Οι
ίδιες οι ιδέες συσπώνταν σε έναν μακάβριο χορό, τα κείμενα σήμαιναν
ξάφνου το αντίθετο από αυτό που διακήρυσσαν, μια παραφροσύνη παράσερνε
τους ανθρώπους, τα βιβλία, την Ιστορία που τη θεωρούσαν εκπληρωμένη και
δεν ήταν άλλο από μια γελοία εκτροπή… (σ. 312)
Η ζωή του Βικτόρ Σερζ (Βικτόρ Λβόβιτς Κίμπαλτσιτς, Βρυξέλλες 1890)
υπήρξε μια συνεχής εναλλαγή παθιασμένων πολιτικών αγώνων και διωγμών.
Κοσμοπολίτικο κι επαναστατικό πνεύμα, βρέθηκε στην κοχλάζουσα Ρωσία
(1919), αφού φυλακίστηκε στο Παρίσι (1912-1917) λόγω συμμετοχής σε
αναρχοαυτόνομη τρομοκρατική οργάνωση κι έζησε τις εξεγέρσεις της
Βαρκελώνης. Υπηρέτησε ενθουσιωδώς το Κόμμα, διαγράφτηκε λόγω της
σύνταξής του με τον Τρότσκι, κατήγγειλε την σταλινική τρομοκρατία,
εκτοπίστηκε στη Σιβηρία (1933) και αποφυλακίστηκε χάρη στις παρεμβάσεις
των Μαλρό, Ζιντ, Ρολάν κ.ά. (1936). Πέθανε κυνηγημένος και πάμφτωχος στο
Μεξικό (1947), έχοντας ολοκληρώσει την Υπόθεση Τουλάγεφ (1942), το
χειρόγραφο της οποίας διέσωζε σε όλες τις περιπλανήσεις του.
Επίκεντρο της κυκλικής πλοκής αποτελεί η
δολοφονία ανώτατου κομματικού στελέχους – μια στιγμιαία πράξη
δικαιοσύνης, υποσυνείδητη κι ενσυνείδητη μαζί. Οι ένοχοι δεν θα βρεθούν,
συνεπώς πρέπει να επινοηθούν ως συνωμότες. Η εξόντωσή τους θα
ακολουθήσει, μέσω μιας χαώδους γραφειοκρατίας, τις μεθόδους του
σταλινικού ολοκληρωτισμού: συκοφάντηση, κοινωνική απομόνωση, ανάκριση,
κατασκευασμένη ομολογία, ατίμωση, θάνατος, και, πέρα από αυτόν, το
στίγμα της προδοσίας.
Εδώ
δεν έχουμε απλά μια ρεαλιστική εικόνα της σκοτεινής δεκαετίας του ’30,
των δικών της Μόσχας και της εξόντωσης εκατομμυρίων επαναστατών. Δέκα
αυτόνομα κεφάλαια, με διαφορετικό κεντρικό πρόσωπο, σχηματίζουν ένα
πολυποίκιλο ψηφιδωτό της ρωσικής ζωής την εποχή της «ανοικοδόμησης του
κόσμου», όπου κάθε διαφωνία σήμαινε προδοσία, με ψηφίδες του τις ζωές
πολλών και διαφορετικών χαρακτήρων: από τον πιστό επαναστάτη στον
ασήμαντο γραφειοκράτη, από τον υψηλόβαθμο αξιωματούχο στον ταπεινό
χωρικό, από τον παθητικά υπάκουο υπάλληλο στον ασυμβίβαστο, συνεπή
ιδεολόγο, από τον ενθουσιώδη άνθρωπο της δράσης μέχρι τον θεωρητικό και
διανοούμενο που βλέπει τις γνώσεις του να αποβαίνουν άχρηστες.
Οι κεντρικοί – απόκεντροι αυτοί
χαρακτήρες αποτελούν, κατά τον Σερζ, μια «αόρατη διεθνή» προσώπων που
ζουν σε μια μεταβατική εποχή, όπου, συνεπώς, δεν υπάρχει ευτυχία, σε
μια χώρα που έχει λιποτακτήσει από τον ίδιο της τον εαυτό, όλοι
θανατοποινίτες με αναστολή, ζώντας παρέα με τον φόβο όπως με μια κήλη (ανθολογώντας τις εκφράσεις τεσσάρων διαφορετικών ηρώων), μια εποχή που οι παλιοί επαναστάτες απέφευγαν
ο ένας τον άλλον, για να μην κοιταχτούν στα μάτια, να μην πουν αισχρά
ψέματα καταπρόσωπο, να μην σκαλώσουν στα ονόματα συντρόφων που έχουν
εξαφανιστεί, να μην εκτεθούν σφίγγοντας κανένα χέρι, να μην το έχουν
βάρος στη συνείδησή τους που δεν το έσφιξαν.
Τους παρατηρούμε στα απομακρυσμένα
χωριά με τις αραιές ίσμπες, στα ασφυκτικά κοινοβιακά διαμερίσματα ή στις
απομονωμένες βίλες μες τα δάση, στα γκρίζα γραφεία με το ίδιο πορτρέτο
του Αρχηγού, όπου εκατοντάδες ένστολοι ζυμώνουν μέρα νύχτα ατέλειωτους φακέλους κι αναφορές, και ζυμώνονται απ’ αυτούς….
Τους παρακολουθούμε στις κομματικές γιορτές, στα χωριά που ρημάχτηκαν
από την επιβεβλημένη κολλεκτιβοποίηση, στις προσπάθειές τους να
εναρμονιστούν με ντιρεκτίβες, πλάνα και στατιστικές. Κι όταν στενεύσει ο
κλοιός, να αναπολούν «τη σαρκική τους ζωή που έχει τελειώσει» και να
βυθίζονται στον φόβο ή να ελπίζουν σε δικαιοσύνη.
Ο
άλλοτε ισχυρός Έρχοφ θα αδυνατεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του και θα
παραμιλάει στον ύπνο του διότι οι ανακρίσεις συνεχίζονταν στα όνειρά
του, ο φυλακισμένος Ρουμπλιόφ θα αντλεί θάρρος από φανταστικούς
διαλόγους με τη γυναίκα του και θα εύχεται: «Ας μου στείλουν κανέναν
καλύτερο (ανακριτή) ή ας με εκτελέσουν χωρίς εξηγήσεις». Ο Ρύζικ,
περιφερόμενος από φυλακή σε φυλακή, τόσο κουρασμένος που δεν τα
κατάφερνε πια να σκεφτεί, με το μυαλό του να αναβοσβήνει σαν τα κίτρινα
φανάρια που οι σιδηροδρομικοί περιφέρουν πάνω-κάτω στις ράγες άγνωστων
σταθμών, θα περιμένει με ανακούφιση τον θάνατό του, όχι προτού πάρει μια έσχατη νίκη αξιοπρέπειας.
Δίπλα τους κινούνται ελάσσονες ήρωες με
ανάλογη προδιαγεγραμμένη πορεία: τα κορίτσι του εργοστασίου, παθιασμένο
με τις μηχανές και τους αριθμούς, ο Φιλίποφ που ζει χωρίς γυναίκα, γιατί
δεν θέλει να είναι δύο που θα ξυπνάνε μες στη νύχτα και θα αναρωτιούνται αν είναι η τελευταία τους,
η κοπέλα του εργοταξίου του μετρό που ωθείται στην αυτοκτονία, θύμα του
τριπτύχου «εφημερίδα τοίχου, διαγραφή, χλευασμός», ο επιτηρητής του
Ρύζικ σε ένα απομακρυσμένο κολχόζ, που γίνεται φίλος μαζί του, προτού
αναχωρήσουν με έλκηθρο για το τέλος του στην Μόσχα (αναχώρηση που
περιγράφεται σε μερικές συγκλονιστικές σελίδες). Ήρωες χθες, σκουπίδια σήμερα, αυτή είναι η διαλεκτική της Ιστορίας (σ. 155).
Η
περιγραφή της δράσης τους αλλά και των σκέψεών τους, με εσωτερικούς
μονολόγους και τραγικούς διαλόγους, σε συνδυασμό με κολάζ από αναφορές,
βιογραφικά διωκόμενων, φωνές από ραδιόφωνο ή μεγάφωνα, συνθέτουν ένα
συναρπαστικό «ψυχολογικό και κοινωνικό» μυθιστόρημα. Η πολυφωνική
αφήγηση συνδυάζεται σε ένα δεύτερο (συμβολικό; ) επίπεδο με λυρικότατες
περιγραφές των κατάλευκων νυχτών, που μοιάζουν «με γιορτή του πάγου», με
τους κρυστάλλους του χιονιού να αντανακλούν το φως των αστεριών.
Θαρρείς πως αυτές οι «σπινθηροβόλες νύχτες με το ζείδωρο κρύο» και τη
θαμπή λευκότητα άλλοτε αλαφρώνουν τις ψυχές κι άλλοτε τις «σαβανώνουν»,
σκεπάζοντας την απόγνωσή τους.
Η ματιά του Σερζ σε αυτή την τραγική
περίσταση είναι πολυπρισματική και ψύχραιμη, με ταυτόχρονη επίγνωση μιας
ιστορικής ήττας και αναζήτηση φωτός, αντίστοιχου με εκείνο της αστρικής
ανθοφορίας του ρωσικού ουρανού. Αναρωτιέται κανείς, πόση, άραγε,
πνευματική ρώμη χρειάζεται για να οργανώσει κανείς αυτό το αχανές υλικό
και να το μεταπλάσει σε έξοχη μυθοπλασία, έχοντας μηδαμινές ελπίδες
έκδοσης.
Γιατί όμως καταδικάστηκε στη λήθη ένας
συγγραφέας που έζησε εκ των έσω μια από τις οριακότερες ιστορικές
στιγμές του προηγούμενου αιώνα κι έγραψε για την τραγική κατάληξη
αναρίθμητων επαναστατών (κατάληξη που ο ίδιος απέφυγε χάρη σε διάφορες
συγκυρίες), τη στιγμή εξάλλου που υπήρξε ένας από τους πρώτους
συγγραφείς έγραψαν για τα Γκουλάγκ (στο μυθιστόρημα Μεσάνυχτα στον αιώνα,
1939) και ονόμασαν την Σοβιετική Ένωση «ολοκληρωτικό κράτος» (σε
προσωπική επιστολή); Η Σούζαν Σόνταγκ, που εκφράστηκε ενθουσιωδώς για το
έργο του Σερζ και φρόντισε για την αποκατάστασή του, δίνει τις δικές
της πειστικές εξηγήσεις στην εισαγωγή της έκδοσης του 2004: η Υπόθεση
Τουλάγεφ υπήρξε άχρηστη ως ψυχροπολεμικό όπλο κατά του κομμουνισμού.
Πράγματι, ο Σερζ με έναν πλούσιο και πυκνό λόγο εκθέτει όλες τις απόψεις
και φωτίζει όλες τις πλευρές της τραγικής περιόδου από την προσωπική
σκοπιά του καθενός από τους χαρακτήρες του, μακριά από κηρύγματα και
ιδεολογήματα. Η κριτική της χρησιμοποίησης του μαρξισμού δεν αναιρεί την
πίστη στις αξίες του.
Ο Ρύζικ μέσα απ’ το κελί του σκέφτεται: Σήμερα
χρειάζονταν βιβλία φλογερά, να ξεχειλίζουν από μια αδιάσειστη ιστορική
άλγεβρα, από ανελέητα κατηγορητήρια, βιβλία που θα έκριναν αυτή την
εποχή: η κάθε γραμμή τους θα πρέπει να είναι αμείλικτης ευφυΐας,
τυπωμένη με καθαρά φλόγα. Αυτά τα βιβλία θα γεννηθούν αργότερα. (σ.
320). Ο Σερζ πιθανώς θα διαφωνούσε, αλλά επιτρέψτε μου να φωνάξω πως η
Υπόθεση Τουλάγεφ είναι ακριβώς ένα τέτοιο ευφυές και φλογερό βιβλίο.
Χάρη στο επίμετρο του Ρόμπερτ Γκρίμαν (στην ουσία ένα πλήρες κριτικό
σημείωμα), τις σημειώσεις και την μετάφραση της Τιτίκας Δημητρούλια,
γνωρίζει και εδώ την έκδοση που του αρμόζει.
Συντεταγμένες: Victor Serge, L’ affaire Tulaév. Στα ελληνικά: εκδόσεις Scripta, 2007.
Πρώτη δημοσίευση (σε συντομευμένη μορφή): Περιοδικό (δε)κατα, τεύχος 14 (καλοκαίρι 2008).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου