Η πολιτική υπό κατηγορία
Ο ακόλουθος διάλογος μεταξύ του
ιταλού φιλοσόφου Μάσιμο Κατσιάρι και του πολιτικού επιστήμονα Ιλβο
Ντιαμάντι αποτελεί μέρος των εργασιών ενός σεμιναρίου με θέμα την
«Αντιπολιτική», που έγινε στο Πανεπιστήμιο του Ουρμπίνο.
ΝΤΙΑΜΑΝΤΙ: Δεν είναι εύκολο να ορίσουμε ένα φαινόμενο ρευστό και
φευγαλέο, όπως η αντιπολιτική. Η αντιπολιτική είναι μια λέξη που
χρησιμοποιείται σε πολλές περιστάσεις, σε πολλές εκδοχές, με διαφορετικά
νοήματα. Αυτό όμως αντανακλά τη δυσκολία να ορίσουμε σήμερα την
πολιτική. Με άλλα λόγια, σήμερα γίνεται πολύς λόγος για αντιπολιτική,
επειδή είναι υπό αμφισβήτηση το νόημα της πολιτικής και το νόημα της
δημοκρατίας. Η πολιτική για την οποία μιλάμε αναφέρεται συνήθως στην
αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Το «αντιπολιτικό» κλίμα στην κοινή γνώμη
εμπλέκει συνεπώς τους τόπους, τους πρωταγωνιστές, τους θεσμούς της
αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Και πρώτα απ' όλα τα κόμματα. Σε ένα
δεύτερο επίπεδο και ταυτόχρονα, τους ηγέτες και την πολιτική τάξη· την
ηγετική τάξη γενικότερα. Επομένως τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς με την
ευρύτερη έννοια. Κατ' επέκταση, η αντιπολιτική επαναφέρει την
αντιπαράθεση «εμείς» και «εκείνοι». «Εμείς» είμαστε εκείνοι που
βρίσκονται έξω από τους κύκλους της εξουσίας και της αντιπροσώπευσης.
«Εκείνοι» είναι η κάστα. Επειτα, η λέξη αντιπολιτική χρησιμοποιείται και
για να υποδείξει μια σειρά παραγόντων που δρουν στο κοινωνικό πλαίσιο.
Τα πρόσωπα και οι εκφραστές της «αντιπολιτικής αντιπροσώπευσης» είναι
διαφορετικά: κινήματα διαμαρτυρίας, επιτροπές, ομάδες πολιτικών.
ΚΑΤΣΙΑΡΙ: Εγώ θα υιοθετούσα την ιδέα της αντιπολιτικής με τρόπο ριζικό, ως μια φυσιολογική όψη της δημοκρατίας. Η δημοκρατία εμπεριέχει μια κριτική σχέση με την πολιτική. Δεν υπάρχει ισοδυναμία ανάμεσα σε δημοκρατία και πολιτική. Ας ξεκινήσουμε από την κομβική ιδέα της δημοκρατίας, την ιδέα ότι μέσα από τον λόγο μπορεί να επιλύεται η πολιτική σύγκρουση. Η πολιτική όμως είναι ουσιαστικά σύγκρουση. Η αξίωση του δημοκρατικού καθεστώτος έγκειται ακριβώς στο να περιοριστεί η σύγκρουση στη μορφή του συμβολαίου. Είναι όμως «πολιτική» όλα αυτά; Μπορούμε να καταχωρίσουμε σε νομικό συμβόλαιο την πολιτική σχέση; Ιδού γιατί χρειάζεται να πάρουμε στα σοβαρά την αντιπολιτική και να μην τη θεωρούμε μια τυχαία παθολογία. Αυτή μας επιτρέπει να δούμε ένα ουσιώδες όριο του δημοκρατικού λόγου.
ΝΤΙΑΜΑΝΤΙ: Εξάλλου, η αντιπολιτική χρησιμοποιείται με τη σειρά της ως «πολιτικός» λόγος, για να ακολουθεί τις διαθέσεις της κοινωνίας. Ας σκεφτούμε τη Λέγκα του Βορρά ή τον Μπερλουσκόνι, που έχουν υποστηρίξει στο παρελθόν και σήμερα συνεχίζουν να υποστηρίζουν ότι δεν είναι «πολιτικοί», αλλά ότι είναι κάτι άλλο. Επιχειρηματίες, άνθρωποι της κοινωνίας, του Βορρά, που θέλουν να αποδώσουν την εξουσία στους πολίτες. Εχουν ωστόσο γίνει «κόμματα», έχουν μπει στο κοινοβούλιο και στην κυβέρνηση. Εχουν ενσωματωθεί στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Η ρητορική της αντιπολιτικής έχει μπει στην πολιτική αλλά και στην κοινή γλώσσα, συνδεόμενη συχνά με μιαν άλλη έννοια: τον «λαϊκισμό», ο οποίος προτείνει την υπέρβαση των παραδοσιακών μηχανισμών της μεσολάβησης και της αντιπροσώπευσης, παρακάμπτοντας κόμματα και οργανώσεις, για να εγκαθιδρύσει μιαν άμεση σχέση ανάμεσα στον ηγέτη και τον λαό. Οχι μόνον η αντιπολιτική αλλά και ο λαϊκισμός αποτελεί μέρος της δημοκρατίας.
ΚΑΤΣΙΑΡΙ: Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ιδέα που έχουμε για τη δημοκρατία είναι ουσιαστικά εκείνη της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Αλλά, αν το εξετάσουμε προσεκτικά, στην ίδια την έννοια της «δημοκρατικής αντιπροσώπευσης» εμπεριέχεται το αντιπολιτικό στοιχείο. Ας προσπαθήσουμε να στοχαστούμε. Η ιδέα της αντιπροσώπευσης κρύβει ένα παράδοξο: η «τέλεια» αντιπροσώπευση θα ήταν εκείνη που αίρει την ίδια την αντιπροσώπευση. Πράγματι, ποια φαίνεται να είναι η «τέλεια» δημοκρατική μορφή; Εκείνη στην οποία εγώ ταυτίζομαι με αυτόν που με αντιπροσωπεύει. Εκείνη στην οποία ο αντιπρόσωπος αντανακλά τέλεια τις ιδέες αυτού που αντιπροσωπεύει. Σε αυτή την περίπτωση όμως χάνεται η αντιπροσώπευση.
Επειδή η αντιπροσώπευση προϋποθέτει μια διαφορά και μιαν απόσταση ανάμεσα σε αντιπρόσωπο και αντιπροσωπευόμενο. Η ρυθμιστική ιδέα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας προϋποθέτει υποχρεωτικά μιαν ενδογενή κριτική της ίδιας της ιδέας της αντιπροσώπευσης. Με άλλα λόγια, ο homo democraticus ζει με αυτό το παράδοξο: είναι υποχρεωμένος να «αναθέτει» και ταυτόχρονα εκφράζει το αναπαλλοτρίωτο αίτημα για «αυτονομία». Ζει δηλαδή τη διαλεκτική της αντιπροσώπευσης με ένα αίσθημα στέρησης, αλλοτρίωσης. Υπάρχει μια «ευγενής» όψη σε όλα αυτά: εκείνη ακριβώς της ασυγκράτητης επιθυμίας για «αυτονομία». Είναι φανερό ωστόσο το πώς αυτή η επιθυμία σχετίζεται με την αντιπολιτική, νοούμενη με τη ριζοσπαστική της έννοια.
ΝΤΙΑΜΑΝΤΙ: Από την άλλη μεριά είναι δύσκολο να μη βλέπουμε τα ελαττώματα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας του καιρού μας. Ας σκεφτούμε την επιλογή της ηγετικής τάξης, εκείνων δηλαδή που αποφασίζουν στη θέση μας. Μια καλή δημοκρατία εγγυάται σχέση με την κοινωνία και εναλλαγή της πολιτικής τάξης. Δεν νομίζω ότι αυτό συμβαίνει. Αντίθετα, ζούμε μιαν εποχή στην οποία η δημοκρατία φαίνεται να αναπαράγει νεοφεουδαλικά και νεοδυναστικά μοντέλα. Μιαν εποχή στην οποία η πολιτική τάξη υιοθετεί πολλά γνωρίσματα της ολιγαρχίας. Το να διαθέτει κανείς πόρους (η οικογένεια, τα λεφτά, οι σχέσεις με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τα λόμπι) είναι καθοριστικό για την εκλογή του. Από τη «δημοκρατία των κομμάτων» περάσαμε σε μια «προσωπική δημοκρατία». Κάποτε οι ηγέτες ήταν έκφραση ενός κόμματος και ψήφιζες έναν ηγέτη επειδή ήταν επικεφαλής αυτού του κόμματος. Σήμερα, αντίθετα, πριν από τα κόμματα ψηφίζονται οι ηγέτες (...).*
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου