Λίγη ιστορία για τις τράπεζες
της Αλίκης
Νικολού
Με
αφορμή τις τραπεζικές περιπέτειες της Κύπρου και την εκκολαπτόμενη νέα πολιτική
τής Ε.Ε/Γερμανίας για την αντιμετώπιση των τραπεζικών κρίσεων μαίνεται και στη
χώρα μας η συζήτηση, σε σχέση με τον ρόλο των τραπεζών στην οικονομική
ανάπτυξη.
Διατυπώνεται η άποψη ότι ίσως η Γερμανική
πολιτική ελίτ εκμεταλλεύεται την ευκαιρία της διεθνούς χρηματοπιστωτικής
φούσκας -που στηρίχτηκε στην υπέρμετρη κερδοσκοπική αναμόχλευση του χρήματος
και την παραγωγή χάρτινων αξιών, αναντίστοιχων προς την πραγματική οικονομία-
για να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς της με το αγγλοσαξονικό οικονομικό
μοντέλο, το οποίο στηρίζεται κατά κύριο λόγο στον χρηματοπιστωτικό τομέα.
Σύμφωνα με την άποψη αυτήν, σοβεί σήμερα στην
Ευρώπη -και όχι μόνον- μία σύγκρουση οικονομικών αντιλήψεων: εκείνης
(γερμανικής κυρίως) που θεωρεί την εύρωστη οικονομία ως βιομηχανική/εξαγωγική, με
αυτήν (αγγλοσαξονική) που έχει ως βασικό πυλώνα την παραγωγή/εμπορία/διακίνηση
χρηματοπιστωτικών αξιών.
Με την ευκαιρία, διατυπώνονται
-αποκλειστικά στη χώρα μας πιστεύω- και απόψεις που επαναφέρουν λύσεις και
οραματισμούς κεντρικού οικονομικού σχεδιασμού και κρατικής επιχειρηματικότητας
ως μοντέλου ανάπτυξης.
Είναι όμως πράγματι διλημματικό το ζήτημα
τής σχέσης χρηματοπιστωτικού τομέα και βιομηχανικής ή εν γένει παραγωγικής
ανάπτυξης; Επιχειρώ μια σύντομη ιστορική αναδρομή:
Η εμφάνιση της βιομηχανοποιημένης (indusrialized) οικονομίας -η οποία αργότερα ονομάσθηκε
«βιομηχανική επανάσταση»- έλαβε χώρα ως γνωστόν στη Βρετανία από τα τέλη του 18ου
μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα.
Σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στις
υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, στη Βρετανία υπήρχαν κεφάλαια διαθέσιμα για
επενδύσεις. Συνήθως αυτοί που τα διέθεταν (γαιοκτήμονες και μεγαλέμποροι) δεν
ήταν πρόθυμοι να τα επενδύσουν σε ριψοκίνδυνες καινοτόμες βιομηχανίες. Προτιμούσαν
να τα τοποθετούν σε μεγάλες επιχειρήσεις που ευνοούσαν την εκβιομηχάνιση και
κυρίως στις μεταφορές (διώρυγες, λιμενικές εγκαταστάσεις, δρόμους και αργότερα
σιδηρόδρομο), όπως επίσης και στα ορυχεία, από τα οποία αντλούσαν δικαιώματα
χωρίς να τα εκμεταλλεύονται οι ίδιοι. Οι νέες βιομηχανίες στήθηκαν κυρίως με
τις αποταμιεύσεις αυτοδημιούργητων βιομηχάνων που εν συνεχεία επανεπένδυαν τα
κέρδη τους.
Πάντως, τα επενδυτικά προβλήματα που
οφείλονταν στην ελλιπή κινητοποίηση των κεφαλαιακών
πλεονασμάτων αντιμετωπιζόντουσαν σε μεγάλο βαθμό με την ανεπτυγμένη τεχνική των
εμπορικών συναλλαγών μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η
βιομηχανική επανάσταση συντέλεσθηκε στη Βρετανία, όπου οι τράπεζες, τα
τραπεζογραμμάτια, οι ομολογίες, οι μετοχές και γενικά οι τεχνικές λεπτομέρειες
των συναλλαγών ήταν πράγματα οικεία και καθημερινά που πολλοί άνθρωποι
μπορούσαν να τα χειριστούν ή να μάθουν να τα χειρίζονται.
Συμπερασματικά, θα μπορούσε να πει κανείς
ότι στη Βρετανία δημιουργήθηκε η πρώτη βιομηχανική κοινωνία με τρόπο εμπειρικό
και απρογραμμάτιστο, μέσω της διακίνησης χρήματος και της ανάληψης επενδυτικού
ρίσκου (η Βρετανία είναι η μόνη χώρα που το σιδηροδρομικό της σύστημα κατασκευάστηκε
εξ ολοκλήρου από ριψοκίνδυνες κερδοσκοπικές επιχειρήσεις χωρίς κρατική
πριμοδότηση ή εγγυήσεις).
Στην ηπειρωτική Ευρώπη, τώρα, ένα πλήθος
μικρών κρατών, το καθένα με τους δικούς του διοικητικούς ελέγχους, τελωνεία και
κατεστημένα συμφέροντα, δεν αποτελούσε γόνιμο έδαφος για την ανάπτυξη της
επιχειρηματικότητας. Το κενό καλύπτεται κατ’ ανάγκην από τις κυβερνήσεις (π.χ.
ο Γουλιέλμος Α΄, βασιλιάς των Ηνωμένων Κάτω Χωρών, θα ιδρύσει το 1822 την Societe Generale pour favoriser l’ Industrie National des Pays Bas, στην οποία χορηγήθηκαν κρατικές γαίες, ενώ όλα τα
σιδηροδρομικά δίκτυα των ηπειρωτικών χωρών όταν δεν κατασκευάζονταν πάντως
σχεδιαζόντουσαν από τις κυβερνήσεις που πρόσφεραν ευνοϊκούς όρους και εγγύηση
των επενδύσεων).
Η απροθυμία των συντηρητικών μεγαλοαστών να
ανταλλάξουν τις ασφαλείς με κερδοσκοπικές επενδύσεις είχε ως αποτέλεσμα την
καθυστέρηση συστηματικής κατασκευής σιδηροδρομικού δικτύου στη Γαλλία, την
Αυστρία και την Πρωσσία, με ό,τι αυτό
συνεπαγόταν για την βιομηχανική ανάπτυξη των χωρών αυτών.
Οι επιχειρήσεις της ηπειρωτικής Ευρώπης είχαν
ανάγκη από μία εκσυγχρονισμένη αστική, τραπεζική και εμπορική νομοθεσία και από
έναν χρηματοπιστωτικό μηχανισμό που να ευνοεί τις συναλλαγές και να
χρηματοδοτεί τις επενδύσεις. Στο νομοθετικό πεδίο, η Γαλλική Επανάσταση τους το
παρέσχε αυτό με τους νομικούς κώδικες του Ναπολέοντα, οι οποίοι θέσπιζαν την
ελευθερία των συμβάσεων, την αναγνώριση των συναλλαγματικών και άλλων
αξιογράφων, καθώς και ρυθμίσεις για τις μετοχικές εταιρείες -που επικράτησαν σε
ολόκληρη την Ευρώπη εκτός από την Βρετανία και την Σκανδιναβία.
Επιπλέον τα συστήματα για την
χρηματοδότηση της βιομηχανίας που επινόησαν οι νεαροί ριζοσπάστες
Σαινσιμονιστές αδελφοί Pereire βρήκαν
θερμή ανταπόκριση στις υπόλοιπες
ευρωπαϊκές χώρες και συνέβαλαν στην παγκόσμια οικονομική ακμή της δεκαετίας του
1850, ενώ ήδη στα 1830 η βελγική Societe Generale προχώρησε σε
επενδυτικές εργασίες. Στην Ολλανδία επίσης οι τραπεζίτες υιοθέτησαν τις ιδέες
των Σαινσιμονιστών.
Μετά το 1850 εμφανίζεται το ευρωπαϊκό
-και κυρίως γερμανικό- πρότυπο της μεγάλης τράπεζας που δρα όχι μόνον ως
έμπορος χρήματος, αλλά και ως επενδυτής, και διευκολύνει τη συγκέντρωση
χρήματος και την κινητοποίηση κεφαλαιουχικών πόρων. Με τον τρόπο αυτόν, μέσω
των τραπεζών και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, διοχετεύονται στην βιομηχανία
κεφάλαια που δεν θα εύρισκαν τον προορισμό τους, δεδομένου ότι οι κάτοχοί τους
ακόμη κι αν ήθελαν, δεν θα ήξεραν πού να τα επενδύσουν.
Επιστροφή στο σήμερα: αν δεχτούμε ότι το
μοντέλο του κεντρικού οικονομικού σχεδιασμού έχει ναυαγήσει -με αδιάψευστο
τεκμήριο την αποτυχία των σοβιετικών
οικονομιών- και αν πράγματι στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομική σκηνή συγκρούονται
σήμερα το γερμανικό με το αγγλοσαξονικό μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης, τότε
ίσως θα μπορούσαμε μέσω και της ιστορικής εμπειρίας να οδηγηθούμε σε κάποιες σκέψεις: ότι,
δηλαδή, η σημερινή γερμανική απάντηση στην τραπεζική κρίση εμπεριέχει τον υγιή
πυρήνα τού ελέγχου της ανεξέλεγκτης διόγκωσης του χρηματοπιστωτικού τομέα που οδήγησε
στην παραγωγή χρηματικών αξιών, οι οποίες δεν έχουν σχέση με την πραγματική
οικονομία και επομένως δεν αποτελούν ανάπτυξη αλλά φούσκα.
Δεν παύει όμως η απάντηση αυτή να κλονίζει
με πρωτοφανή τρόπο την τραπεζική πίστη, πράγμα που μπορεί να γίνει με τη σειρά
του οικονομικά καταστροφικό.
Ένα είδος ισορροπίας τρόμου βασιλεύει
σήμερα στις οικονομίες της Ευρώπης. Και όπως πάντα καλείται να παίξει τον
καθοριστικό της ρόλο η πολιτική. Εδώ όμως βρίσκεται το μεγάλο ζήτημα και ο
μεγάλος φόβος: υπάρχει;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου