Από τον ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟ
Αν η συνεχιζόμενη κινητοποίηση μερίδας πολλών Ισπανών πολιτών, που
ονομάσθηκε και «Κίνημα της 15ης Μάη», αυτοχρίσθηκε ως το κίνημα των
«Αγανακτισμένων», είναι γιατί οι πολυπληθείς φορείς του, νεανικής κατά
βάση ηλικίας, αισθάνονται βαθιά ταπεινωμένοι, σχεδόν απελπισμένοι ως
προς τη διάψευση των υποσχέσεων που τους δόθηκαν από την προηγούμενη
γενιά αλλά και από την πολιτική τάξη. Ο φόβος ανάμικτος με ογκούμενη
οργή, που κάλλιστα μπορούν να μετατραπούν σε μνησικακία, αφορούν τη
διαφαινόμενη πτώση μιας νέας γενιάς και μιας κοινωνικής τάξης, της
νεο-μικροαστικής, σε ένα καθεστώς νεο-προλεταριοποίησης.
Τρία είναι τα βασικά προβλήματα που αναδεικνύει αυτή η κινητοποίηση. Το
πρώτο, αυτό της εργασίας. Το δεύτερο, αυτό της χαμένης ατομικής
αξιοπρέπειας που σχετίζεται με την απώλεια του εργασιακού ορίζοντα. Και
το τρίτο, της μονοσήμαντα συναισθηματικής επένδυσης, μέσω της
«αγανάκτησης», αυτής της διαδικασίας ατομικής και συλλογικής παρακμής.
Αν διαβάσει κάποιος με προσοχή το «Μανιφέστο» των Ισπανών Indignados θα
δει μια συναισθηματικά φορτισμένη φωνή η οποία καθοδηγείται από εκείνη
την ντροπή που προσιδιάζει στην ατομική ταπείνωση. Το έλλειμμα ατομικής
αξιοπρέπειας των πολλών, λόγω της διάψευσης των προσδοκιών ανιούσας
κινητικότητας, ακρωτηριάζει, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, το
«δικαίωμα στην ευτυχία», και στρέφεται κατά της μικρής «μειοψηφίας» των
«από πάνω», των πολιτικών και οικονομικών ελίτ, οι οποίες δεν «ακούνε»
πλέον τη μάζα των «καθημερινών ανθρώπων». Η κινητοποίηση των
«αγανακτισμένων» θέλει να υποδείξει ακριβώς αυτή τη διευρυνόμενη
απόσταση ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους και στην ιθύνουσα ελίτ,
προβάλλοντας μια σειρά από γενικά αιτήματα (δικαίωμα στην κατοικία, την
εργασία, την κουλτούρα, την υγεία, την εκπαίδευση, συμμετοχή στην
πολιτική ζωή, ελευθερία στην προσωπική ανάπτυξη, δικαιώματα στην
κατανάλωση), χωρίς, ωστόσο, να προσδιορίζει έναν έστω και στοιχειώδη
προγραμματικό τρόπο υλοποίησής τους.
Με την έννοια αυτή, η κινητοποίηση των «Αγανακτισμένων» μπορεί, σύμφωνα
με την τυπολογία του Πιέρ-Αντρέ Ταγκιέφ, κάλλιστα να κατανοηθεί ως ένας
κοινωνιο-λαϊκισμός διαμαρτυρίας[1].
Αυτή η μορφή λαϊκισμού συνοψίζει την απογοήτευση από την αποσύνθεση των
λειτουργιών της παλαιο-σοσιαλδημοκρατικής έμπνευσης κρατικο-προνοιακής
λειτουργίας, διεκδικώντας απεγνωσμένα ένα δικαίωμα, μια επιστροφή στον
ματαιωμένο σήμερα ηδονιστικό ατομικισμό των προηγούμενων γενεών.
Στρέφεται κατά του «συστήματος» γενικότερα, χωρίς όμως να του αμφισβητεί
θεμελιωτικές του αξίες, όπως, για παράδειγμα, αυτή του «χρήματος», για
το οποίο απαιτεί να τεθεί στην υπηρεσία των πολλών, των «ανώνυμων». Τα
αιτήματά του είναι ένα κράμα σοσιαλδημοκρατικών διεκδικήσεων της εποχής
της ευμάρειας και μετανεωτερικών αιτημάτων αυτοπραγμάτωσης, μια απόπειρα
συγκεχυμένης άρθρωσης του «εγώ» με το «εμείς», του ατόμου με τη
συλλογικότητα.
Το γεγονός, ωστόσο, ότι η κινητοποίηση αυτή στερείται πολιτικής
εκπροσώπησης, δηλαδή ηγεσίας, το διαφοροποιεί από παρελθούσες
λαϊκιστικές εμπειρίες. Αυτό αποτελεί μία πολύ σοβαρή αδυναμία, γιατί
περιορίζει δραστικά την αποτελεσματικότητα της δράσης του στο λεγόμενο
πεδίο της «υποπολιτικής»· ακόμα, θα έλεγε κανείς, συνδυάζοντας αυτή την
αδυναμία με την απουσία «προγράμματος», μπορεί να το κατευθύνει και στο
πεδίο της «αρνητικής πολιτικής».
Ο Ισπανός σοσιαλφιλελεύθερος πολιτικός φιλόσοφος Ντανιέλ Ινεράριτυ επισημαίνοντας στην El Pais
καίρια αυτό το χαρακτηριστικό της κινητοποίησης των «Αγανακτισμένων» θα
σταθεί στις «αρνητικές ενέργειες αγανάκτησης και θυματοποίησης»[2]
που αποδεσμεύουν τέτοιες λαϊκιστικές πρωτοβουλίες οι οποίες,
εξαντλούμενες σε συναισθηματικά αναθέματα και στην ανθρωπομορφική, θα
προσθέταμε, αναζήτηση των «ενόχων», οδηγούν τελικά, παρά τη θέλησή τους,
στο να σταθεροποιούν το «σύστημα» κατά του οποίου βάλλουν.
Άραγε, αυτή η αναδυόμενη φιγούρα ενός συναισθηματικού πολίτη μπορεί να
αποτελέσει μια ενθαρρυντική υπόσχεση για τις λεγόμενες προοδευτικές
δυνάμεις; Αυτός ο νέος αριστερόστροφος κοινωνιο-λαϊκισμός μπορεί να
κοντράρει τον ακροδεξιό ξενοφοβικό εθνικο-λαϊκισμό της τελευταίας
εικοσαετίας; Από μια πρώτη προσέγγιση, ο πρώτος φαίνεται αυτή τη στιγμή
να αποτελεί μία αυθόρμητη απάντηση στον δεύτερο. Παρατηρώντας, ωστόσο,
τα δεδομένα κάπως εγγύτερα, ο Werner A. Perger, αρθρογράφος της Die Zeit,
θα επισημάνει: «Όσοι συγκεντρώνονται στις πλατείες σε όλη τη χώρα έχουν
έναν κοινό εχθρό: τη δημοκρατία των κομμάτων και την πολιτική τάξη που
την ενσαρκώνει. Στις δημοσκοπήσεις, αυτή η τελευταία έρχεται τρίτη, μετά
από την ανεργία και την οικονομία, πριν από τη μετανάστευση και την
τρομοκρατία, στον κατάλογο των μεγάλων ανησυχιών των πολιτών. Σε αυτό το
σημείο, οι λαϊκιστές δεξιάς και αριστεράς διατηρούν την ίδια
στερεοτυπική εικόνα του εχθρού»[3].
Επομένως, μία απροϋπόθετη υπόκλιση σε αυτή τη φιγούρα του
συναισθηματικού και αντιστασιακού πολίτη έχει τα ρίσκα της. Τα γενικά
ευχολόγια που αντικαθιστούν πλήρως τα πολιτικά προγράμματα, αλλά και οι
ανορθολογικές ονειρώξεις που τα συνοδεύουν, ακόμα και αν έχουν
αποκλείσει κάθε προσφυγή στη βία, αναπαράγουν ηρεμιστικές χίμαιρες. Η
«Αγανάκτηση», από μόνη της, όπως αυτή στην οποία προτρέπει ο Στεφάν
Εσσέλ στην νηπιακής πολιτικής σκέψης μπροσούρα του Αγανακτήστε!,
συνιστά σε τελευταία ανάλυση κλήτευση σε αντιπολιτική ανευθυνότητα στο
όνομα ενός αφηρημένου ουμανισμού της «ευθύνης». Αν η μανιχαϊστική
πρόσληψη της πραγματικότητας, και η αναγόρευση της «αγανάκτησης» σε
«κινητήρια δύναμη»[4]
μιας αντιστασιακής ιστορίας είναι η μοναδική συνταγή για την υπέρβαση
της σημερινής κακοδαιμονίας, αν σε αυτό το παιδικό φαντασιακό
εγκλωβιστούν θεμιτές ατομικές και συλλογικές αγωνίες, τότε με συνοπτικό
τρόπο και «αγανακτώντας» κάποιοι θα μπορούσαν να αναφωνήσουν: κάθε εποχή
έχει την αντιπολίτευση που της προσιδιάζει…
[1] Pierre-André Taguieff, L’Illusion Populiste. Essai sur les démagogies de l’âge démocratique, Flammarion, Παρίσι 2007.
[2] Βλ. Le Courrier International, τχ. 1073, 26-31 Μαΐου 2011.
[3] Ό.π.
[4] Βλ. Stéphane Hessel, Αγανακτήστε!, μτφρ. Σώτη Τριανταφύλλου, Πατάκη, Αθήνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου