Στο δοκίμιό του "Ο συγγραφέας ως παραγωγός" (1934), στο οποίο εξετάζει τα αισθητικά και ταυτόχρονα πολιτικά ζητήματα που τέθηκαν από την οικονομική κρίση για την γερμανική τέχνη και λογοτεχνία και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν από αστικά ρεύματα και από τον μαρξισμό, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν παρατηρεί πως γενικά "Μια από τις καθοριστικές εξελίξεις στη Γερμανία κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας ήταν ότι πολλά από τα παραγωγικά της μυαλά υπέστησαν μια επαναστατική εξέλιξη σε ό,τι αφορά την νοοτροπία τους υπό την πίεση των οικονομικών συνθηκών." Πιθανώς, μια συζήτηση για τα ζητήματα της αισθητικής και της πολιτικής στην εποχή της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα θα έπρεπε να ξεκινήσει με την παρατήρηση ότι τίποτε παρόμοιο δεν φαίνεται να έχει συμβεί στη δική μας χώρα. Σε ό,τι αφορά το πεδίο της λογοτεχνίας, ιδιαίτερα, τα είδη λογοτεχνίας τα οποία κυριαρχούν σε δημοφιλία δεν φαίνεται ούτε να έχουν διαφοροποιηθεί από την προ-κρίσης εποχή, ούτε --ακόμα λιγότερο-- να έχουν μπει στην διαδικασία μεταμόρφωσης, συγχώνευσης μορφών και ανάδυσης νέων με την οποία ασχολείται ο Μπένγιαμιν, επικεντρώνοντας κυρίως στην πρωταγωνιστική μορφή του Μπέρτολτ Μπρεχτ και των δραστικών του μορφολογικών καινοτομιών στο θέατρο.
Μια πρώιμη μορφή κλεισίματος της συζήτησης που ανοίγει αυτή η κραυγαλέα
διαφορά ανάμεσα στην γερμανική δεκαετία του 1930 και την ελληνική του
2010 θα ήταν βέβαια η αναφορά στην ελληνική λογοτεχνική οπισθοδρόμηση
και επαρχιακή ασημαντότητα. Η κουβέντα θα έκλεινε αποτελεσματικά και
άμεσα μέσω του αχαλίνωτου γέλωτος για την σοβαρότητα που θα είχε η
αναζήτηση ενός "νέου Μπρεχτ" σε μια κουλτούρα παντοιόθεν βαλλόμενη για
τον μιμητισμό της και την σπάνη πρωτοποριακών καλλιτεχνών της. Όμως,
όπως άλλωστε συμβαίνει και στην ίδια την οικονομία, η λογοτεχνική κρίση
--και ακριβέστερα, η διαφαινόμενη απουσία ζύμωσης ανάμεσα στην
λογοτεχνική εξέλιξη και την οικονομική κρίση-- δεν είναι καθόλου στενά
ελληνικό "προνόμιο." Μια παρατεταμένη αμηχανία μοιάζει να κυριαρχεί
παντού στο παγκόσμιο καλλιτεχνικό σκηνικό καθώς η τέχνη φαίνεται να
κρατά μια στάση αναμονής που φτάνει όλο και περισσότερο να φαντάζει ως
στάση παράλυσης και ανικανότητας να ανταποκριθεί στην πεισματικά
επιδεινούμενη πραγματικότητα. Και το συναίσθημα του δραστικού
ξεγυμνώματος της ιδέας του πλούτου και της προσαρμοστικότητας των
μεταμοντέρνων καλλιτεχνικών μορφών, της αμηχανίας μπροστά στην
εκπληκτική τους ένδεια απέναντι στην μεταμόρφωση των υλικών συνθηκών της
ζωής, δεν μπορεί να ειπωθεί πως θεραπεύεται από αναγκαστικά ημίμετρα
όπως, για παράδειγμα, οι κατά μέρος αναβιώσεις θεατρικών παραστάσεων ή
ποιημάτων που έμοιαζαν ξεχασμένα και ξεπερασμένα για δεκαετίες, ούτε
βέβαια και απαλύνεται --αλλά αντίθετα να οξύνεται-- από την οπωσδήποτε
υπερτροφική παραγωγή για ζητήματα της οικονομίας σε εξωκαλλιτεχνικούς
τομείς.
