Giorgio Agamben, Η Κοινότητα που Έρχεται
Giorgio Agamben, Η Κοινότητα που Έρχεται
Τα παρακάτω δύο κείμενα περιλαμβάνονται στο βιβλίο του Giorgio Agamben, H Kοινότητα που Έρχεται, εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήναι 2007, εισαγωγή-μετάφραση Θάνος Ζαρταλούδης. Μου είναι γνωστή η πολιτική στάση του ''ριζοσπάστη διανοητή'' τώρα, σε περιόδους καπιταλιστικής κρίσης. Παρόλα αυτά, η στάση αυτή είναι σχετικά ανεξάρτητη από το σημαντικό ιστορικό και θεωρητικό του έργο. Δεν πρέπει να μας αποτρέπει ο ρεφορμισμός του Giorgio Agamben, αντιθέτως μας καλεί να τον υπερβούμε και μας δοκιμάζει σε αυτό. Και αν κάποιος θεωρεί ότι οι απολήξεις του έργου αυτού είναι ριζοσπαστικής κατεύθυνσης, δοκιμάζεται ο ίδιος από την κοινωνική πραγματικότητα.
3. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ σελ 72
Η αντινομία του ατομικού και του καθολικού έχει την ρίζα της στην γλώσσα. Η λέξη ''δέντρο'' προσδίδει όλα τα δέντρα αδιαχώριστα στον βαθμό που τοποθετεί την πρέπουσα καθολική σημασία στη θέση άρρητων μοναδικών ''δέντρων'' (στην λογική ορολογία-terminus supponit significatum pro re). Δηλαδή μετατρέπει μοναδικότητες σε μέλη ενός συνόλου, το νόημα των οποίων ορίζεται με βάση μία κοινή ιδιότητα (την προϋπόθεση του ανήκειν-€). Η τύχη που έλαχε της θεωρίας των συνόλων στην μοντέρνα λογική προκύπτει από το μη συνειδητοποιημένο γεγονός ότι ο ορισμός ενός συνόλου απλούστατα είναι ο ορισμός του γλωσσικού νοήματος. Η νόηση μοναδικών μεμονωμένων αντικειμένων m ενός συνόλου M δεν είναι παρά το όνομα. Εξ ου και τα άλυτα παράδοξα των κλάσεων που καμία ''τερατώδης θεωρία των τύπων'' δεν μπορεί να προσποιηθεί ότι τα λύνει. Τα παράδοξα, κατά συνέπεια, ορίζουν τον τύπο του γλωσσικού είναι. Το γλωσσικό είναι είναι η κλάση που και ανήκει και δεν ανήκει στον εαυτό της, και η τάξη των τάξεων που δεν ανήκουν στον εαυτό τους είναι η γλώσσα. Το γλωσσικό είναι (το είναι-λέγεται) είναι ένα σύνολο (το δέντρο) που είναι ταυτόχρονα μία μοναδικότητα (το δέντρο, ένα δέντρο, αυτό το δέντρο) και έτσι η διαμεσολάβηση του νοήματος, εκφραζόμενη με το σύμβολο e, δεν μπορεί κατά κανένα τρόπο να συμπληρώσει το κενό ανάμεσα στο οποίο μόνο το άρθρο (το) καταφέρνει να κινείται ελεύθερα.
Μία έννοια όμως που διαφεύγει της αντινομίας του καθολικού και του ατομικού μας είναι προ πολλού γνωστή: το παράδειγμα. Σε οποιοδήποτε σημασιολογικό πεδίο τίθεται εν ενεργεία το παράδειγμα χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι ισχύει για όλες τις περιπτώσεις του ίδιου τύπου και ταυτόχρονα εμπεριέχεται σε αυτές (Σ.τ.Μ ως μοναδικότητα). Είναι μια μοναδικότητα ανάμεσα σε άλλες που, παρόλα αυτά, εκπροσωπεί κάθε μία από αυτές και τις υπηρετεί όλες. Από την μία πλευρά, κάθε παράδειγμα νοείται ως μία πραγματικά συγκεκριμένη περίπτωση-όμως, είναι παράλληλα κατανοητό ότι δεν μπορεί να υπηρετήσει τον ορισμό του με τη συγκεκριμένη του υπόσταση. Μήτε συγκεκριμένο μήτε καθολικό το παράδειγμα είναι ένα μοναδικό αντικείμενο που παρουσιάζει τον εαυτό του καθ'αυτό, που καταδεικνύει τη μοναδικότητά του ως τέτοια. Εξ ου και ο ελληνικός όρος: παρά-δειγμα, αυτό που καταδεικνύεται δίπλα σε κάτι (όπως το γερμανικό παράδειγμα Bei-spiel, δηλαδή αυτό που παίζει παράπλευρα). Επομένως ο πρέπων τόπος του παραδείγματος είναι πάντοτε δίπλα στον εαυτό του, στον άδειο χώρο μέσα στον οποίο ξετυλίγεται η αόριστη και αξέχαστη ζωή του. Αυτή η ζωή είναι η καθαρώς γλωσσική ζωή. Παραδειγματικό είναι αυτό που δεν ορίζεται από καμία ιδιότητα, εκτός από το είναι-όπως-λέγεταί του [(Σ.τ.Μ): το γλωσσικό του είναι]. Όχι το είναι-κόκκινο, αλλά το λέγεται-πως-είναι-κόκκινο-όχι το είναι-ο-Ιάκωβος, αλλά το λέγεται-πώς-είναι-Ιάκωβος, είναι αυτό που ορίζει το παράδειγμα. Ως τέτοια διαφαίνεται η αμφισημία του, πάνω που κάποιος αποφασίζει να το σκεφτεί προσεκτικά. Το λέγεται-πως-είναι-η ιδιότητα στην οποία βασίζεται κάθε πιθανότητα του ανήκειν (το λέγεται-πώς-είναι-Ιταλός, -σκύλος, -Κομμουνιστής)-είναι επίσης αυτό που μπορεί να θέσει κάθε τέτοια δυνατότητα υπό μια ριζοσπαστική ερώτηση. Είναι το πλέον κοινό που όμως αποκόπτει κάθε αληθινή κοινότητα. Έτσι εξηγείται η ανήμπορη παντοδυναμία του οποιουδήποτε είναι. Δεν πρόκειται ούτε για απάθεια, ούτε για αδιακρισία, ούτε για παραίτηση. Αυτές οι καθαρώς μοναδικότητες επικοινωνούν μόνο μέσα στον άδειο χώρο του παραδείγματος, χωρίς να εξαρτώνται από μια κοινή ιδιότητα, από μια κοινή ταυτότητα. Αυτές οι μοναδικότητες εκποιούνται κάθε ιδιότητες ώστε να ιδιοποιηθούν το ανήκειν αυτό καθ'αυτό, το σημείο €. Tricksters ή χασομέρηδες, βοηθεί ή 'toons, αυτοί είναι τα παραδείγματα της κοινότητας που έρχεται.
Σχόλιo: Bλέπουμε μια κρίσιμη αναγωγή των οντολογικών προβλημάτων σε προβλήματα της γλωσσολογίας και της θεωρίας των συνόλων. Η έννοια του ''παραδείγματος'', επίσης, είναι εξαιρετικά χρήσιμη, πολύ περισσότερο αν σκεφτούμε το λεγόμενο ''φωτεινό παράδειγμα'' (πρότυπο κομμουνιστή, ανθρώπου κλπ).
18. SHEKINAH σελ 119
Όταν ο Guy Debord εξέδωσε την Κοινωνία του Θεάματος τον Νοέμβριο του 1967, η μετάλλαξη της πολιτικής και όλης της κοινωνικής ζωής σε μία θεαματική φαντασμαγορία δεν είχε ακόμα φτάσει στην ακραία μορφή που έχει καταλάβει σήμερα και η οποία μας είναι πλέον τόσο γνώριμη. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει την ακλόνητη διαύγεια της διάγνωσής του και την καθιστά ακόμα πιο αξιοπρόσεκτη.
Ο καπιταλισμός στην ύστατη μορφή του, επιχειρηματολόγησε ο Debord-κάνοντας πιο ανατρεπτική την μαρξική ανάλυση του φετιχιστικού χαρακτήρα των εμπορεύματων, που εκείνα τα χρόνια είχε ανόητα παραμεληθεί-,παρουσιάζει τον εαυτό του ως μία απύθμενη συλλογή θεαμάτων, στα οποία το ο,τιδήποτε είχε βιωθεί ετίθετο απόμακρο διά μέσου μίας αναπαράστασης. Το θέαμα δεν συμπίπτει απλά, όμως, με την σφαίρα των εικόνων ή με αυτό που ονομάζουμε σήμερα μέσα μαζικής ενημέρωσης: είναι ''μία κοινωνική σχέση μεταξύ ανθρώπων, που διαμεσολαβείται μέσω εικόνων'', δηλαδή η εκποίηση και η αποξένωση της ανθρώπινης κοινωνικότητας ως τέτοιας. Ή, καλύτερα, χρησιμοποιώντας μία πιο ακριβή φόρμουλα: ''το θέματα είναι κεφάλαιο σε τέτοιο βαθμό συσσώρευσης που καθίσταται εικόνα''. Αλλά για τούτο ακριβώς τον λόγο, το θέαμα δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο καθαρός τύπος του διαχωρισμού: όταν ο πραγματικός κόσμος μετατρέπεται σε μία εικόνα και οι εικόνες γίνονται αληθινές, τότε η πρακτική δύναμη των ανθρώπων διαχωρίζεται από τον εαυτό της και παρουσιάζεται ως ένας κόσμος από μόνος του. Με την φιγούρα αυτού του κόσμου διαχωρισμένη και οργανωμένη διά μέσου των μέσων, μέσα στην οποία οι φόρμες του κράτους και της οικονομίας συγχέονται, η εμπορευματική οικονομία κατακτά την θέση του απόλυτου και ανεύθυνου κυρίαρχου επί όλης της κοινωνικής ζωής. Αφού παραποίησε ολόκληρη την παραγωγή, τώρα καθοδηγεί την συλλογική αντίληψη και καταλαμβάνει τον έλεγχο ολόκληρης της συλλογικής μνήμης και της κοινωνικής επικοινωνίας, μετατρέποντας και τις δύο σε ένα μοναδικό θεαματικό εμπόρευμα όπου τα πάντα μπορούν να τεθούν υπό ερώτηση εκτός από το ίδιο το θέμα, το οποίο από μόνο του βέβαια δεν λέει τίποτα, όμως ''αυτό που φαίνεται είναι καλό, και ό,τι είναι καλό φαίνεται''.
Σήμερα, στην εποχή του απόλυτου θριάμβου του θεάματος, τί θα μπορούσε να καλλιεργηθεί περαιτέρω από την κληρονομιά του Debord; Είναι ξεκάθαρο ότι το θέαμα είναι η γλώσσα, η καθ'αυτή επικοινωνησιμότητα ή αλλιώς το γλωσσικό είναι των ανθρώπων. Τούτο σημαίνει πως μία πιο πλήρης μαρξική ανάλυση θα πρέπει να αναλογιστεί το γεγονός ότι ο καπιταλισμός (ή όποιο άλλο όνομα θέλει κανείς να προσδώσει στη σύγχρονη διαδικασία που κυριαρχεί στην παγκόσμια ιστορία) κατευθύνθηκε όχι μόνο προς την εκποίηση της παραγωγικής διαδικασίας, αλλά επίσης, και κυρίως, προς την αποξένωση της γλώσσας καθ'αυτής, την αλλοτρίωση της ίδιας της επικοινωνιακής και γλωσσικής φύσης των ανθρώπων, τον λόγο, τον οποίο ένα από τα αποσπάσματα του Ηράκλειτου ταύτισε με το κοινόν (ξυνόν). Η ακραία μορφή αυτής της εκποίησης του κοινού είναι το θέαμα, δηλαδή, η πολιτική στην οποία ζούμε. Αλλά αυτό σημαίνει, επίσης, πως στο θέαμα η ίδια μας η γλωσσική φύση επιστρέφει σε εμάς ανεστραμμένη (ως μη ανήκουσα). Τούτος είναι ο λόγος (ακριβώς διότι αυτό το οποίο εκποιείται είναι η ίδια η δυνατότητα ενός κοινού καλού) που η βία του θεάματος είναι τόσο καταστροφική. Αλλά για τον ίδιο αυτό λόγο το θέαμα διατηρεί κάτι σαν μία θετική δυνατότητα εντός του που μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον του.
Αυτή η κατάσταση είναι παρόμοια με αυτό που οι καμπαλιστές ονόμασαν ''η απομόνωση του Skekinah'' και την οποία απέδιδαν στον Aher, έναν από τους τέσσερις ραββίνους που, σύμφωνα με το περίφημο Haggadah του Ταλμούδ, εισήχθη στο Pardes (δηλαδή, στην ύψιστη γνώση). ''Τέσσερις ραββίνοι'', αναφέρει η ιστορία, ''εισήχθησαν στον Παράδεισο: ο Ben Azzai, o Ben Zoma, o Aher και ο ραββίνος Akiba...o Ben Azzai με το που την αντίκρισε πέθανε...ο Ben Zoma την αντίκρισε και τρελλάθηκε...ο Aher έκοψε...τα αγκάθια...ο ραββίνος Akiba έμεινε αθικτός''.
Η Shekhinah είναι το τελευταίο από τα δέκα Sefirot ή στοιχεία της θεότητας, εκείνο που εκφράζει την ίδια την παρουσία του θείου, την παρουσία και κατοικία επί της γης: την ''λέξη'' του. Το κόψιμο των αγκαθιών από τον Aher ταυτίζεται από τους καμπαλιστές με το αμάρτημα του Αδάμ, ο οποίος αντί να αναλογιστεί όλα τα Sefirot επέλεξε να αναλογιστεί μόνο το τελευταίο, απομονώνοντας το από τα άλλα και με αυτό τον τρόπο διαχωρίζοντας το δέντρο της γνώσης από το δέντρο της ζωής. Όπως ο Αδάμ, έτσι και ο Aher αναπαριστά την ανθρωπότητα στον βαθμό που, θέτοντας την γνώση ως τον προορισμό του και την ιδιαίτερή του δύναμη, απομονώνει την γνώση από τη λέξη, η οποία δεν είναι τίποτε άλλο παρά η πιο ολοκληρωμένη μορφή της εμφάνισης του θεού (το Skekinah), από τα άλλα Sefitot δια μέσου των οποίων αποκαλύπτεται ο θεός. Το ρίσκο εδώ έγκειται στο ότι η λέξη-δηλαδή, η μη-αφάνεια και η αποκάλυψη κάποιου πράγματος (του οποιουδήποτε πράγματος)-διαχωρίζεται από αυτό το οποίο αποκαλύπτει και αποκτά μία αυτόνομη συνοχή. Αποκαλυπτόμενο και εμφανιζόμενο (και άρα κοινό και ικανό να μοιραστεί) το είναι διαχωρίζεται από το πράγμα που αποκαλύπτεται και στέκεται μεταξύ του και των ανθρώπων. Σε αυτή την κατάσταση της εξορίας το Skekinah χάνει κάθε θετική δύναμη και γίνεται επικίνδυνο (οι καμπαλιστές έλεγαν πως ''ρούφηξε το γάλα του κακού'').
Αυτή είναι η έννοια με την οποία η απομόνωση του Skekinah εκφράζει την κατάσταση της εποχής μας. Ενώ υπό το παλαιό καθεστώς η αποξένωση της επικοινωνιακής ουσίας των ανθρώπων πήρε τη μορφή μίας προϋπόθεσης που υπηρετούσε μία κοινή βάση, στην κοινωνία του θεάματος αυτή η ίδια η επικοινωνησιμότητα, αυτή η γενική ουσία καθ'αυτή (δηλαδή, η γλώσσα), διαχωρίζεται σε μία αυτόνομη σφαίρα. Αυτό που παρεμποδίζει την επικοινωνία είναι η ίδια η επικοινωνησιμότητα. Οι άνθρωποι διαχωρίζονται από αυτό που τους ενώνει. Οι δημοσιογράφοι και μεγιστάνες των μέσων είναι οι νέοι κληρικοί της αποξένωσης από την ανθρώπινη γλωσσική φύση.
Στην κοινωνία του θεάματος, για την ακρίβεια, η απομόνωση του Skekinah εισάγεται στην τελευταία της φάση, όταν η γλώσσα δεν συνίσταται μόνο ως μία αυτόνομη σφαίρα, αλλά δεν αποκαλύπτει πλέον τίποτα-ή καλύτερα, αποκαλύπτει το τίποτα όλων των πραγμάτων. Δεν υπάρχει τίποτα από τον Θεό, από τον κόσμο, ή από τα αποκαλυφθέντα στην γλώσσα. Σε αυτή την ακραία μηδενιστική αποκάλυψη, όμως, η γλώσσα (η γλωσσική φύση των ανθρώπων) παραμένει για μία ακόμα φορά απόκρυφη και διαχωρισμένη, και επομένως, για μία τελευταία φορά, διά της άρρητής της δύναμης, καταδικάζει τους ανθρώπους σε μία ιστορική εποχή και ένα κράτος: την εποχή του θεάματος ή του επιτελεσμένου μηδενισμού. Τούτος είναι ο λόγος που η δύναμη (Σ.τ.Μ: εξουσίας) που βασίζεται πάνω σε ένα προϋποτιθέμενο θεμέλιο γκρεμίζεται ανά την υφήλιο και τα επί της γης βασίλεια οδηγούνται, το ένα μετά το άλλο, προς το δημοκρατικό-θεαματικό καθεστώς που συνιστά την τελείωση της κρατικής μορφής. Περισσότερο και από την οικονομική αναγκαιότητα και την τεχνολογική ανάπτυξη, αυτό που οδηγεί τα έθνη της γης προς μία και μοναδική και κοινή μοίρα είναι η αποξένωση από το γλωσσικό είναι, ο ξερριζωμός όλων των λαών από την ζωτικής σημασίας κατοικία στην γλώσσα.
Παρά ταύτα, για τούτο το λόγο η εποχή στην οποία ζούμε είναι επίσης αυτή που για πρώτη φορά είναι δυνατό για τους ανθρώπους να βιώσουν το γλωσσικό τους είναι-όχι αυτό ή εκείνο το περιεχόμενο της γλώσσας, αλλά την γλώσσα την ίδια, όχι αυτή ή εκείνη την αληθινή πρόταση, αλλά το ίδιο το γεγονός ότι κάποιος μιλά. Η σύγχρονη πολιτική είναι αυτή η καταστροφική experimentum linguae που παρακαλεί παραφροσύνη ανά τον πλανήτη και εκκενώνει παραδόσεις, πιστεύω, ιδεολογίες και θρησκείες, ταυτότητες και κοινότητες.
Μόνον εκείνοι που επιτυγχάνουν να φέρουν εις πέρας-δίχως να επιτρέπουν αυτό που αποκαλύπτει να παραμείνει καλυμμένο στο τίποτα που καταδεικνύει, αλλά φέρνοντας την γλώσσα την ίδια στην γλώσσα-θα είναι οι πρώτοι πολίτες μίας κοινότητας χωρίς προϋποθέσεις ή κράτος, όπου η μηδενιστική και καθοριστική δύναμη αυτού που είναι κοινό θα ειρηνεύει και όπου το Shekinah θα έχει σταματήσει να ρουφά το κακό γάλα της ίδιας της απόσχισής του.
Όπως ο ραββίνος Akiba, θα εισαχθούν στον παράδεισο της γλώσσας και θα αποχωρίσουν άθικτοι.
Σχόλιο: σπέρματα μιας άλλης διευρυμένης θεωρίας του φετιχισμού, ως αλλοτρίωσης της επικοινωνιακής ουσίας-σχέσης των ανθρώπων από τους ίδιους (που ψηλάφησε ο Debord με την έννοια της ''Κοινωνίας του Θεάματος''. Το Σύστημα των ανθρώπινων σχέσεων επικοινωνίας αυτονομείται από τους ίδιους και τη πραγματική διαδικασία επικοινωνίας και μοιάζει να υπερίπταται πάνω από τα κεφάλια τους, έχοντας νόμους ανεξάρτητους από τους ανθρώπους και ''πίσω από τις πλάτες'' τους, όπως έλεγε ο Μάρξ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου