Στο σημείο που βρισκόμαστε σήμερα, καθίστανται σαφή τα διλήμματα της παγκόσμιας αγοράς,
που έχει ενοποιηθεί σε πλανητική κλίμακα. Διότι με αφορμή την πανδημία,
διαπιστώνουμε με τρόπο δραματικό πόσο μοιραίες είναι οι
αλληλοεξαρτήσεις με τις οποίες λειτουργεί ολόκληρη η παγκόσμια
οικονομία. Εάν ο πλούσιος Βορράς δεν καταναλώνει αφθονία φθηνών ρούχων,
τότε οι άνθρωποι που παράγουν τούτο το εμπόρευμα στις νότιες χώρες με τους χαμηλούς μισθούς (οι
οποίοι είναι κυρίως γυναίκες), χάνουν όλα τα απαραίτητα προς το ζην.
Και αν εκείνοι που αρέσκονται πολύ - και έχουν τη δυνατότητα - να
ταξιδεύουν για τουρισμό σε όλο τον πλανήτη (οι Γερμανοί ανήκουν στους
πρωταθλητές αυτού του σπορ) παύσουν να επισκέπτονται τις πιο όμορφες
παραλίες του κόσμου, τότε οι ντόπιοι που απασχολούνται στον τουριστικό
τομέα δεν θα λάβουν επαρκείς μισθούς ώστε να μπορούν να αγοράσουν
γερμανικά ή άλλα ευρωπαϊκά βιομηχανικά προϊόντα. Αυτός είναι ένας ακόμη λόγος για τον οποίο θα αποκαλυφθεί - το αργότερο το φθινόπωρο, όταν πολλές γερμανικές και άλλες ευρωπαϊκές εταιρείες θα αναγκασθούν να υποβάλουν αίτηση πτώχευσης - πόσο τεράστια είναι η οικονομική ζημία η επακόλουθη της πανδημίας.
Ωστόσο, πρέπει ταυτόχρονα να έχουμε υπόψη ότι το περιβάλλον του πλανήτη κινδυνεύει εδώ και πολύ καιρό να «χρεοκοπήσει».
Και υπάρχει μια μεγάλη διαφορά: Εάν η μεταβολή της κλιματικής
ισορροπίας υπερβεί κάποια κρίσιμα σημεία, οι συνέπειες - σε αντίθεση με
ό,τι ισχύει για την οικονομία - θα είναι μη αναστρέψιμες· εάν συμβεί
αυτό, θα είναι αδύνατο να αποτραπεί επιτυχώς η επαπειλούμενη έλευση μιας
εποχής υπερθέρμανσης του πλανήτη. Ακόμα και στην περίπτωση που έχουμε στα
δικά μας μέρη - ή οπουδήποτε αλλού - ένα καλοκαίρι με άφθονες βροχές,
αυτό δεν μπορεί να αλλάξει τίποτε στη μεγάλη εικόνα, εάν την ίδια
στιγμή, στη Σιβηρία, οι αιώνια παγωμένες εκτάσεις εδάφους (permafrost) ξεπαγώνουν όλο και πιο γρήγορα.
Αυτό δείχνει ότι η λογική που δεν λαμβάνει υπόψη και μεταφορτώνει (externalize) στο «αλλού» ή στο «μετά» τα βλαπτικά επακόλουθα της οικονομικής δραστηριότητας, δηλαδή η λογική με την οποία πορευόμαστε εδώ και αιώνες, έχει φτάσει τελικά στα οικολογικά της όρια.
[Κρίση λειτουργικότητας, κρίση αυτοσυνείδησης και εμμονή σε ψευδοκανονικότητες]
Έτσι,
με αφορμή την πανδημία παρατηρούμε ευκρινέστερα την διπλή κρίση του
παγκόσμιου καπιταλιστικού μοντέλου παραγωγής και κατανάλωσης. Πρώτον, βλέπουμε
την κρίση λειτουργικότητας· δηλαδή, τώρα βλέπουμε καθαρά ότι όλοι όσοι
εμπλέκονται, και ως καταναλωτές και ως παραγωγοί, εξαρτώνται σε μεγάλο
βαθμό ο ένας από τον άλλο και η κατάρρευση ή η απόσυρση οποιουδήποτε από
αυτούς τους παράγοντες θέτει σε κίνδυνο ολόκληρο το σύστημα. Σήμερα
έχουμε φθάσει σε μια λογική του παραλόγου: Δεν εργαζόμαστε κατά πρώτο
λόγο για να μπορούμε να καταναλώνουμε, αλλά καταναλώνουμε για να
μπορέσουμε να συνεχίσουμε να εργαζόμαστε, δηλαδή εργαζόμαστε για να
διατηρούμε τον
παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό ενεργό μέσω της κατανάλωσης μας, και
συνεπώς, να διασφαλίζουμε ότι η δική μας θέση εργασίας θα εξακολουθεί να
υπάρχει.
Δεύτερον,
αυτό συναρτάται με την κρίση της προσωπικής μας αυτοκατανόησης, δηλαδή
της εικόνας που έχουμε εμείς οι ίδιοι για τον εαυτό μας. Ποιοι είμαστε
και ποιοι θέλουμε να είμαστε, πέρα από το να ζούμε στον κόσμο τούτο ως
απλοί καταναλωτές; Και μέσα σε τούτο το πλαίσιο, ποια θα ήταν μια σωστή,
βιώσιμη απάντηση στην κρίση;
Σε κάθε περίπτωση, η απάντηση που έδωσε η δική μας ομοσπονδιακή κυβέρνηση ήταν σαφής. Δήλωσε στην κυριολεξία, ότι το πρώτο καθήκον του πολίτη είναι τα ψώνια. «Τώρα, φτου ξανά από την αρχή, αυξάνουμε το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν» («Jetzt wird wieder in die Hände gespuckt, wir steigern das Bruttosozialprodukt»), είπε
ο ομοσπονδιακός υπουργός Οικονομικών Όλαφ Σολτς (Olaf Scholz, SPD),
παραπέμποντας στους στίχους που έκανε επιτυχία πριν σαράντα σχεδόν
χρόνια το μουσικό συγκρότημα του Νέου Γερμανικού Κύματος «Geier Sturzflug». Το μήνυμα είναι σαφές: Πρέπει να βγάλουμε την οικονομία από την κρίση καταναλώνοντας. Με τη βοήθεια επενδύσεων αξίας πολλών δισεκατομμυρίων, που ρίχνονται ως καύσιμο στη μηχανή για να αυξήσουν τις στροφές του εθνικού και ευρωπαϊκού καταναλωτικού κινητήρα, πρέπει και η γερμανική οικονομία να πάρει μπρος. Εν τω μεταξύ, μ' αυτό ακριβώς το επιχείρημα, της κατανάλωσης, αμφισβητήθηκε μέχρι και η υποχρεωτική χρήση της μάσκας, διότι κατά τη γνώμη του ερευνητή της αγοράς, Stephan Grünewald, η μάσκα μειώνει την αγοραστική διάθεση των ανθρώπων και λειτουργεί ως «φρένο στην απληστία» [1]
Μ'
αυτόν τον τρόπο επιχειρούμε να επιστρέψουμε σε μια κανονικότητα, η
οποία στην πραγματικότητα μόνον κανονικότητα δεν είναι. Αντίθετα, ο
καταναλωτισμός ως τρόπος ζωής πρέπει να τεθεί υπό εξέταση και κρίση. Η πανδημία αμφισβητεί ριζικά τον homo consumens και κατά συνέπεια την όλη εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας: Από ποιών πραγμάτων την
κατανάλωση ή χρήση αναγκαστήκαμε να παραιτηθούμε αυτούς τους
τελευταίους μήνες και έτσι καταναλώσαμε λιγότερο; Κι έτσι, τί χάσαμε, τί
στερηθήκαμε, τί μας έλειψε πραγματικά; Επιστρέφει λοιπόν στην ημερήσια διάταξη εκείνο το παλιό ερώτημα, το οποίο, κατά καιρούς, επέσυρε υποψίες για ολοκληρωτισμό: Ποιες είναι πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων - και ποιές είναι απλά και μόνο εμπορευματικά δημιουργήματα, ψευδείς ή τεχνητά κατασκευασμένες; [2]
Το πλανητικό περιβάλλον είναι «συλλογική ιδιοκτησία» & επιβάλλει υποχρεώσεις
Εάν, όπως λέγεται συχνά, θέλουμε
να δούμε την κρίση ως ευκαιρία, σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να
δώσουμε απαντήσεις που δεν θα στέκονται στο ύψος αυτών των ερωτημάτων
που θέτει η πανδημία. Αυτό που αποκαλείται συχνά «καταναλωτής πολίτης», είναι στην πραγματικότητα σχήμα οξύμωρον [Widerspruch in sich, contradictio in adjecto] -
είναι η επιτομή μιας εγωιστικής εξατομίκευσης. Αντίθετα, οφείλουμε να
ανακαλύψουμε εκ νέου την κοινωνική μας ευθύνη. Και μάλιστα, όχι κοινωνική ευθύνη της
μορφής που τώρα προπαγανδίζεται πιεστικά ως καταναλωτικός πατριωτισμός
υπέρ της χώρας του καθενός («κάντε ταξίδια εντός της Γερμανίας!»,
«αγοράστε γερμανικά προϊόντα!»). Αλλά κυρίως ως κοινωνική ευθύνη έναντι
του παγκόσμιου περιβάλλοντος, το οποίο κινδυνεύει να γκρεμιστεί
εξαιτίας του επικρατούντος μοντέλου της δυτικής κατανάλωσης. Όμως εδώ
φαίνεται το κοινωνικο-ψυχολογικό δίλημμα: Σε έρευνες γνώμης, οι άνθρωποι
δηλώνουν διαρκώς την προθυμία τους να ενεργούν οικολογικά. Αλλά την
ίδια στιγμή, ελάχιστοι είναι πρόθυμοι να αλλάξουν στην πράξη την
καταναλωτική συμπεριφορά τους και να την κάνουν βιώσιμη. Αυτός είναι ο
κυριότερος λόγος για τον οποίο, λόγου χάρη, το ποσοστό του βιολογικά
παραγόμενου χοιρινού κρέατος εξακολουθεί να βρίσκεται, όπως και πριν
χρόνια, στο ασήμαντο ύψος του μόλις 1 %. [3]
Στην αρχή της πανδημικής κρίσης, και ακολουθώντας τις απαιτήσεις των επιδημιολόγων, η πρόληψη ανακηρύχθηκε ως το πρώτο καθήκον των πολιτών. Το ίδιο πρέπει να ισχύει και για την κλιματική κρίση. Ως γνωστόν, ο Θεμελιώδης Νόμος
[στη Γερμανία Συντάγματα έχουν οι επιμέρους Ομόσπονδες Χώρες (Länder),
ενώ η Ομοσπονδία έχει τον Θεμελιώδη ή Βασικό Νόμο (Grundgesetz)] λέει
ότι η ιδιοκτησία επιβάλλει υποχρεώσεις στους ιδιοκτήτες. Όμως αυτό,
εκτός από την ιδιωτική μας ιδιοκτησία, αφορά επίσης και τη συλλογική
«ιδιοκτησία» μας, δηλαδή το περιβάλλον του πλανήτη. Και υποχρεώσεις έχουμε πρωτίστως έναντι
αυτού, αφού όλοι εξαρτώμαστε από τη διατήρησή του και από την καλή του
κατάσταση. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο πρέπει να εγκαταλείψουμε τις
εμμονικές πορείες σε παλιά μονοπάτια και να στραφούμε προς κατευθύνσεις
εντελώς νέες.
[Στροφή προς το ολιγαρκέστερο ή εμμονή των καθιερωμένων νοοτροπιών]
Εάν από την πανδημική κρίση προκύπτουν «ευκαιρίες», αυτές συνίστανται στην αναβάθμιση της σημασίας της κοινωνικής πρόνοιας και της περίθαλψης, στην ενδυνάμωση του [οικονομικού και πολιτικού] ρόλου των περιφερειών και στην ανακάλυψη της γεωγραφικής γειτονιάς ως «ζωτικού χώρου». Όμως,
τι θα προκύψει μακροπρόθεσμα εάν, δεδομένης της τεράστιας αύξησης της
εργασίας από το σπίτι, δεν θα χρειάζεται πλέον να πηγαίνουν όλοι ταυτόχρονα στα γραφεία τους; Κατανοούμε το δυνητικό κέρδος σε χρόνο και σε χώρο, εάν τα κέντρα των πόλεων απελευθερωθούν
από μεγάλους αριθμούς αυτοκινήτων; Δεν θα μπορούσαν έτσι να ξαναγίνουν
τόποι κοινωνικής ζωής αντί να είναι αποκλειστικά και μόνον τόποι
εργασίας; Σε κάθε περίπτωση, το δεύτερο αυτοκίνητο, με το οποίο ένα
μέλος της οικογένειας πηγαίνει στη δουλειά του, ήδη έχει γίνει περιττό
για πολλούς. Σε τελευταία ανάλυση, δεν τίθεται το ερώτημα εάν
χρειαζόμαστε γενικά τα ιδιωτικά μέσα ατομικής μετακίνησης; Ή θα συμβεί
το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα; Μήπως άραγε, τα κέντρα των πόλεων θα
γεμίζουν αύριο με αυτοκίνητα ακόμη
πιο ασφυκτικά από σήμερα, επειδή τα ιδιωτικά μέσα μετακίνησης θα
γνωρίσουν μια νέα άνθηση, εξαιτίας του φόβου μετάδοσης του κορωνοϊού
μέσα σε δημόσια μέσα μεταφοράς ασφυκτικά γεμάτα;
Η πανδημία θα μπορούσε πράγματι να σηματοδοτήσει το τέλος μιας εποχής και την αρχή μιας άλλης. Η κρίση έδειξε ότι η στροφή προς το ολιγαρκέστερο είναι πραγματοποιήσιμη. Η αποχή από ορισμένες δραστηριότητες κατανάλωσης - που βλέπουμε να συμβαίνει στην πράξη - είναι, μέχρι στιγμής, η
πιο σημαντική εμπειρία της πανδημικής κρίσης. Και μπορούμε να
φανταστούμε μια περαιτέρω μείωση της κατανάλωσης υλικών αγαθών. Το
γεγονός ότι έχει μειωθεί ο ρόλος της εργασίας για απόκτηση των προς το ζην ως του κέντρου της ζωής, ενώ ταυτόχρονα πέφτει το φράγμα που διαχωρίζει τον οικογενειακό από τον εργασιακό βίο, ήταν, για πολλούς, ένα
μεγάλο κέρδος σε ποιότητα ζωής, παρόλο που προκύπτουν περίπλοκες
καταστάσεις ή επιπλοκές, παρόλο που απαιτεί αυξημένη προσπάθεια (ιδίως
για τους γονείς, με το κλείσιμο των σχολείων).
[Το συστημικό ζήτημα: Oικονομία χωρίς διαρκή μεγέθυνση με πλανητική δικαιοσύνη]
Ωστόσο, αυτός ο νέος τρόπος ζωής που δοκιμάζεται πειραματικά, δεν παρέχει από μόνος του καμιά επαρκή
απάντηση στο συστημικό ζήτημα: Πώς μπορεί να λειτουργήσει μια οικονομία
χωρίς διαρκή μεγέθυνση; Εδώ, η απάντηση στην πανδημία, αλλά και στην
κλιματική κρίση, πρέπει να συνίσταται στο εξής: Επιτέλους, πιο δίκαιες
εμπορικές σχέσεις· να πληρώνουμε δίκαιες τιμές για τα εμπορεύματα που
παράγει και μας πουλά ο πλανητικός Νότος, οι οποίες, ταυτόχρονα, πρέπει
να ομιλούν τη γλώσσα της οικολογικής αλήθειας. Είναι και αυτός ένας
λόγος για τον οποίο πρέπει να πάρουμε αποστάσεις από το παλιό μας
μοντέλο κατανάλωσης. Παρεμπιπτόντως, και προς το δικό μας ιδιαίτερο
συμφέρον: Όσο η δική μας καταναλωτική συμπεριφορά παραμένει το παγκόσμιο
μέτρο όλων των πραγμάτων, δεν θέσουμε ποτέ υπό έλεγχο την κλιματική
κρίσης.
Από την εποχή της αποικιοκρατίας, ο Βορρά του πλανήτη επωφελείται από τις άνισες διεθνείς εμπορικές σχέσεις, τους terms of trade: Ο
Νότος προμηθεύει φτηνές πρώτες ύλες και αγοράζει ακριβά βιομηχανικά
προϊόντα από τον Βορρά. Πρόσφατα προστέθηκε - και αποτελεί ιδιαίτερα
πικρή ειρωνεία της ιστορίας - η εξαγωγή φθηνού κρέατος από το Βορρά προς
το Νότο, πράγμα που καταστρέφει ολόκληρες τοπικές αγορές εμπορευμάτων του Νότου. Το πραγματικό ζητούμενο για ένα αληθινό τέλος της αποικιοκρατίας, είναι, λοιπόν, να σταθούμε επιτέλους με δικαιοσύνη απέναντι στον πλανητικό Νότο, με δίκαιες τιμές και δίκαιες εμπορικές σχέσεις.
[Επιβράδυνση για το μέλλον ή πίσω σε εποχές επιτάχυνσης και σε «οργιώδεις δεκαετίες»;]
Στο τελευταίο του βιβλίο Is It Tomorrow, Yet? [γερμανική μεταφρασμένη έκδοση Ist heute schon morgen? Wie die Pandemie Europa verändert], ο Βούλγαρος πολιτικός επιστήμονας Ιβάν Κράστεφ αναπτύσσει τη θέση ότι η πανδημία - επειδή σ' αυτήν δεν υπάρχουν «συνταρακτικά» γεγονότα
- δύσκολα θ' αφήσει ίχνη στη συλλογική μνήμη. Για να στηρίξει αυτή την
υπόθεση, ως ιστορικό προηγούμενο αναφέρει την Ισπανική Γρίπη [στη δεύτερη δεκαετία του 20ού Αιώνα],
η οποία σκότωσε μέχρι και πέντε φορές περισσότερους ανθρώπους από τον
Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, και παρόλα αυτά είναι ελάχιστα γνωστή σε σχέση με αυτόν.
Ωστόσο, ο Κράστεφ παραβλέπει τη θεμελιώδη διαφορά με την σημερινή
κατάσταση: Η ισπανική γρίπη ακολούθησε αμέσως μετά από έναν Παγκόσμιο
Πόλεμο, ο οποίος ήταν η επιτομή μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης με
δολοφονία πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων· συνακόλουθα, εκείνη η πανδημία
κατέληγε, φαινομενικά, να προκαλεί σχεδόν «φυσιολογικούς» θανάτους.
Αντίθετα, τώρα βιώνουμε - τουλάχιστον στην πλούσια Δυτική Ευρώπη - μια
πανδημία μετά από 75 χρόνια ειρήνης, ως την πρώτη ριζική τομή στην
Δυτική ιστορία καταναλωτισμού και οικονομικής μεγέθυνσης.
Επομένως, το κρίσιμο ερώτημα είναι το εξής: Σε ποιο βαθμό μια τέτοια τομή - που παίρνει τη μορφή μιας εποχής ή μιας ιστορικής στιγμής «ακινητοποίησης» - μπορεί να έχει μακροχρόνια, διατηρήσιμη επίδραση
στις κοινωνικές νοοτροπίες; Τα πιο αποφασιστικά και κρίσιμα γεγονότα
του 20ου Αιώνα ήταν εκείνα της ριζικής επιτάχυνσης, από τους μεγάλους
πολέμους έως και τις ιδεολογικές πολιτισμικές μάχες, από τη δεκαετία του
1930 έως το 1968. Ωστόσο, στον 21ο αιώνα, στόχος πρέπει να είναι, αντίθετα, μια
επιβράδυνση, ένα φρενάρισμα, τόσο των τρόπων σκέψης όσο και της
οικονομίας· μια νέα μορφή του παράγειν και οικονομείν, με τη μορφή μιας
βιώσιμης οικονομίας της σταθερότητας (Steady-state Economy). Ως
κοινωνική υποχρέωση αναδεικνύεται και αποδεικνύεται σήμερα η παραμονή
στον οικείο τόπο και η φροντίδα γι' αυτόν, όχι η κατάκτηση του κόσμου,
είτε στρατιωτικά είτε με μαζικό τουρισμό. Με άλλα λόγια, αυτό που
χρειαζόμαστε σήμερα είναι μάλλον μια βαρετή δεκαετία του 2020 (Boring Twenties) και όχι κάτι σαν τη «Οργιώδη Δεκαετία του 1920» («Roaring Twenties»).
Η
πανδημική κρίση θα μπορούσε να γίνει η αρχή μιας καλύτερης
κανονικότητας. Αλλά για να συμβεί αυτό, ο χρόνος που μας δωρίζεται δεν
πρέπει να πάει χαμένος. Γι' αυτόν τον λόγο πρέπει να αντισταθμίσουμε
τους μηχανισμούς της απώθησης και τις ισχυρές δυνάμεις που μας τραβούν
πίσω στην παλιά «κανονικότητα», με μια διαφορετική, νέα καθοδηγητική
ιδέα για τη ζωή και την κατανάλωση. Όμως, το ποια απάντηση θα δώσουμε
είναι, προς το παρόν, ακόμη ανοιχτό. Ένα μόνον πράγμα είναι βέβαιο: Δεν
θα μας δοθεί ξανά, στο εγγύς μέλλον, άλλη τέτοια δυνατότητα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: