Αναγνώστες

Σάββατο 13 Αυγούστου 2011

Πρέπει να ξεχάσουμε και το όνομά του ΤΟΥ Ερικ Φόσνες Χάνσεν (θεωρείται ο σημαντικότερος σύγχρονος συγγραφέας της Νορβηγίας. Στα ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του «Ψαλμοί στο τέλος του ταξιδιού» (Εκδ. Ψυχογιός) και «Ιστορίες από σύμπτωση» (Ελληνικά Γράμματα).ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΝΕΑ

Πρέπει να ξεχάσουμε και το όνομά του

Εμείς οι Νορβηγοί μπορεί να μην ανακαλύψαμε τη Δημοκρατία, αλλά της δώσαμε διάρκεια και σταθερότητα

LE MONDE

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Σάββατο 13 Αυγούστου 2011

Ενα 11χρονο αγόρι στρέφεται προς τον δολοφόνο. Εκείνος το σημαδεύει με το όπλο του, αλλά το αγόρι τον κοιτάζει με παιδιάστικο θάρρος. «Μην πυροβολήσεις. Εχεις πυροβολήσει αρκετά. Σκότωσες τον μπαμπά μου. Είμαι πολύ μικρός για να πεθάνω. Γιατί δεν μας αφήνεις ήσυχους;», του λέει. Ο δολοφόνος διστάζει, κατεβάζει το όπλο του. Επειτα απομακρύνεται ήρεμα προς το επόμενο φονικό. Χωρίς να ξέρει κανένας γιατί λυπήθηκε αυτό το παιδί, γιατί το εγκατέλειψε στην οδύνη του.
Εδώ και ημέρες, οι Νορβηγοί κλαίνε με τέτοιες ιστορίες. Δυστυχώς, υπάρχουν πολλές και εμείς δεν τις έχουμε ακούσει όλες. Η οργή μας έχει λάβει διαστάσεις που θεωρούσα ασυμβίβαστες με τα νορβηγικά μέτρα. Επειδή εμείς δεν κλαίμε δημοσίως. Δεν κλαίμε στους δρόμους, δεν είναι του στυλ μας. Οταν αναφέρουμε τον δολοφόνο, μιλάμε με θλίψη και περιφρόνηση. Και με χαμηλή φωνή. Αντερς Μπέρινγκ Μπρέιβικ: όταν είδα το πρόσωπό του και άκουσα το όνομά του πρώτη φορά, ήξερα ότι θα εντυπωνόταν για πάντα στη συλλογική μας συνείδηση. Σαν την ενσάρκωση του απόλυτου κακού, τον χειρότερο εγκληματία που γνώρισε η χώρα μας από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο ναρκισσισμός στις φωτογραφίες που δημοσίευσε στο Διαδίκτυο, γελοίες υπό άλλες συνθήκες, ποζάροντας με όλα τα είδη των στολών και των μασκαρεμάτων, ένα χαμόγελο γεμάτο ικανοποίηση όταν τον οδηγούν στη φυλακή, ο ψευτοηρωισμός του και η ιδεολογία του υπερανθρώπου, όλα είναι ανυπόφορα.
Μόλις έπειτα από τις πρώτες 24 ώρες δεν μπορούσα να ακούω να προφέρουν το όνομά του. Αδύνατο, βρίσκεται παντού. Μια μέρα οι γονείς μου, που γεννήθηκαν το 1920 και το 1921, επιχείρησαν να μου εξηγήσουν αυτό που αισθάνονται για τον Βίντκουν Κουίσλινγκ, τον ναζί πρωθυπουργό της Νορβηγίας και σύμμαχο της Γερμανίας από το 1940 έως το 1945. «Είναι δύσκολο να εξηγήσουμε πόσο τον μισούμε. Τον μισούμε κάθε λεπτό, κάθε μέρα. Μισούμε αυτόν και τους συνεργάτες του. Σχεδόν περισσότερο από τους κατακτητές. Δεν μπορείς να καταλάβεις μέχρι ποιο βαθμό τον μισήσαμε, τον περιφρονήσαμε, τον σιχαθήκαμε. Δεν αντέχουμε πια να ακούμε το όνομά του», μου είπαν. Οπως ο Μπρέιβικ, έτσι και αυτός ο νορβηγός «Φύρερ» πίστευε ότι εκτελούσε μια σπουδαία ευρωπαϊκή αποστολή και, σαν εκείνον, έγραψε μέτρια πράγματα, δήθεν φιλοσοφικά και εν μέρει δυσανάγνωστα. Ο ποιητής Αρνουλφ Εβερλαντ έγραψε αυτούς τους δυο στίχους γι' αυτόν: «Αυτός ο λαός που πρόδωσες/ θα ξεχάσει μέχρι και τ' όνομά σου».
Τώρα μπορώ να πω ότι καταλαβαίνω την ένταση αυτού του μίσους. Αυτές οι ημέρες ήταν ένα πραγματικό μάθημα Ιστορίας, ασφαλώς δυσάρεστο αλλά σημαντικό. Φώτισε αυτό που ζήσαμε και έζησαν οι γονείς μας, αυτό που τους σημάδεψε και σημάδεψε τη μεταπολεμική κοινωνία, αυτό που βιώνουμε σήμερα. Αλλά όχι μόνο. Μας έκανε να καταλάβουμε ότι μας αφορά όλους, οποιαδήποτε κοινωνία, όταν ακραίες ιδέες και βίαιες σκέψεις νομιμοποιούνται στις διάφορες υποκουλτούρες. Ακόμη και της μικρότερης: ήταν αρκετός μόνο ένας άνθρωπος, το ξέρουμε πια. Ενας Τίμοθι ΜακΒέι για παράδειγμα, ή κάποιος άλλος του οποίου δεν θέλω πια να προφέρω το όνομα.

Η σύντροφός μου Ερικα Φάτλαντ είναι συγγραφέας σαν εμένα. Επίσης είναι ανθρωπολόγος και πέρασε έξι χρόνια δουλεύοντας πάνω στο μακελειό στο σχολείο του Μπεσλάν όπου την 1η Σεπτεμβρίου 2004 333 παιδιά και ενήλικοι έχασαν τη ζωή τους σε μια από τις πιο βίαιες υποθέσεις ομηρείας της ιστορίας. Επί έξι χρόνια, το ανυπόφορο ρύθμιζε την καθημερινότητά μας: μαζικές δολοφονίες παιδιών και τρομοκρατία εναντίον αμάχων. Εκείνο τον μήνα, το βιβλίο της εμφανίστηκε επιτέλους στη Νορβηγία. Ηταν η πιο πλήρης δουλειά στη Δύση για μια τρομοκρατική πράξη και τις επιπτώσεις της σε μια μικρή κοινωνία - τίποτε λιγότερο. Δεν είναι καινούργιο θέμα. Αναρωτιέμαι σήμερα εάν είχαμε σκεφτεί ποτέ ότι κάτι τέτοιο ήταν πιθανό να συμβεί στη Νορβηγία. Στη μικρή, ευτυχισμένη χώρα μας. Δεν νομίζω. Πιστεύω ότι για μας τα απίστευτα γεγονότα του Μπεσλάν δεν θα μπορούσε να είχαν σημειωθεί παρά μόνο στον Καύκασο. Οχι εδώ. Οπουδήποτε αλλού, αλλά όχι εδώ. Οχι στη μικρή, καλλιεργημένη και ειρηνική χώρα μας.

Σε έναν ξένο, αυτό μπορεί να φανεί ακατανόητο σαν ένα παραμύθι με νεράιδες από άλλον πλανήτη. Εως χθες η μικρή χώρα μου και η μικρή πόλη μου ήταν τόσο ειρηνικές και ασφαλώς - είναι συγκινητικό με τόση αθωότητα - τόσο αγαθές και τόσο ανοιχτές. Αφού υποβαλλόσασταν σε έναν τυπικότατο έλεγχο ασφάλειας, θα μπορούσατε να περιφέρεστε ελεύθερα στα κτίρια του Βουλής και της κυβέρνησης. Το προσωπικό ασφαλείας είναι άοπλο και δεν θα σας έριχνε παρά ένα βλέμμα εμπιστοσύνης την ώρα που θα άνοιγε την τσάντα σας. Οι υπουργοί ζουν στο Οσλο σε κανονικά διαμερίσματα και χωρίς φρουρά. Μετά τις 11.30 το βράδυ δεν έχουν καν αυτοκίνητο, οι οδηγοί πάνε στα σπίτια τους. Εάν θέλει να βγει κάποιος εκείνη την ώρα, παίρνει το τραμ ή στέκεται στην ουρά για να πάρει ταξί όπως οποιοσδήποτε από εμάς. Χωρίς φρουρούς. Δεν είπα ότι οι υπουργοί δεν κυκλοφορούν με ασφάλεια; Προφανώς δεν έχουν, εκτός από τον πρωθυπουργό και τον υπουργό Εξωτερικών. Οι βουλευτές επίσης.

Πριν από μερικές εβδομάδες, σε έναν πάρκο κοντά στο σπίτι μου συνάντησα το πριγκιπικό ζεύγος. Κάθονταν σε ένα παγκάκι με ένα από τα παιδιά τους και έτρωγαν παγωτό στον ήλιο. Καθώς είχαμε γνωριστεί σε επίσημες εκδηλώσεις, τους χαιρέτησα και μιλήσαμε λίγο. Εριξα γρήγορα μια ματιά γύρω μου: θα έπρεπε να υπάρχουν αστυνομικοί τριγύρω, αλλά δεν είδα κανέναν. Ισως θεώρησαν ότι δεν υπήρχε κίνδυνος και έμειναν στο αυτοκίνητό τους αφήνοντας τη μικρή οικογένεια να χαρεί ήσυχα το παγωτό της. Αφού τους αποχαιρέτησα, αγόρασα κι εγώ ένα παγωτό. Το έτρωγα περπατώντας στους δρόμους του Οσλο, μιας πόλης πράσινης και ειρηνικής, ελαφρώς πληκτικής αλλά ευτυχισμένης. Η πόλη των παιδικών μου χρόνων, το τοπίο της νεότητάς μου. Και σκέφτηκα: τι παράξενη χώρα στ' αλήθεια… Και τι τύχη για εμάς!
Norvegia felix. Από πολλές απόψεις. Επειδή οικονομικά η χώρα βρίσκεται σε μια κατάσταση σχεδόν οφθαλμαπάτης για πολλές άλλες βιομηχανικές χώρες. Επειδή τη στιγμή που η Ευρώπη αντιμετωπίζει νέες οικονομικές καταιγίδες, στη Νορβηγία ρέουν άφθονα το γάλα και το μέλι. Ή, μάλλον, πετρέλαιο και φυσικό αέριο: εκατομμύρια τόνοι αντλούνται από τον βυθό της θάλασσας, 24 ώρες το 24ωρο. Η Νορβηγία είναι ίσως η μοναδική δυτική χώρα που μπορεί πράγματι να καυχιέται ότι είναι φερέγγυα χωρίς δημόσιο χρέος, ενώ αποταμιεύει χρήματα. Χωρίς να ξεχάσουμε την μακρά δημοκρατική Ιστορία της χώρας, η οποία διακόπηκε μόνο από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Μια τέλεια χώρα λοιπόν; Καθόλου. Συχνά μονότονη και καβγατζού, καμιά φορά λίγο επαρχιώτικη και στενόμυαλη. Σε ό,τι όμως αφορά μια κάποια τέχνη τού ζην σε ένα κράτος δικαίου και ελευθερίας, οι Νορβηγοί - όπως οι άλλοι Σκανδιναβοί - είμαστε υπερήφανοι. Και δικαίως. Μπορεί να μην ανακαλύψαμε τη Δημοκρατία, αλλά της δώσαμε διάρκεια και σταθερότητα. Αυτή είναι η συμβολή μας στην Ιστορία.
Και όλα αυτά, όλες αυτές οι σχεδόν ουτοπικές κατακτήσεις δεν ήταν αρκετά καλές γι' αυτό τον άνθρωπο, του οποίου δεν θέλω να αναφέρω το όνομά του. Που θα ήθελα να ξεχάσω. Θα υπάρξουν κι άλλοι όπως αυτός; Δεν ξέρω. Ανησυχώ και ελπίζω. Σήμερα όμως κλαίω για σένα, μικρή μου χώρα. Πολυαγαπημένη και λίγο πληκτική.
Ο Ερικ Φόσνες Χάνσεν θεωρείται ο σημαντικότερος σύγχρονος συγγραφέας της Νορβηγίας. Στα ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του «Ψαλμοί στο τέλος του ταξιδιού» (Εκδ. Ψυχογιός) και «Ιστορίες από σύμπτωση» (Ελληνικά Γράμματα)

Δεν υπάρχουν σχόλια: