ΤΟΥ ΑΝΤΟΝΙΟ ΝΕΓΚΡΙ*Μετάφραση: Άκης Γαβριηλίδης
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
'
Το 1952, ο Γκ. Λούκατς εκδίδει το Die Zerstoerung der Vernunft [2].
Εδώ υποστηρίζεται για πρώτη φορά, με εξαιρετική βιαιότητα, η θέση περί
του “πρωτο-φασισμού” τού Νίτσε. Το κατηγορητήριο είναι αδυσώπητο. “‘Ολο
το έργο τού Νίτσε υπήρξε μία πολεμική κατά του μαρξισμού και του
σοσιαλισμού, έστω και αν είναι φανερό ότι δεν διάβασε ποτέ έστω και μια
γραμμή τού Μαρξ και του ‘Ενγκελς”. Ο Νίτσε “ενστικτωδώς” (αλλά “κατά
μεγαλοφυή τρόπο”) ερμήνευσε τις πολιτιστικές και πολιτικές ανάγκες τού
ιμπεριαλισμού, καθιστάμενος έτσι ο “φιλόσοφος-οδηγός” του, “παρά τις
διάφορες αλλαγές τής κατάστασης και της αντίστοιχης τακτικής τής
αντιδραστικής αστικής τάξης” : απ’ όπου απορρέει και η διαρκής
“επικαιρότητα” του Νίτσε, από την εποχή τού Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου
μέχρι και μετά τον Δεύτερο. Στο έργο του ο Νίτσε προτείνει μία ρωμαλέα
ερμηνεία της παρακμής, ως θεμελιώδους φαινομένου της αστικής εξέλιξης
του καιρού του, και θέλει να δείξει το δρόμο για το ξεπέρασμά της. Σε
αυτό συνίσταται η πραγματική “κοινωνική αποστολή” της φιλοσοφίας τού
Νίτσε, η οποία προσβλέπει στην ικανότητα λύτρωσης της αστικής διανόησης
που συνταρασσόταν από την απώλεια του οικουμενικού νοήματος της ίδιας
της τής λειτουργίας. Ο Νίτσε προτείνει μία “επανάσταση” η οποία θα
διατηρούσε όλα τα προνόμια της αστικής τάξης και θα υπερασπιζόταν με
σθένος την προνομιούχα και παρασιτική θέση τής ιμπεριαλιστικής
διανόησης, μία επανάσταση κατευθυνόμενη κατά των μαζών, που απέκρυπτε,
πίσω από την εμπαθή-επιθετική μορφή τού ύφους της, τον εγωιστικό
χαρακτήρα των κινήτρων της. ‘Οσο για τη “θέληση για δύναμη” και τη
θεωρία τού “υπερανθρώπου”, αυτές συνίστανται απλώς στην “γνωσεολογική
παραπομπή στον ακραίο ανορθολογισμό, στην άρνηση κάθε δυνατότητας να
γνωρίσουμε τον κόσμο, στην απεύθυνση σε όλα τα βάρβαρα και κτηνώδη
ένστικτα”.
Οι εκατό σελίδες που είναι αφιερωμένες στον “Νίτσε ως θεμελιωτή τού
ανορθολογισμού τής ιμπεριαλιστικής περιόδου” καταλήγουν και πάλι στην
παράδοξη αναγνώριση του μεγαλείου μιας σκέψης που, μόνη αυτή, επέτυχε
να κατασκευάσει, στην πάλη της κατά του σοσιαλισμού, μία αξιοθαύμαστη
δύναμη αντίθεσης στο μύθο, προορισμένη να διαρκέσει επί πολλές
δεκαετίες. Σε αυτή την παράδοξη αναγνώριση μπορεί κανείς να διακρίνει
την επιμονή αυτής της νιτσεϊκής διδασκαλίας η οποία, στον κύκλο τού Μαξ
Βέμπερ και του Γκέοργκ Ζίμμελ[3],
είχε βαθιά επηρεάσει το νεαρό Λούκατς και τον είχε σίγουρα συνοδεύσει
στις πρώτες μεγάλες αναλύσεις του πάνω στις μορφές της κουλτούρας. και
ίσως είχε συντελέσει στην προσχώρησή του στον επαναστατικό μαρξισμό.
Στην αντινιτσεϊκή πολεμική τού Λούκατς ωστόσο βρίσκουμε ένα άλλο
στοιχείο, εγγενές στην πολιτική πάλη τού κομμουνιστικού εργατικού
κινήματος. Στο έργο του “Η παρούσα σημασία τού κριτικού ρεαλισμού” τού
1956 και στον πρόλογό του στην ιταλική μετάφραση τού Zerstoerung der Vernunft (1959)[4],
ο Λούκατς το δηλώνει ανοιχτά. Η πολεμική κατά του ανορθολογισμού
ουσιαστικά κατευθυνόταν κατά “του απλουστευτικού δόγματος του Ζντάνοφ
που καθιέρωνε τη διάκριση υλισμού – ιδεαλισμού ως τη μόνη αντίθεση στην
ιστορία της φιλοσοφίας”. Η επίθεση του Λούκατς κατά του Νίτσε,
θεωρούμενου ως υπέρτατου αντιπροσώπου τού ανορθολογισμού, εμφανιζόταν
εδώ στη σωστή της διάσταση : είναι μία επίθεση που κατευθύνεται εναντίον
όλων των ρευμάτων τού σοσιαλισμού που δεν θέτουν ως καθήκον τους τον
εκσυγχρονισμό ως πρακτικό περιεχόμενο της ουτοπίας, δηλαδή –σύμφωνα με
τον Λούκατς- την ορθολογική μεταμόρφωση της κοινωνίας σύμφωνα με κανόνες
προόδου, της ολόπλευρης ανάπτυξης της ελευθερίας, της ισότητας και της
ειρήνης. Ο αντινιτσεϊκός Λούκατς είναι εκείνος που θέλει να ξανασηκώσει
όλες τις σημαίες που η αστική τάξη είχε αφήσει να πέσουν μέσα στη λάσπη
και που, συνεπώς, αρνείται τη νιτσεϊκή διάγνωση για το μοιραίο τής
παρακμής, για το μηδενισμό ως ουσία του αστικού πολιτισμού. Πραγματικά,
στο ζντανοφισμό, ο Λούκατς διάβαζε αυτό που μπορεί κανείς να βρει σ’
αυτόν, μία λαϊκιστική –ή καλύτερα πληβειακή – εκδοχή στη λογοτεχνία, μία
εργαλειακή μεταστροφή στη φιλοσοφία και την επιστήμη, έναν κυνικό
βολονταρισμό στην πολιτική. όλα αυτά τα ερμηνεύει ως μία επάνοδο στις
ανορθολογικές όψεις τής ιδεολογίας. Ο ανθρωπισμός του αντιδρούσε : o
αντινιτσεϊκός Λούκατς είναι ο αντισταλινικός Λούκατς. Eνάντια σε μια
σχετικιστική γνωσεολογία, ενάντια στο δίλημμα “σοσιαλισμός ή
βαρβαρότητα”, πρότεινε για το σοσιαλισμό την ορθολογικότητα μιας
κοσμοαντίληψης προερχόμενης από τον Γκαίτε, την έξοδο από την αλλοτρίωση
και την πραγμοποίηση ως επανασύνθεση της ανθρώπινης ολότητας.
Το βιβλίο τού Λούκατς ανάγεται στο 1952. Η συζήτηση γύρω από την
ευθύνη τού ναζισμού και η οξεία αντιπαράθεση σχετικά με το Schuldfrage
(ζήτημα της ενοχής) βρίσκεται στο απόγειό της. Η κρίση τού Λούκατς για
το Νίτσε γίνεται αποδεκτή από ένα σημαντικό μέρος τής κοινής γνώμης, όχι
απαραίτητα της σοσιαλιστικής. Και ωστόσο, μέσα στην ανοικοδόμηση της
καπιταλιστικής Ευρώπης, ο Νίτσε ξαναζεί και παρουσιάζεται εκ νέου ως
ένας επίκαιρος κριτικός. ‘Ηταν άραγε ο Νίτσε πιο μαρξιστής από τους
μαρξιστές; Για άλλους λόγους, ο Φραντς Μέριγκ είχει ήδη θέσει στον εαυτό
του το ερώτημα αυτό. Ο αντι-βισμαρκικός Νίτσε, ο υλιστής και
επαναστάτης Νίτσε, ο Νίτσε – επικριτής κάθε ιδεολογικού “ταρτουφισμού”,
μπορεί και πρέπει να είναι “ένας σταθμός στο δρόμο για το σοσιαλισμό”.
Και έπειτα; Μήπως ο Νίτσε δεν ήταν πια παρά ένας παιδαγωγός; Στη
δεκαετία τού 50 βγαίνουν στην κυκλοφορία τα καλύτερα βιβλία που
γράφτηκαν για το Νίτσε στη διάρκεια της δεκαετίας τού 30 : πρόκειται για
έργα των οποίων οι συγγραφείς υπήρξαν όλοι αντίπαλοι του ναζισμού, όπως
ο Karl Loewith, o Karl Jaspers, o Edgar Salin, o Erich Podach. O
Heinrich Mann αναδεικνύεται ως ο ερμηνευτής αυτής της νέας επικαιρότητας
του Νίτσε και, μεταξύ άλλων, την προτείνει προς τους σοσιαλιστές και
τους μαρξιστές. Να λοιπόν που ξαναεμφανίζεται, πάνω στη σκηνή της νέας
καπιταλιστικής κυριαρχίας του κόσμου, η εικόνα ενός Νίτσε “αθώου”,
προφήτη και διαλεκτικού, ο οποίος ξεκινώντας από την αποκήρυξη της
“αντιστροφής των αξιών” καταλήγει στο μύθο τού υπερανθρώπου. Ο Νίτσε δεν
είναι υπεύθυνος για το ναζισμό : ακόμα περισσότερο, δεν έπαψε να
καταδικάζει τον εθνικισμό και ισχυρίστηκε ότι “η κουλτούρα και το κράτος
είναι ανταγωνιστές”. Υπήρξε πάντα με το μέρος των καταπιεσμένων και
συνέλαβε την απελευθέρωση ως παραγωγή – παραγωγή καινούρια, παραγωγή
ελεύθερη και νεαρή. Το διονυσιακό θέμα είναι ένα θέμα υλιστικό και
παραγωγικό : “είμαστε όλοι εργάτες”. Στο έργο τού Walter Kaufman που
ανάγεται στο 1950 (όπως εξάλλου και στις νέες αναγνώσεις αυτών των
χρόνων του Henri Lefevbre), αυτά τα στοιχεία ανασυντίθενται σε μία
εικόνα τού Νίτσε που χαρακτηρίζεται αποφασιστικά ως “κριτικός
διαφωτιστής”, ως συγγραφέας τού “μετα-μηδενισμού”.
Μέχρι ποιο σημείο ήταν πιστευτή αυτή η εικόνα ενός “Νίτσε χωρίς
Ζαρατούστρα”, ενός Νίτσε που είχε “λειανθεί” για να γίνει όχι ένας
κριτικός τής νεωτερικότητας αλλά απλώς ο κριτικός τής καπιταλιστικής
νεωτερικότητας; Δεν θα ήταν δυνατό να παράσχουμε μία απάντηση σε αυτή τη
διερώτηση αν δεν θεωρήσουμε ακόμα μια φορά τα ιδεολογικά εκείνα
στοιχεία, τα εγγενή στις συζητήσεις στους κόλπους τού εργατικού
κινήματος, που μπαίνουν στο παιχνίδι μέσα σε αυτό το πλαίσιο. Ο θετικός,
διαφωτιστής, υλιστής Νίτσε που αντιπαρετίθετο στην καταλυτική κριτική
τού Λούκατς, ήταν στην πραγματικότητα προϊόν τής απολογητικής τού
ζντανοφισμού. Η σύγκρουση που, σχετικά με τον εκσυγχρονισμό,
αντιπαρέθετε τον ορθολογισμό τού Λούκατς στη σταλινική εκδοχή τού
υλισμού, είχε εδώ επιλυθεί. Ο Heinrich Mann[5]
μάς παρέχει την απόδειξη : “Ενα ερώτημα τίθεται: ποιος υπήρξε
πραγματικά ο μελλοντικός κυρίαρχος άνθρωπός του; Ο Νίτσε εξέφρασε την
άποψή του για τον εργάτη. σήμερα θα ήταν καθαρός μπολσεβικισμός.
‘Σκηνή από τη μελλοντική ζωή του εργάτη’, εδώ δεν υπάρχουν πια
αμφισβητήσεις και δισταγμοί : ‘Oι εργάτες θα έπρεπε να μάθουν να
αντιδρούν σαν στρατιώτες. Αποζημιώσεις, οδοιπορικά, αλλά όχι μισθός!
Καμία σχέση μεταξύ πληρωμής και εργασίας! Ας βάλουμε κάθε άτομο, ανάλογα με το είδος του, στη θέση που θα του επιτρέψει να παράγει όσο το δυνατόν περισσότερο στην
ειδικότητά του’”… Οποίον κιτς! Οποίον απίστευτο συμπέρασμα! Στην
πραγματικότητα το έδαφος του διαλόγου σχετικά με το Νίτσε που
κατελάμβαναν οι μαρξιστές ήταν αναπόφευκτα παγιδευμένο από τη στιγμή που
συνέχιζαν να θεωρούν το Νίτσε από την άποψη της εκμέρους του αποκήρυξης
της διάλυσης των αξιών και από την άποψη της εκπλήρωσης της
νεωτερικότητας. από τη στιγμή που δεν άρχιζαν να τον θεωρούν από την
άποψη της υπέρβασης της νεωτερικότητας, με βάση το Ζαρατούστρα και τη
“θέληση για δύναμη”. Αλλά αυτό, στον ορίζοντα του υπαρκτού σοσιαλισμού,
στον οποίο τοποθετούνταν ο Γκ. Λούκατς και οι “διαφωτιστές” αντίπαλοί
του, ήταν κάτι αδύνατο.''
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου