Αναγνώστες

Δευτέρα 20 Αυγούστου 2012

Η «Πραγματεία για τη διόρθωση του νου» του στοχαστή και μια ελληνική μελέτη για το έργο του μεγάλου φιλοσόφου Του Φώτη Τερζάκη/καθημερινη


ο

1) Σπινόζα: «Πραγματεία για τη διόρθωση του νου». Μετάφραση: Βασιλική Γρηγοροπούλου, Bernard Jacqemart. Σχόλια - επίμετρο: Βασ. Γρηγοροπούλου. Εκδόσεις «Πόλις», Αθήνα, 2000.
2) Παναγιώτης Δόικος: «Σπινόζα: Φαντασία, Γνώση και Προφητεία». Εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα, 2000.
Οταν μιλάμε για τον Σπινόζα πρέπει να έχουμε κατά νου όχι μόνον ότι πρόκειται για τον απολύτως μεγαλύτερο φιλόσοφο του 17ου αιώνα, το πνεύμα που επιτέλεσε με τον διορατικότερο τρόπο το πέρασμα από την αρχαία και μεσαιωνική φιλοσοφία στη νεότερη σκέψη, αλλά και για έναν στοχαστή που παραμένει εξακολουθητικά παρών εκεί που ξεχνάμε να τον αναζητήσουμε: στη ρουσωική θεμελίωση της δημοκρατίας, στον γερμανικό πανθεϊσμό του Σέλινγκ και του Χέγκελ, στα μεταμαρξιστικά σχέδια μιας διαλεκτικής του συγκεκριμένου, στις φαινομενολογικές απόπειρες μιας αγκίστρωσης της συνείδησης στη σωματικότητα του βιώματος. Το θανάσιμο πλήγμα που αυτή η σκέψη κατάφερε στη μεταφυσική, σε κάθε διάκριση του εντεύθεν και του εκείθεν, απαγορεύει με την ίδια κίνηση την οικείωσή της από τον μηχανιστικό υλισμό της νέας επιστήμης, αφήνοντας έναν τεράστιο χώρο κριτικής απέναντι στο τεχνοκρατικό πνεύμα και συνδέοντας καταστατικά το εγχείρημα της γνώσης με το αίτημα της ισότητας και της δημοκρατίας.
Η υπεύθυνη μετάφραση και η έγκυρα σχολιασμένη έκδοση έργων του Σπινόζα στα ελληνικά, όπως και η παραγωγή ερμηνευτικής βιβλιογραφίας, είναι ζήτημα μεγάλης σημασίας, το οποίο μόλις τα τελευταία χρόνια άρχισε να βρίσκει κάποια ανταπόκριση. Kαι παρότι παραμένει το κενό των δύο κορυφαίων πραγματειών, της «Ηθικής» και της «Θεολογικοπολιτικής Πραγματείας», εγχειρήματα, όπως η σοβαρή και ενήμερη παρουσίαση της νεανικής «Πραγματείας για τη Διόρθωση του Νου», είναι κάτι παραπάνω από ευπρόσδεκτα.
Η αξία του έργου έγκειται στο ότι αποτυπώνει τη σκέψη του Σπινόζα τη στιγμή ακριβώς της διαμόρφωσής της, όπου πρωταρχικό του μέλημα είναι να οριστικοποιήσει την απόσταση που τον χωρίζει από τον Kαρτέσιο στο μεθοδολογικό επίπεδο, καθώς ταυτόχρονα προετοιμάζει την «Ηθική» (σαν εισαγωγή στην οποία πρέπει να διαβάζουμε τούτη την ημιτελή πραγματεία). Ταυτόχρονα, με μια διακριτική αυτοβιογραφική πινελιά, μας επιτρέπει μια σύντομη ματιά στο προσωπικό κίνητρο του φιλοσόφου, που είναι η διεύρυνση της ανθρώπινης φύσης με το μέσον της απροκατάληπτης νόησης. Δύο ιδέες είναι εδώ καταστατικές και αμέσως αναγνωρίσιμες: πρώτον η εγγενής ικανότητα της νόησης να συλλαμβάνει την αλήθεια (ο νους του ανθρώπου είναι ο νους του Θεού, δηλαδή αντανάκλαση της ενύπαρκτης ουσίας της Φύσης), αρκεί να απαλλαγεί μεθοδικά από μια σειρά μη αναγκαίες πλάνες• δεύτερον, η απαίτηση να δημιουργηθεί ο τύπος της κοινωνίας που θα επιτρέπει αυτό το είδος γνώσης σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους -με άλλα λόγια, το αίτημα της ανθρώπινης τελείωσης- παρότι διατυπώνεται κατά πρώτον με γνωσιολογικούς όρους, συνυποθέτει καταστατικά την κοινωνική ισότητα και την πολιτική ελευθερία. Η γενική αναβάθμιση της φύσης στο έργο του Σπινόζα φαίνεται εδώ από την εμμονή του στο συγκεκριμένο, στο ίδιο το πράγμα και στη διαύγεια και την καθαρότητα της πρώτης ιδέας του μέσα στον νου. Με τρόπο που μοιάζει να προοιωνίζεται τη φαινομενολογική αναγωγή, ο φιλόσοφος αίρει κάθε απόλυτη ισχύ της μεθόδου και των γενικών εννοιών (επιστημονισμός) από τη μια μεριά και κάθε γνωσιολογική εγκυρότητα της μνήμης ή της φαντασίας (ψυχολογισμός) από την άλλη. Με τον τρόπο αυτό αναμένεται να «φανεί» καθαρά η εσώτατη ουσία του πράγματος, η οποία θα πρέπει εν συνεχεία να διακριθεί από τις επιμέρους ιδιότητές του και πρωτίστως να αποφασιστεί αν πρόκειται για ον δημιουργημένο (αυτά που αργότερα θα ονομάσει τρόπους) ή αδημιούργητο (τα οποία αργότερα θα υπαχθούν στα κατηγορήματα ή στην ίδια την ενιαία και άπειρη ουσία).
Η λειτουργία της φαντασίαςΗ μελέτη του Παναγιώτη Δόικου, κείμενο της διδακτορικής του διατριβής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, παρακολουθεί σε μεγαλύτερο χρονικό βάθος τη διαδρομή ενός κρίσιμου γνωσιολογικού νήματος στον Σπινόζα: την ανάλυση της φαντασίας ως θεμελιώδους μεσολαβητικού κρίκου ανάμεσα στην ψυχή και το σώμα και ως «πρώτης ύλης» ή προϋπόθεσης για τις τρεις μορφές γνώσης που ορίζονται στην «Ηθική». Εδώ έχουμε ακόμα μια φορά την ευκαιρία να θαυμάσουμε τον τρόπο με τον οποίο ο Σπινόζα ανατινάσσει κάθε μεταφυσικό σχίσμα μεταξύ αισθητού και νοητού και σωματικοποιεί τη συνείδηση, ορίζοντας καταστατικά την υλική εντύπωση ή συγκίνηση του σώματος ως imago («εικόνα» από την οποία προκύπτει η imaginatio, «ιδέα της φαντασίας»). Ορθά ο συγγραφέας επισημαίνει σε όλο το μήκος της πραγμάτευσής του τη βασική θέση του Σπινόζα: ότι η πλάνη δεν οφείλεται στην ίδια τη φαντασία, χωρίς την οποία δεν θα υπήρχε καθόλου γνώση, αλλά στην ελλιπή κατανόηση και αποσαφήνιση των ειδικών σχέσεων που συνδέουν το περιεχόμενο της φαντασίας με το σύνολο της πραγματικότητας. Τους αναβαθμούς αυτής της κατανόησης άλλωστε ο φιλόσοφος θα σχεδιάσει στα λεγόμενα τρία είδη της γνώσης. Ολόκληρη η πραγμάτευση του Π. Δόικου, ωστόσο, έχει έναν πιο ειδικό στόχο: να προσδιορίσει συγκεκριμένα το φαινόμενο της προφητείας, όπως το αναλύει ο Σπινόζα στη «Θεολογικό-πολιτική Πραγματεία» του, σε σχέση με τα είδη της γνώσης και τη φαντασία. Προσεκτικός μέχρι τέλους ο συγγραφέας και σχολαστικά προσκολλημένος στο κείμενο που μελετά, καταλήγει στο ορθό συμπέρασμα: το περιεχόμενο της προφητείας, για τον Σπινόζα, είναι της ίδιας τάξεως με τη φανταστική ιδέα, την imaginatio, και ως εκ τούτου δεν συνιστά από μόνο του ούτε πλάνη ούτε κανένα από τα τρία είδη γνώσης• αν ωστόσο προβληθεί άμεσα στην εξωτερική πραγματικότητα, τότε θα πρέπει να υπαχθεί στο πρώτο είδος γνώσης, αυτό της ασαφούς και συγκεχυμένης ιδέας. Εκείνο που δεν γίνεται σαφές από τον τρόπο πραγμάτευσής του, ωστόσο, είναι η αντι-θεολογική πρόθεση που διαπνέει τούτη τη διπλωματική διατύπωση του Σπινόζα: να αφαιρέσει κάθε γνωσιολογική εγκυρότητα από την «εξ αποκαλύψεως αλήθεια» και να καταστήσει την ευστοχία της απλώς συμπτωματική ή ενδεχόμενη, όσο ακριβώς και της καλλιτεχνικής έμπνευσης, αναλόγως του αν είναι δυνατόν να υποστεί διασκεπτική επεξεργασία μέσα σε ένα κανονικό είδος γνώσης. Η άλλη όψη του επιχειρήματος είναι βεβαίως πολιτική• αν κανένα είδος αλήθειας δεν μπορεί να υπάρξει έξω από τη φυσική νομοτέλεια που είναι προσιτή σε κάθε διαυγές και απροκατάληπτο πνεύμα, κανένα ιερατείο και καμιά ιεραρχία δεν μπορεί να νομιμοποιηθεί για την προνομιακή της διαχείριση.

Δεν υπάρχουν σχόλια: