Οταν ήρθε η ιδιωτική τηλεόραση, οι δημοσιογράφοι απουσίαζαν. Εννοούμε ως συλλογικότητα, διότι η TV ωφέλησε πολλούς μεμονωμένα. Κάποιοι συνάδελφοι έγιναν σταρ, απέκτησαν λεφτά και ορισμένοι από αυτούς έγιναν και ιδιοκτήτες ΜΜΕ. Η φρενίτιδα του ανταγωνισμού στην τηλεόραση δεν είχε θεσμικό αντίβαρο. Οι πολιτικοί φοβούνταν, οι δημοσιογράφοι δεν μιλούσαν και το τηλεοπτικό προϊόν γινόταν όλο και πιο ποταπό, όλο και πιο χυδαίο. Η ιδιωτική τηλεόραση όργωσε εν πολλοίς το χωράφι που σήμερα θερίζει η Χρυσή Αυγή. Ο λαϊκισμός των καναλιών, οι «δράκοι» για τους «κινδύνους του έθνους», που ασύστολα εκπεμπόταν στα σαλόνια των πολιτών, ο ρατσισμός για τους Αλβανούς (τότε), οι γκραν-γκινιόλ εισαγωγές στα δελτία ειδήσεων έκαναν τον ελληνικό λαό καλό αγωγό των φασιστικών ιδεών και συμπεριφορών.Οταν ήρθε το Διαδίκτυο, οι δημοσιογράφοι πάλι απουσίαζαν. Ως συλλογικότητα εννοούμε, διότι το Διαδίκτυο ωφέλησε πολλούς μεμονωμένα. Κάποιοι συνάδελφοι έγιναν εκβιαστές, απέκτησαν λεφτά και συνεχίζουν να έχουν ανώνυμα blog. Το Διαδίκτυο ήταν το λίπασμα στο χωράφι που όργωσε η τηλεόραση και θερίζει η Χρυσή Αυγή. Οι στρεβλές αναγνώσεις της πραγματικότητας, που έκαναν τα ΜΜΕ, στράβωσαν εντελώς και έγιναν θεωρίες συνωμοσίας. Οι «ψεκασμοί» είναι η συνέχεια της «ενημέρωσης» περί «μουσουλμανικών τόξων στη Βαλκανική», με άλλα μέσα.
Και μετά ήρθε ο ναζισμός. Τώρα οι δημοσιογράφοι δεν απουσιάζουν (ακόμη και σε συλλογικό επίπεδο), αλλά δεν ξέρουμε και τι να κάνουμε. Κάποτε που τα ΜΜΕ δεν εμφάνιζαν στο γυαλί τούς νεοναζί κατηγορούνταν ότι τους κρύβουν για να μην τους εκθέσουν. Τώρα τους δείχνουν και κατηγορούνται ότι τους προβάλλουν. Το άσχημο είναι ότι και στις δύο περιπτώσεις η κριτική είναι δίκαιη. Η τηλεόραση δεν μπορεί να αντιπαρατεθεί με τη φασιστική ιδεολογία. Αυτή είναι -εν πολλοίς και πέρα από τις ρητορικές καταδίκες- προϊόν της. Δεν μπορεί να αντιπαρατεθεί στη Χρυσή Αυγή, αν δεν την πλήξει στις ιδεολογικές της ρίζες, και ο φασισμός δεν είναι παρά λαϊκισμός που πήρε τα όπλα. Στον λαϊκισμό σκοντάφτει κάθε απόπειρα κριτικής των φαντεζί ΜΜΕ για τον φασισμό. Δεν είναι αξιόπιστος κάποιος που ρητορικά καταγγέλλει την πρώτη ύλη του.
Δεν υπάρχει τρόπος να καταπολεμηθεί ο φασισμός με τις εν χορώ καταγγελίες. Αντιθέτως ενδυναμώνεται. Ο λαϊκισμός, μορφή του οποίου είναι η συνωμοσιολογία, εντάσσει μια χαρά τις καταγγελίες στο οπλοστάσιό του: «Μας καταγγέλλουν γιατί είμαστε αντιστασιακοί. Αμυνόμαστε πιο αποτελεσματικά στα σχέδια εξόντωσης του λαού».
Μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να καταπολεμήσουμε το τέρας. Να στεγνώσουμε τις ρίζες που το τρέφουν. Να εξοστρακίσουμε τον λαϊκισμό και τις κραυγές που είναι ο βιότοπός του.
Βεβαίως, αυτό έχει πολύ μεγάλες δυσκολίες. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι ο λαϊκισμός είναι εύκολος και φτηνός στην παραγωγή, ενώ η ενημέρωση δύσκολη και πολύ ακριβή. Είναι ότι οι δημοσιογράφοι, οι επιχειρήσεις ΜΜΕ, πρέπει να υπερβούν τον εαυτό τους. Να αποκηρύξουν τον λαϊκισμό, που νόμιζαν ότι μπορούσαν να δαμάσουν και να εκμεταλλευτούν. Αυτό δεν είναι θέμα μόνο των δημοσιογράφων, αφορά και τους πολιτικούς και όσους συμμετέχουν σ’ αυτό που είναι μεν δημόσιος, αλλά δεν είναι διάλογος. Μια ανάγνωση των πρακτικών της Προανακριτικής θα μας πείσει...
Άρθρο του Πάσχου Μανδραβέλη για την «Καθημερινή»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου