Αναγνώστες

Τρίτη 9 Μαρτίου 2010

ενα εξαιρετικό αφιερωμα του ΙΟΥ για την κατασταση στο Ιραν καθώς και μια ανασκοπηση της ιστοριας της Ιρανικης επαναστασης

Η αναμέτρηση των δύο Ιράν
αποσπασμα

''Η αρχή και το τέλος της επανάστασης
Παρά την εκ των υστέρων γελοιογράφησή της, η ίδια η ιρανική επανάσταση του 1979-1981 υπήρξε ένα από τα πιο μεγαλειώδη εγχειρήματα του είδους και μπορεί άνετα να συγκριθεί με το γαλλικό 1789 ή το ρωσικό 1917.
*Οπως η γαλλική και η ρώσικη επανάσταση υπήρξαν πάνω απ' όλα μια πελώρια κίνηση μαζών: στα τέλη του 1978, οι διαδηλώσεις ενάντια στο Σάχη ξεπερνούσαν συχνά το ένα εκατομμύριο, ενώ η υποδοχή του Χομεϊνί στην Τεχεράνη από τρία εκατομμύρια λαού (1.2.1979) έχει καταγραφεί σαν η μαζικότερη αντικαθεστωτική εκδήλωση της ανθρώπινης Ιστορίας.
Παρά το θεοκρατικό χαρακτήρα της κυρίαρχης συνιστώσας του, το επαναστατικό κίνημα υιοθέτησε κατεξοχήν νεωτερικές μορφές πάλης: διαδηλώσεις στα αστικά κέντρα και -κυρίως- μια πολύμηνη γενική απεργία (Οκτώβριος 1978 - Φεβρουάριος 1979) που αποστράγγισε τους παραγωγικούς πόρους του παλιού καθεστώτος και γονάτισε τα ισχυρά ερείσματά του.
*Η τελική κατάληψη της πολιτικής εξουσίας έγινε με μια τετραήμερη ένοπλη εξέγερση (10-13.2.1979), που είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο την καταστροφή των πραιτοριανών της μοναρχίας, αλλά και το πέρασμα ενός τμήματος των κρατικών οπλοστασίων στα χέρια των επαναστατημένων μαζών.
Ενοπλες οργανώσεις όπως οι Γκεβαρικοί «Φενταγίν του Λαού» ή οι αριστεροί ισλαμιστές «Μοτζαχεντίν του Λαού» μετέτρεψαν σε γραφεία τους τα μέχρι τότε κτίρια της Ασφάλειας και του Βασιλικού Ιδρύματος, αντίστοιχα, ενώ οι πανεπιστημιακοί χώροι μεταβλήθηκαν σε κέντρα ζύμωσης και προπαγάνδας επαναστατικών ιδεών.
*Η κινητοποίηση συνεχίστηκε τα αμέσως επόμενα χρόνια, με αφορμή είτε την κατάληψη της αμερικανικής πρεσβείας (4.11.1979), την πολύμηνη ομηρία του προσωπικού της και τη δημοσιοποίηση των αρχείων της, είτε την αντιπαράθεση διαφορετικών πολιτικοϊδεολογικών, εθνικών και κοινωνικών προγραμματικών στρατηγικών.
Οπως το 1789 και το 1917, η ανατροπή του παλιού καθεστώτος υπήρξε κι εδώ αποτέλεσμα της συνδυασμένης δράσης ενός συνασπισμού πολιτικών και κοινωνικών υποκειμένων με αρκετά διαφορετικές ιδεολογικές αναφορές, διεκδικήσεις και χαρακτηριστικά: φιλελεύθεροι δημοκράτες, ορθόδοξοι κομμουνιστές, επαναστάτες μαρξιστές κάθε απόχρωσης και ισλαμιστές κάθε λογής - μετριοπαθείς συντηρητικοί, σοσιαλίζοντες ριζοσπάστες κι ακροδεξιοί φονταμενταλιστές, με όλους τους ενδιάμεσους συνδυασμούς.
Η μάχη των τάσεων
*Μετά την ανατροπή της μοναρχίας, κινήματα κι οργανώσεις αναμετρήθηκαν δυναμικά επί δυόμισι χρόνια για τα χαρακτηριστικά που θα έπαιρνε η υπό οικοδόμηση μετεπαναστατική κοινωνία, για ζητήματα που κυμαίνονταν από την έκταση της κρατικοποίησης βασικών κλάδων της παραγωγής και της αναδιανομής της γης μέχρι τις ακριβείς συνταγματικές ισορροπίες μεταξύ κληρικαλισμού και λαϊκής κυριαρχίας ή το βαθμό αυτοδιοίκησης των εθνικών μειονοτήτων.
*Ηγεμονική δύναμη αναδείχθηκε τελικά η συμμαχία του σιίτικου κλήρου με τη μικρομεσαία αστική τάξη (το «παζάρι»), που αποτελούσε όχι μόνο φορέα των παραδοσιακών αξιών (ενάντια στο «διεφθαρμένο δυτικό τρόπο ζωής» και τον «άθεο μαρξισμό») αλλά και το βασικό χρηματοδότη τόσο του κλήρου όσο και της αντιμοναρχικής κινητοποίησης του 1978-79.
Ο λόγος γι' αυτή την πρωτόγνωρη -για τα δεδομένα της εποχής- εξέλιξη ήταν πολύ απλός: κάτω από τη δρακόντεια καταστολή κάθε αντιπολιτευόμενης φωνής από την πανταχού παρούσα μυστική αστυνομία του Σάχη, ο μόνος χώρος στον οποίο μπορούσε να γίνει μια στοιχειώδης ζύμωση και οργάνωση των δυνάμεων της πολιτικής και κοινωνικής αντιπολίτευσης ήταν το «άσυλο» των τζαμιών.
*Μετά την ανατροπή της μοναρχίας, η ηγεμονία αυτή αποκρυσταλλώθηκε θεσμικά με την υπερψήφιση ενός Συντάγματος που έθετε όλη την πολιτική και κοινωνική ζωή κάτω από την επιτήρηση και το δικαίωμα αρνησικυρίας του ανώτερου κλήρου. Στις εκλογές του 1980, απαγορεύθηκε έτσι ακόμη και η υποψηφιότητα του ηγέτη των Μοτζαχεντίν, Μασούντ Ρατζαβί, που -αν και ισλαμιστής- δεν θεωρήθηκε επαρκώς θεοσεβούμενος!
*Η τελική έκβαση της αναμέτρησης κρίθηκε κι εδώ όχι μόνο από τους εσωτερικούς ταξικούς συσχετισμούς, αλλά κι από την ανάγκη αποτελεσματικής αντίστασης στην ξένη επέμβαση που επιχείρησε να πνίξει την επανάσταση στο λίκνο της - αρχικά με τη μορφή οικονομικών και στρατιωτικών πιέσεων των ΗΠΑ, στη συνέχεια με την εισβολή του Ιράκ (12.9.1980) και τον συνακόλουθο οκταετή πόλεμο με τις στρατιές του Σαντάμ που υποστηριζόταν ανοιχτά από όλες τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής (ΗΠΑ, Δυτ. Ευρώπη, ΕΣΣΔ, Κίνα).
Φιλελεύθεροι και μετριοπαθείς ισλαμιστές βρέθηκαν εκτεθειμένοι από τη δημοσιοποίηση των αρχείων της κατειλημμένης αμερικανικής πρεσβείας και την αποκάλυψη είτε διαμεσολαβητικών επαφών τους πριν από τη νίκη της επανάστασης είτε ακόμη και μόνο της (έστω και άκαρπης) απόπειρας της CIA να τους προσεγγίσει.
*Ο πόλεμος, πάλι, οδήγησε στη στρατιωτικοποίηση των ερεισμάτων του καθεστώτος, ανατρέποντας κάθε ισορροπία με τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης: η «Φρουρά της Επανάστασης» (Πασνταράν), η οποία συγκροτήθηκε το Μάιο του 1979 ως ένοπλο σώμα λίγων χιλιάδων ισλαμιστών, μετατράπηκε το 1980-82 σε παράλληλο στράτευμα με 200.000 μόνιμους κι 1.000.000 εφέδρους, όσους ακριβώς και ο τακτικός στρατός. Κυρίως, όμως, προσέφερε στην αυταρχική επιβολή του κλήρου μια πρόσθετη, «εθνική» νομιμοποίηση: στο εξής, η καταστολή των αντιφρονούντων γινόταν στο όνομα της προστασίας όχι μόνο της επανάστασης αλλά και της πατρίδας.
*Οπως στη Γαλλία και την ΕΣΣΔ, η επανάσταση καταβρόχθισε, τέλος, κι εδώ τα περισσότερα παιδιά της, μέσα από μια αιματηρή διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης και ταυτόχρονης εκκαθάρισης όσων ριζοσπαστικών στοιχείων έρχονταν -έστω και μακροπρόθεσμα- σε αντίθεση με το θεοκρατικό καθεστώς.
Ο κύκλος του αίματος
Τον Αύγουστο του 1979, η καταστολή του κουρδικού εθνικού κινήματος συνδυάστηκε με ένα πρώτο κύμα απαγόρευσης προοδευτικών εφημερίδων και καταστροφής των γραφείων των αριστερών οργανώσεων από ισλαμικές ομάδες. Ακολούθησε τον Απρίλιο του 1980 η κήρυξη μιας ισλαμικής «πολιτιστικής επανάστασης», με πολύνεκρη εισβολή των ίδιων παρακρατικών ομάδων στο πανεπιστήμιο της Τεχεράνης, τριετές κλείσιμο κι εκκαθάριση όλων των σχολών από τους «ανεπαρκώς θρησκευόμενους» φοιτητές κι εκπαιδευτικούς.
*Ο τρίτος κι αιματηρότερος γύρος σημειώθηκε τον Ιούνιο του 1981, με την καθαίρεση από το ιερατείο του μετριοπαθούς προέδρου Αμπολχασάν Μπανί Σαντρ (που είχε εκλεγεί ενάμιση χρόνο νωρίτερα με ένα συντριπτικό 75 % των ψήφων) και το ξέσπασμα ενός εμφυλίου ανάμεσα στο καθεστώς και τις οργανώσεις της μαρξιστικής και ισλαμικής αριστεράς (Φενταγίν, Παϊκάρ και -κυρίως- Μοτζαχεντίν).
Μέσα σε λίγους μήνες, το αντάρτικο των Μοτζαχεντίν θα αποκεφαλίσει εν μέρει το καθεστώς, εξοντώνοντας με βομβιστικές επιθέσεις μια σειρά από επιφανή στελέχη και κάπου 2.000 μέλη του επίσημου Κόμματος Ισλαμικής Δημοκρατίας και των μηχανισμών ασφαλείας, για να πνιγεί τελικά σ' ένα λουτρό αίματος με 12.500 τουλάχιστον εκτελέσεις, δεκάδες χιλιάδες συλλήψεις και μεσαιωνικά βασανιστήρια.
*Το κλείσιμο του κύκλου ήρθε την άνοιξη του 1983, με την αναπάντεχη εξάρθρωση του ορθόδοξου φιλοσοβιετικού Κ.Κ. (Τουντέχ), που ώς τότε είχε στηρίξει τυφλά το καθεστώς στο όνομα του αντιιμπεριαλισμού, φτάνοντας στο σημείο να υποκαταστήσει τα τσιτάτα των Μαρξ, Ενγκελς και Λένιν μ' εκείνα του αγιατολάχ Χομεϊνί. Με έκδηλα στο πρόσωπό του τα σημάδια των βασανιστηρίων, ο γενικός γραμματέας του κόμματος, Νουρεντίν Κιανουρί, «ομολόγησε» από τηλεοράσεως -πριν εκτελεστεί- τον «κατασκοπευτικό ρόλο» του στην υπηρεσία της Μόσχας.
*Το υστερόγραφο αυτής της εξολόθρευσης γράφτηκε στα τέλη του 1988, μετά το τέλος του ιρανοϊρακινού πολέμου, με θύματα ξανά τους Μοτζαχεντίν που στο μεταξύ είχαν διαπράξει το θανάσιμο λάθος να συμμαχήσουν με τον «εχθρό του εχθρού» τους - τον Σαντάμ Χουσέιν. Περίπου 2.000 πολιτικοί κρατούμενοι οδηγήθηκαν στο ικρίωμα, ενώ τα εναπομείναντα τμήματα του «προδοτικού» αντάρτικου εξολοθρεύτηκαν.
Η ανάδειξη των ισλαμιστών σε απόλυτους κυρίαρχους του πολιτικού χάρτη της χώρας μετά το 1981-82 δεν σήμανε, ωστόσο, και το τέλος των δημόσιων αντιπαραθέσεων για τις στρατηγικές επιλογές του καθεστώτος, τόσο στο χώρο της οικονομίας όσο και σε αυτόν των ελευθεριών (ακριβέστερα: της έκτασης της στέρησής τους).
*Σε όλη τη δεκαετία του '80, λ.χ., δύο ηγετικά στελέχη θα διασταυρώσουν ακόμη και δημόσια τα ξίφη τους για το ζήτημα της οικονομικής στρατηγικής: ο «κρατικιστής» πρωθυπουργός Μιρ Μουσαβί, ως υπέρμαχος της ανάπτυξης του δημόσιου τομέα και της αναδιανομής του εισοδήματος προς όφελος των λαϊκών τάξεων, και ο «συντηρητικός» πρόεδρος Αλί Χαμενεΐ, ως προασπιστής της ελευθερίας των ιδιωτικών κεφαλαίων. Πρόκειται για το ίδιο ακριβώς ντουέτο που, από τις θέσεις του υποψήφιου προέδρου και του ανώτατου θρησκευτικού ηγέτη αντίστοιχα, ηγήθηκε και της φετινής αναμέτρησης στους δρόμους της Τεχεράνης.
*Χάρη στις τότε προτεραιότητες του «πολεμικού ισλαμισμού», οι επιλογές του Μουσαβί επικράτησαν τότε προσωρινά, για να αναιρεθούν μέσα στη δεκαετία του '90 από την «πραγματιστική» υπόκλιση των προέδρων Ραφσαντζανί και Χαταμί στις επιταγές της αγοράς. Ωσπου, το 2005, ο Χαμενεΐ «επανερμήνευσε» το Σύνταγμα του 1979 στη βάση του Ισλάμ, έτσι ώστε να επιτραπεί η ιδιωτικοποίηση του 80% των δημόσιων επιχειρήσεων παρά τη ρητή συνταγματική απαγόρευση.
Κεντρική αντίφαση του όλου συστήματος, επί τρεις συνεχόμενες δεκαετίες, αποτελεί ο συνδυασμός μιας στοιχειώδους (αλλά υπαρκτής, σε σύγκριση ιδίως με τα τριγύρω απολυταρχικά καθεστώτα) πολιτικής ζωής, με πραγματικές εκλογές των οργάνων της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας, και του θεσμοποιημένου ασφυκτικού ελέγχου αυτών των διαδικασιών από το σιιτικό ιερατείο, που σε κρίσιμες καμπές αναδεικνύεται σε καθοριστικό ρυθμιστή των πολιτικών συσχετισμών.
*Η νίκη των σκληροπυρηνικών ισλαμιστών στις βουλευτικές εκλογές του 2004 οφειλόταν, έτσι, όχι σε κάποια αλλαγή μέσα στην κοινωνία, αλλά στον προληπτικό αποκλεισμό 1.000 περίπου «μεταρρυθμιστών» υποψηφίων από τους (συνταγματικά αρμόδιους γι' αυτό το φιλτράρισμα) ανώτερους κληρικούς του «Συμβουλίου των Φρουρών».
Εξίσου καθοριστική αντίφαση, σ' ένα άλλο επίπεδο, συνιστά η συνάρθρωση μιας επίσημης ιδεολογίας που ευαγγελίζεται την επιστροφή στον 7ο αιώνα με την ταυτόχρονη δρομολόγηση μιας διαδικασίας εκσυγχρονισμού, που υπονομεύει μακροπρόθεσμα την πρώτη: Μεταξύ 1988 και 2000, π.χ., ο αριθμός των φοιτητών και φοιτητριών επταπλασιάστηκε από 200.000 σε 1.400.000, με αποτέλεσμα τη σταδιακή, αλλά σταθερή υπονόμευση της αυθεντίας του ιερατείου στα μάτια της νέας γενιάς.
*Η άνοδος στην προεδρία του «λαϊκιστή» Αχμαντινετζάντ, το 2005, σημαδεύει τη συμμαχία των πιο αδηφάγων στρωμάτων της νέας ηγετικής τάξης με μια μερίδα των λαϊκών στρωμάτων. ''

Δεν υπάρχουν σχόλια: