Αναγνώστες

Δευτέρα 8 Ιουλίου 2013

Ο νέος φιλελεύθερος αντιρατσισμός Η μεταστροφή του γάλλου φιλοσόφου Πιερ-Αντρέ Ταγκυέφ, από την κριτική του εθνικολαϊκισμού στην υπεράσπιση της «εθνικής επιλογής» και του σαρκοζισμού, είναι αν μη τι άλλο ενδιαφέρουσα για το δημόσιο διάλογο περί μετανάστευσης (και) στην Ελλάδα /του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου/αναδημοσιευση απο www.rednotebook.

Ο νέος φιλελεύθερος αντιρατσισμός

Η μεταστροφή του γάλλου φιλοσόφου Πιερ-Αντρέ Ταγκυέφ, από την κριτική του εθνικολαϊκισμού στην υπεράσπιση της «εθνικής επιλογής» και του σαρκοζισμού, είναι αν μη τι άλλο ενδιαφέρουσα για το δημόσιο διάλογο περί μετανάστευσης (και) στην Ελλάδα
Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου


Το τεύχος Ιουλίου-Αυγούστου της Νέας Εστίας φιλοξενεί, ανάμεσα σε άλλα, ένα κείμενο του γάλλου φιλοσόφου και πολιτειολόγου Πιερ-Αντρέ Ταγκυέφ, υπό τον «βαρύ» τίτλο «Ο μεταναστευτισμός, ή η τελευταία μοιρολατρική ουτοπία των πολιτικώς ορθοφρονούντων». Το κείμενο (για την ακρίβεια: απόσπασμα από βιβλίο του Ταγκυέφ) είναι γραμμένο το 2007. Η επιλογή, λοιπόν, της μετάφρασης και δημοσίευσής του «υπαινίσσεται» ένα επιχείρημα επίκαιρο και σήμερα, και μάλιστα θετικά επίκαιρο, αφού το επίμαχο δημοσιεύεται χωρίς κάποιου είδους εισαγωγική κριτική. Προϋποτίθεται βεβαίως ότι η συζήτηση περί μετανάστευσης είναι η ίδια στη Γαλλία και στην Ελλάδα, ότι η θεσμοποίηση του ρατσισμού (ή του «μεταναστευτισμού») στις δύο χώρες είναι διαχρονικά ισομεγέθης κ.ο.κ. - όσο κι αν η πραγματικότητα είναι αρκετά διαφορετική.

***

Ο συγγραφέας δεν χρειάζεται συστάσεις: οι μελέτες του για τα ιδεολογικά «μοτίβα» της άκρας δεξιάς (το λαϊκισμό, τον ρατσισμό, τον αντισημιτισμό και τη συνωμοσιολογία) είναι γνωστές στο ελληνικό κοινό. Το εν λόγω κείμενο, ωστόσο, δεν εμπίπτει στις προαναφερθείσες προτεραιότητες· αντίθετα, στο στόχαστρο του Ταγκυέφ βρίσκονται εδώ οι αντίπαλοι των «αντιδραστικών», οι «ψευδαισθήσεις» αλλά και η απατηλή τους ρητορεία – εύγλωττος, από αυτή την άποψη, ο τίτλος του βιβλίου («Les Contre-réactionnaires. Le progressisme entre illusion et imposture»), η απροκάλυπτη επιθετικότητα του οποίου διατρέχει ολόκληρο το υπό συζήτηση κείμενο.

Η επιλογή του «αντιπάλου» και η αναγωγή του σε καθεστώς

Η (θεμιτή) αυτή «χειρονομία», η επιλογή δηλαδή του αντικειμένου της κριτικής, δεν είναι άνευ πολιτικής σημασίας ούτως ή άλλως· πολύ περισσότερο, όμως, που η συγκυρία στην οποία διατυπώνεται το επιχείρημα του Ταγκυέφ συμπίπτει με την ανοδική τροχιά που διαγράφει στη Γαλλία ο «σαρκοζισμός». Πρόκειται για την επαύριο των ταραχών στα προάστια, η καταστολή των οποίων ανέδειξε τον τότε υπουργό Εσωτερικών Νικολά Σαρκοζύ σε «άνθρωπο του κράτους», έθεσε δε τη συζήτηση περί ταυτότητας και μετανάστευσης με νέους, δυσμενέστερους για το γαλλικό αντιρατσιστικό κίνημα όρους.

Στη συγκυρία αυτή, λοιπόν, ο Ταγκυέφ επιχειρεί να πάρει αποστάσεις από τους δύο «μαξιμαλισμούς», τον αριστερό («όλοι μέσα») και τον δεξιό («όλοι έξω»), επιτίθεται όμως στον «μεταναστευτισμό», την πεποίθηση δηλαδή ότι η μετανάστευση είναι φαινόμενο αναπόφευκτο και συγχρόνως θετικό. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι οι οπαδοί του «μεταναστευτισμού» εκπροσωπούν την «κατεξοχήν θέση του πολιτικά ορθού», τη δυνατότητα, με άλλα λόγια, διαμόρφωσης ενός κανόνα, που κατά τον ίδιο θα πρέπει να αποκαθηλωθεί. Πρόκειται για «μομφή» που στην Ελλάδα μόνο η ακροδεξιά μπορεί ακόμα να διατυπώνει. Διατρέχοντας, έτσι, το κείμενο, μένεις με την εντύπωση ότι η SOS-Rascisme και το Δίκτυο Frasanito είναι περίπου έτοιμοι να σχηματίσουν κυβέρνηση υπό τον Ολιβιέ Μπεζανσενό – άλλο αν η καθημερινότητα των «μελαμψών», ο πραγματικός πολιτικός συσχετισμός και η τρέχουσα μεταναστευτική πολιτική (με τις αεροπορικές απελάσεις και τα συναφή) έχουν άλλη άποψη.

Η κριτική στο «μεταναστευτισμό»

Δεν έχει, νομίζω, αξία να εμμείνει κανείς στο θυμικό-υφολογικό μέρος, στη χοντροκομμένη ας πούμε ειρωνεία του συγγραφέα (προς το «νέο αριστερισμό», τα «μεταμοντέρνα τραγούδια του ‘νομαδισμού’», τη «νεοθρησκεία της Ποικιλομορφίας» και τον «αγγελισμό» της «μεταναστευτικιστικής καλής ψυχής»), ούτε στην εξεζητημένη, επιεικώς, θέση του ότι απόψεις περί μετανάστευσης σαν αυτές των «αριστεριστών» συνεπάγονται «εξαφάνιση της πολιτικής δράσης, εξάλειψη της πολιτικής θέλησης, εκμηδένιση της ελευθερίας (σ.σ.: των πολιτικών φορέων) να κάνουν επιλογές, έλευση τελικά της απολιτικής». Όλα τα παραπάνω έχουν βεβαίως τη σημασία τους, όμως το επιχείρημα καθαυτό παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον.

Αυτό που κατ’ αρχάς ζητά ο Ταγκυέφ είναι κάτι μάλλον λογικό: να σκεφτούμε τη μετανάστευση ως φαινόμενο μη αναπόφευκτο και χωρίς να προδικάσουμε το θετικό ή αρνητικό χαρακτήρα της. Ο ίδιος προσάπτει στους «μεταναστευτιστές» μιαν αφελή αισιοδοξία, στο βαθμό που δεν θίγουν το ζήτημα της (δυνατότητας) ενσωμάτωσης των μεταναστών, σε μια στιγμή που «τα όργανα ενσωμάτωσης που έχουν δοκιμασθεί —το σχολείο, η ενορία και η στρατιωτική θητεία—εξαφανίσθηκαν ή έπαψαν να παίζουν ενσωματωτικό ρόλο». Κάπως έτσι —υποστηρίζει—, οι υπέρμαχοι της πολιτικής ορθότητας, μολονότι αντιφιλελεύθεροι οι ίδιοι, γίνονται απολογητές ενός laissez-faire στις μεταναστευτικές ροές, το οποίο χαροποιεί μονάχα τους λαθρέμπορους και τους πάσης φύσεως δουλεμπόρους.

Το «διά ταύτα»: επιλεκτική μετανάστευση, εκλεκτικές συγγένειες

Αν μείνει κανείς στο ισχυρό μέρος της επιχειρηματολογίας του Ταγκυέφ, αν ας πούμε παρακάμψει τη μεθοδολογική εξίσωση των «μαξιμαλισμών» και προσπεράσει το ότι οι  επάρατοι «μεταναστευτιστές» δεν αδιαφορούν για τα ζητήματα της ενσωμάτωσης (αντίθετα, τα εγγράφουν σε μια προοπτική αναδιανομής που ο συγγραφέας δεν διανοείται), ο Ταγκυέφ υποστηρίζει το προφανές: η μετανάστευση δεν είναι αναπόφευκτη (δηλαδή συμβαίνει υπό όρους), η δε ζωή μεταναστών και γηγενών δεν βελτιώνεται νομοτελειακά διά της μετανάστευσης.

Στον αντίποδα, ωστόσο, του «αφελούς/αγνωστικιστικού» αντιρατσισμού (τεκμήρια της αφέλειας του οποίου δεν παρατίθενται, αλλά υπονοούνται από τον ειρωνικό τόνο του κειμένου...), ο Ταγκυέφ εμβληματοποιεί τον αντιρατσισμό του εργοδότη, ισχυριζόμενος ότι «η μεταναστευτική πολιτική πρέπει να είναι επιλεκτική, όσο τουλάχιστον (ειρωνικός και εδώ ο τόνος) βάση της πολιτικής παραμένει το έθνος-κράτος. Ποιο θα είναι, όμως, το κριτήριο της επιλογής; Η «σημαντική σπάνη ειδικευμένου προσωπικού». Ο Ταγκυέφ κατηγορεί το «μεταναστευτισμό» ότι εισηγείται το τέλος της πολιτικής, μεμφόμενος τους «μετανατευτιστές» ότι κλείνουν τη συζήτηση πριν καν ανοίξει: είναι ο ίδιος που επισημαίνει την έλλειψη καταρτισμένων από την αγορά ως μόνο κριτήριο που πρέπει να δεσμεύει δεξιούς και αριστερούς, φιλελεύθερους ή σοσιαλιστές, «ανεξαρτήτως των ιδεολογικών τους διαφορών». Όσο κι αν ψάξει κανείς, άλλο κριτήριο επιλογής των μεταναστών πέραν των αναγκών «της αγοράς» δεν εμφανίζεται στο κείμενο.

Επιλογή, βεβαίως, δεν σημαίνει απαραιτήτως διάκριση – ή, τουλάχιστον, όχι ακριβώς: «Τόσο στο ζήτημα της απασχόλησης όσο και σε αυτό της χορήγησης των διπλωμάτων, τα κριτήρια μη διακριτικής επιλογής θεμελιώνονται στην κοινωνικά αναγνωρισμένη ικανότητα ή στις αξιοκρατικές αξίες. Κατά τον ίδιο τρόπο, μια επιλεκτική μεταναστευτική πολιτική δεν είναι καθόλου προορισμένη να υπακούει σε ένα καθεστώς διακρίσεων». Απλά ο (κατά την αγορά) ανεπαρκώς μορφωμένος ξένος θα είναι ανεπιθύμητος.

Τι διαφορετικό, όμως, έλεγε ήδη από το 2007 ο Σαρκοζύ, όταν, θέτοντας στο τραπέζι τον όρο «επιλεκτική μετανάστευση» [immigration selective], υποσχόταν να φέρει στη Γαλλία «τους καλύτερους, και όχι αυτούς που δεν είναι επιθυμητοί πουθενά αλλού» [1]; Δεν επρόκειτο και τότε για την υπεράσπιση της διάκρισης που δικαιολογεί η «αξία» (μια μεταναστευτική ελίτ ας πούμε;), με ανυπέρβλητο κριτήριο κι εδώ το «υπεράνω όλων» οικονομικό laissez-faire; Μάταια θα ψάξει να βρει ο αναγνώστης του Ταγκυέφ έστω και ένα σημείο που η σκοπιά θέασης να αφίσταται της «λογικής» του κράτους (και τελικά της αγοράς) - να προσεγγίζει, ας πούμες τις ανάγκες των ίδιων των «χωρίς χαρτιά» ή να επερωτά την απουσία στήριξης από τη Δύση των χωρών αποστολής.

Υπάρχουν, δυστυχώς, και χειρότερα: Πόσο, για παράδειγμα, διαφέρει το λεπενικό «δουλειές στους Γάλλους» (και γενικά η διαιρετική πολιτική της «εθνικής προτίμησης» που προπαγανδίζει η ανά την Ευρώπη ακροδεξιά) από το επιχείρημα του Ταγκυέφ περί κινητοποίησης «εγχώριων πόρων (…) πριν καλέσουμε ξένα εργατικά χέρια»; Κατά τον ίδιο, «οι υπάλληλοι και οι μισθωτοί που εργάζονται νόμιμα αντιμετωπίζουν έναν αθέμιτο ανταγωνισμό». Πώς γίνεται, όμως, και μόνος ορατός για τον Ταγκυέφ ανταγωνισμός είναι ο (φυσικοποιημένος) ενδοταξικός και πόσο διαφέρει αυτή η θεώρηση από την τρέχουσα εθνικολαϊκιστική ρητορική του κοινωνικού αυτοματισμού;

Τα ερωτήματα που εγείρει η πολεμική του Ταγκυέφ δεν σταματούν καν εδώ. Τι διαφορετικό λέει η ακροδεξιά όταν συνδέει μετανάστευση και εγκληματικότητα, από τον Ταγκύεφ, τη στιγμή που ο τελευταίος υπογραμμίζει την «αύξουσα σημασία (…) του οργανωμένου εγκλήματος στα προάστια, με υπερ-εκπροσώπηση των νεαρών που προέρχονται από την μαγκρεμπίνικη και αφρικανική μετανάστευση»; Σε τι διαφοροποιείται η θρηνητική για το «θάνατο του έθνους» ρητορεία από την παρατήρηση του γάλλου πολιτειολόγου ότι «η ‘πληθυντική κοινωνία’, η οποία αναγγέλλεται, προσφέρει το θέαμα ενός συγκρουσιακού κατακερματισμού στο φόντο ανομίας [ενώ] το πολιτικό έθνος αποσυντίθεται σε ανταγωνιστικά ταυτοτικά, και εχθρικά μεταξύ τους, λόμπυ»; Και βέβαια πόσο αφίσταται της επιχειρηματολογίας του Χάντιγκτον η προειδοποίηση του Ταγκυέφ ότι «το να κλείνει κανείς τα μάτια στον ακήρυκτο πολιτισμικό πόλεμο που λαμβάνει χώρα κυρίως στη Δυτική Ευρώπη είναι απόδειξη αγγελισμού»;

Τα «θεμιτά» όρια αντιρατσισμού και αριστεράς

Είναι νομίζω σαφές ότι ο νέος φιλελεύθερος αντιρατσισμός τύπου Ταγκυέφ απέχει μακράν μιας θεμιτής (και κατά τη γνώμη μου αναγκαίας) κριτικής στη μεταμοντέρνα συλλογιστική [2]. Η τελευταία βλέπει στους μετανάστες το σύγχρονο επαναστατικό υποκείμενο εκ των προτέρων, αδυνατώντας να αντιληφθεί ότι η υποστήριξη της πολυεθνικότητας είναι ανεπαρκής απέναντι στο θεσμικό ρατσισμό χωρίς ταυτόχρονη έμφαση στην κοινωνική-ταξική διάσταση του φαινομένου· είναι ο συνδυασμός ταξικότητας και πολυεθνικότητας αυτός που ενοποιεί γηγενείς και αλλοδαπούς, υποχρεώνοντάς τους ταυτόχρονα να μην εξαντλούν τις διεκδικήσεις τους στον ορίζοντα του εθνικού κράτους. Ο Ταγκυέφ, από την άλλη, ξεκινά μια κριτική στους μεταμοντέρνους με τελικό προορισμό τη διάσωση του έθνους-κράτους από την «ανεξέλεγκτη» (sic) μετανάστευση, την οποία θεωρεί αντιφατική εν τοις όροις με την εθνική ανεξαρτησία και κυριαρχία. Με άλλους όρους, σύγχρονη έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας είναι η υπεράσπιση της εθνικής ομοιομορφίας - αφ’ ης στιγμής τουλάχιστον καλυφθεί η περίφημη σπάνη ειδικευμένου προσωπικού…

 «Ο Ταγκυέφ ασκούσε ανέκαθεν κριτική στον αντιρατσισμό», παρατηρούσε προ ετών ο Ερίκ Φασέν, «μέχρι όμως τις αρχές του ’90, το έκανε ώστε ο τελευταίος να αντιστέκεται καλύτερα ‘απέναντι στο ρατσισμό’. Αυτή η λογική μοιάζει σήμερα μακρινή» [3]. Σήμερα η κριτική περί υπαγωγής των μεταναστών σε κάποιο επαναστατικό σχέδιο της αριστεράς (για την οποία ο Ταγκυέφ παραθέτει σχετικό απόσπασμα του Εμίλ Ζολά…), μοιάζει να συνηχεί με τη μομφή της ακροδεξιάς ότι οι «λαθραίοι» αποτελούν τον επαναστατικό στρατό της αριστεράς, στόχος του οποίου είναι η εξάρθρωση του έθνους.

Ζητούμενο, από αυτή τη σκοπιά, είναι να αντιμετωπιστεί η άκρα δεξιά με τον μόνο τρόπο που μπορεί να φανταστεί μια σημαντική μερίδα της γαλλικής (και δυστυχώς και της εγχώριας) διανόησης, καθώς βεβαίως και του αστικού πολιτικού προσωπικού: διά της ιδιοποίησης και εφαρμογής τμημάτων του ιδεολογικού της οπλοστασίου. Αντιστρόφως, είναι οι «υπερβολές» του αντιρατσιστικού κινήματος αυτές που ενισχύουν την ξενοφοβία και το ρατσισμό [4]. Ας θυμηθούμε ότι το άγχος της αποστασιοποίησης από τους «μαξιμαλισμούς» ήταν αυτό που, τον περασμένο Γενάρη, υποχρέωνε και τη Δημοκρατική Αριστερά να εξισώνει τον Άγιο Παντελεήμονα με την απεργία πείνας των 300 μεταναστών στη Νομική – και όχι μόνο. «Την τελευταία δεκαετία», σημείωνε προ μηνών στην Καθημερινή ο Σταύρος Λυγερός [5], «έχω επανειλημμένως προβλέψει ότι οι αντιρατσιστικές κορώνες το μόνο που καταφέρνουν είναι να τροφοδοτούν πολιτικά τη σκληροπυρηνική ακροδεξιά» - σα να λέμε «όσοι μάχονται εναντίον της βίας κατά των γυναικών, εξοργίζουν κι άλλο τους ευέξαπτους άνδρες, οπότε καλά θα κάνανε να σκάσουν» [6].

Χάριν τίνος τελικά να αποφύγουμε τον αριστερό μαξιμαλισμό, αν από φιλελεύθερες –υποτίθεται– προκείμενες ελαχιστοποιούμε την απόσταση από τον ανορθολογισμό της δεξιάς;



Σημειώσεις:

[1] [http://focus-migration.hwwi.de/France.1231.0.html?&L=1]
[2] Για μια τέτοια κριτική, βλ. Θόδωρος Παρασκευόπουλος, «Αμφισβητεί η μετανάστευση το κράτος και τον καπιταλισμό;»Η εποχή, 23.1.2005 [http://www.epohi.gr/paraskevopoulos_immigrants_issues_2312005.htm]
[3] Eric Fassin, «Aveugles à la race ou au racisme? Une approche strategique», στο: Didier Fassin et Eric Fassin (2006), De la question sociale à la question raciale?, La Decouverte
[4] Το επιχείρημα σταδιοδρομεί εδώ και πάνω από τρεις δεκαετίες. Βλ. Ετιέν Μπαλιμπάρ – Ιμμάνουελ Βαλερστάιν (1991), Φυλή, έθνος, τάξη. Οι διφορούμενες ταυτότητες, Ο Πολίτης
[5] Σταύρος Λυγερός, «Άγιος Παντελεήμονας και ‘Χρυσή Αυγή’», Καθημερινή, 12.11.2010 [http://news.kathimerini.gr/4Dcgi/4Dcgi/_w_articles_civ_11_12/11/2010_422153]
[6] Ντίνα Τζουβάλα, «’Κατανοώντας’ τη βία στον Άγιο Παντελεήμονα», Red Notebook, 15.11.2010 [http://www.rednotebook.gr/details.php?id=811]

Δεν υπάρχουν σχόλια: