Αναγνώστες

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2012

Η αναπόφευκτη «εσωτερική υποτίμηση» Από τον ΔΗΜΗΤΡΗ Α. ΙΩΑΝΝΟΥ αναδημοσιευση αποσπασματων απο την ΑΘΗΝΑΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ

 http://booksreview.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=156%3A-l-r&catid=59%3A-26--2012-&Itemid=55

 

Η αναπόφευκτη «εσωτερική υποτίμηση»

Από τον ΔΗΜΗΤΡΗ Α. ΙΩΑΝΝΟΥ

1.

Όταν δύο ασύμβατες πλάνες συναντώνται

Πόση λογική άραγε θα είχε το να ανοίξει κάποιος, εν πτήσει, την πόρτα και να πηδήσει στο κενό, χωρίς αλεξίπτωτο, επειδή θυμήθηκε πως μπήκε σε λάθος αεροπλάνο; Προφανώς καμία. Και όμως. Αυτό περίπου είναι που προτείνουν όσοι υποστηρίζουν την ανάγκη επιστροφής της χώρας στη δραχμή «επειδή η συμμετοχή στην Ευρωζώνη υπήρξε λάθος». Και το ίδιο επίσης ουσιαστικά προωθούν εκείνοι που, ακόμη και αν δεν μιλούν για τη δραχμή, θέλουν μία «διαφορετική πολιτική» αντιμετώπισης της κρίσης, ένα «διαφορετικό μίγμα» ή μία «αναδιαπραγμάτευση» με τους δανειστές. Πολιτικές οι οποίες εάν εφαρμόζονταν κιόλας, εκτός από το να λέγονται, θα εξακόντιζαν τα ελλείμματα σε στρατοσφαιρικά ύψη και θα οδηγούσαν με μαθηματική ακρίβεια στην πτώχευση και στο εθνικό νόμισμα.
Μόνο που η έξοδος από την ΟΝΕ, στις παρούσες συνθήκες, θα ήταν ένα πρωτοφανές εγχείρημα που προηγούμενό του δεν υπάρχει στην Ιστορία: μία χρεοκοπημένη οικονομία θα εκβαλλόταν από μία νομισματική ένωση και θα αναγκαζόταν να εισαγάγει εκ του μηδενός ένα εθνικό νόμισμα, του οποίου κανείς δεν θα μπορούσε να εκτιμήσει την εξωτερική αξία (ή, ακριβέστερα: τον ρυθμό μείωσης της εξωτερικής του αξίας), και γι’ αυτό κανείς δεν θα ήθελε να το διακρατεί. Και λέμε ότι δεν υφίσταται κανένα ιστορικό προηγούμενο, αφού λ.χ. η Αργεντινή και η Ρωσία όταν χρεοκόπησαν τη δεκαετία του 1990 είχαν δικό τους νόμισμα και συνέχισαν με αυτό, απλώς υποτιμώντας την εξωτερική του ισοτιμία. Οι χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, που ξαφνικά βρέθηκαν χωρίς να έχουν πλέον για νόμισμά τους το ρούβλι, υπέστησαν μεν κλονισμούς έως ότου εισαγάγουν το δικό τους εθνικό μέσο πληρωμών, αλλά σχετικά γρήγορα ισορρόπησαν· και τούτο διότι, παρά το γεγονός της κοινωνικοοικονομικής τους αποδιάρθρωσης, μπορούσαν να επιβιώσουν ανταλλάσσοντας προϊόντα με τις άλλες πρώην Σοβιετικές οικονομίες για να καλύψουν τις, ούτως ή άλλως, στοιχειώδεις ανάγκες τους (ενώ είχαν και μηδενικό εξωτερικό χρέος).
Η Ελλάδα, αντιθέτως, θα είναι μία μοναδική περίπτωση «μετάβασης υπό χρεοκοπία» που θα την εξετάζουν για δεκαετίες μετά οι ιστορικοί (δίκην ιατροδικαστού). Θα αναγκασθεί να δημιουργήσει ένα νόμισμα εκ του μηδενός, την ίδια στιγμή που δεν θα είναι σε θέση να έχει συναλλαγές εξωτερικού εμπορίου λόγω πτώχευσης. Το μόνο, κατά κάποιο τρόπο, ιστορικό ανάλογο που θα ήταν δυνατόν να βρεθεί είναι και πάλι ελληνικό και προέρχεται από την εμπειρία της περιόδου 1944-1953. Όπως και τότε έτσι και σήμερα ο αντιπραγματισμός και η χρυσοφιλία θα αντικαθιστούσαν την εγχρήματη οικονομία, ενώ κάθε ουσιαστική παραγωγική δραστηριότητα θα απονεκρωνόταν και κάθε επένδυση θα ήταν πρακτικά ανέφικτη. Με μία σημαντική διαφορά: στη σημερινή περίπτωση θα έλειπε –πλέον– η εξωτερική βοήθεια (του «σχεδίου Μάρσαλ» ή του επικατάρατου «Μνημονίου»). Αντί μίας παρόμοιας αυτοκτονικής επιλογής, λοιπόν, η λογική επιτάσσει ότι η Ελλάδα πρέπει να αγωνιστεί για να παραμείνει στο ευρώ, και να προσεύχεται παράλληλα να συνεχίσει να υφίσταται και η Ευρωζώνη.
Η απειλή του χάους, όμως, που ορθώνεται μπροστά στη χώρα σε περίπτωση «επιστροφής» στη δραχμή, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να συσκοτίζει την άλλη όψη του νομίσματος, δηλαδή τη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι η συμμετοχή της ελληνικής οικονομίας στην Ευρωζώνη θεωρώ ότι υπήρξε πλήρως λανθασμένη ως στρατηγική επιλογή. Στην επιδίωξη δύο αφηρημένων και επισφαλών στόχων εγκαταλείφθηκαν μηχανισμοί και δικλίδες ασφαλείας με νευραλγική σημασία για την ελληνική κοινωνία και οικονομία. Τα δύο μείζονα οφέλη τα οποία υποτίθεται πως θα προσποριζόταν η Ελλάδα ήταν το πρώτο μεν πολιτικό, δηλαδή η περίφημη συμμετοχή της στον «σκληρό πυρήνα» της Ευρώπης, το δεύτερο δε οικονομικό, δηλαδή η εμπέδωση συνθηκών χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, και η συνεπαγόμενη επάρκεια κεφαλαίων και αναβάθμιση του αναπτυξιακού της δυναμικού. Μόνο που, φευ, η εμπειρία απέδειξε ότι οι προσδοκίες αποτελούσαν φενάκη: στον πραγματικό «σκληρό πυρήνα» της Ευρώπης συμμετέχουν αποκλειστικά όσες χώρες το δικαιούνται τοις πράγμασι, δηλαδή όσες διαθέτουν σταθερότητα και πολιτικοοικονομική ρώμη, και όχι όσες δεν έχουν να προσάγουν παρά αστάθεια, αδολεσχία και κουτοπονηριά. Όσο για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, αυτή πρέπει να εκκινεί από το εσωτερικό της εθνικής οικονομίας και να στηρίζεται σ’ αυτό, και δεν είναι δυνατόν να εισαχθεί από το εξωτερικό.
Έναντι όμως αυτών των κατά φαντασίαν ωφελημάτων η χώρα απεκδύθηκε τα στρατηγικά εκείνα εργαλεία οικονομικής πολιτικής που εμπόδιζαν την κατάρρευση της οικονομικής της δομής.
– Στερήθηκε τη δυνατότητα ευέλικτης συναλλαγματικής πολιτικής μέσω ενός εθνικού νομισματικού συστήματος. Σε καθεστώς «δραχμής» η αναπόφευκτη υποτίμηση της εξωτερικής της αξίας θα ανέκοπτε κάθε τυχόν τάση κατάρρευσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, όπως αυτή που παρατηρήθηκε στη δεκαετία 1999-2009. Επίσης, κάθε εγκληματική πολιτική υπερχρέωσης του δημόσιου τομέα, για μικροπολιτικούς λόγους, δεν θα ήταν εφικτή, πέραν ενός ορίου, διότι θα την ακύρωναν οι ισχυρότατες υποτιμητικές πιέσεις επί του εθνικού νομίσματος.
– Στερήθηκε τη δυνατότητα να ασκεί νομισματική πολιτική που να αντιστοιχεί στον «κύκλο» της ελληνικής οικονομίας. Η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ στην κρίσιμη δεκαετία, ακολουθώντας τον κανόνα one size fits all, μοιραία ήταν προσαρμοσμένη στις ανάγκες των οικονομιών της Βόρειας Ευρώπης. Τα αρνητικά πραγματικά επιτόκια που αυτό επέβαλε στην ελληνική οικονομία την παρώθησαν να λειτουργεί σε διαρκείς συνθήκες «υπερθέρμανσης», η οποία ήταν και η αιτία της έξαρσης και διόγκωσης των διαρθρωτικών της προβλημάτων, από τα οποία θα υποφέρει για πολλά χρόνια στο μέλλον.
– Επίσης (αν και αυτό δεν προβλεπόταν θεωρητικά), ευρισκόμενη σε συνθήκες δημοσιονομικής χρεοκοπίας, η Ελλάδα στερήθηκε και τη δυνατότητα άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής, με την έννοια ότι δεν είναι σήμερα σε θέση να υιοθετήσει τη λύση έσχατης ανάγκης των υπερχρεωμένων χωρών, δηλαδή την νομισματοποίηση του χρέους.
Πέραν δε αυτών η ελληνική οικονομία με την εισδοχή της στην Ευρωζώνη επέβαλε στον εαυτό της μία μόνιμη διαρθρωτική δυσπλασία: από τη στιγμή που απέκτησε κοινό νόμισμα με τις πιο παραγωγικές οικονομίες της Βόρειας Ευρώπης, εσωτερίκευσε μία συγκεκριμένη σχέση στις τιμές μεταξύ των προϊόντων του διεθνώς ανταγωνιστικού τομέα, εκείνου δηλαδή που παράγει για τη διεθνή αγορά υπό τον αδήριτο περιορισμό της ενιαίας τιμής («ίδια τιμή για ίδιο προϊόν»), και των τομέων όπου η τιμή των προϊόντων τους, επειδή παράγονται και διακινούνται μόνον εγχωρίως, μακριά από τις πιέσεις του διεθνούς ανταγωνισμού, διαμορφώνεται στο εσωτερικό της χώρας. Αυτό δημιουργεί ένα βασικό πρόβλημα ισορροπίας και ευστάθειας της ελληνικής οικονομίας: εφόσον το νόμισμα είναι, και παραμένει, κοινό, κάθε φορά που η αύξηση στο επίπεδο των ονομαστικών τιμών στην Ελλάδα θα υπερβαίνει τον πληθωρισμό στις άλλες χώρες της νομισματικής ένωσης, θα υπάρχουν ισχυρές ροπές στην οικονομία για μεταφορά παραγωγικών πόρων από τον μη προστατευμένο, ανταγωνιστικό τομέα των «διεθνώς εμπορευσίμων» αγαθών (που δεν μπορεί να αυξήσει τις τιμές του σε εθνικό επίπεδο), στον προστατευμένο τομέα των «διεθνώς μη εμπορευσίμων» αγαθών, όπου οι αυξανόμενες τιμές προσφέρουν μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους. Έτσι, χωρίς να έχει υπάρξει καμία αλλαγή στα επίπεδα παραγωγικότητας των δύο τομέων, οι «όροι εμπορίου» μεταξύ τους θα έχουν επιδεινωθεί εις βάρος του παραγωγικού τομέα, καθαρά για νομισματικούς λόγους. Αυτό είναι καταστροφικό για την μακροχρόνια ανάπτυξη, διότι ο προστατευμένος τομέας της οικονομίας (δηλαδή το κράτος, οι οικοδομές, το εμπόριο και οι υπόλοιπες υπηρεσίες) χαρακτηρίζεται από στασιμότητα της παραγωγικότητάς του, ενώ παράλληλα η υπερδιόγκωσή του, εις βάρος του ανταγωνιστικού τομέα, δημιουργεί ροπές για αύξηση των εξωτερικών ελλειμμάτων αφού η συρρίκνωση του τελευταίου επιτρέπει όλο και λιγότερο την κάλυψη της ζήτησης «διεθνώς εμπορευσίμων» από την εγχώρια παραγωγή. Αποτέλεσμα είναι να εξάγονται θέσεις εργασίας και εισόδημα (με τη μορφή χρέους) στο εξωτερικό.

2.

Η καταστροφική «εσωτερική ανατίμηση»

Με την είσοδο στην Ευρωζώνη η κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας ήταν a disaster in waiting. Παρά δε το γεγονός ότι θα ήταν δυνατόν να συμβεί με πολλούς τρόπους, η φιλοπαίγμων ειμαρμένη επέλεξε να συμβεί με τον πλέον ειρωνικό, δηλαδή μέσω μίας overdose του βασικού οικονομικού ωφελήματος που η συμμετοχή στην Ευρωζώνη υποτίθεται ότι θα προσέφερε στην ελληνική οικονομία: της επάρκειας χρηματοπιστωτικών πόρων. Και τούτο διότι η δημιουργία της Ευρωζώνης συνέπεσε με το διεθνές φαινόμενο που έγινε γνωστό ως global savings glut. Τεράστια ποσά κεφαλαίου ανά την υφήλιο αναζητούσαν επικερδείς, αλλά και ασφαλείς, τοποθετήσεις. Οι πολιτικές και νομισματικές αρχές της Ελλάδας δεν παρέλειψαν να αδράξουν την λαμπρή ευκαιρία και να προσφέρουν άφθονη ρευστότητα, και πρωτόγνωρη ευημερία! Άλλωστε, ακόμη και αν, θεωρητικά, κάποιος διαφωνούσε δεν θα μπορούσε να κάνει πολλά πράγματα για να ανατρέψει την καλπάζουσα «υπερθέρμανση», την υπερχρέωση και την ανατροπή του έρματος στο σκάφος της ελληνικής οικονομίας. Από τη στιγμή που τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια δανεισμού της ΕΚΤ ήταν τόσο χαμηλά για τα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας, τα μακροχρόνια –καθώς ουσιαστικά δεν υπήρχε και risk premium– δεν γινόταν να είναι πολύ υψηλότερα.
Το αποτέλεσμα του άκριτου υπερδανεισμού ήταν μία δεκαετία «υπερθέρμανσης», υπερχρέωσης και ραγδαίας μετατόπισης των δομικών ισορροπιών της οικονομίας. Η υπερβάλλουσα ρευστότητα ασκούσε διαρκώς αυξητικές πιέσεις στο επίπεδο των τιμών. Όχι όμως όλων των προϊόντων. Αυτά που προέρχονταν από τον μη προστατευμένο, ανταγωνιστικό τομέα παρέμεναν σταθερά διότι η (factory gate) τιμή τους καθοριζόταν, όπως πάντοτε, σε διεθνές επίπεδο. (Η «μικρή ανοικτή οικονομία» της Ελλάδας είναι «λήπτρια τιμών»: οι μεταβολές στην ζήτησή της είναι σταγόνα στον ωκεανό για την παγκόσμια οικονομία). Αυξάνονταν οι τιμές μόνο των «διεθνώς μη εμπορευσίμων» προϊόντων. Γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα οι παραγωγικοί πόροι να εγκαταλείπουν τον πρώτο τομέα και να μεταφέρονται στον δεύτερο, όπου η αύξηση των τιμών δημιουργούσε μεγαλύτερα περιθώρια αμοιβών για τους συντελεστές της παραγωγής. Έτσι ήταν πιο επικερδές να εισάγεις προϊόντα από το εξωτερικό και να τα εμπορεύσεσαι, παρά να τα παράγεις εγχωρίως. Επίσης ήταν πιο επικερδές να αγοράζεις γη και τίτλους στο εξωτερικό παρά στην Ελλάδα. 

ολο το αρθρο στο 

Δεν υπάρχουν σχόλια: