπλευρη έμφαση στην απουσία Νοήματος μπορεί να επισκιάζει όλα τα άλλα νοήματα και τότε ο κόσμος πραγματικά μοιάζει λες και είναι ένας σωρός χαλάσματα. Ένας λόγος για την ύπαρξη της βαθιάς βαρεμάρας είναι ότι απαιτούμε κεφαλαία γράμματα εκεί που πρέπει να συμβιβαστούμε με μικρά: ακόμα και αν δεν υφίσταται Νόημα, υπάρχει νόημα και βαρεμάρα. Η βαρεμάρα πρέπει να γίνει αποδεκτή ως ένα αναπόφευκτο γεγονός, όπως η βαρύτητα της γης. Δεν υπάρχει μεγάλη λύση, αφού για το πρόβλημα της βαρεμάρας έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει λύση. 


Σε αυτό το μικρό δειγματολόγιο δεν συμπεριλάβαμε πολλά αρνητικά συναισθήματα, όπως το μίσος ή τη μισαλλοδοξία, αλλά και θετικά, όπως τη χαρά, το συναίσθημα της ελπίδας και φυσικά την αγάπη,


 Από το βιβλίο μου Η ΑΠΑΤΗΛΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ( σχεδόν εξαντλημένο σελ 71-88  ..Το δημοσιεύω σιγά σιγά χωρίς τις υποσημειώσεις ....Πέτρος Π. Θεοδωρίδης  

Ο πρόλογος του Νίκου Δεμερτζή στο βιβλίο μου Η ΑΠΑΤΗΛΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ


2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Εξαιρετικό κείμενο

ο Θειος είπε...

Τετοιο δειγματολογιο του συναισθηματωνε
δεν πρεπει να τονιζεται, καταραμενε τονε.
Μνησικακια και οργη πληξη, αγωνια και μιση
ποτε κανενας ποιητης δεν πρεπει να τονισει
γιατι εάν τυχον και τονιστουν πληξη, ντροπη και φθόνος
θα μας ματωσει την καρδια σαν το καρφι ο τονος
Καλυτερα ας τα αφησουμε μεχρι να ατονισουν
μην ερθουν οι φιλολογοι εδώ και τα τονισουν,
κι εκει οπου μας εδερνε ανια και βαρεμαρα
μην τυχει και πλακωσουνε η Σάρα και η Μάρα