βλ και
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΟΠΗ ΧΩΡΑ:'' Όψεις του δημοσίου και αντινομίες των αξιών στη σημερινή ''..ενα εξαιρετικά ενδιαφερον βιβλιο για την εισβολή του lIfe style τυπου ΚΛΙΚ(και οχι μόνο) στην Ελλάδα της δεκαετιαςτου 90
3. Εικόνες της ωραίας ζωής- Πέρα
από τη δημοκρατία των Κομμάτων
Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε, χωρίς
ηθικές και πολιτικές αγκυλώσεις, την υψηλή παραγωγικότητα των επιτελείων της
πολιτιστικής αγοράς. Ο κεντρικός άξονας γύρω από τον οποίο συγκροτήθηκε η
παρέμβαση αυτών των επιτελείων ήταν εξ αρχής διάφανος και συγκεκριμένος: η
κοινωνία προηγείται πλέον των θεσμικών ηγεσιών της, ο «κόσμος» προπορεύεται των
πολιτικών και κομματικών ελίτ και φτιάχνει, σχεδόν αβοήθητος, τη σύγχρονη
πραγματικότητα παρακάμπτοντας και υπερπηδώντας τα βαρίδια της δημοκρατίας των
κομμάτων. Η ιδέα μιας εκρηκτικής κοινωνικής και ατομικής δημιουργικότητας που
στρέφεται εναντίον της παρακμής και ιδρύει μια νέα εποχή επιχειρησιακού
δυναμισμού αποτελεί προγραμματικό άρθρο πίστης του ελληνικού life-style
εντύπου και κοινό τόπο στα κείμενα της νέας δημοσιογραφίας:
Η
κοινωνία είναι πια αλλού. Μόνο οι ξεχασμένοι, οι ανίκανοι και οι ανάπηροι στο
μυαλό περιμένουν φως από το κράτος. Πολλαπλασιάζονται καθημερινά οι Έλληνες που
όχι μόνο θέλουν αλλά κάνουν και κάτι. Ελληνικές εταιρίες μεγαλουργούν, Έλληνες
αρχιτέκτονες, έστω και αποσπασματικά, φτιάχνουν μιαν άλλη πόλη. Κοιτάξτε ψηλά
στην Κηφισίας. Στα σούπερ-μάρκετ πια, ανάμεσα στα καλύτερα προιόντα, πάντα υπάρχουν
και τα ελληνικά. Τυριά, αλλαντικά, κονσέρβες, κρασιά απ τα καλύτερα στον κόσμο.
Ο ελληνικός καφές και το ούζο, απ τα κόκκαλα βγαλμένα παίρνουν την εκδίκησή
τους (…). Έλληνες διαφημιστές και σκηνοθέτες φτιάχνουν υποδειγματικά σπότς.
Ομάδες επιστημόνων και γιατρών βρίσκονται στις παγκόσμιες πρωτοπορίες[1]
Σε αυτή τη νέα κοινωνία αντιστοιχεί, ήδη
εξαρχής, μια νέα φιλοσοφία ζωής. Έτσι, αποκαθίστανται η γιορτή και η χαρά που
«βρίσκονται εδώ και πολλά χρόνια στην παρανομία»[2]
εξαιτίας των δραματικών πολιτικών φορτίων του παρελθόντος. Στο εξής θα κρίνεται
ανεπιθύμητη και κολάσιμη κάθε «γκρίνια» και «γκαντεμιά» ενώ θα στηλιτεύεται
οτιδήποτε θα μπορούσε να φανεί ως ενοχοποίηση της απόλαυσης. Όσοι, για
παράδειγμα, συνεχίζουν να ασκούν κριτική ή και να αισθάνονται δυσφορία για την
κοινωνική εξέλιξη εντάσσονται στο «σωματείο της εθνικής κλάψας»[3],
στο καταραμένο σώμα αυτών που χαλούν την ατμόσφαιρα «κάθε φορά που ο τόπος λέει
να κάνει ένα βήμα μπροστά».
Μια εντυπωσιακή ρητορική εθνικής
αυτοεκτίμησης εμποτίζει τους λόγους του Σύγχρονου ανατροφοδοτώντας
αντιπαλότητες, ειρωνείες και πολεμικές. Η κατηγορία της «γκρίνιας» και το
μοτίβο του loser,
του κακόμοιρου και πλεγματικού υποκειμένου προβάλλονται σε κάθε ευκαιρία. Σε
μια Ελλάδα που παρουσιάζεται διχασμένη ανάμεσα στο χθες και το σήμερα, το
«σύμπλεγμα απέναντι στο success symbol
που μοιάζει να είναι για ορισμένους ο εκσυγχρονισμός»[4]
αφορά, κατά σύμπτωση, όλες τις φιγούρες της λαϊκής κινητοποίησης και
διαμαρτυρίας.
Χθες
κάποιοι αγρότες, σήμερα ορισμένοι ναυτεργάτες, αύριο μερικοί μαθητές θα
ενσαρκώνουν (ή απλώς θα συμβολίζουν) μια ευρύτερη επιθυμία ανατροπής της νέας
κοινωνικής πορείας[5]
Στις
αφηγήσεις από τη σκοπιά της επίτευξης του Σύγχρονου κάθε τι μπορεί να
αναγορευτεί «πλεγματικό», μεμψίμοιρο, επικίνδυνο ή γραφικό. Από τους απεργούς
δασκάλους και αγρότες μέχρι την οργάνωση 17 Νοέμβρη και τους διανοούμενους
«πνευματικούς μπάτσους» όλοι καθίστανται ύποπτοι για επιθυμίες κοινωνικής
ανατροπής και οπισθοδρόμησης. Η θετικότητα, η κοινωνική και πνευματική υγεία
αντιδιαστέλλονται έτσι στον «κομφορμισμό της άρνησης»[6]
και στα γηραλέα και δύσκαμπτα υποκείμενά του. Κοινό θέμα των αφηγήσεων της νέας
εθνικής αυτοπεποίθησης είναι έτσι η απελευθέρωση του ατομικού και κοινωνικού
δυναμισμού. Οι περιγραφές αυτού του δυναμισμού ανακαλούν πάντοτε πληθωρικές
εικόνες πλούτου, νεανικότητας, καλού γούστου και μελλοντολογικής ευφορίας. Στη
φαντασία των επιτελείων της μεταμοντέρνας δημοσιότητας δεν επιβραβεύεται η
ακαλαίσθητη και επαρχιώτικη δίψα της κοινωνικής ανόδου. Ο νέος δημιουργικός
Έλληνας στον οποίο αναφέρονται αυτοί οι λόγοι οφείλει να είναι έξυπνος,
ευαίσθητος, ανοιχτός στο καινούριο αλλά όχι «ξιπασμένος». Τα ακατέργαστα και
άξεστα όνειρα του μοντέρνου Έλληνα του Εξήντα και του Εβδομήντα παραχωρούν τη
θέση τους σε περισσότερο κομψές και έξυπνες επιλογές. Το Μαιάμι μπορεί έτσι να
παρουσιάζεται ως ρεαλιστικό αναπτυξιακό πρότυπο για την Ελλάδα του 2000. Ένα
ηλιόλουστο, κομψό και high
tech
Μαιάμι που αντιδιαστέλλεται στο «Αλιβέρι» της Εύβοιας υποδηλώνοντας ότι η
κοινωνία των υπηρεσιών πρέπει να υποκαταστήσει επιτέλους την απαρχαιωμένη
βιομηχανική κοινωνία του δεξιού και αριστερού κρατισμού:
Υπηρεσίες
ελαφρές αλλά τεχνολογικά υπερμοντέρνες βιομηχανίες, επαγγέλματα της σόου-μπιζ
(μουσικά και κινηματογραφικά στούντιο, μόδα, διαφημιστικές εταιρίες)
μεταφέρονται ταχύτητα στη Φλόριδα[7]
Η σκηνογραφία της επιτυχίας και
της επίτευξης επανέρχεται συχνά σε τέτοιες εικόνες. Διαφημιστικές εταιρίες,
πολυκαταστήματα και σινεμά multiplex,
τα «δαιμονισμένα μηχανάκια των couriers»
και τα εστιατόρια με σούσι επιστρατεύονται για να επιβεβαιώσουν ότι ζούμε σε
ένα καινούριο, ανοιχτό και γοητευτικό σύστημα:
Ιλιγγιώδες,
σκληρό, επικίνδυνο αλλά καλύτερο από το προηγούμενο[8]
Η επιθυμία αποσύνδεσης από το παρελθόν
χρωματίζεται, ενίοτε, με ευκρινέστερους ιδεολογικούς όρους. Το παρελθόν
χαρακτηρίζεται «βαρύ» ή με τόνο ειρωνείας έναντι της αριστερής συνείδησης,
«ηρωικό και πένθιμο». Εκπροσωπεί, σχεδόν πάντα, το όνειρο του διορισμού στο
Δημόσιο, την παραοικονομία και την διεφθαρμένη κρατολατρεία. Περιλαμβάνει
φυσικά «τη χαμένη κιβωτό της ιδεολογίας»[9]
και τους «τσομπάνους πολιτικούς», δηλαδή την απουσία στυλ, κομψότητας και
χάρης. Στη γλώσσα της νέας δημοσιογραφίας, ο κόσμος, οι ελπίδες και τα
συνθήματα του παρελθόντος είναι «ένα σύνολο ψώνιων»[10].
Μια αισθητική του εφήμερου και του άδραξε τη μέρα αντιπαρατίθεται έτσι σε κάθε
μεταφυσική της βαρύτητας και της καταθλιπτικής νοσταλγίας. Τα παραδοσιακά
υποκείμενα που χαρακτηρίζονταν από αβουλία και ανώριμη εξάρτηση από το κράτος
δίνουν τη θέση τους στα ώριμα υποκείμενα της καινούριας, μεταμορφωμένης χώρας:
Εκατοντάδες νέα ονόματα, νέες επιχειρήσεις, νέα
στρώματα που περνούν στο προσκήνιο. Υπάρχει κανείς σήμερα που να έχει όνειρο
μια θέση στο Δημόσιο; Πρέπει να στενοχωριόμαστε γι αυτό;[11]
Η συγκυρία της χρηματιστηριακής έκρηξης του
1999-2000, προσφέρει την αφορμή για μια ελληνική παραλλαγή των θεωριών του
αναστοχαστικού και υπεύθυνου – για τη συγκρότηση του εαυτού του- υποκειμένου.
Έτσι, ο επενδυτής της Σοφοκλέους αναγορεύεται σε πρωταγωνιστή μιας καινούριας
«λευκής οικονομίας» η οποία αποκαθιστά την χαμένη τιμή του επιχειρηματικού
κέρδους. Ο επενδυτής ενημερώνεται, διαβάζει, καταλαβαίνει τη σημασία των
αριθμών, του πληθωρισμού, των τιμών. Το νέο συλλογικό υποκείμενο είναι πλέον η ίδια
η «κοινή γνώμη», το επενδυτικό κοινό που ασκεί, χωρίς τη μεσιτεία των πολιτικών
μηχανισμών, μεγάλη πολιτική. Η ενασχόληση με την οικονομία και τις μετοχές,
γράφει χαρακτηριστικά ο δημοσιογράφος, είναι θετική γιατί «φτιάχνει ώριμους
πολίτες» που καταλαβαίνουν την πραγματική ζωή και απομακρύνονται από τα πλαστά
ιδεολογήματα.
Η πραγματική ζωή
δεν μεταδίδεται στον αναγνώστη αυτών των κειμένων με αφηρημένους όρους. Η
γλώσσα των επιτελείων του νέου πολιτισμού είναι εικονιστική, με εμβόλιμες
στατιστικές και ποιητικούς τροπισμούς, συνδυάζοντας την ελευθεριότητα της
καθημερινής νεανικής κουβέντας με ένα ύφος πολύ κοντινό σε κλασική πολιτική
διακήρυξη:
Πάνω από 25 χρόνια ανάπτυξης την
έχουν φέρει [ την Ελλάδα] μέσα στις 20 πλουσιότερες χώρες του κόσμου, μέλος της
Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον προθάλαμο της ΟΝΕ και σαφώς στην «προνομιούχο» Δύση. Με
12000000 κωδικούς στο χρηματιστήριο, με 2,5 εκατομμύρια κινητά τηλέφωνα, με 79%
ιδιοκατοίκηση (ίσως το υψηλότερο ποσοστό στον κόσμο), με 1 στους 4 Έλληνες να
διαθέτει αυτοκίνητο, όταν πριν 20 χρόνια η αναλογία ήταν 97 στους 1000[12]
Χαρακτηριστικό αυτού του λόγου
είναι τα συνεχή περάσματα από μια «υλιστική» σε μια «αξιακή» προβληματική. Οι
αριθμοί, τα μεγέθη, τα εμπορικά λογότυπα συνδυάζονται με θερμές μάζες επιθέτων
και λυρικούς τόνους. Τα περάσματα αυτά διανθίζονται με εγκωμιαστικά και
αρνητικά παραδείγματα, καταιγιστικές σεκάνς από τη νέα μητροπολιτική σκηνή. Η
αγωγή του μεταπαραδοσιακού Έλληνα στηρίζεται εδώ σε έναν ευφυή περίπλου των
αντινομιών της μεταμοντέρνας κουλτούρας που όπως γράφει ο Gilles
Lipovetsky
«είναι αποκεντρωμένη και ετερόκλητη, υλιστική και ψυ, πορνό και διακριτική,
καινοτόμος και ρετρό, καταναλωτική και οικολογική, εξεζητημένη και αυθόρμητη,
θεαματική και δημιουργική’ και το μέλλον δεν θα χρειαστεί μάλλον να ταχθεί υπέρ
της μιας από τις τάσεις αυτές αλλά, απεναντίας, θα αναπτύξει δυικές λογικές,
την εύκαμπτη συμπαρουσία των αντινομιών»[13].
Έτσι, η αποθέωση της
αριθμολογίας της ευμάρειας και η τελετουργική επίκληση στα καταναλωτικά αγαθά
χρωματίζεται με λυρικούς τόνους και εκδοχές μιας νέας αισθητικότητας. Μέσα στην
ίδια παράγραφο οι Έλληνες «αγοράζουν Moda Bagno» και
ξαναθυμούνται « την οικολογία, τα κοινωνικά κινήματα, την κοινωνική κριτική
(…)»[14].
Ή ακόμα παρέχονται συμβουλές σύγχρονου στυλ στους σοσιαλιστές πολιτικούς που
καλούνται να αγοράσουν πουκάμισα με μαλακό κολάρο, να πάνε διακοπές για να
χάσουν το «χαλκοπράσινο αντιτηλεοπτικό χρώμα» και να δουν, ανάμεσα στα άλλα, το
φίλμ «Ιντιάνα Τζόουνς» μιας και αυτός ο χουλιγουντιανός ήρωας είναι
«αντιφασίστας»[15].
Στο συγκεκριμένο χιουμοριστικό
λόγο παρατηρούνται οι ίδιες εμμονές. Πρώτον μια σειρά επαναλαμβανόμενες
απωθήσεις: το πένθος, η αντίσταση, η βαθιά ιδεολογική δέσμευση, η
πνευματικότητα που δυσπιστεί ή δεν παίζει στο επικοινωνιακό παιχνίδι γίνονται
αισθητά ως απειλές, απολιθώματα και εξαμβλώματα. Συγχρόνως, πουθενά αλλού δεν
είναι πιο έκδηλη η ένθερμη στοίχιση στην νέα οικουμενική οντότητα της
«οικονομίας» και του έθνους ως φαντασιακής κοινότητας των επιτυχημένων.
Η κρίση του Κωνσταντίνου Τσουκαλά για την «προβολή και φετιχοποίηση της νέας
εθνικής οικονομικής κοινότητας» που είναι «ίσως η σημαντικότερη ιδεολογική
εξέλιξη των τελευταίων ετών»[16]
βρίσκει απόλυτη δικαίωση σε αυτά τα σπαράγματα μεταμοντέρνου λόγου.
Μια υπερβολική προσοχή στις κειμενικές
και ρητορικές ιδιομορφίες της νέας δημοσιογραφίας μας αποσπά ίσως από την ουσία
αυτών των λόγων: τη σοβαρή προγραμματική τους συμβολή στη διαμόρφωση του νέου
οικονομικού φαντασιακού. Η συμβολή αυτή είναι ουσιαστική. Οι παιγνιώδεις
προσκλήσεις συμμετοχής στη γιορτή του Σήμερα απαλύνουν τις αντινομίες μεταξύ
οικονομικών και αισθητικών κατηγοριών και καταργούν τελεσίδικα τις
διαχωριστικές γραμμές μεταξύ του αστού και του νέου μποέμ. Ο άνθρωπος με στυλ
είναι πλέον το άλλο όνομα του επενδυτή, εκείνου που δημιουργεί πλούτο. Καλός
Έλληνας, γράφεται, δεν είναι αυτός που παίζει «Ξυστό» ούτε ο κακομοίρης της
«αρπαχτής» αλλά αυτός που βλέπει τις επενδύσεις του να αποδίδουν κέρδη[17].
Η παραδοσιακή μικροαστική ανυπομονησία
καλείται πλέον να εκπαιδευτεί στο νέο χρηματιστικό ήθος και ο Έλληνας να
αποδεσμευτεί από το κατεργάρικο, επιπόλαιο και πρωτόγονο παρελθόν της απλής
σπέκουλας. Σύμφωνα με μια άλλη
διατύπωση, οι πρωταγωνιστές της σύγχρονης κοινωνικής αλλαγής θα είναι οι
περισσότερο «δραστήριοι», «παραγωγικοί» και «έξυπνοι»[18]
των Ελλήνων πολιτών.
Η κοινωνική σκηνή παρουσιάζεται εν τέλει
ως ένα απέραντο πεδίο μάχης μεταξύ των έξυπνων/ παραγωγικών/ δραστήριων από τη
μια και των ηλίθιων/ «βολεμένων»/ άχρηστων από την άλλη, δυισμός που αποτελεί
άλλη μια αποτύπωση της διχασμένης ελληνικής ταυτότητας. Κατά τεκμήριο, στον
πρώτο πόλο συγκαταλέγονται τα υποκείμενα της νοσταλγίας και της αντίδρασης, οι
ομάδες και τα άτομα που εμφανίζονται καθηλωμένοι στην Ιδεολογία αλλά και τα
παραδοσιακά επιχειρηματικά και πολιτικά δίκτυα του κρατισμού. Αντίθετα, στο
δεύτερο πόλο εντάσσονται οι χαρισματικές περιπτώσεις και τα συλλογικά
υποκείμενα της νέας οικονομικής παλιγγενεσίας: μια κοινότητα που καλείται να
συσπειρώσει τις παραγωγικές δυνάμεις του έθνους στο στόχο της ευημερίας και της
εξυγίανσης.
Στο σημείο αυτό μπορούμε να
δούμε ευκρινέστερα και την εκλεκτική συγγένεια μεταξύ των μεταμοντερνιστικών
και των πλέον συμβατικών κειμένων της χρηματοοικονομικής ορθοδοξίας[19].
Τα υφολογικά και γλωσσικά χάσματα μεταξύ των δυο ειδών λόγου δεν είναι ικανά να
επικαλύψουν βαθύτερες συγκλίσεις και ιδεολογικές ομοδοξίες. Στις γραφές των
επιτελείων του νέου λαϊκού πολιτισμού τα δύο έθνη μέσα στο έθνος διαιρούν πλέον
τους «ευφυέστερους Έλληνες» από τους «ηλίθιους»[20].
Η διαίρεση αυτή αξιοποιείται συστηματικά για να κριθούν όχι απλώς διαφορετικά
στυλ ζωής αλλά και πολιτικές πρακτικές, ιδεολογικές στάσεις, οικονομικές
συμπεριφορές. Η αθυροστομία, η ελευθεριότητα, το παραπλανητικό ευφυολόγημα
φαίνεται να λειτουργούν υποστηρικτικά στην πιο κοινότοπη εκσυγχρονιστική σχηματοποίηση
του ελληνικού παράδοξου. Έτσι, κάθε σοβαρό χάσμα μεταξύ επιτρεπτικών και
περιοριστικών εγκλήσεων καταβαραθρώνεται κάτω από το βάρος μιας πολύχρωμης μεν,
ομόθυμης δε στράτευσης στη νέα καπιταλιστική εθνική κοινότητα.
[1] Από το σημείωμα του Πέτρου Κωστόπουλου, περιοδικό ΚΛΙΚ, Τ.58,
Φεβρουάριος 1992.
[2]
Π. Κωστόπουλος, Η ζωή είναι μικρή για
να είναι θλιβερή, ΚΛΙΚ, τ. 9, Δεκέμβριος 1987.
[3] Γιάννης Πρετεντέρης, «Το
σωματείο της εθνικής κλάψας», ΒΗΜΑ, 29/09/96.
[4] Γιάννης Πρετεντέρης, «Οι δυο
Ελλάδες», ΤΟ ΒΗΜΑ, 22-12/96.
[5] Γιάννης Πρετεντέρης, Στο ίδιο.
[6] Φώτης Γεωργελές, «Το κόμμα του Χρηματιστηρίου και το κόμμα του
συναισθήματος», ΚΛΙΚ,
β΄περίοδος, 12, Αύγουστος 1999.
[7] Πέτρος Κωστόπουλος, «Ελλάδα 2000, Φλόριντα ή Αλιβέρι», ΚΛΙΚ, τ.56, Δεκέμβριος 1991.
[8] Φώτης Γεωργελές, «Το κόμμα του Χρηματιστηρίου και το Κόμμα του
Συναισθήματος», ο.π.
[9] Πέτρος Κωστόπουλος, «Η Ελλάδα
είναι Μόδα», ο.π.
[10] Γιάννης Πρετεντέρης, «Το
σωματείο της εθνικής κλάψας», ο.π.
[11] Φώτης Γεωργελές, Στο ίδιο.
[12] Φώτης Γεωργελές, ο.π.
[13] Gilles
Lipovetsky, Η
εποχή του Κενού, Δοκίμια για τον σύγχρονο ατομικισμό, εκδόσεις Νησίδες,
μετάφραση: Βασίλης Τομανάς, (χ.χ), σ.14.
[14] Φώτης Γεωργελές, « Μια
δεκαετία χωρίς τίτλο», ο.π.
[15] Πέτρος Κωστόπουλος, ΚΛΙΚ,
τ.28, Ιούλιος 1989.
[16] Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, «Μύθοι
και αλήθειες για την ‘εθνική οικονομία’». ΒΗΜΑ, 15-12-1996.
[17] Φώτης Γεωργελές, Το κόμμα
του Χρηματιστηρίου…,ο.π.
[18] Φώτης Γεωργελές, Η κοινή
γνώμη ασκεί πολιτική, ο.π.
[19] Μια επισταμένη μελέτη θα
έδειχνε ότι ελάχιστες είναι οι διαφορές στην οικονομική φιλοσοφία που
συναντούμε στα εκδοτικά σημειώματα του ΚΛΙΚ και στις Εκθέσεις του διοικητή της
Τραπέζης της Ελλάδος ή στη νεοφιλελεύθερη συμβουλευτική του Οικονομικού
Ταχυδρόμου. Οι διαφορές, εντέλει, εντοπίζονται στο lay-out των εντύπων ή στις διαφορετικές
γλωσσικές και εικονογραφικές στρατηγικές των δημοσιογραφικών ομάδων.
[20] Φώτης Γεωργελές, Το κόμμα
του Χρηματιστηρίου…, ο.π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου