Το παρόν κείμενο αποτελεί την ενότητα με την οποία κλείνει το βιβλίο του David Harvey «Τα όρια του κεφαλαίου»[The
Limits to Capital,Verso (1982),pp. 442-445]. Επιλέχθηκε το συγκεκριμένο
κομμάτι,γιατί παρά τις επιμέρους διαφορές που μπορεί να υπάρχουν με τις
θεωρητικές βάσεις ανάλυσης του Harvey,το ζήτημα που θίγεται είναι κάτι
παραπάνω από σημαντικό στην σύγχρονη ιμπεριαλιστική εποχή.
Δύο φορές στον εικοστό αιώνα,ο κόσμος βυθίστηκε μέσα από τους ενδο-ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς σε παγκόσμιο πόλεμο. Δύο φορές στον χώρο μιας γενιάς,ο κόσμος έζησε την μαζική απαξίωση του κεφαλαίου μέσα από την φυσική καταστροφή,την έσχατη κατανάλωση της εργασιακής δύναμης ως τροφής για τα κανόνια[cannon fodder]. Ο ταξικός πόλεμος,βεβαίως,έχει πάρει τους φόρους του σε ζωή και σώματα,κυρίως μέσα από την καθημερινά επιβεβλημένη βία που ασκεί το κεφάλαιο πάνω στην εργασία στον χώρο εργασίας και μέσα από την βία της πρωταρχικής συσσώρευσης (συμπεριλαμβανομένων των ιμπεριαλιστικών πολέμων κατά άλλων κοινωνικών σχηματισμών στο όνομα των καπιταλιστικών «ελευθεριών»). Αλλά οι απέραντες απώλειες που προκλήθηκαν στους δύο παγκόσμιους πολέμους προέκυψαν από τους ενδο-ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς. Πώς μπορεί να εξηγηθεί αυτό στη βάση μιας θεωρίας που αναφέρεται στην ταξική σχέση μεταξύ του κεφαλαίου και της εργασίας ως θεμελιώδη για την ερμηνεία της ιστορίας;
Αυτό ήταν,βεβαίως,το πρόβλημα με το οποίο πάλεψε ο Λένιν στην μπροσούρα του για τον ιμπεριαλισμό. Αλλά το επιχείρημα του,όπως είδαμε στο κεφάλαιο 10,διέπεται από μια ορισμένη ασάφεια. Είναι το χρηματιστικό κεφάλαιο εθνικό ή διεθνές; Ποια είναι η σχέση,τότε,ανάμεσα στην στρατιωτική και στην πολιτική εφαρμογή της κρατικής εξουσίας και στην αδιαμφισβήτητη ενδογενή τάση του καπιταλισμού να δημιουργεί πολυεθνικές μορφές και να σχηματίζει παγκόσμια χωρική ενσωμάτωση; Και εάν τα μονοπώλια και το χρηματιστικό κεφάλαιο ήταν τόσο ισχυρά και επιρρεπή με οποιονδήποτε τρόπο στην συμπαιγνία,τότε γιατί δεν κατάφεραν να περιορίσουν τις αντιφάσεις του καπιταλισμού από το να καταστρέψουν το ένα το άλλο; Τι είναι,τότε,αυτό που κάνει τους ενδο-ιμπεριαλιστικούς πολέμους αναγκαίους για την επιβίωση του καπιταλισμού;
Η θεωρία των κρίσεων υποδεικνύει μια ερμηνεία των ενδο-ιμπεριαλιστικών πολέμων ως συστατικών στιγμών στην δυναμική της συσσώρευσης,παρά ως εκτροπών,τυχαίων συμβάντων ή απλών αποτελεσμάτων παραπανίσιας απληστείας. Ας δούμε πώς συμβαίνει αυτό.