Ένας παράδοξος καταμερισμός εργασίας προβάλλει, σύμφωνα με τον οποίο η τέχνη, και κυρίως η λογοτεχνία, παραμένει αυτιστικά προσκολλημένη στις προ-κρίσεις ενασχολήσεις της (στην Ελλάδα, με το σεξ, τις χαμένες πατρίδες, τις οικογενειακές δυσλειτουργίες, τα ιστορικά μεγαλεία, και τα μεγάλα ιστορικά τραύματα του παρελθόντος), ενώ η ενασχόληση με την κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα του σήμερα παραδίδεται σε επιφυλλιδογράφους, αστούς οικονομολόγους, και πολιτικούς και κοινωνικούς επιστήμονες, σαν η πραγματικότητα αυτή να είναι, από μυθοπλαστική σκοπιά, ένας κρανίου τόπος πάνω στον οποίο δεν μπορεί να στηθεί καμία μυθοπλασία, καμία μελέτη χαρακτήρων και σχέσεων, κανένα μορφολογικό πείραμα με την αφήγηση, καμία ειδολογική καινοτομία.
Ένας παράδοξος καταμερισμός εργασίας προβάλλει, σύμφωνα με τον οποίο η τέχνη, και κυρίως η λογοτεχνία, παραμένει αυτιστικά προσκολλημένη στις προ-κρίσεις ενασχολήσεις της (στην Ελλάδα, με το σεξ, τις χαμένες πατρίδες, τις οικογενειακές δυσλειτουργίες, τα ιστορικά μεγαλεία, και τα μεγάλα ιστορικά τραύματα του παρελθόντος), ενώ η ενασχόληση με την κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα του σήμερα παραδίδεται σε επιφυλλιδογράφους, αστούς οικονομολόγους, και πολιτικούς και κοινωνικούς επιστήμονες, σαν η πραγματικότητα αυτή να είναι, από μυθοπλαστική σκοπιά, ένας κρανίου τόπος πάνω στον οποίο δεν μπορεί να στηθεί καμία μυθοπλασία, καμία μελέτη χαρακτήρων και σχέσεων, κανένα μορφολογικό πείραμα με την αφήγηση, καμία ειδολογική καινοτομία.
Αυτή η σχιζοειδής εικόνα παραπέμπει, όπως είναι προφανές, σε μια πραγματική κρίση της αναπαράστασης,
η οποία με τη σειρά της παίρνει τη μορφή της τρομακτικής εισβολής της
"ερήμου του πραγματικού", με την κρίση να βιώνεται αναπαραστατικά όχι ως μια άλλη πραγματικότητα, εξίσου αφηγηματοποιήσιμη, αλλά αντίθετα, ως ένα είδος ενόρμησης αφηγηματικού θανάτου,
από το οποίο οποιοσδήποτε επιθυμεί να βρει υλικό και ενέργεια για να
γράψει θα έκανε καλά να κρατήσει επιφυλακτικότατη απόσταση, ακόμα κι αν
αυτό σημαίνει να συνεχίσει να γράφει για την εφαρμογή του Κάμα Σούτρα σε
διαμερίσματα της Κυψέλης, κιτρινισμένες επιστολές χαμένων αεροπόρων του
Α Παγκοσμίου ή ναυτικών της ενετικής περιόδου, ή για τις ερωτικές
συνδηλώσεις που έχουν τα κεφτεδάκια αν είναι φτιαγμένα από Σμυρνιά
προγιαγιά: η σημερινή κρίση της λογοτεχνίας εκφράζεται από την κατά
τα φαινόμενα οικουμενική και συστημική αδυνατότητα μιας λογοτεχνίας της
κρίσης.
Όμως πώς θα μπορούσε κανείς να ερμηνεύσει αυτή την απρόσμενη παραλυσία
του ούτως καλούμενου "μεταμοντέρνου" --της αισθητικής που υποτίθεται ότι
ξεπέρασε και τα τελευταία αισθητικά και ιδεολογικά ταμπού προηγούμενων
περιόδων, και κυρίως του μοντερνισμού του 30-- απέναντι στην στοιχειώδη
δυνατότητα ανταπόκρισης στην πραγματικότητα; Γιατί δεν διαφαίνεται καμία
αισθητική ή μορφολογική δυνατότητα να μιλήσει κανείς για τη σημερινή
εθνική και διεθνή εμπειρία πέρα από την αναβίωση παλιότερων λογοτεχνικών
στιγμών; Γιατί έφτασε η πολιτισμική δυνατότητα της Δύσης να ψηλαφίσει
την κρίση της στα απροσμέτρητα βάθη μπαναλιτέ που οριοθετούνται από τις
μάσκες απ' το V for Vendetta, τις στείρες επικλήσεις της
κατεστραμμένης πια αυθεντίας της μεταμοντέρνας θεωρίας, και τις
εκφυλισμένες μορφές ενός μπαγιάτικου και άκεφου Σιτουασιονισμού;
Η διάσημη ρήση του Μπρεχτ ότι πρωτοδιάβασε Μαρξ για καθαρά
καλλιτεχνικούς σκοπούς, για να μπορέσει να στήσει πειστικά τα σκηνικά
μιας αναπαράστασης της αγοράς σιταριού στο Σικάγο, είναι πιθανώς ένα
σημείο εισόδου στο ερώτημα. Η εξαιρετικά απλή ιδέα στον Μπρεχτ είναι
ότι για να γράψεις για την κρίση πρέπει να καταλαβαίνεις την κρίση, και
για να καταλαβαίνεις την κρίση πρέπει να γνωρίζεις κριτική της πολιτικής
οικονομίας. Όμως σήμερα μια τέτοια γνώση, ή το ενδιαφέρον για την
απόκτησή της, είναι αρκετά πιο σπάνια ως φαινόμενα στον κόσμο των
καλλιτεχνών από το ενδιαφέρον για την ανατομία στον 17ο αιώνα, την
ιαπωνική πορνογραφία, ή την αλχημεία στην αναγεννησιακή Πράγα. Ο
μαρξισμός δεν αποτελεί πλέον ενεργό συστατικό στοιχείο της διαμόρφωσης
των καλλιτεχνών εδώ και αρκετές δεκαετίες. Εν τη απουσία του, τι μένει
από την κρίση; Ένα χάος από τετριμμένες ιστορίες για διεφθαρμένα στελέχη
τραπεζών, ελειμματικούς ισολογισμούς, κατάρρευση χρηματοπιστωτικών
οίκων και χρηματιστηριακούς πανικούς -- τίποτε που να μπορεί κανείς να
μεταφράσει στην ατομική ανθρώπινη κλίμακα παρά μόνο με τους
μηχανιστικούς και συνάμα μεταφυσικούς όρους μιας τελικά ανεξήγητης και
έτσι αφηρημένης καταστροφής που θα καταπλάκωνε τους χαρακτήρες και
συνάμα την ίδια την μυθοπλασία.
Η εποχή του υψηλού ιμπεριαλισμού που περιέγραψε ο Λένιν στο ομώνυμο
βιβλίο του συνοδεύτηκε από πλειάδα πεισματικών λογοτεχνικών αποπειρών,
στα πλαίσια του νατουραλισμού, να συλληφθεί και να καταγραφεί η νέα
πραγματικότητα των παγκόσμιων διασυνδέσεων των οικονομικών πραγμάτων και
της ταξικής πάλης, απ' το Ο τρόπος που ζούμε σήμερα (1875) του Τρόλοπ στο Χρήμα (1890) του Ζολά, από το Χταπόδι (1901) του Φρανκ Νόρρις στη Ζούγκλα του Άπτον Σινκλαίρ και τη Σιδερένια Φτέρνα
(1908) του Λόντον. Ο μοντερνισμός του Τζόις, της Γουλφ ή του Φόρστερ,
όπως έδειξε ο Τζέιμσον του "Ο μοντερνισμός και ο ιμπεριαλισμός",
ενέσκυψε στην μορφολογική αποτυχία του νατουραλισμού να συλλάβει την
απερίγραπτη πολυπλοκότητα, την ταυτόχρονη σύνδεση και αποσύνδεση
μητρόπολης και περιφέρειας, την θραύση της ολότητας ως βιωμένης
εμπειρίας που έφερε η ανάδυση του ιμπεριαλισμού. Και βέβαια, η κρίση του
1930 βρήκε άμεσα τις δικές της μορφές, από την πεζογραφία του Άλφρεντ
Ντέμπλιν (Βερολίνο, Αλεξάντερπλατς) στα αριστουργήματα του Μπροχ, το θέατρο του Μπρεχτ, τον ρεαλισμό του Στάϊνμπεκ στις ΗΠΑ.
Στη δική μας εποχή, η γοτθική και δυστοπική πολυπλοκότητα των κόσμων του
κυβερνοπάνκ ως είδους φαντάζει απελπιστικά ρετρό εδώ και χρόνια, και τα
ευρύτερα ρεύματα που αναπτύχθηκαν ως ανταπόκριση στην συντηρητική
στροφή της δεκαετίας του 1980 έχουν κάτι από ξεπερασμένες ταινίες για τη
Γουόλ Στριτ με τον Μάικλ Ντάγκλας ως πρωταγωνιστή. Στην Ελλάδα, όπου η
λογοτεχνία έχασε κάθε επαφή με την εξελικτική δυναμική και τις
φιλοδοξίες του ντόπιου κεφαλαίου (αν είχε ποτέ τέτοια), η περίοδος
ανάπτυξης μπορούσε να συλληφθεί μόνο με όρους μισοπορνογραφικής εμμονής
με γοητευτικά λαμόγια, ενώ ο ίδιος ο ελληνικός γεωγραφικός χώρος δεν
φαινόταν να προσφέρεται στοιχειωδώς για την δημιουργία κατάλληλου ντεκόρ
για τις χάρτινες περιπέτειές τους, με αποτέλεσμα ένα είδος
ψευδοκοσμοπολιτισμού όπου το Βερολίνο, το Μονακό ή η Βυρηττός
αποκαθιστούσαν αυτό που ο συγγραφέας δεν μπορούσε να φανταστεί ως
οικονομική πραγματικότητα της Αθήνας -- η οποία εξακολούθησε να
λειτουργεί ως πρωτεύουσα της εθνικής φαντασίωσης μιας βαλκανικής
Ψωροκώσταινας.
Αλλά η εκτυφλωτική ένδεια της σύγχρονης λογοτεχνίας απέναντι στην κρίση
(Το "Πεθαίνω σα χώρα" του Δημητριάδη, το πιο πολυαναφερόμενο λογοτεχνικό
κείμενο για την Ελλάδα της κρίσης, γράφτηκε το 1978, 35 χρόνια πριν,
και βέβαια δεν είναι μυθιστόρημα αλλά εξ ορισμού ανέφικτο "προσχέδιο
μυθιστορήματος") μας οδηγεί, εφόσον τύχει δέοντος αναστοχασμού,
απευθείας στην αμφισβήτηση της αξιοπιστίας της ιδιαίτερα φλύαρης
παραγωγής λόγου για την κρίση στα μη λογοτεχνικά πεδία. Πώς είναι
δυνατόν μια κουλτούρα που αδυνατεί να αφηγηματοποιήσει την κρίση, να την
αναπαραστήσει, να την κωδικοποιήσει αισθητικά, να την αντιληφθεί μέσα
από το πρίσμα της υποκειμενικής εμπειρίας, να ειπωθεί ότι "καταλαβαίνει"
την κρίση, ότι γνωρίζει "την αλήθεια" για την κρίση; Η σχέση αισθητικής και πολιτικής έχει και αυτόν τον χαρακτήρα: τίποτε το ακατανόητο ή ασύλληπτο αισθητικά δεν μπορεί να είναι "χωνευμένο" και κατανοημένο οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά· η
αισθητική κατανόηση δεν είναι "συμπλήρωμα" μιας πρότερης οικονομικής,
κοινωνικής και πολιτικής κατανόησης, αλλά ένδειξη ότι αυτές έχουν γίνει
εφικτές, και συνάμα, οργανικό τους κομμάτι και διάσταση.
Όπως δεν μπορεί να αποκολληθεί ο Μαρξ απ' τον Μπαλζάκ, τον Σαίξπηρ ή τον Χάινε, ο Λένιν απ' τον Γκαίτε τον Τσερνιτσέφσκι και τον Μπογκντάνοφ ή τον Μαγιακόφσκι, ο Μπένγιαμιν και ο Αντόρνο από τον Μπρεχτ και τον Άισλερ, ο Γκράμσι απ' τον Μακιαβέλι, τον ιταλικό ρομαντισμό και το ιταλικό λαϊκό θέατρο, έτσι δεν μπορεί να υπάρξει και μαζικά αγκαλιασμένη και υποκειμενικά εσωτερικευμένη πολιτικοθεωρητική ανάλυση της κρίσης που να μην εκφράζεται και σε μια ειδική και επεξεργασμένη σχέση με την τέχνη, στην οργανική ζύμωση με μια αισθητική.
Η απουσία αυτής της οργανικής σύνδεσης της μαρξιστικής πολιτικο-οικονομικής ιδεολογίας με την επεξεργασία μιας αισθητικής πρότασης σημαίνει ότι κάτι παραμένει υπερβολικά "αφηρημένο" σ' αυτή, κάτι αρνείται να μεταφραστεί, παρ' όλη την σφοδρότητα της κρίσης για την καθημερινή ζωή, στη σφαίρα της καθημερινής αντίληψης και σκέψης· κάτι παραμένει μάλλον "εξωγενές", απωθημένο, μη αποδεκτό ως αυθεντικό κομμάτι της εμπειρίας. Τα διαρκή μικροαστικά παράπονα για τον "δογματισμό" του μαρξισμού περιέχουν, μέσα στο περίβλημα της φενακισμένης συνείδησης, έναν πυρήνα αλήθειας: ο μαρξισμός γίνεται αντιληπτός ως "δογματικός" στον βαθμό που βιώνεται ως κάτι νεκρό, και βιώνεται ως κάτι νεκρό στον βαθμό που το υποκείμενο αδυνατεί να τον μεταφράσει με όρους βιωμένης καθημερινότητας, δηλαδή στον βαθμό που ο θεωρητικός εξορκισμός της καπιταλιστικής αλλοτρίωσης της συνείδησης (όλο και πιο αποσπασματικής, όλο και πιο έκθετης στα καπρίτσια του υστερικού συναισθηματικού ξεσπάσματος) συντρίβεται από το βάρος της γιγάντωσης αυτής της ίδιας αλλοτρίωσης. Το σώμα μιας πραγματικότητας που δεν πάλλεται από το αίμα της φαντασίας είναι η ένδειξη μιας απονέκρωσης της οποίας το υστερικό σύμπτωμα είναι η εκτός τόπου και χρόνου πολεμική ενάντια στον "δογματισμό", με την οποία η πλειοψηφία σήμερα μεταθέτει την ευθύνη για την ανικανότητά της να κατανοήσει τι της συμβαίνει στην βεβαιότητα με την οποία προηγούμενες γενιές εξέφραζαν την δική τους ικανότητα να το κατανοήσουν: αδυνατούμε να παράξουμε οτιδήποτε πέρα από άναρθρες οιμωγές για την κατάστασή μας, αλλά τουλάχιστον αντιστεκόμαστε στον "δογματισμό"!
Όπως δεν μπορεί να αποκολληθεί ο Μαρξ απ' τον Μπαλζάκ, τον Σαίξπηρ ή τον Χάινε, ο Λένιν απ' τον Γκαίτε τον Τσερνιτσέφσκι και τον Μπογκντάνοφ ή τον Μαγιακόφσκι, ο Μπένγιαμιν και ο Αντόρνο από τον Μπρεχτ και τον Άισλερ, ο Γκράμσι απ' τον Μακιαβέλι, τον ιταλικό ρομαντισμό και το ιταλικό λαϊκό θέατρο, έτσι δεν μπορεί να υπάρξει και μαζικά αγκαλιασμένη και υποκειμενικά εσωτερικευμένη πολιτικοθεωρητική ανάλυση της κρίσης που να μην εκφράζεται και σε μια ειδική και επεξεργασμένη σχέση με την τέχνη, στην οργανική ζύμωση με μια αισθητική.
Η απουσία αυτής της οργανικής σύνδεσης της μαρξιστικής πολιτικο-οικονομικής ιδεολογίας με την επεξεργασία μιας αισθητικής πρότασης σημαίνει ότι κάτι παραμένει υπερβολικά "αφηρημένο" σ' αυτή, κάτι αρνείται να μεταφραστεί, παρ' όλη την σφοδρότητα της κρίσης για την καθημερινή ζωή, στη σφαίρα της καθημερινής αντίληψης και σκέψης· κάτι παραμένει μάλλον "εξωγενές", απωθημένο, μη αποδεκτό ως αυθεντικό κομμάτι της εμπειρίας. Τα διαρκή μικροαστικά παράπονα για τον "δογματισμό" του μαρξισμού περιέχουν, μέσα στο περίβλημα της φενακισμένης συνείδησης, έναν πυρήνα αλήθειας: ο μαρξισμός γίνεται αντιληπτός ως "δογματικός" στον βαθμό που βιώνεται ως κάτι νεκρό, και βιώνεται ως κάτι νεκρό στον βαθμό που το υποκείμενο αδυνατεί να τον μεταφράσει με όρους βιωμένης καθημερινότητας, δηλαδή στον βαθμό που ο θεωρητικός εξορκισμός της καπιταλιστικής αλλοτρίωσης της συνείδησης (όλο και πιο αποσπασματικής, όλο και πιο έκθετης στα καπρίτσια του υστερικού συναισθηματικού ξεσπάσματος) συντρίβεται από το βάρος της γιγάντωσης αυτής της ίδιας αλλοτρίωσης. Το σώμα μιας πραγματικότητας που δεν πάλλεται από το αίμα της φαντασίας είναι η ένδειξη μιας απονέκρωσης της οποίας το υστερικό σύμπτωμα είναι η εκτός τόπου και χρόνου πολεμική ενάντια στον "δογματισμό", με την οποία η πλειοψηφία σήμερα μεταθέτει την ευθύνη για την ανικανότητά της να κατανοήσει τι της συμβαίνει στην βεβαιότητα με την οποία προηγούμενες γενιές εξέφραζαν την δική τους ικανότητα να το κατανοήσουν: αδυνατούμε να παράξουμε οτιδήποτε πέρα από άναρθρες οιμωγές για την κατάστασή μας, αλλά τουλάχιστον αντιστεκόμαστε στον "δογματισμό"!
Πιθανώς, το κλειδί εδώ σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, να το δίνει η τεράστια
παρακμή του λαϊκού τραγουδιού, που είναι ταυτόχρονα η παρακμή της
ικανότητας της ατομικής ιστορίας να μιλά στην συλλογικότητα με αμεσότητα
τέτοια ώστε να γίνεται άμεσα οργανικό κομμάτι της οπτικής της για τη
ζωή. Μπορεί να φαντάζει κωμικό να συνδέει κανείς το τι συνέβη στην
ελληνική λαϊκή μουσική μετά την απόσυρση του Καζαντζίδη με την μοίρα της
υψηλής τέχνης, αλλά υπάρχει κάτι ζωτικό σ' αυτή τη σύνδεση: η δραστική
συρρίκνωση, αν όχι εξαφάνιση, των βιωματικών, αισθητικών και
ηθικοπολιτικών κωδίκων που ορίζει το "λαϊκό ακροατήριο" σημαίνει ότι η
"υψηλή τέχνη" βρίσκεται και η ίδια ξεκρέμαστη, χωρίς καμία απτή αντίληψη
του ακροατηρίου της, χωρίς συναίσθηση του κοινωνικού χώρου τον οποίο
εμπλέκει και στον οποίο κινείται. Τα πάντα γίνονται δυσερμήνευτα και
θολά σε ό,τι αφορά την ανατομία της κοινωνίας, κι έτσι ο πορνογραφικός
υλισμός της ελληνικής "ποπ" και τα αντίστοιχά του στο μυθιστόρημα
μοιάζουν οι ενδεδειγμένοι τρόποι να αποφύγει κανείς την αμήχανη έκθεση
σε μια κοινωνία που δεν καταλαβαίνει και δεν μπορεί καν να συλλάβει ως
λειτουργικό και αλληλένδετο σύνολο. Υπάρχουν ναρκομανείς, εφοπλιστές,
βιζιτούδες, άστεγοι, υπάλληλοι γραφείου και επαρχιακοί αστυνομικοί, αλλά
οι σχέσεις μεταξύ τους, οι παραγωγικές σχέσεις, είναι ένα άφατο
μυστήριο τόσο ενοχλητικό ώστε να είναι αναγκαία η σεξουαλική ακρότητα, η
διαφυγή στο Βυζάντιο ή το ανέξοδα φτηνό "σπάσιμο ταμπού" για να
καλυφθεί το απύθμενο χάσμα που έχει ανοίξει στην γνωσιακή χαρτογράφηση
του ελληνικού καπιταλισμού στον 21ο αιώνα.
Δεν έχουμε κανένα λόγο να πιστεύουμε ότι τα προβλήματα που αναγκάζουν τη λογοτεχνία στην βουβαμάρα ή στην πανικόβλητη ψευδο-παραγωγικότητα περιορίζονται στον τομέα της αισθητικής. Στην πραγματικότητα, αποτελούν την ανομολόγητη και παραπληρωματική διάσταση της ατελείωτης φλυαρίας με την οποία η νεοελληνική κοινωνία νομίζει ότι στοχάζεται την πραγματικότητα τη στιγμή που απλώς φέρνει βόλτες στην επιφάνεια των πραγμάτων, περιμένοντας το τέλος της κρίσης ή του κόσμου --όποιο έρθει πρώτο-- από κάποιον από μηχανής Θεό. Ακόμα κι αν αυτός κυκλοφορεί με αναπηρικό καροτσάκι.
Δεν έχουμε κανένα λόγο να πιστεύουμε ότι τα προβλήματα που αναγκάζουν τη λογοτεχνία στην βουβαμάρα ή στην πανικόβλητη ψευδο-παραγωγικότητα περιορίζονται στον τομέα της αισθητικής. Στην πραγματικότητα, αποτελούν την ανομολόγητη και παραπληρωματική διάσταση της ατελείωτης φλυαρίας με την οποία η νεοελληνική κοινωνία νομίζει ότι στοχάζεται την πραγματικότητα τη στιγμή που απλώς φέρνει βόλτες στην επιφάνεια των πραγμάτων, περιμένοντας το τέλος της κρίσης ή του κόσμου --όποιο έρθει πρώτο-- από κάποιον από μηχανής Θεό. Ακόμα κι αν αυτός κυκλοφορεί με αναπηρικό καροτσάκι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου