3.1. To
φαντασιακό της σύγχρονης εθνικής κοινότητας
Από τα τέλη της δεκαετίας του ΄80,
μια αναφορά φαίνεται να ανακτά δεσπόζουσα θέση στον δημόσιο χώρο και λόγο: η
ίδια η «Ελλάδα». Το σημαίνον Ελλάδα και τα παράγωγά του επιστρέφουν
εμφατικά στο προσκήνιο, στην πολιτική φρασεολογία αλλά και σε ποικίλα κείμενα
της πολιτιστικής δημιουργίας: για παράδειγμα, στο λαϊκό και νέο έντεχνο
τραγούδι[1]
γίνεται αισθητή η παρουσία ενός στιχουργικού λυρισμού που συνδυάζει πλέον την
ερωτική ηδυπάθεια του «ψυχολογικού εγώ» με έναν νοσταλγικό νεορομαντικό
ελληνοκεντρισμό. Παρατηρείται επίσης η εκδοτική άνθηση μιας φιλολογίας
αφιερωμένης στις θρησκευτικές, εθνολογικές, μυθολογικές ρίζες του ελληνισμού
καθώς και ένα γενικότερο κλίμα ενδιαφέροντος για εκλαϊκευμένες αρχαιογνωστικές
και «μεταφυσικές» καταβυθίσεις στα άδυτα του εθνικού παρελθόντος[2].
Έτσι, σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από την εντονότερη συσσωμάτωση στις
ευρωπαϊκές και διεθνείς δομές εξουσίας σημειώνεται και εδώ ένα είδος τεχνητής
απογείωσης και έξαρσης των διλημμάτων ταυτότητας και «εθνικού προσανατολισμού».
Το ίδιο το θέμα των εθνοκεντρικών
υπερβολών στην πρόσφατη ιστορία έχει κυοφορήσει πολλές προβληματικές
γενικεύσεις. Η καταχρηστική ένταξη του συνόλου των κοινωνικών και πολιτιστικών
διλημμάτων τα οποία ήλθαν στο φως τις δυο τελευταίες δεκαετίες, στη
διελκυστίνδα «παρωχημένου» και «σύγχρονου» αποτέλεσε πιστεύουμε διαρκή πηγή
θεωρητικής σύγχυσης και ερμηνευτικών αστοχιών. Με αφετηρία μάλιστα την a
priori
αναλυτική αξία αυτού του σχήματος οικοδομήθηκε ένας τύπος κριτικής στο οποίο ο
εθνικισμός των συγχρόνων καταχωρίζεται λίγο πολύ στα (παθολογικά) υποπροϊόντα
μιας παρωχημένης πολιτικής κουλτούρας. Το πλαίσιο στο οποίο εγκλωβίστηκε αυτός
ο τύπος κριτικής στον εθνικισμό ήταν – και συνεχίζει ακόμα να είναι- η
αντιδιαστολή μεταξύ κωδίκων «σωφροσύνης» και κωδίκων «υπερβολής», έλλογων ή
έγκυρων αξιώσεων και παράλογων ή άμετρων διεκδικήσεων. Υπόβαθρο πολλών
αναλύσεων υπήρξε σχεδόν πάντα η διελκυστίνδα μεταξύ αναχρονισμού και
συγχρονισμού. Στους συγχρόνους (και συγχρονισμένους) αναγνωρίστηκαν, κατά
τεκμήριο, στρατηγικές εξορθολογισμού και νοικοκυρέματος της χώρας την ίδια
στιγμή που στους παρωχημένους-αναχρονιστικούς λόγους διαγνώστηκαν τα συμπτώματα
του λαϊκισμού και τα ζιζάνια της μεταφυσικής εθνο-καπηλείας[3].
Πέρα ωστόσο από την επιφανειακή του
εκτύλιξη, το δράμα ενός πραγματικού ή εικαζόμενου εθνικισμού στην Ελλάδα των
τελευταίων χρόνων του εικοστού αιώνα έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αναπροσαρμογή
και μετάπλαση ιδιόμορφων ιδεολογικών κωδίκων και πολιτισμικών διενέξεων.
Απαύγασμα της ανάκαμψης του έθνους ως προνομιακού υποκειμένου και κέντρου
βάρους των πιο διαφορετικών αφηγήσεων υπήρξε εν τέλει η πληθωρική παρουσία ενός
πρώτου πληθυντικού προσώπου, ενός «εμείς» που εξήγγειλε εφεξής ως αυτονόητη αλήθεια
ένα «εμείς οι Έλληνες, άνευ άλλης διαφοροποίησης»[4].
Τα περισσότερα από τα σχόλια
μιας ολόκληρης περιόδου για τον εθνικισμό της ελληνικής κοινωνίας σπανίως
υπερφαλάγγισαν τους κοινούς τόπους αυτού του μετέωρου και αδιαφοροποίητου
«εμείς». Έτσι, ερωτήματα για το «συμφέρον της Ελλάδας» ή το «δίκαιο των
Ελλήνων» δεν έμειναν απλώς στο επίπεδο της τρέχουσας πολιτικο-δημοσιογραφικής
ρητορείας αλλά καταξιώθηκαν, με τον έναν ή άλλον τρόπο, και στις δημόσιες
παρεμβάσεις πολλών ακαδημαϊκών και κοινωνικών επιστημόνων. Τολμούμε να
ισχυριστούμε ότι έτσι όπως αρθρώθηκαν στον επικαιρικό δημόσιο λόγο και στις
παρεμβάσεις επί της συγκυρίας (από το Μακεδονικό/ Σκοπιανό στις αρχές του ΄90
ως την μετά την ΟΝΕ εποχή) πολλές κρίσεις για τον εθνικισμό των Ελλήνων δεν
παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, τουλάχιστον για την προοπτική αυτής της
εργασίας. Αντίθετα αξίζει να αναλυθεί περισσότερο ο λόγος περί Ελλάδας και
Ελλήνων και μια ιδιαίτερη εθνική ρητορεία σε κείμενα και περιοχές της
δημοσιότητας που δεν εμπίπτουν στην δακτυλοδεικτούμενη ως ελληνοκεντρική
«παράταξη». Στο επίπεδο αυτό, η πολιτική φαντασία μεγάλου τμήματος της
δημόσιας παρέμβασης των φορέων του εκσυγχρονιστικού credo υπολείπεται σαφώς της κοινωνικής
φαντασίας που επέδειξαν τα επιτελεία που απευθύνθηκαν, με διαφορετική
γλώσσα, στην ευρύτερη αγορά συμβόλων και αξιών της ευημερούσας Ελλάδας. Βασική
αιτία για τούτο είναι ότι στον ερμηνευτικό λόγο των εκσυγχρονιστών διανοουμένων
και ακαδημαϊκών, το πρόβλημα των εθνικιστικών παρεκτροπών της δεκαετίας του ΄90
φορτίστηκε σχεδόν αποκλειστικά με ηθικούς και φρονηματικούς όρους. Τα
εθνικιστικά συμπτώματα της περιόδου προσεγγίστηκαν εξ αρχής ως εμπειρικά
τεκμήρια ενός ευρύτερου κοινωνικού ανορθολογισμού συναρτημένου με μια ατελώς
εκσυγχρονισμένη και ανεπαρκώς «φιλελεύθερη» πολιτική κουλτούρα[5].
Η προσέγγιση στα εθνικιστικά φαινόμενα συντελέστηκε, ως επί το πλείστον, με
πρόθεση κάθαρσης της κοινωνίας και των πολιτικών της λόγων από τους διάφορους
τυφλούς και παθολογικούς «αντιδυτικισμούς». Η προβληματική του εθνικισμού
χρησίμευσε, επίσης, ως όχημα για την τόνωση της ιδεολογικής κριτικής,
αναπληρώνοντας κάπως την αιδήμονα σιωπή ή την αυξανόμενη αδιαφορία των
διανοουμένων της φιλελεύθερης και λόγιας αριστεράς για την «παραδοσιακή»
κοινωνική ατζέντα. Καθ’ όλη σχεδόν τη δεκαετία του ΄90, η προβληματική της
εθνικιστικής παθογένειας φορτίστηκε έτσι με
εξαιρετικές ανησυχίες για τους άμεσους κινδύνους που αντιμετώπιζε η
ευρωπαϊκή πορεία της χώρας από τη διαβρωτική επενέργεια του διάχυτου
λαϊκιστικού ανορθολογισμού ο οποίος θεωρήθηκε κυρίως ως κυματοθραύστης των
αναγκαίων αλλαγών σε δομές, νοοτροπίες και κουλτούρες.
Από την άλλη, το νεόδμητο φαντασιακό του
«εμείς οι Έλληνες» έλαβε συγκεκριμένη κοινωνική ενσάρκωση μόνο σε εκείνες τις
περιγραφές και διαγνώσεις που παρέκαμψαν, εξαρχής, την ηθική-κανονιστική
επίκριση στον εθνικισμό. Η αδυναμία του λόγιου και φρονηματικού αντιεθνικισμού
να σταθμίσει τους κοινωνικούς και πολιτιστικούς όρους της σύγχρονης
μεταστοιχειωμένης εθνικής αναφοράς εξισορροπήθηκε έτσι από την παρέμβαση φορέων
δράσης σε διαφορετικά δίκτυα του πολιτισμικού πεδίου[6]. Η βασική αμηχανία αυτού του αντιεθνικισμού
της σύνεσης προερχόταν ( και εν πολλοίς συνεχίζει να είναι ) από το γεγονός ότι
διαμόρφωσε τα περισσότερα επιχειρήματά του στο ίδιο πεδίο με αυτό του
αντιπάλου: επί σειρά ετών ο φιλελεύθερος αντιεθνικισμός περιορίστηκε ουσιαστικά
σε ένα σύνολο εκκλήσεων υπέρ ενός έγκυρου και λογικού εθνικού οράματος στο
οποίο αποδόθηκαν κόσμιοι χαρακτηρισμοί όπως εθνική στρατηγική, ισχυρή Ελλάδα,
πολιτική της εθνικής αυτοπεποίθησης κλπ. Από τη στιγμή, ιδίως, που οι ηγετικές
πολιτικές ελίτ απαξίωσαν οριστικά όλες τις εκδοχές της ανταγωνιστικής λαϊκής
υποκειμενικότητας ως παρωχημένες και καταστροφικές, μοναδικό διαθέσιμο
υποκείμενο και αναφορά απόμεινε πλέον το έθνος μας η Ελλάδα ή σε μια
άλλη εκδοχή ο «Έλληνας πολίτης». Η στροφή προς το έθνος δεν μεταφράστηκε φυσικά
σε σύμπτωση ως προς τα λεξιλόγια με τα οποία χρωματίζονταν η επιδιωκόμενη
εθνική ανάταξη. Αν και η Ελλάδα πρόβαλλε ως μοναδικό έγκυρο συλλογικό όραμα και
ως αποκλειστικός ιδεολογικός πόρος του πολιτικού τόξου, αναπτύχθηκαν, όπως
είναι φυσικό, ποικίλες αφηγήσεις της εθνικής επίτευξης. Νομίζουμε επιπλέον ότι
η σχηματική διχοτόμηση μεταξύ ρεαλιστικών και μεταφυσικών εθνικών κωδίκων δεν
αρκεί για να εντοπίσει κανείς τις διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται αυτή την
περίοδο. Για παράδειγμα, ο επαναπροσδιορισμός της εθνικής ισχύος ως κυρίως
πολιτικού και οικονομικού συγκριτικού πλεονεκτήματος είναι αποδεκτός τόσο από
τον πολιτικό αντιεθνικισμό όσο και από μεγάλο τμήμα του εγχώριου μεταμοντερνισμού.
Αλλά η πολιτική ενδυνάμωση της εθνικής κυριαρχίας, με εργαλείο ένα
αποτελεσματικό και ευφυές κράτος, δεν είναι καθόλου αδιάφορη και σε ορισμένες, τουλάχιστον, αντιλήψεις που
στιγματίστηκαν ως κατεξοχήν εθνικιστικές. Η αντίθεση, εντούτοις, μεταξύ ενός
ορθολογικού συνταγματικού πατριωτισμού και ενός ρομαντικού πολιτισμικού
εθνικισμού έχει περιορισμένη σημασία στην περίπτωση της όψιμης ελληνικής
ιδεολογίας. Και τούτο διότι όλες οι αφηγήσεις και οι κατασκευές του «εμείς οι Έλληνες» αναπτύσσουν πολιτικές
βλέψεις και απηχούν μια ποικιλία πολιτισμικών πρακτικών. Πολλοί αντίπαλοι του
αντιεθνικισμού της σύνεσης δεν τον εγκαλούν για τον ρεαλισμό και τη ψυχρή
κρατικο-πολιτική λογική του αλλά μάλλον για την τάση του να προσφεύγει στην
αγαθή βούληση της διπλωματικής αγαθής βούλησης και στον δεοντολογικό ιδεαλισμό[7]
κατά τη διαχείριση των εθνικών υποθέσεων.
Επανερχόμαστε όμως σε εκείνες τις
απολογίες της «σύγχρονης ζωής» που παρέχουν, κατά τη γνώμη μας, έγκυρη πρόσβαση
στην κοινωνική τοπιογραφία της νέας εθνικής ευαισθησίας. Ο πυρήνας αυτών των
απολογιών εξακτινώθηκε σε κείμενα εκτός της στενής σφαίρας του προγραμματικού
πολιτικού λόγου και της ακαδημαϊκής ανάλυσης. Πρόκειται δηλαδή για κείμενα που
είδαν το φως στο περιθώριο του φρονηματικού αντιεθνικισμού της σύνεσης όπως
αυτός προτάθηκε από τη θεσμική διανόηση. Η απόσταση από τα πρωτόκολλα της
πολιτικής και κανονιστικής κριτικής, καθιστά παρόμοιες μαρτυρίες πολύτιμες ως
πηγές. Το αξιοσημείωτο, κατά τη γνώμη μας, είναι ότι σε αυτές τις ακάθαρτες
περιοχές του δημόσιου λόγου δόθηκε έμφαση στην υλική και κοινωνική συγκρότηση
της σύγχρονης εθνικής αναφοράς και όχι στην φιλοσοφική και ηθική της
δικαιολόγηση. Γι αυτό και η δραστικότητα αυτών των λόγων στα ευρύτερα κοινά της
τελευταίας περιόδου είναι ίσως πολύ πιο σημαντική.
[1] Χαρακτηριστική είναι η τάση
που αναμιγνύει παραδοσιακούς-δημοτικούς και ανατολίτικους ήχους με την δυτικότροπη ηλεκτρική και ποπ
μπαλάντα. Όπως επίσης και την ίδια περίοδο η μεγάλη επιτυχία τραγουδιών με
εθνικά χρωματισμένους στίχους («η εθνική μας μοναξιά»), με αναφορές στις
χαμένες πατρίδες («Βόσπορος»), στη Θεσσαλονίκη και τη Μακεδονία την περίοδο της
έξαρσης του «σκοπιανού» ζητήματος κλπ. Κυρίαρχη αναφορά αυτού του ρεύματος
είναι μια Βαλκανο-ανατολική ιδέα της ελληνικότητας.
[2] Σε αυτή τη νέα φάση εκδοτικής
άνθισης, τα βιβλία ιστορίας, αρχαιολογίας ή θρησκειολογίας με επιστημονικές
αξιώσεις και διαπιστευτήρια σοβαρότητας υπερφαλαγγίζονται από πληθώρα
«παρα-ιστορικών» κειμένων, ψευδο-αρχαιογνωστικών περιοδικών, μυστικιστικών
αναπλάσεων κλπ. Πολλές από τις θεωρίες εθνοφυλετισμού και πολιτισμικού
ρατσισμού διαχέονται σε ένα ευρύτερο κοινό μέσα από νέα κανάλια επικοινωνίας,
έντυπα και τηλεοπτικά.
[3] βλ. Άκης Γαβριηλίδης, Ο ‘εκσυγχρονισμός του
εθνικισμού’. Στο Ιδεολογικά Ρεύματα…,ο.π. σ.566-592.
[4] Γαβριηλίδης, Στο ίδιο.,
σ.582-3
[5] Για την προβληματική της
σύνδεσης εθνικισμού και κοινωνικού ανορθολογισμού βλ. Θάνος Λίποβατς, «Θέσεις
για την πολιτική ψυχολογία των Ελλήνων. Προοπτικές για το έτος 2000», στο Ζητήματα
Πολιτικής Ψυχολογίας, Αθήνα, Οδυσσέας, 1991 καθώς και Ηλίας Κατσούλης, «Το
‘ανθρώπινο κεφάλαιο’ στη διαδικασία εκσυγχρονισμού. Η ελληνική ‘αμυντική
κοινωνία’ μπροστά στην πρόκληση του 2000», Στο Η. Κατσούλης, Τ. Γιαννίτσης, Γ.
Καζάκος, Η Ελλάδα προς το 2000, Αθήνα, 1998.
[6] Αυτοί οι δρώντες, ως
μεσολαβητές των αναγκών της νέας πολιτιστικής βιομηχανίας και των μέσων της,
είχαν την ικανότητα να κινούνται με ευκολία στο αντιφατικό πεδίο των αυθόρμητων
λαϊκών ιδεολογημάτων, να σχηματοποιούν τις μεταβολές στα αξιακά πρότυπα αλλά
και την γενικότερη αλλαγή στάσεων που συνόδευσε τη στερέωση του νέου δημόσιου
χώρου.
[7] Βλ. Για την οξύτερη διατύπωση
μιας παρόμοιας θέσης την παρέμβαση του Παναγιώτη Κονδύλη στο Από τον 20ο
στον 21ο αιώνα, Αθήνα, Θεμέλιο, 1998 και στη Θεωρία του
Πολέμου, Αθήνα, Θεμέλιο, 1998. Η γεωπολιτική οπτική του Κονδύλη (κοντά στο
μοντέλο της ρεαλιστικής σχολής στις διεθνοπολιτικές σχέσεις) δεν βρίσκει
σύμφωνους, φιλοσοφικά, τους περισσότερους εθνορομαντικούς διανοούμενους. Ωστόσο,
η θερμή σε εθνικές κρίσεις συγκυρία της δεκαετίας του ΄90 οδήγησε τελικά σε
πολιτικές προσεγγίσεις και άτυπες συμμαχίες εναντίον του κοινού εχθρού: της
«μαλθακής» εξωτερικής πολιτικής.
ΒΛ ΚΑΙ
"Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΝΟΣΦΕΡΑΤΟΥ: Εικόνες της ωραίας ζωής- Πέρα από τη δημοκρατία των Κομμάτων...Aποσπασμα απο το Βιβλιο Του Νικολα Σεβαστακη ΚΟΙΝΟΤ
ΒΛ ΚΑΙ
"Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΝΟΣΦΕΡΑΤΟΥ: Εικόνες της ωραίας ζωής- Πέρα από τη δημοκρατία των Κομμάτων...Aποσπασμα απο το Βιβλιο Του Νικολα Σεβαστακη ΚΟΙΝΟΤ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου