Αναγνώστες

Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

HEINZ RICHTER: Η ΠΟΛΙΤΙΚΉ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΤΗς ΕΛΛΑΔΑΣ :ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ


ΤΟ ΠΗΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ  ΑΡΙΣΤΕΡΗ  ΣΤΡΟΥΘΟΚΑΜΗΛΟ( το πρωτοδιαβασα στο περιοδικο των Ελληνων της Γερμανιας : ΕΞΑΝΤΑΣ )
the books’ jοurnal, Ιούνιος 2012, τ.20                                  

"Οι Ευρωπαίοι δεν κατάλαβαν ότι η απαλλαγή του χρέους και οι ροές οικονομικών πακέτων καταπολεμούσαν μόνο τα συμπτώματα της ελληνικής κρίσης, αλλά όχι την πρωταρχική αιτία. Ότι, δηλαδή, όσο το πελατειακό σύστημα θα έμενε όρθιο, τα ευρωπαϊκά κονδύλια θα διασκορπίζονταν σταθεροποιώντας το παλιό σύστημα". 
Ο Χάιντς Ρίχτερ επειχειρεί μία ιστορική αναδρομή για την εδραίωση του πελατειακού κράτους στην Ελλάδα, στην προσπάθειά του να ερμηνεύσει τις παθογένειες της σύγχρονης κρίσης.
Από τον HEINZ RICHTER*    
Στις 25 Νοεμβρίου 2011 δημοσιεύτηκε στη βερολινέζικη εφημερίδα Tagespiegel η ακόλουθη πρόταση: "Η Ελλάδα είναι πολύ ανατολική, για ν’ ανήκει στην Ευρώπη, και πολύ δυτική, για ν’ ανήκει στην Ανατολή". Τη φράση υπέγραφε ο Έλληνας συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας και αρθρογράφος Δημοσθένης Κούρτοβικ. Μία παρόμοια έκφραση είχε χρησιμοποιήσει το 1943 ο βρετανός διοικητής της στρατιωτικής αποστολής που συνέδραμε τους έλληνες αντιστασιακούς, για να δηλώσει τις αμφιβολίες του ως προς την ελληνική πολιτική: "Οι Έλληνες είναι Ασιάτες. Δεν μπορούμε να τους κρίνουμε με ευρωπαϊκούς όρους". Αλλά και Αμερικανοί που έφτασαν στην Ελλάδα την περίοδο 1948 - 1952, στο πλαίσιο του Σχεδίου Μάρσαλ, χρησιμοποίησαν αντίστοιχες διατυπώσεις. 
Σήμερα οι Έλληνες, χωρίς αμφιβολία, δεν είναι ούτε Ανατολίτες ούτε Ασιάτες. 
Οι δύο παραπάνω εκφράσεις, ωστόσο, αποδεικνύουν εύκολα ότι ανάμεσα στην πολιτική κουλτούρα της Ελλάδας και της Δυτικής Ευρώπης υπάρχουν διαφορές, τις οποίες ο Βρετανός διαισθάνθηκε πριν από 70 χρόνια,  οι Αμερικανοί μία δεκαετία αργότερα και ο έλληνας συγγραφέας πριν από μήνες - χωρίς πάντως να μπορέσουν να τις εκφράσουν με σαφήνεια. Οι διατυπώσεις αυτές αποτελούν απέλπιδες προσπάθειες, για να πλησιάσει κανείς την «ετερότητα» της πολιτικής κουλτούρας, να προβάλει δοκιμασμένα ερμηνευτικά σχήματα στην περίπτωση της Ελλάδας. Η τάση αυτή ήταν το ίδιο εμφανής και στις αντιδράσεις των ευρωπαίων ηγετών, όταν ξέσπασε η ελληνική κρίση στις αρχές του 2010. 
Οι συστάσεις και οι προτάσεις που προέρχονταν από τις Βρυξέλλες, το Παρίσι ή το Βερολίνο έδειχναν ξεκάθαρα ότι κανείς δεν είχε την παραμικρή άποψη για το πώς πραγματικά λειτουργούσε το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Και δεν ήταν μόνο οι πολιτικοί της Δυτικής Ευρώπης που επιδείκνυαν άγνοια, αλλά και τα ΜΜΕ. Ρεαλιστικές και ενημερωμένες εκτιμήσεις για την κατάσταση στην Ελλάδα δεν υπήρξαν. 
Επανερχόμαστε, λοιπόν, στο βασικό ερώτημα: ποιες είναι οι πραγματικές διαφορές μεταξύ της ελληνικής και της ευρωπαϊκής πολιτικής κουλτούρας;

ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΕΥΡΩΠΑΙΟΣ; 

Για να καταλήξει κάποιος σε ένα ασφαλές σημείο αναφοράς, ώστε να αναλύσει και να κρίνει την ελληνική πολιτική κουλτούρα, οφείλει πρώτα ...
να θέσει το ερώτημα για το «τι συνιστά έναν Ευρωπαίο». Ο γνωστός ισπανός φιλόσοφος Ορτέγκα Υ Γκασέτ είχε πει ήδη το 1930 ότι με μια πρώτη ματιά οι Ευρωπαίοι διαφέρουν μεταξύ τους. Όταν, όμως, παρατηρήσει κανείς από κοντά τις κοινωνικές τους θεωρίες, τα συστήματα αξιών και τους πολιτικούς σκοπούς, αντιλαμβάνεται εύκολα ότι τα περισσότερα από αυτά τα στοιχεία προέρχονται από την κοινή ευρωπαϊκή κοίτη και μόνο λίγα ανήκουν ειδικά σε ένα έθνος. 
Η βάση της ευρωπαϊκότητας –συνεχίζει ο Γκασέτ– είναι αυτό το ιδιότυπο μείγμα ελληνορωμαϊκής φιλοσοφίας, ιουδαιοχριστιανικής θρησκείας και αραβοϊσλαμικών επιρροών, τις οποίες τα τελευταία χρόνια ανακαλύπτουμε διστακτικά.

Αυτά τα στοιχεία διαμόρφωσαν τις εθνικές, θρησκευτικές, δικαιικές και πολιτιστικές αναπαραστάσεις της Ευρώπης. Κατά την Αναγέννηση η επιρροή αυτών των στοιχείων ενισχύθηκε και οδήγησε, εκτός άλλων, στη Μεταρρύθμιση. Η ομολογιοποίηση της πολιτικής (σ.σ: η αναφορά της τελευταίας, δηλαδή, στη θρησκευτική σφαίρα) είχε ως αποτέλεσμα ένα αντι-κίνημα, που επικεντρώθηκε στην ατομικότητα της ανθρώπινης ζωής. Ο καλβινισμός έφερε νέες ηθικές αξίες στην κοινωνία, οι οποίες έθεσαν τις προϋποθέσεις για την ανάδειξη μιας νέας ελίτ: της αστικής τάξης. Η μεσαιωνική φεουδαρχική οργάνωση με τις αποκεντρωμένες δομές εξουσίας δεν μπορούσε πλέον να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις για μεγαλύτερες οικονομικές μονάδες.
Έτσι προέκυψε μία επανάσταση εκ των άνω, που έφερε τον μοναρχικό απολυταρχισμό. Η πολιτική έγινε περισσότερο ορθολογική και η κρατική διοίκηση πιο αποτελεσματική.
Ο Διαφωτισμός και η Γαλλική Επανάσταση αναγνώρισαν τα ανθρώπινα δικαιώματα σε παγκόσμιο επίπεδο. Η ιδέα του Ρουσσώ για ένα εθνικό κράτος, το οποίο θα βασιζόταν στην έννοια της λαϊκής κυριαρχίας, την ελευθερία και το δίκαιο του ατόμου και, επιπροσθέτως, θα είχε μερίδιο στην άσκηση της εξουσίας, ενσωματώθηκε στα συστατικά υλικά της ευρωπαϊκής πολιτικής σκέψης. Την ίδια περίπου περίοδο αναδύθηκαν πολιτικές έννοιες, όπως ο φιλελευθερισμός, ο σοσιαλισμός, ο συντηρητισμός και ο εθνικισμός, οι οποίες ιδεολογικοποίησαν την πολιτική. Η αντίθεση Αριστερά - Δεξιά μετατράπηκε σε ένα αποδεκτό πολιτικό μοντέλο και ο πλουραλισμός, βασικό χαρακτηριστικό της ευρωπαϊκής πολιτικής κουλτούρας. Η ιδέα της πολυπολιτισμικότητας έγινε ένα ακόμη σύμβολο της Ευρώπης (παρά το γεγονός ότι πρόσφατα η γερμανίδα καγκελάριος την χαρακτήρισε νε- κρή). 
Για έναν εξωτερικό παρατηρητή, η ευρωπαϊκή κουλτούρα της Ευρώπης (παρά τα επιμέρους εθνικά συμφέροντα) φαίνεται πολύ ομογενοποιημένη. Μόνο εμείς, που την κρίνουμε εκ των έσω, αναγνωρίζουμε τις διαφορετικές αποχρώσεις που δεν είναι ορατές για έναν εξωτερικό παρατηρητή.
Η διαδικασία που οδήγησε σ’ αυτό το αποτέλεσμα είχε ξεκινήσει στο τέλος του 15ου αιώνα και μέσα στα επόμενα 300 χρόνια διαμορφώθηκαν τα βασικά χαρακτηριστικά της. Ήταν, όμως, μια διαδικασία που απαντά μόνο στη Δυτική και στην Κεντρική Ευρώπη. Οι μετανάστες ήταν που πήραν μαζί τους εκείνες τις ιδέες στη Βόρειο Αμερική και τις ανέπτυξαν περαιτέρω.
Στην Ανατολική Ευρώπη, εκτός από την αυτοκρατορία των Αψβούργων, οι ιδέες αυτές δεν βρήκαν ποτέ έδαφος, όπως είναι εμφανές στις περιπτώσεις της Λευκορωσίας ή της Ουκρανίας. Η νότια Ευρώπη, με την εξαίρεση της αυστροουγγρικής μοναρχίας, έμεινε επίσης έξω από τις εξελίξεις.
Η ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ  ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Όπως ήδη προαναφέρθηκε, βασικά στοιχεία της πολιτικής σκέψης ενός σύγχρονου Ευρωπαίου προέρχονται από την αρχαία Ελλάδα. 
Μια ενδιαφέρουσα παρατήpηση, ωστόσο, είναι ότι οι Έλληνες δεν ανέπτυξαν ποτέ μία έννοια που να αντιστοιχεί πλήρως στη ρωμαϊκή «res publica». 
Για τις αιτίες αρκεί κανείς να πει σ’ αυτό το σημείο ότι τόσο στην αρχαία όσο και στη νέα ελληνική γλώσσα δεν υπάρχει καμία αντιστοιχία στην έννοια «Republik» (σ.σ: εννοείται η αβασίλευτη δημοκρατία). Στα νέα ελληνικά η «δημοκρατία» περιλαμβάνει το πολίτευμα και την πολιτεία. Εάν κανείς θέλει να αντιπαραβάλει τη μοναρχία, κάνει λόγο για την αβασίλευτη δημοκρατία. Η ελληνική γλώσσα είναι ως προς αυτό η μοναδική στην Ευρώπη στην οποία η λέξη «Republik» δεν υφίσταται ως γλωσσικό δάνειο.
Μετά τη συρρίκνωση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στο ανατολικό της άκρο, τα δύο τμήματα της Ευρώπης απομακρύνθηκαν το ένα από το άλλο. Το δυτικό έζησε στη συνέχεια μια πολιτιστική οπισθοδρόμηση του Πρώιμου και Μέσου μεσαίωνα. Ύστερα από την ανάδυση του Ύστερου Μεσαίωνα, ακολούθησε η διάσταση του αυτοκράτορα από τον πάπα. Τα γεγονότα αυτά η Ελλάδα, τμήμα τότε της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, δεν τα έζησε. 
Και ακριβώς την εποχή που στη Δύση ξεκινούσαν οι νεότεροι χρόνοι και η «παλινόρθωση» της Ευρώπης, οι Οθωμανοί καταλάμβαναν τη βυζαντινή αυτοκρατορία. Το 1453 έπεσε η Κωνσταντινούπολη. Η οθωμανική κυριαρχία διήρκεσε σε μεγάλα τμήματα της Ελλάδας και των Βαλκανίων μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Εάν κάποιος θα ήθελε να χρησιμοποιήσει μια παρομοίωση, αυτό το τμήμα της Ευρώπης κρύφτηκε στα τέλη του 15ου αιώνα πίσω από ένα είδος σιδηρού παραπετάσματος. 
Ως οθωμανικές περιφέρειες, τα ευρωπαϊκά αυτά εδάφη δεν πήραν μέρος στις ιστορικές εξελίξεις:
Αναγέννηση, Μεταρρύθμιση, Αντι-μεταρρύθμιση, απολυταρχισμός, ορθολογισμός, Διαφωτισμός και αστική επανάσταση. Για περίπου 400 χρόνια ο χρόνος εκεί ήταν «παγωμένος».
Κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κατοχής –αλλού 400 αλλού 300 χρόνια– έλαβαν χώρα βαθιές αλλαγές στα βαλκανικά εδάφη. Ένα από τα πρώτα μέτρα του νέου κυρίαρχου ήταν η εξαφάνιση της μέχρι τότε ολιγαρχίας, των αριστοκρατών δηλαδή, που θα μπορούσαν να ηγηθούν επαναστατικών κινήσεων. Κατά τ’ άλλα,έμειναν στις θέσεις τους οι εκλεγμένοι τοπικοί άρχοντες, οι λεγόμενοι «μουχτάρηδες» (κοτζαμπάσηδες), που εκπροσωπούσαν την οθωμανική διοίκηση. 
Με αυτόν τον τρόπο είχαν μια διπλή ιδιότητα: ηγέτες και προστάτες του τοπικού πληθυσμού, αλλά και υποκείμενα της οθωμανικής καταπίεσης, όταν κάτι πήγαινε στραβά στον τομέα ευθύνης τους. Ως ηγέτες κέρδιζαν γόητρο και δύναμη στα μάτια των υπηκόων. Σε αντιστάθμισμα απαιτούσαν νομιμοφροσύνη και υπακοή. 
Οι Οθωμανοί συνήθιζαν να ανταμείβουν ακριβά τις προσφερόμενες υπηρεσίες, οπότε οι τοπικοί προύχοντες κέρδισαν με τον καιρό πολλά χρήματα κι έφτασαν να γίνουν δανειστές για τους υπολοίπους. Αυτή η τελευταία επικερδής δραστηριότητα –συνηθιζόταν ακόμη και 30% τόκος–, που μόνο έντιμη και αλτρουιστική δεν ήταν, οδήγησε σε μία διαρκώς αυξανόμενη σχέση εξάρτησης των χωρικών με τον πάτρονά τους. 
Ήταν εξαπλωμένη σε όλη την αυτοκρατορία κι έμεινε γνωστή ως «σύστημα των μουχτάρηδων». Πρόκειται για την ιστορική πηγή του σημερινού συστήματος πελατείας. 
Μία ακόμη πτυχή της πολιτικής κουλτούρας είναι η σχέση εκκλησίας και κράτους. Ενώ στη Δυτική Ευρώπη η πολιτική επιρροή της εκκλησίας τους περασμένους πέντε αιώνες μειωνόταν δραστικά και ο διαχωρισμός εκκλησίας και κράτους εμπεδωνόταν σταδιακά, στην Ελλάδα παρατηρήθηκε η αντίστροφη εξέλιξη. 
Η επιρροή της ορθόδοξης εκκλησίας αυξανόταν, επειδή κατά την οθωμανική περίοδο συνέβαλε στην διαφύλαξη της ελληνικής ταυτότητας. Η εκκλησία, εξάλλου, αποτελούσε, βάσει του συστήματος των μιλιέτ (διαχωρισμός της επικράτειας ανάλογα με το θρήσκευμα) πυλώνα της οθωμανικής κυριαρχίας, ως φοροσυλλέκτης της Υψηλής Πύλης.
Ακόμη και μετά τη συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους ο κλήρος έγινε συνώνυμο της στενής συνεργασίας με την εκάστοτε εξουσία –μέχρι σήμερα. Η εκκοσμίκευση της εκκλησιαστικής εξουσίας δεν υπήρξε ποτέ, όπως στη Δυτική Ευρώπη των αρχών του 19ου αιώνα. 
Η οθωμανική κατοχή, που σε ορισμένα τμήματα της Ελλάδας διήρκεσε πάνω από 400 χρόνια, είχε ως αποτέλεσμα οι Έλληνες να βιώσουν το κράτος μόνον σαν εκμεταλλευτή. 
Καθώς στη Δυτική Ευρώπη εδραιωνόταν μία αστική τάξη γεμάτη αυτοπεποίθηση που αισθανόταν το κράτος ως τη μοναδική πηγή εξουσίας, για τους Έλληνες η ίδια έννοια ήταν εχθρική – κάτι στο οποίο πρέπει κανείς να αντιτίθεται και να το μισεί. Η φοροδιαφυγή και η κλοπή κρατικής περιουσίας ήταν χαρακτηριστικές αντιδράσεις.
Αυτή η διάθεση απέναντι στο κράτος μετατράπηκε σε παράδοση, οι συνέπειες της οποίας εντοπίζονται μέχρι σήμερα.

Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΠΕΛΑΤΕΙΑΚΟΥ  ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ 

Όταν ξεκίνησε ο απελευθερωτικός πόλεμος το 1821, οι μόνοι ολοκληρωμένοι πυρήνες για την πολιτική οργάνωσή του ήταν οι πελατειακές δομές του συστήματος των μιλιέτ και των μουχτάρηδων. Στη διάρκεια των αναμετρήσεων οι μουχτάρηδες δικτυώθηκαν σε οριζόντιο επίπεδο και αναπτύχτηκαν σε κάθετες δομές, έτσι ώστε στο τέλος να προκύψουν πυραμιδοειδή δίκτυα. Το ότι, κατά κανόνα, οι προύχοντες δεν πήραν μέρος σε στρατιωτικές επιχειρήσεις εξηγείται από τη δράση των κλεφτών, οι οποίοι ξέφευγαν από τον οθωμανικό έλεγχο κρυμμένοι στα βουνά.
Όταν ήρθε η ανεξαρτησία, υπήρχε μία ηγετική ελίτ που ήταν οργανωμένη πάνω στο πελατειακό σύστημα και διατήρησε την παράδοση των κλεφτών, ώστε να συνεχίζει τις ίδιες επικερδείς δραστηριότητες με άλλα μέσα.
Ήταν αυτό το σύστημα που μεταμορφώθηκε σε κυβερνητικό, όταν ο βασιλιάς Όθωνας του οίκου Βίτελσμπαχ έφτασε στην Ελλάδα με δεκάδες βαυαρούς διοικητικούς υπαλλήλους. Τα πράγματα έδειξαν τότε ότι δεν μπορούσε να κυβερνήσει με αυτούς. Έπρεπε να προσφύγει στα πελατειακά δίκτυα και να υποβιβάσει τους δικούς του. Με αυτόν τον τρόπο οι πάτρονες κέρδισαν πρόσβαση στα κρατικά πόστα. Και κάπως έτσι άλλαξε η μορφή τού μέχρι τότε πελατειακού συστήματος.
Ώς εκείνο το σημείο η παραδοσιακή σχέση μεταξύ του πάτρονα και του πελάτη βασιζόταν στην αποδοχή των υπηκόων ότι ήταν θύματα ενός προστάτη - τοκογλύφου. Και οι δύο είχαν να κερδίσουν κάτι. 
Τώρα, όμως, το πελατειακό σύστημα μετατρεπόταν σε μέσο εξαναγκασμού, ώστε ο ιδιώτης να βρει τη θέση του μέσα στην κοινωνία. 
Οι πάτρονες άρχισαν να αναμειγνύονται στην πολιτική και να συνειδητοποιούν ότι το σύστημα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για πολιτικούς σκοπούς. Οι προστάτες χρησιμοποιούσαν τις θέσεις και τη δύναμή τους, για να κάνουν εξυπηρετήσεις στους πελάτες τους, «ρουσφέτια». Γι’ αυτό και χρησιμοποιούσαν κλεμμένα κρατικά χρήματα ή προξένευαν θέσεις στη διοίκηση. Ως ανταμοιβή περίμεναν ότι οι «πελάτες» τους θα τους βοηθούσαν στις επόμενες εκλογές.
Το πρώτο νεοελληνικό κράτος είχε δημοκρατικό πολίτευμα, γεγονός που δεν ταίριαζε με το μετα- ναπολεόντειο πολιτικό σκηνικό της Παλινόρθωσης. Γι’ αυτό και η Ελλάδα απέκτησε μονάρχη. 
Ο βασιλιάς επιβλήθηκε με την εύνοια των Μεγάλων Δυνάμεων και η Ελλάδα έγινε κράτος - πελάτης τους. Οι Δυνάμεις ασκούσαν την επιρροή τους στο κράτος, ώστε αυτό να ελέγχει αποτελεσματικά τους υπηκόους του. Οι τελευταίοι ήταν οργανωμένοι σε διάφορα «κόμματα», τα οποία στην πραγματικότητα ήταν πελατειακά δίκτυα. Υπήρχαν τρία τέτοια: το ρωσικό, το αγγλικό και το γαλλικό. Το 1862, η Μεγάλη Βρετανία επέβαλε μία νέα δυναστεία και στο εξής οι έλληνες μονάρχες ήσαν βρετανοί αντιβασιλείς και η Ελλάδα βρετανικό προτεκτοράτο. Ήταν η εποχή που οι Έλληνες μονάρχες και πολιτικοί ακολουθούσαν το αξίωμα «τι θέλει ο ξένος παράγοντας» (σ.σ: με greeklish στο πρωτότυπο). Όταν ένας βασιλιάς, όπως ο Κωνσταντίνος Α’, προσπάθησε κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο να αποδεσμευτεί από την εξάρτηση της Μεγάλης Βρετανίας, η προστάτις δύναμη παρενέβη και ο βασιλιάς έχασε τον θρόνο του.
Όταν οι Έλληνες προσπάθησαν να φέρουν τη δημοκρατία μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, ο Τσώρτσιλ φρόντισε για την παλινόρθωση της μοναρχίας με βίαιο τρόπο. 
Μέχρι την επιστροφή του μονάρχη το φθινόπωρο του 1946, το «βρετανικό προτεκτοράτο» Ελλάδα διοικούνταν μέσω ενός «Υψηλού Επιτρόπου», δηλαδή του βρετανού πρέσβη, όπως φαίνεται στα αρχεία του Foreign Office. Στο τέλος του 1946, η Μεγάλη Βρετανία δεν μπορούσε πλέον να ασκήσει τον παραδοσιακό της ρόλο ως προστάτιδος της Ελλάδας για οικονομικούς λόγους και η προστασία πέρασε στους Αμερικανούς μέσω του Δόγματος Τρούμαν – μια μορφή «μετάβασης της εξουσίας» (translation imperii). 
Από τότε μέχρι το 1974 η Ελλάδα ήταν ένα κράτος - πελάτης της Αμερικής. Μόνο μετά την εισβολή στην Κύπρο στην οποία οδήγησε το πραξικόπημα της ελληνικής χούντας εναντίον του Μακαρίου τελείωσε αυτή η πελατειακή σχέση. Για πρώτη φορά στη σύγχρονη εποχή η Ελλάδα ήταν ένα πραγματικά ανεξάρτητο κράτος. Η Κύπρος πλήρωσε βέβαια το λογαριασμό, με την έννοια ότι χωρίστηκε στα δύο.
Το 1862, όταν η Μεγάλη Βρετανία ήταν η μοναδική προστάτις δύναμη, άλλαξε τον χαρακτήρα των ελληνικών «κομμάτων». Τότε δημιουργήθηκαν δύο πολιτικοί σχηματισμοί, ένας φιλελεύθερος και ένας συντηρητικός. Στην πραγματικότητα, βέβαια, τίποτε δεν άλλαξε ως προς την πελατειακή τους λειτουργία. 
Εξωτερικά έμοιαζαν με ένα φιλελεύθερο και με ένα συντηρητικό κόμμα – στην πραγματικότητα ήταν δύο δίκτυα που βασίζονταν σε ένα εξεζητημένο σύστημα ευνοιoκρατίας, νεποτισμού και ρουσφετιών. 
Το κράτος ήταν αντικείμενο εκμετάλλευσης για τον εκάστοτε ηγέτη στην πυραμίδα του πελατειακού συστήματος. Θεσιθήρες, προστασία, διαφθορά και το γνωστό από την αμερικανική ιστορία «Spoils system» (σ.σ: η απόδοση κυβερνητικών θέσεων σε οπαδούς που εργάστηκαν για την επικράτηση ενός κόμματος) διαπερνούσαν την κρατική διοίκηση, το σύστημα δικαιοσύνης και το στρατό. 
Η εξαγορά συνειδήσεων κατά τις εκλογικές αναμετρήσεις και η νοθεία ήταν συχνές πολιτικές πρακτικές. Στο τέλος του 19ου αιώνα ένας έλληνας βουλευτής χαρακτήρισε αυτό το σύστημα «πολιτικό νταβατζιλίκι».

ΠΕΛΑΤΕΙΑΚΑ ΚΟΜΜΑΤΑ

Τα πολιτικά κόμματα που προέκυψαν από αυτό το σύστημα ακόμη και τον 20ό αιώνα δεν είχαν κάτι κοινό με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά, εκτός του ότι ονομάζονταν κόμματα. Προγράμματα, οργάνωση και συνεδριάσεις ήταν έννοιες άγνωστες, το ίδιο και η διαμόρφωση της ενδοκομματικής βούλησης από κάτω προς τα πάνω, μέσα από το διάλογο με τα μέλη. 
Το κόμμα ήταν η πελατεία του αρχηγού και των μεγαλοστελεχών του.
Ώς τη δεκαετία του 1990 οι αρχηγοί αποφάσιζαν με απόλυτη κυριαρχία για την προβλεπόμενη πορεία του κόμματος. Μόνο στη συνέχεια μετατοπίστηκε το κέντρο βάρους προς τα υψηλόβαθμα στελέχη, όπως δείχνουν για το ΠΑΣΟΚ οι περιπτώσεις του Σημίτη και του Γιώργου Παπανδρέου. 
Οι συγκρούσεις εντός του ίδιου κόμματος δεν επιλύονταν με διάλογο και συμβιβασμούς, αλλά οι «αντιρρησίες» απομακρύνονταν μαζί με το δικό τους πελατειακό υποσύστημα για να χτίσουν μία άλλη πυραμίδα. Η κομματική πίστη ήταν απαραίτητο στοιχείο για την επιτυχία του αρχηγού: από αυτήν εξαρτιόταν τι είδους ρουσφέτια θα παραχωρήσει στην πελατεία του.
Οι εναλλαγές στην εξουσία προέκυπταν συχνά, επειδή τμήματα της εκλογικής πελατείας απέσυραν την προτίμησή τους για χάρη ενός άλλου αρχηγού κόμματος. Ο έλληνας ψηφοφόρος φερόταν με χαρακτηριστική συνέπεια: δεν ψήφιζε υπέρ ενός κόμματος, αλλά εις βάρος εκείνου που στην προηγούμενη θητεία δεν του είχε παραχωρήσει τα απαιτούμενα ρουσφέτια. 
Μόνο τα κόμματα που επανέρχονταν κάθε τόσο στην κυβέρνηση και έτσι μπορούσαν να έχουν πρόσβαση στους κρατικούς πόρους ήταν αποτελεσματικά σε ένα τέτοιο σύστημα. Κόμματα που δεν είχαν τέτοια πρόσβαση δεν ήταν τόσο πετυχημένα και παρέμειναν μκρά. Αυτό ίσχυσε για το Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΕ), το οποίο δεν ξεπερνούσε συνήθως το 5%. 
Ανάμεσα στα υπόλοιπα μικρά κόμματα, ωστόσο, υπάρχουν προγραμματικές θέσεις που πλησιάζουν τα ευρωπαϊκά πρότυπα, αλλά μέσα σ’ ένα πελατειακό σύστημα δεν είχαν καμία πιθανότητα επιτυχίας.
Το πελατειακό σύστημα ρίζωσε τόσο γερά στην πολιτική κουλτούρα αυτής της περιοχής, ώστε ήταν σε θέση να επηρεάζει ακόμη και τις μεγαλύτερες ιδεολογίες του 20ού αιώνα. 
Ο φασισμός στα Βαλκάνια ήταν ένας «πελατειακός φασισμός».
Ο έλληνας φασίστας δικτάτορας Μεταξάς διατυμπάνιζε με περηφάνεια ότι δεν χρειαζόταν κανένα μαζικό κίνημα, επειδή το κόμμα του μπορούσε να είναι το σύνολο του λαού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο συνέτριψε τα παλιά πελατειακά δίκτυα και έστρεψε τα απομεινάρια τους προς τον εαυτό του. Με εκείνον αρχηγό, υπήρχε μόνο μία πελατεία.
Η κατασκευή ενός φασιστικού μαζικού κινήματος, όπως στη Γερμανία ή την Ιταλία, κατέστη απαγορευτική για το ελληνικό σύστημα.
Μόνο όταν κάποιος συνδέσει την ανάλυση των φασιστικών δογμάτων στα Βαλκάνια με το πελατειακό σύστημα, μπορεί να ανιχνεύσει το πραγματικό πρόσωπο αυτών των δικτατοριών του 1930. Επρόκειτο για συστήματα με χαρακτηριστικά φασισμού και ευνοιοκρατίας. Το ίδιο ισχύει και για τις κομμουνιστικές δικτατορίες στα Βαλκάνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το καθεστώς του Τσαουσέσκου είχε τόσο ξεκάθαρες πελατειακές δομές, ώστε κανείς να μιλάει για «πελατειακό κομμουνισμό».
Μία επιπλέον πτυχή του πελατειακού κράτους είναι η ντε φάκτο φοροαπαλλαγή των πλουσίων. Η πολιτική και οικονομική ολιγαρχία πασχίζει, ώστε το σύνολο των ελίτ να απαλλάσσονται από φόρους.
Τα κρατικά έσοδα προέρχονταν σε μεγάλο μέρος από έμμεσους φόρους και κρατήσεις μισθών, τις οποίες πλήρωναν οι κατώτερες τάξεις. Ποτέ, εξ άλλου, δεν επήλθε πλήρης εκβιομηχάνιση, όπως στη Δυτική Ευρώπη. 
Η γεωργία, ο τουρισμός, το εμπόριο και η ναυτιλία αντιμετώπιζαν ανέκαθεν οικονομικά εμπόδια. Το αποτέλεσμα ήταν η διαχρονική έλλειψη θέσεων εργασίας, γεγονός που στο πρόσφατο παρελθόν οδήγησε στη μετανάστευση. 
Για να «δέσει» την πελατεία του το εκάστοτε κυβερνών κόμμα φρόντιζε να βρίσκει δουλειές στο Δημόσιο, το οποίο συν τω χρόνω διογκωνόταν. Σήμερα ένας στους τέσσερις εργαζόμενους απασχολείται στον δημόσιο τομέα. Η πιεστική ανάγκη για απολύσεις σε μεγάλο βαθμό είχε πάντοτε πολιτικό κόστος για τα κόμματα, γι’ αυτό και μονίμως απορριπτόταν.
Η διογκωμένη κρατική μηχανή, βέβαια, είχε συνέπεια υψηλές κρατικές δαπάνες. Αυτές προέρχονταν από ιδιορρυθμίες του πολιτικού συστήματος, αλλά και του εξωτερικού περιβάλλοντος, και οδήγησαν αρκετές φορές στην κρατική χρεοκοπία, όπως το 1895. Η Ελλάδα είχε φτάσει τότε σε τέτοιο σημείο, ώστε τέθηκε υπό ευρωπαϊκή οικονομική εποπτεία. 
Η ελληνική ηγεσία, ωστόσο, γνώριζε ότι η προστάτις δύναμη Μεγάλη Βρετανία θα την έσωζε και πάλι από την πλήρη κατάπτωση, επειδή χρειαζόταν τη συμμετοχή της Ελλάδας για τη διαφύλαξη της «γραμμής της ζωής» στη Μεσόγειο (σ.σ: οι θαλάσσιες διαδρομές που συνέδεαν την Αγγλία με τις κτήσεις της).

Όταν το 1948-9 ακολούθησε η επόμενη μεγάλη πτώχευση, αναδύθηκε η νέα προστάτις, οι ΗΠΑ,κι  έσωσε τη χώρα. Σ’ αυτή την περίπτωση ο περίφημος κομμουνιστικός κίνδυνος λειτούργησε σαν πρόσχημα. 
Το πάθημα από αυτές τις χρεοκοπίες δεν έγινε μάθημα για την ελληνική ολιγαρχία, ώστε να διαχειρίζεται τα οικονομικά με μεγαλύτερη προσοχή. Ακριβώς το αντίθετο: της έγινε πεποίθηση ότι η εκάστοτε προστάτις δύναμη δεν θα αφήσει την Ελλάδα να καταπέσει, οπότε ο τρόπος φορολογίας απλώς συνεχιζόταν. Κατ’ αυτή την έννοια, η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα ήταν μία επιπλέον εγγύηση.
ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΟΥ  ΠΕΛΑΤΕΙΑΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Το ελληνικό πελατειακό σύστημα επιβίωσε ύστερα ακόμη και από εθνικές καταστροφές, όπως ο χαμένος πόλεμος εναντίον των Τούρκων το 1921-22, όταν 1,5 εκατομμύριο πρόσφυγες συνέρρευσαν στην Ελλάδα, η οποία τότε είχε πληθυσμό μόλις 6 εκατομμυρίων.
Το πελατειακό δίκτυο των Φιλελευθέρων του Βενιζέλου ήταν αρκετά ισχυρό, ώστε να απορροφήσει το πρώτο σοκ και να μετατρέψει τους νέους αστούς στην πελατεία του Ελευθερίου Βενιζέλου. Κάπως έτσι το πελατειακό σύστημα αναδύθηκε πιο ισχυρό μετά τη λεγόμενη Μικρασιατική Καταστροφή.
Τον 20ό αιώνα μόνο μία ευκαιρία υπήρξε για να ξεπεράσει κανείς αυτό το σύστημα: το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Όπως έχω ήδη αναφέρει, ο Μεταξάς είχε χτυπήσει τα παλαιότερα πελατειακά δίκτυα. Και επειδή κατά τη διάρκεια της Κατοχής το ελιξίριο ζωής για το πελατειακό σύστημα, δηλαδή τα κρατικά κονδύλια, δεν υπήρχαν πλέον, οι παλιές πολιτικές δομές είχαν χάσει την αξία τους. 
Ο πληθυσμός απομακρύνθηκε από τα παλιά κόμματα και κατευθύνθηκε προς τις δυνάμεις που απελευθέρωσε η αριστερή αντίσταση και ήθελαν να ξαναχτίσουν την Ελλάδα απ’ την αρχή. 
Οι δυνάμεις αυτές περιλάμβαναν όλα τα προοδευτικά στοιχεία της κοινωνίας, από τους φιλελεύθερους ώς τους κομμουνιστές. Στον ορίζοντα διαφαινόταν μία μεταπολεμική δημοκρατία με πολιτικές δομές, παρόμοιες με τις ευρωπαϊκές. Ήταν δίκαιο να περιμένει κανείς ότι το παραδοσιακό πελατειακό σύστημα θα εξαφανιζόταν.
Κι όμως, τα πράγματα έγιναν διαφορετικά. Στο νέο κράτος είχε τελειώσει ακόμη και η σχέση εξάρτησης με τη Μεγάλη Βρετανία. Η Ελλάδα θα μπορούσε να γίνει ένας ισότιμος εταίρος. Για τον Τσώρτσιλ κάτι τέτοιο ήταν αδιανόητο. Για εκείνον η μοναδική εγγύηση ότι η Ελλάδα θα ακολουθούσε φιλοβρετανική πορεία μετά τον πόλεμο ήταν ο βασιλιάς. Γι’ αυτό και έπρεπε να επιστρέψει η μοναρχία.
Το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων δεν την ήθελε και η Αντίσταση αντιδρούσε στην ιδέα, υποχρέωσε τον Τσώρτσιλ να φέρει τον βασιλιά μέσω της βίαιης οδού. 
Για να νομιμοποιήσει ηθικά μια επικείμενη στρατιωτική επέμβαση, ανέσυρε την κομμουνιστική απειλή. Τον Οκτώβριο του 1944 «κλείδωσε» την επέμβαση ύστερα από την περιβόητη «συμφωνία των ποσοστών» με τον Στάλιν και τον Δεκέμβριο ακολούθησε η ένοπλη σύρραξη. 
Η Συμφωνία της Βάρκιζας, ύστερα από τέσσερις εβδομάδες μαχών, ήταν ένας δίκαιος συμβιβασμός. Η ελληνική Δεξιά, ωστόσο, αθέτησε τους όρους της με τη σιωπηλή έγκριση των Βρετανών. Το αποτέλεσμα ήταν η αναζωογόννηση του πελατειακού συστήματος και ο εμφύλιος πόλεμος που κράτησε ώς το 1949. 
Το ελληνικό κράτος εκείνης της περιόδου κυβερνήθηκε από το συντηρητικό πελατειακό κόμμα υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, που ονομαζόταν ΕΡΕ (Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση). Το αντίπαλό πελατειακό κόμμα υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου ήταν η Ένωση Κέντρου, ένα είδος μετεξέλιξης των Φιλελευθέρων της προπολεμικής περιόδου. 
Ακόμη κι όταν ο Παπανδρέου ήρθε στην εξουσία για λιγότερα χρόνια, τίποτε δεν άλλαξε στο πελατειακό σύστημα. Και η μόνη αλλαγή που έφερε η στρατιωτική χούντα στη συνέχεια ήταν ότι, τώρα, οι στρατιωτικοί και οι πελάτες τους θα ήταν αποδέκτες προνομίων, και όχι η πολιτική ολιγαρχία. 
Στη διάρκεια της δικτατορίας ξεκίνησε ένας έντονος διάλογος από τους εξόριστους Έλληνες της Ευρώπης για την υπέρβαση του πελατειακού συστήματος. Σύντομα ήταν όλοι σύμφωνοι ότι ο  χαρακτήρας των κομμάτων πρέπει να αλλάξει, ώστε να έρθουν στο προσκήνιο κόμματα ευρωπαϊκού τύπου: με προγράμματα, διασκέψεις, εσωτερικές διαδικασίες για τη λήψη αποφάσεων και εκλογή αρχηγού. 
Προς αυτή την κατεύθυνση έπρεπε να ιδρυθεί μετά τη χούντα ένα νέο κόμμα σοσιαλδημοκρατικόύ προσανατολισμού. Καταστρώθηκαν διάφορα σχέδια και ξεκίνησε η σχετική οργάνωση, αλλά πριν καταλήξουν σε κάτι συμπαγές, μία νέα εξέλιξη τους πρόλαβε.
Το καλοκαίρι του 1974 η χούντα ανατράπηκε εντελώς ξαφνικά εξαιτίας της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, την οποία η ίδια είχε προκαλέσει. Ο Καραμανλής επέστρεψε στην Ελλάδα και έδωσε νέα ζωή στο πρώην κόμμα της ΕΡΕ υπό το όνομα Νέα Δημοκρατία. Αλλά και αυτή δεν ήταν τίποτε άλλο από μία αναγέννηση του πελατειακού κόμματος των συντηρητικών. 
Λίγο αργότερα εμφανίστηκε στην Αθήνα ο Ανδρέας Παπανδρέου. Κατά τη διάρκεια της εξορίας είχε πάρει μέρος στη συζήτηση για τη δημιουργία ενός κόμματος «ευρωπαϊκού τύπου» και την ανάγκη μιας εκ βάθρων ανασύστασης του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Τώρα πια, ωστόσο, δεν είχε τις ίδιες καλές προθέσεις και ίδρυσε το ΠΑΣΟΚ. Για έναν εξωτερικό παρατηρητή, το νέο κόμμα θεωρούνταν αριστερό. Στην πραγματικόητα, όμως, το ΠΑΣΟΚ, από την πρώτη στιγμή, ήταν ένα πελατειακό
κόμμα υπό την καθοδήγηση του Παπανδρέου. 
Όταν διάφορα αντιπολιτευτικά σχήματα, όπως η Δημοκρατική Άμυνα, που είχε αντιστασιακή δράση στη διάρκεια της χούντας, εκδήλωσαν την αντίθεσή τους, ο Παπανδρέου τους έθεσε εκτός κόμματος.
Με αυτόν τον τρόπο το παλιό δικομματικό πελατειακό σύστημα εγκαθιδρύθηκε ξανά. Οι δημοκρατικές δυνάμεις έχασαν και πάλι την αξία τους. 
Ο Καραμανλής κυβέρνησε τη χώρα ώς το 1981. 
Το πελατειακό σύστημα λειτούργησε με τον γνωστό τρόπο, αν και οι συντηρητικοί δεν υπερέβαλαν εαυτόν στη διάχυση ρουσφετιών προς την πελατεία τους. Το μεγαλύτερο τμήμα της ηγετικής ελίτ της Νέας Δημοκρατίας προερχόταν από την ανώτερη καλοβαλμένη τάξη που δεν θεωρούσε πρώτιστη ανάγκη τον πλουτισμό. Άλλωστε, τα μέσα για την ικανοποίηση των σκοπών ήταν περιορισμένα. 
Αυτό άλλαξε τελείως, όταν το 1981 ήρθε το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία.
Το ΠΑΣΟΚ ήταν ένα νέο κόμμα, πολλά από τα ηγετικά στελέχη του οποίου προέρχονταν από λιγότερο πλούσιες οικογένειες, δεν είχαν ποτέ πρόσβαση στα κρατικά ταμεία και τώρα αισθάνονταν μία μεγάλη ανάγκη για βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου. Η ηγεσία έπρεπε να οργανώσει από την αρχή το κόμμα σε όλα τα επίπεδα και να εξασφαλίσει μία πλατιά βάση οπαδών - εκλογέων, μέσω της
διανομής ρουσφετιών, ώστε να κερδίζει την εκλογική εμπιστοσύνη.
Αυτό δεν ήταν δυνατό μέχρι τότε με βάση τα έσοδα του ελληνικού κράτους, αλλά καθώς η Ελλάδα έγινε μέλος της ΕΟΚ το 1981, έφτασαν οι οικονομικές επιδοτήσεις. Ο Ανδρέας Παπανδρέου τις χρησιμοποίησε σαν μία ανεξάντλητη πηγή για τη διανομή ρουσφετιών. 
Τα ευρωπαϊκά κονδύλια συνέρρευσαν στο πελατειακό δίκτυο του ΠΑΣΟΚ σε πρωτοφανή μεγέθη. Τα συνδικάτα παρακινή-θηκαν εξαιτίας του γεγονότος να απαιτήσουν υψηλότερους μισθούς, οι οποίοι πληρώνονταν με ευρωπαϊκά κονδύλια.
Παρά τις αρνητικές συνέπειες, η ένταξη στην ΕΟΚ είχε και μία ξεκάθαρα θετική επίδραση: η Ελλάδα μπορούσε τώρα να δανείζεται λεφτά από τις διεθνείς αγορές με ευνοϊκούς τόκους. Για το τελευταίο δάνειο εκτός ΕΟΚ η Ελλάδα έπρεπε να πληρώσει τόκο 8% και έκτοτε υπήρξε πολύ προσεκτική. Στο εξής, όμως, οι τόκοι ήταν ιδιαίτερα χαμηλοί, γεγονός που οδήγησε σε μια ζωή γεμάτη πολυτέλεια. Το μόνο που δεν σκεφτόταν κανείς ήταν η επιστροφή των τόκων. 
Όταν το 1990 η Νέα Δημοκρατία επέστρεψε στην εξουσία με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, δεν άλλαξε τίποτε ως προς αυτό, και όταν ο Παπανδρέου ξανακέρδισε τις εκλογές το 1993 με το ΠΑΣΟΚ, η κατάχρηση των ευρωπαϊκών χρημάτων γνώρισε νέο ρεκόρ. Το 1996, ο στιγματισμένος από ένα οικονομικό σκάνδαλο (σσ. σκάνδαλο Κοσκωτά) Παπανδρέου αναγκάστηκε να αποχωρήσει για λόγους υγείας και ο Κώστας Σημίτης, που είχε σπουδάσει Νομική στη Γερμανία, ανακηρύχτηκε διάδοχός του. Επί πρωθυπουργίας του, η Ελλάδα κατάφερε με «μαγειρεμένα» στοιχεία να γίνει αποδεκτή στον πυρήνα των κρατών που είχαν επιλέξει το ευρώ ως νόμισμα.

Αλλά αυτό που αποτέλεσε οικονομική επιτυχία για τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη κατέληξε κατάρα για την Ελλάδα. Τώρα η χώρα μπορούσε να συνάψει πιο εύκολα χαμηλότοκα δάνεια. Ο Σημίτης αναγνώρισε τον κίνδυνο και προσπάθησε να αντισταθεί. Είχε ζήσει μεγάλο διάστημα στη Γερμανία και ήταν σε θέση να εκτιμά την ελληνική κατάσταση σαν εξωτερικός παρατηρητής. Αναγνώρισε ότι η διόγκωση του πελατειακού συστήματος είχε φέρει στη χώρα τεράστια εμπόδια. Γι’ αυτό προσπάθησε μέχρι το 2004 να ανακόψει το πελατειακό σύστημα και να ανασχέσει την ανάπτυξή του. 
Το σύστημα, όμως, αποδείχτηκε ισχυρότερο από εκείνον, παρ’ όλο που ήταν πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ. Η πελατεία του ΠΑΣΟΚ είχε περάσει από μία ευρύτερη μεταμόρφωση. Το ΠΑΣΟΚ δεν ήταν πλέον η μονολιθική πελατειακή πυραμίδα, με τον προστάτη στην κορυφή. Αντίθετα, αποτελούνταν από ανεξάρτητα δίκτυα με υπαρχηγούς στην κορυφή.
Τα υψηλόβαθμα στελέχη έκαναν μόνα τους τα ρουσφέτια, επειδή πλέον είχαν πρόσβαση σε κρατικά ή ευρωπαϊκά κονδύλια. Όταν ο Σημίτης προσπάθησε να τους βάλει φρένο, έζησε κατά κάποιον τρόπο μία αντεπανάσταση των μεγαλοστελεχών που τον τράβηξαν από την εξουσία.
Όταν η Νέα Δημοκρατία επανήλθε στην κυβέρνηση το 2004, συνεχίστηκαν τα ίδια. Η ηγετική ελίτ του κόμματος δεν ήταν πλέον καλοβαλμένοι συντηρητικοί, αλλά πολιτικοί της νεότερης γενιάς που θα μπορούσαν να δελεαστούν από την επιθυμία για εύκολο χρήμα.
Κατά τη διακυβέρνησή τους, το δημόσιο χρέος πήρε απίστευτες διαστάσεις. Αντίθετα, όμως, από το ΠΑΣΟΚ, δεν έτρεξε χρήμα προς τα κάτω. 
Η διόγκωση του κρατικού χρέους παρέσυρε τις τράπεζες επίσης στη δημιουργία χρεών κι εκείνες ενθάρρυναν τους πολίτες να καταναλώνουν επί πιστώσει. Τέτοιο επίπεδο ευημερίας του γενικού πληθυσμού η Ελλάδα δεν είχε δει ξανά εδώ και δύο δεκαετίες. Δεν έγινε, ωστόσο, καμία επένδυση. Τα δανεικά έρρεαν στην κατανάλωση ή σε λογαριασμούς του εξωτερικού.
Στην Ελλάδα είναι κοινό μυστικό ότι περίπου τα μισά χρήματα του αποθησαυρισμένου χρέους υπάρχουν ακόμη – αλλά όχι στη χώρα.
Η κατάληξη αυτής της εξέλιξης είναι γνωστή. Η Ελλάδα ήταν ντε φάκτο χρεοκοπημένη.
Οι παραφυάδες του πελατειακού συστήματος ήταν πάντοτε γνωστές στον ελληνικό πληθυσμό. Ο καθένας μπορούσε να βρει χαρακτηριστικά παραδείγματα από προσωπικές εμπειρίες. Η μεγάλη πλειονότητα που δεν έχει επωφεληθεί από το σύστημα με άμεσο τρόπο το απαρνείται, αλλά πρέπει να συμμετάσχει σ’ αυτό, εάν θέλει να επιβιώσει. Όλοι γνωρίζουν ότι η πολιτική τάξη είναι διεφθαρμένη,
αλλά κανείς δεν αντιλαμβάνεται τις πραγματικές διαστάσεις του πελατειακού συστήματος. 
Ο καθένας κάνει λόγο για πελατειακές σχέσεις (σ.σ: greeklish στο πρωτότυπο), αλλά δεν συνειδητοποιεί τις διεθνείς διαστάσεις τους. 
Μέχρι πρότινος οι Έλληνες δεν είχαν καν μία λέξη για να ορίσει αυτό το φαινόμενο. Πριν από λίγο καιρό είχα προτείνει μία λέξη («πελατειασμός») που θα μπορούσε να χρησιμοποιείται μέχρι να βρεθεί κάποια άλλη. Αυτή η νέα έννοια θα διευκόλυνε τους Έλληνες να αναγνωρίσουν και να ονομάσουν το κακό, ώστε να αναζητήσουν διέξοδο.

Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΡΙΣΗ

Από το 2010 η Ελλάδα βρίσκεται στη μεγαλύτερη κρίση της σύγχρονης ιστορίας της. Ο νέος πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου είναι γιος του Ανδρέα Παπανδρέου, αλλά σε αντίθεση με εκείνον δεν έχει περί πολλού το πελατειακό σύστημα. Ο λόγος είναι πολύ απλός.
Η μητέρα του είναι Αμερικανίδα και ο ίδιος έχει ζήσει για δεκαετίες στο εξωτερικό. Το 2009 αναδείχτηκε με το ΠΑΣΟΚ ως ο λαμπερός νικητής των εκλογών. Αλλά σε αντίθεση με τον πατέρα του δεν έλεγξε ποτέ το ΠΑΣΟΚ και τα υψηλόβαθμα στελέχη. Δεν ήταν ποτέ ο κυρίαρχος στο εσωτερικό του κόμματος. Η θέση του θυμίζει κάτι από τον Κώστα Σημίτη. 
Όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση, βρέθηκε σε μια μοιραία κατάσταση.
Καθώς βρέθηκε κάτω από την ομπρέλα προστασίας της Ε.Ε, πήρε ορισμένα σκληρά μέτρα. Η ελληνική κυβέρνηση έπρεπε να μειώσει τις δαπάνες και να αυξήσει τους φόρους. Αυτές ήταν συνταγές που λειτουργούσαν δίκαια και αυστηρά στα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη, αλλά όχι στην Ελλάδα. 
Η μείωση των δαπανών σήμαινε, ανάμεσα σε άλλα, ότι η τεράστια κρατική μηχανή έπρεπε να συρρικνωθεί δραστικά. Αυτό με τη σειρά του σήμαινε ότι ο Παπανδρέου θα απογοήτευε τους δικούς του οπαδούς και ψηφοφόρους. Ένα μεγάλο κύμα απολύσεων θα αποδεκάτιζε το ΠΑΣΟΚ σε μια επόμενη εκλογική αναμέτρηση. Η μείωση των δαπανών σήμαινε επίσης ότι οι μισθοί και οι συντάξεις έπρεπε να περικοπούν και ότι από εδώ και στο εξής λιγότερα ρουσφέτια μπορούσαν να γίνουν. Η αύξηση στους φόρους κατανάλωσης είχε αντίκτυπο, εξάλλου, στην εκλογική βάση, τους χαμηλόμισθους που ωθούνταν στη φτώχεια.
Η μοναδική αισθητή ανακούφιση θα ήταν η φορολόγηση των πλουσίων, ανάμεσα στους οποίους ανήκαν πολλοί πολιτικοί. Αλλά αυτοί είχαν ήδη μεταφέρει τα χρήματά τους στο εξωτερικό ή απειλούσαννα το κάνουν. Εκτός αυτού η οικονομική ολιγαρχία  ήταν τόσο στενά συνδεδεμένη με την πολιτική, ώστε ο Παπανδρέου θα έπρεπε να ζήσει μία εξέγερση των μεγαλοστελεχών εις βάρος του, σε περίπτωση που προσπαθούσε να φορολογήσει τους πλουσίους. 

Ο Παπανδρέου, λοιπόν, μπορούσε να ικανοποιήσει τις σκληρές απαιτήσεις της Ε.Ε μόνο προς μία κατεύθυνση: την καταβολή του αντιτίμου από τους χαμηλόμισθους. 
Η απεγνωσμένη προσπάθειά του να παρατείνει το πεδίο κινήσεών του με την πραγματοποίηση δημοψηφίσματος ήταν ένα σωστό μέτρο στο πλαίσιο ενός πελατειακού συστήματος, γιατί έτσι θα έφερνε πίσω το λαό. Εξασφαλίζοντας τη λαϊκή βούληση θα μπορούσε να πάρει σκληρότερα μέτρα κόντρα στη θέληση των υψηλόβαθμων στελεχών του. Η Ευρώπη, όμως, παρανόησε πλήρως αυτή την κίνηση και την τορπίλισε.
Αυτό οδήγησε και στην απομάκρυνση του Παπανδρέου.
Η νέα κυβέρνηση συνεργασίας ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας θεωρήθηκε στην Ευρώπη ένας «μεγάλος συνασπισμός», πράγμα εντελώς λάθος. Στη Δυτική Ευρώπη οι συνεργατικοί συνασπισμοί είναι κατάλληλοι, για να ξεπεράσουν δύσκολες καταστάσεις. Σε ένα πελατειακό σύστημα συμβαίνει το αντίθετο. 
Τα δύο πελατειακά κόμματα ένωσαν τις δυνάμεις τους αποκρούοντας οποιαδήποτε απαίτηση που θα αποδυνάμωνε τη βάση τους. 
Κανείς δεν σκέφτηκε να αναδιαμορφώσει ή να απαλλαγεί από το πελατειακό σύστημα. Αρκετοί πίστεψαν ότι η ευρωπαϊκή βοήθεια θα σταθεροποιούσε πάλι το σύστημα και όλοι θα επέστρεφαν στην προτέρα κατάσταση. Το παρελθόν έδειχνε άλλωστε ότι κάτι τέτοιο ήταν εφικτό.
Οι Ευρωπαίοι, από την άλλη πλευρά, δεν κατάλαβαν ότι η απαλλαγή του χρέους και οι ροές οικονομικών πακέτων καταπολεμούσαν μόνο τα συμπτώματα της ελληνικής κρίσης, αλλά όχι την πρωταρχική αιτία. Ότι, δηλαδή, όσο το πελατειακό σύστημα θα έμενε όρθιο, τα ευρωπαϊκά κονδύλια θα διασκορπίζονταν σταθεροποιώντας το παλιό καθεστώς. Εάν η κατάσταση ήταν και πάλι σταθερή, το παλιό παιχνίδι του πελατειακού συστήματος θα ξεκινούσε και πάλι. 

Μία πραγματική αλλαγή μπορεί να επέλθει μόνο με τροποποίηση του συστήματος.

Αλλά γι’ αυτό θα ήταν απαραίτητο οι Ευρωπαίοι να απαρνούνταν τις ηθικές και πολιτικές προκαταλήψεις που έχουν για την Ελλάδα ή να μην υπαγορεύουν ακατάλληλα και αναποτελεσματικά μέτρα στη χώρα. Οι Ευρωπαίοι αναλύουν το πελατειακό σύστημα μέσα από ένα ηθικό πρίσμα και το θεωρούν σαν μια μορφή εκτεταμένης διαφθοράς. Έτσι μπορεί κανείς να πιάσει το «ρόπαλο» της ηθικής και να απαιτήσει από τους Έλληνες να σταματήσουν το διεφθαρμένο σύστημά τους. 
Αλλά κάτι τέτοιο είναι αντιπαραγωγικό. 
Η Ελλάδα δεν χρειάζεται ηθικές συμβουλές, αλλά ολοκληρωμένη βοήθεια για να ξεπεράσει το πελατειακό σύστημα. Τέτοιες ηθικές νουθεσίες, εξάλλου, προκαλούν μάλλον αντιδράσεις.
Στα μάτια βέβαια των απεσταλμένων της Ευρώπης οι συστάσεις αυτές έχουν σίγουρα θετική επίδραση, αλλά αυτό ισχύει μόνο για την απάλυνση των συμπτωμάτων.
Εκείνο που είναι σημαντικό είναι η αποστολή πεπειραμένων ειδικών που καταλαβαίνουν πώς λειτουργεί το πελατειακό σύστημα. 
Ο μοναδικός δρόμος να απαλλαγούν απ’ αυτό είναι να κλείσουν τις στρόφιγγες για τα ρουσφέτια. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω ενός αυστηρού ελέγχου των κρατικών λογαριασμών από αλλοδαπούς, οι οποίοι γνωρίζουν τα τρικ και τις μεθόδους του πελατειακού συστήματος. Κι αυτό φυσικά δεν γίνεται χωρίς τη συρρίκνωση της εθνικής κυριαρχίας. 
Παράλληλα, οι πλούσιοι της Ελλάδας πρέπει να κληθούν ώστε να καταβάλουν τη δική τους συνεισφορά. Μόνον έτσι μπορεί να αντισταθμιστεί κάπως η ανέχεια των φτωχών ανθρώπων και να αποφευχθεί η εξέγερση.

Πολύς λόγος γίνεται και για ένα Σχέδιο Μάρσαλ προς την Ελλάδα.
Αυτή είναι γενικώς μια σωστή ιδέα, αλλά δεν πρέπει να οδηγήσει στα λάθη του προγενέστερου σχεδίου, όταν όλοι πίστεψαν ότι η Ελλάδα δεν είχε ανάγκη την εκβιομηχάνιση εξαιτίας της νοοτροπίας των κατοίκων της. 
Η Ελλάδα πρέπει επιτέλους να βρεθεί στη θέση να χρησιμοποιήσει τους δικούς της πόρους. 
Γι’ αυτό πρέπει να δημιουργηθούν κατάλληλες βιομηχανίες που να παρέχουν μακροπρόθεσμη εργασία. Όταν προσφέρονται θέσεις εργασίας σε μεγάλο αριθμό, οι πολίτες δεν στρέφονται πλέον στους πολιτικούς, για να αποκομίσουν μία δουλειά στο Δημόσιο ή σε άλλο κρατικό θεσμό.
Μόνο όταν υπάρξει περίσσεια μόνιμων θέσεων εργασίας μπορεί κάποιος να μειώσει σε λογικά επίπεδα τον αριθμό απασχολουμένων στον δημόσιο τομέα, χωρίς να οδηγήσει σε κοινωνικές εντάσεις. Με αυτόν τον τρόπο θα αντιμετωπιστεί μία άλλη πλευρά του πελατειακού συστήματος.

Είναι καιρός οι Βρυξέλλες, το Παρίσι και το Βερολίνο να καταλάβουν και να μάθουν τι εστί πελατειακό σύστημα και η ελληνική ελίτ να αναγνωρίσει ότι πρέπει πλέον να το ξεπεράσει, για να εγκαταστήσει σύγχρονες ευρωπαϊκές δομές.


Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στα γερμανικά, στο  LETTRE INTERNATIONAL (©), τχ.. 96, χειμώνας 2012. Στα ελληνικά δημοσιεύεται κατά παραχώρηση του συγγραφέα και του εκδότη του.Mετάφραση: Δημήτρης Δουλγερίδης

http://www.facebook.com/pages/The-Books-Journal/240809159300041
http://www.booksjournal.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Amacord του Φελίνι ..Πέτρος Θεοδωρίδης

 Για την ταινια  Αmacord ------------------------------ Πετρος Θεοδωριδης Στο επίκεντρο της ταινίας Αmacord,  είναι ένας νεαρός έφηβος, και ...