Όταν η «εσωτερική διαλεκτική» που δρα μέσα σε μια περιοχή την οδηγεί να αναζητήσει εξωτερικές επιλύσεις στα προβλήματα της,τότε αυτή πρέπει να αναζητήσει νέες αγορές,νέες ευκαιρίες για την εξαγωγή κεφαλαίων,φτηνές πρώτες ύλες,εργασιακή δύναμη χαμηλού κόστους,κλπ. Όλα αυτά τα μέτρα,αν πρόκειται να είναι κάτι άλλο από ένα προσωρινό καταπραϋντικό,είτε αξιώνουν την χρησιμοποίηση της μελλοντικής εργασίας είτε αλλιώς έχουν ως άμεση συνέπεια τους την επέκταση του προλεταριάτου. Αυτή η επέκταση μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την αύξηση του πληθυσμού,την επιστράτευση [κινητοποίηση] των λανθανόντων τμημάτων του εφεδρικού στρατού,ή την πρωταρχική συσσώρευση.
Η ακόρεστη δίψα του καπιταλισμού για νέες προμήθειες εργασίας εξηγεί το σθένος με το οποίο αυτός επιδίωξε την πρωταρχική συσσώρευση,καταστρέφοντας,μετασχηματίζοντας και απορροφώντας τους πληθυσμούς που δεν είχαν υπαχθεί στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής [προ-καπιταλιστικοί πληθυσμοί] οπουδήποτε τους έβρισκε. Όταν πλεονάσματα εργασίας υπάρχουν προς άρπαγμα,και οι καπιταλιστές δεν έχουν,μέσα από τον ανταγωνισμό,εσφαλμένα δέσει τις μοίρες τους σε ένα τεχνολογικό mix το οποίο δεν μπορεί να απορροφήσει αυτή την εργασία,τότε οι κρίσεις είναι τυπικά μικρής διάρκειας,απλοί λόξυγκες σε μια γενική τροχιά παρατεταμένης παγκόσμιας συσσώρευσης,και συνήθως εκδηλώνονται ως ήπιες εναλλασσόμενες κρίσεις στα πλαίσια μια εξελισσόμενης δομής άνισης γεωγραφικής ανάπτυξης. Aυτό ήταν καθιερωμένο για τον καπιταλισμό του 19ουαιώνα. Τα πραγματικά προβλήματα προκύπτουν όταν οι καπιταλιστές,αντιμετωπίζοντας ελλείψεις αναφορικά με την προσφορά εργασίας και όπως πάντοτε παρακινούμενοι από τον ανταγωνισμό,επιφέρουν ανεργία διαμέσου των τεχνολογικών καινοτομιών οι οποίες διασαλεύουν την ισορροπία (equilibrium) ανάμεσα στην παραγωγή και στην πραγματοποίηση,ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και στις προς αυτές αντίστοιχες κοινωνικές σχέσεις. Το κλείσιμο των συνόρων για την πρωταρχική συσσώρευση,μέσα από την απόλυτη εξάντληση των δυνατοτήτων,η αυξανόμενη αντίσταση από μέρους των προ-καπιταλιστικών πληθυσμών,ή η μονοπώληση από κάποια κυρίαρχη δύναμη,έχει,επομένως,τεράστια σημασία για την μακροπρόθεσμη σταθερότητα του καπιταλισμού. Αυτή ήταν η ριζική αλλαγή που άρχισε να γίνεται όλο και περισσότερο αισθητή καθώς ο καπιταλισμός εισερχόταν στον εικοστό αιώνα. Ήταν η ριζική αλλαγή που,πολύ περισσότερο από την άνοδο του μονοπωλίου ή των χρηματιστικών μορφών του καπιταλισμού,έπαιξε τον αποφασιστικό ρόλο στο να ωθήσει τον καπιταλισμό βαθύτερα μέσα στην λάσπη των παγκόσμιων κρίσεων και οδήγησε,αμείλικτα,στα είδη της πρωταρχικής συσσώρευσης και απαξίωσης από κοινού προερχόμενα από τους ενδο-καπιταλιστικούς πολέμους.
Οι μηχανισμοί,όπως πάντοτε,είναι πολύπλοκοι στις λεπτομέρειες τους και σε μεγάλο βαθμό συγκεχυμένοι στις πραγματικές ιστορικές συγκυρίες από τα αναρίθμητα εγκάρσια ρεύματα αλληλοσυγκρουόμενων δυνάμεων. Αλλά μπορούμε να κατασκευάσουμε μια απλή επιχειρηματολογία ώστε να επεξηγήσουμε τα σημαντικά σημεία. Κάθε περιφερειακή συμμαχία,αν πρόκειται να συνεχίσει τη διαδικασία της συσσώρευσης,πρέπει να διατηρήσει πρόσβαση στα αποθέματα της εργασίας όπως επίσης και σε αυτές τις «δυνάμεις της φύσης» (όπως σημαντικοί ορυκτοί πόροι) που διαφορετικά μπορεί να μονοπωληθούν. Λίγα προβλήματα ανακύπτουν εάν αποθέματα και των δύο υπάρχουν στην περιοχή όπου το μεγαλύτερο μέρος του τοπικού κεφάλαιου κυκλοφορεί. Όταν τα εσωτερικά σύνορα κλείνουν,το κεφάλαιο πρέπει να αναζητήσει κάπου αλλού διέξοδο ή να κινδυνεύσει την απαξίωση. Η περιφερειακή συμμαχία νιώθει την πίεση ανάμεσα στο κεφάλαιο που ενσωματώνεται στον χώρο και στο κεφάλαιο που κινείται ώστε να δημιουργήσει νέα και σταθερά κέντρα συσσώρευσης αλλού. Η σύγκρουση ανάμεσα στα περιφερειακά και στα εθνικά κεφάλαια γύρω από την πρόσβαση στα αποθέματα εργασίας και στους φυσικούς πόρους αρχίζει να γίνεται αισθητή. Τα θέματα του διεθνισμού και της πολυμέρειας χτυπούν πάνω στην διάθεση για αυτάρκεια ως το μέσο για τη διατήρηση της θέσης κάποιας συγκεκριμένης περιοχής στην όψη των εσωτερικών αντιφάσεων και των εξωτερικών πιέσεων—αυτάρκεια του είδους που επικράτησε στην δεκαετία του 1930,ενώ η Βρετανία σφράγισε το σύμφωνο Commonwealth trade και η Ιαπωνία επεκτάθηκε στην Μαντζουρία και στην ηπειρωτική Ασία,η Γερμανία στην ανατολική Ευρώπη και η Ιταλία στην Αφρική,ρίχνοντας διαφορετικές περιοχές την μία ενάντια στην άλλη,κάθε μία επιδιώκοντας το δικό της «spatial fix». Μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες θεώρησαν κατάλληλη την επιδίωξη μιας «open door» πολιτικής θεμελιωμένης στην πολύπλευρη ανταλλαγή. Εν τέλει ο πόλεμος διεξήχθη για την ανάσχεση της αυτάρκειας και το άνοιγμα ολόκληρου του κόσμου στις δυνητικότητες της γεωγραφικής επέκτασης και της απεριόριστης ανισόμετρης ανάπτυξης. Αυτή η λύση, επιδιωκούμενη μονομερώς κάτω από την ηγεμονία των Ηνωμένων Πολιτειών μετά από το 1945,έχει το πλεονέκτημα να είναι υπερτεθειμένη πάνω σε μία από τις πιο άγριες περιόδους απαξίωσης και καταστροφής που έχουν ποτέ καταγραφεί στην βίαιη ιστορία του καπιταλισμού. Και τα αξιοσημείωτα κέρδη προέκυψαν όχι απλά και μόνο από την τεράστια καταστροφή του κεφαλαίου,αλλά επίσης από την άνιση γεωγραφική κατανομή αυτής της καταστροφής. Ο κόσμος σώθηκε από τους τρόμους της μεγάλης ύφεσης όχι από κάποιο ένδοξο «new deal» ή από το μαγικό άγγιγμα των Κεϊνσιανών οικονομικών στους θησαυρούς του κόσμου,αλλά από την καταστροφή και τον θάνατο του παγκόσμιου πολέμου.
Η πολυμέρεια του μεταπολεμικού κόσμου εμφανίζεται,στην επιφάνεια,να είναι αρκετά διαφορετική. Η παγκόσμια ελευθερία κίνησης του κεφαλαίου (σε όλες τις μορφές) επέτρεψε την άμεση πρόσβαση στις «χωρικές επιλύσεις» [spatial fix] μέσα από την γεωγραφική εξάπλωση μέσα σε ένα πλαίσιο άνισης γεωγραφικής καταστροφής. H ταχύτατη συσσώρευση του κεφαλαίου σε αυτή την βάση οδήγησε στη δημιουργία και σε μερικές περιπτώσεις στην επαναδημιουργία ανεξάρτητων περιφερειακών κέντρων συσσώρευσης— Γερμανία,Ισπανία,Βραζιλία,Μεξικό,Νοτιο-Ανατολική Ασία,κλπ. Περιφερειακές συμμαχίες σχηματίζονται για άλλη μια φορά και ανταγωνίζονται για τις συρρικνούμενες ευκαιρίες κερδών. Ο κίνδυνος της αυτάρκειας αναδύεται εκ νέου. Και με αυτόν έρχεται μαζί ο ανανεούμενος κίνδυνος του παγκόσμιου πολέμου,που αυτή τη φορά θα διεξαχθεί με όπλα τεράστιας και παρανοϊκής καταστροφικής δύναμης,και που θα είναι προσανατολισμένος προς την πρωταρχική συσσώρευση σε βάρος του σοσιαλιστικού μπλοκ.
Οι μαρξιστές,από τον καιρό που η Λούξεμπουργκ έγραψε για αυτό το θέμα,προσελκύονται από την ιδέα των στρατιωτικών δαπανών ως ένα βολικό μέσο για την απορρόφηση των πλεονασμάτων κεφαλαίου και εργασιακής δύναμης. Η ακαριαία απαρχαίωση του στρατιωτικού υλικού,και η εύκολη χειραγώγηση των διεθνών εντάσεων σε ένα πολιτικό αίτημα για αύξηση των αμυντικών δαπανών,προσθέτει περισσότερη εγκυρότητα σε αυτή την ιδέα. Ο καπιταλισμός,κάποιες φορές υποστηρίζεται,σταθεροποιείται μέσα από τον αμυντικό προϋπολογισμό,αν και με τρόπους που απομακρύνουν την κοινωνία από πιο ανθρώπινα και κοινωνικά άξια λόγου προγράμματα. Αυτή η γραμμή σκέψης διατυπώνεται,δυστυχώς,στα πλαίσια του υποκαταναλωτικού προτύπου. Λέω «δυστυχώς» όχι τόσο επειδή αυτή η ερμηνεία είναι εσφαλμένη,αλλά επειδή η παρούσα θεωρία προτείνει μία μάλλον περισσότερο δυσοίωνη και τρομακτική ερμηνεία των στρατιωτικών δαπανών: όχι μόνο πρέπει τα όπλα να αγοραστούν και να πληρωθούν από τα πλεονάσματα του κεφαλαίου και της εργασίας,αλλά πρέπει επίσης να τεθούν υπό χρήση. Γιατί αυτός είναι ο μόνος τρόπος που ο καπιταλισμός έχει στη διάθεση του για την επίτευξη των πλέον απαιτούμενων επιπέδων απαξίωσης. Η ιδέα είναι φρικτή στις επιπτώσεις της. Τι καλύτερος λόγος θα μπορούσε να υπάρχει για να δηλώσουμε ότι είναι καιρός για τον καπιταλισμό να χαθεί,για να δώσει την θέση του σε κάποιον λογικότερο τρόπο παραγωγής;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου