Η επιστροφή του Κατοχικού Δανείου: Ποιος έχει δίκιο σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο;
Ημερομηνία δημοσίευσης: 07/03/2010
του Αντωνη Μπρεδημα
Τις τελευταίες μέρες, και με αφορμή τα γραφέντα σε μέρος του
γερμανικού Τύπου σε βάρος τις Ελλάδας, ανασύρθηκαν από τα παλιά τεφτέρια
οι απαιτήσεις της Ελλάδας από τη Γερμανία για τις πολεμικές
επανορθώσεις και το Κατοχικό Δάνειο. «Παλιά τεφτέρια» για τις εκάστοτε,
μετά το 1997, κυβερνήσεις, αν και σταθερά στην ατζέντα οργανώσεων όπως
αυτή της οποίας προεδρεύει ο Μανώλης Γλέζος. Από την άλλη πλευρά, τη
γερμανική, επαναπροβλήθηκε το χιλιομασημένο επιχείρημα της εξόφλησης των
ελληνικών απαιτήσεων το 1961, ύψους 115 εκ. μάρκων. Σε κυβερνητικό
επίπεδο είχαμε μια --πιθανότατα «στημένη»-- απόκλιση θέσεων, με τον
αντιπρόεδρο της κυβέρνησης να θέτει το θέμα της επιστροφής του Κατοχικού
Δανείου και την κυβέρνηση να «κρατά ανοικτό» το θέμα για το μέλλον. Το
ερώτημα που τίθεται είναι αν το ζήτημα του Κατοχικού Δανείου έχει
πολιτική και μόνο διάσταση, όπως η περίπτωση των πολεμικών επανορθώσεων,
ή εδράζεται σταθερά στους κανόνες του διεθνούς δικαίου.
Καταρχάς, θα πρέπει να λεχθεί ότι το Κατοχικό Δάνειο αποτελεί
πράγματι «δάνειο», παρά το γεγονός ότι επιβλήθηκε στην Ελλάδα από τις
δυνάμεις κατοχής (αναγκαστικό δάνειο). Στο νομικό επίπεδο, οι δυνάμεις
κατοχής (Γερμανία, Ιταλία) είχαν τη δυνατότητα να αποσπάσουν από την
Ελλάδα τα ποσά του δανείου ως «έξοδα κατοχής». Όμως, η ίδια η Γερμανία
συνειδητοποίησε ότι η διατήρηση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας στην
Ελλάδα ήταν η προϋπόθεση για την ισχυροποίησή της στη χώρα, ιδιαίτερα
μετά τις εξελίξεις στο μέτωπο της Β. Αφρικής. Και αυτό δεν θα ήταν
κατορθωτό με τη συνέχιση της αφαίμαξης από την Ελλάδα αυτών των
τεράστιων ποσών (το κόστος κατοχής για την Ελλάδα αντιστοιχούσε στο 114%
του ΑΕΠ της, ενώ σε άλλες κατεχόμενες χώρες το ποσοστό αυτό ήταν: 18%
για την Ολλανδία, 24% για το Βέλγιο και 69% για τη Νορβηγία). Έτσι,
προκειμένου να συνεχιστεί η χρηματοδότηση των στρατιωτικών δυνάμεων της
Γερμανίας στην Ελλάδα (αλλά στην πράξη και σε άλλες περιοχές, όπως λ.χ.
στη Βόρεια Αφρική), χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος του δανείου, ώστε να
«ελαφρυνθεί» η κοινωνική πίεση σε βάρος των Ελλήνων, αφού τα δανεικά θα
επιστρέφονταν κάποια στιγμή.
Αν και έχει προβληθεί το επιχείρημα ότι η μεθόδευση αυτή αποτελούσε
ένα «νομικό τέχνασμα», κάτω από το οποίο κρύβονταν τα παραδοσιακά έξοδα
κατοχής (για τα οποία δεν υπήρχε υποχρέωση επιστροφής), η πραγματικότητα
είναι ότι οι ίδιες οι κατοχικές δυνάμεις είχαν αναγνωρίσει τον νομικό
χαρακτήρα του δανείου: αφενός, η ίδια τη Συμφωνία της 14.3. 1942
προέβλεπε ότι «Η οριστική ρύθμιση των καταβολών της Ελληνικής Κυβέρνησης δύναται να λάβει χώραν αργότερον»,
αφετέρου ο ίδιος ο Χίτλερ είχε αναγνωρίσει το νομικό χαρακτήρα του
Κατοχικού Δανείου και είχε δώσει εντολή να αρχίσει η διαδικασία
εξόφλησης του (ήδη μέχρι το τέλος της Κατοχής είχαν εξοφληθεί δύο δόσεις
του δανείου). Και, γενικά, η μεταπολεμική συμπεριφορά τόσο της Ιταλίας
όσο και της Γερμανίας δείχνουν ότι θεωρούσαν το Κατοχικό Δάνειο ως
πραγματικό δάνειο, και όχι ως έξοδα κατοχής.
Και ενώ η Ιταλία (με τη Συνθήκη των Παρισίων του 1947) προέβη στην
εξόφληση του μέρους του Κατοχικού δανείου που της αντιστοιχούσε, η
Γερμανία χρησιμοποίησε κατά καιρούς, και χρησιμοποιεί ακόμη και μέχρι
σήμερα, μια σειρά από νομικά επιχειρήματα για να αποφύγει την αποπληρωμή
του δανείου:
Ι. Το επιχείρημα εκ των Συμφωνιών του Πότσνταμ και των Παρισίων (1945),
που προβλήθηκε το 1995 από τον γερμανό Υπουργό Οικονομικών σε ερώτηση
γερμανίδας βουλευτού. Συνίσταται δε στο ότι η Ελλάδα είχε, ως νικήτρια
χώρα, λάβει μέρος στη διανομή των περιουσιακών στοιχείων της ηττημένης
Γερμανίας. Όμως, σύμφωνα με το άρθρο 2 της Συμφωνίας των Παρισίων,
προσδιορίζεται ότι «η όποια διανομή αυτών των περιουσιακών στοιχείων»
δεν προκαταλαμβάνει με τίποτε τον προσδιορισμό, στην κατάλληλη χρονική
στιγμή, των μεθόδων, της διάρκειας και του συνολικού ποσού των
αποζημιώσεων. Εξάλλου, ο Έλληνας αντιπρόσωπος είχε, με δήλωσή του, ρητώς
διαχωρίσει το θέμα του Κατοχικού Δανείου από τις γερμανικές
επανορθώσεις.
ΙΙ. Το επιχείρημα από τη Συμφωνία του Λονδίνου (1953),
που συνίσταται στο ότι η εξέταση των απαιτήσεων απέναντι στη Γερμανία
που πηγάζουν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο θα αναβληθεί μέχρι του
οριστικού διακανονισμού των επανορθώσεων. Πρόκειται ασφαλώς για ένα
επιχείρημα αναστολής της αποπληρωμής, και όχι άρνησης πληρωμής. Συνήθως,
αυτός ο διακανονισμός γίνεται κατά το διεθνές δίκαιο, με τη σύναψη
Συνθήκης πριν από την ενοποίηση των δύο Γερμανιών. Η ενοποίηση αυτή
επήλθε το 1990. Με τη Συνθήκη δε ανάμεσα στις 4 κατέχουσες Δυνάμεις
(ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία, Σοβιετική Ένωση) και τις 2 Γερμανίες (συνθήκη
γνωστή ως «2+4»), σχετικά με τον οριστικό διακανονισμό που αφορά τη
Γερμανία, όπου δεν γίνεται καμιά μνεία του θέματος των επανορθώσεων.
Όμως, η συμφωνία αυτή δεν υπογράφηκε από τις άλλες χώρες, μεταξύ των
οποίων και η Ελλάδα, και επομένως διατηρεί το δικαίωμα διεκδίκησης του
Κατοχικού δανείου.
ΙΙΙ. Το επιχείρημα της παραίτησης της Ελλάδας από το Κατοχικό Δάνειο, που
διατυπώθηκε στη δεκαετία του 1960 και σύμφωνα με το οποίο ο τότε
πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής δήλωσε, κατά την επίσκεψή του στη Βόννη
(1958), ότι παραιτείται των ελληνικών αξιώσεων έναντι παροχής από τη
Γερμανία στην Ελλάδα πιστώσεων ύψους 200 εκ. μάρκων. Δεν υπάρχει όμως η
παραμικρή ένδειξη αυτού του γεγονότος, ο δε απεσταλμένος της Ελλάδας,
Άγγ. Αγγελόπουλος, που είχε πρόσβαση στους εμπιστευτικούς φακέλους των
συζητήσεων Καραμανλή-Αντενάουερ, δεν βρήκε καμιά παραίτηση από το
Δάνειο.
IV. Η εκπλήρωση από τη Γερμανία της υποχρέωσης εκ του Δανείου προς την Ελλάδα.
Πρόκειται για τη σύναψη της ελληνογερμανικής συμφωνίας της 18.3.1960, η
οποία αφορούσε παροχή υπέρ ελλήνων υπηκόων που είχαν θιγεί από
εθνοσοσιαλιστικά μέτρα διώξεων, ύψους 115 εκ. μάρκων. Για τους
Γερμανούς, η συμφωνία αυτή θεωρείται ότι δεσμεύει την Ελλάδα να μην
επανέλθει μελλοντικά με την απαίτηση ρύθμισης περαιτέρω ζητημάτων
προερχομένων εκ των εθνοσοσιαλιστικών μέτρων. Πρόκειται ακριβώς για το
επιχείρημα που ανασύρθηκε από το ντουλάπι με τις πρόσφατες δηλώσεις
γερμανών επισήμων. Εκτός του ότι η εν λόγω συμφωνία αφορούσε κυρίως τους
Εβραίους της Ελλάδας, το γεγονός ότι ο έλληνας πρέσβης που την υπέγραψε
δήλωσε ότι η Ελλάδα επιφυλάσσεται του δικαιώματός της να προβάλει νέες
απαιτήσεις, δείχνει ότι το επιχείρημα αυτό δεν έχει βάση κατά το διεθνές
δίκαιο.
V. Το επιχείρημα της παραγραφής των ελληνικών αξιώσεων εκ του Κατοχικού Δανείου.
Το επιχείρημα αυτό έχει προβληθεί από τη γερμανική πλευρά σε σχέση με
τις πολεμικές επανορθώσεις, φαίνεται όμως ότι μπορεί να γενικευθεί, έτσι
ώστε να περιλάβει και το Κατοχικό Δάνειο. Έτσι, όταν το 1995 η ελληνική
κυβέρνηση ζήτησε από τη Γερμανία την έναρξη διαπραγματεύσεων, κυρίως
για το Κατοχικό Δάνειο, ο γερμανός υφυπουργός Εξωτερικών απάντησε ότι:
«Μετά την πάροδο 50 ετών […] το πρόγραμμα των επανορθώσεων απώλεσε τη
δικαιολογητική του βάση. Ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατόν να προσδοκά η
ελληνική κυβέρνηση ότι η [γερμανική] κυβέρνηση θα προέλθει σε συνομιλίες
για το θέμα αυτό». Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, όσον αφορά το Κατοχικό
Δάνειο, που έχει διακρατικό χαρακτήρα, το διεθνές δίκαιο δεν φαίνεται
να αποδέχεται την παραγραφή. Εξάλλου, ακόμη και αν υπάρχει τέτοια
δυνατότητα, πάλι δεν συντρέχει λόγος παραγραφής, αφού η διατύπωση των
ελληνικών αξιώσεων είχε ανασταλεί με τη Συμφωνία του 1953, κατόπιν
απαιτήσεως της ίδιας της Γερμανίας. Επομένως, το χρονικό σημείο από το
οποίο θα μπορούσε «να τρέξει» η παραγραφή θα ήταν το 1990, έτος της
ενοποίησης των δύο Γερμανιών. Αλλά, και πάλι, η παραγραφή αυτή έχει
διακοπεί οριστικά με ρηματική διακοίνωση της Ελλάδας προς Γερμανία το
1995, όπου επισήμως τέθηκε το θέμα της επιστροφής του Κατοχικού Δανείου.
***
Όσον αφορά το ύψος των ελληνικών αξιώσεων εκ του Κατοχικού
Δανείου, παρότι προβάλλονται διαφορετικά ποσά, ανάλογα με την πηγή
προέλευσης, το ποσό αυτό φαίνεται, σύμφωνα με λογικούς υπολογισμούς, να
κυμαίνεται γύρω στα 400-450 εκ. σταθερά μεταπολεμικά μάρκα. Το
βασικότερο όμως ζήτημα είναι αυτό των τόκων, από το 1944 μέχρι σήμερα.
Συγκεκριμένα, μέθοδος υπολογισμού τους σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο δεν
υπάρχει. Ο υπολογισμός που έχει γίνει λαμβάνει υπόψη ένα μικρό επιτόκιο
της τάξεως του 3%. Με βάση αυτή τη μέθοδο, υπολογίζεται ότι οι τόκοι για
τη Γερμανία από το 1944 μέχρι το 1994 ανέρχονται στο ποσό των 3,5 δισ.
δολαρίων. Σ’ αυτό το ποσό θα πρέπει να προστεθούν οι τόκοι των ετών
1995-2010, οπότε το ύψος τους ανεβαίνει σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα.
Ο Αντώνης Μπρεδήμας διδάσκει διεθνές δίκαιο στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου