Συμπτωματολογία: Ιστορικοί μετασχηματισμοί σε κοινωνικο-πολιτικό συγκείμενο
July 18, 2011 |
15 Μαίου 2009
Chris Cutrone
O
Μαρξ χλεύασε την ιδέα του να πρέπει να «αποδείξει» την εργασιακή θεωρία
της αξίας. Αν η μαρξική θεωρία αποδείκνυε πως ήταν το μέσο, δια του
οποίου οι πραγματικές σχέσεις της αστικής κοινωνίας (bourgeois society)
μπορούσαν να καταδειχθούν στην κίνησή τους, από πού προήλθαν, τί ήταν,
και πού όδευαν, αυτό αποτελούσε την απόδειξη της θεωρίας. Ούτε ο Χέγκελ
ούτε ο Μαρξ αποδέχθηκαν κάποια άλλη «επιστημονική» απόδειξη.
Όσο πιο συγκεκριμένη είναι η άρνηση της ανάγκης, τόσο πιο
αφηρημένη, κενή και επιδεικτική καθίσταται η υποκειμενική διαμεσολάβηση.
-C. L. R. James, “Dialectical Materialism and the Fate of Humanity” (1947)*
Η παρούσα κρίση έχει ξεσηκώσει πολυάριθμες φωνές που καλούν σε μία
επανεξέταση του «σοσιαλισμού» και ακόμη και σε μία επιστροφή στον Μαρξ.1 Φαίνεται να προοιωνίζεται θεμελιώδεις αλλαγές, αλλαγές που αντιμετωπίζονται με όχι λιγότερο φόβο, απ’ ότι επιθυμία.
Εμείς στον Πλατύποδα έχουμε προοικονομήσει, από την ίδρυσή
μας το 2006, την πιθανότητα μίας «επιστροφής στον Μαρξ» και έχουμε
επιδιώξει να διαμορφώσουμε τους όρους υπό τους οποίους αυτή μπορεί να
λάβει χώρα. Έχουμε επιδιώξει την επαναδιαπραγμάτευση ιστορικών ζητημάτων
στον χώρο της Αριστεράς, αποβλέποντας στη θεμελιώδη επανεξέτασή τους,
χωρίς να λαμβάνουμε τίποτα ως δεδομένο, ούτως ώστε να μπορέσουμε να
κλείσουμε οριστικά παρωχημένα «ντιμπέιτ», στα οποία η «Αριστερά» έχει
κολλήσει για παραπάνω από μία γενεά, τουλάχιστον από τη δεκαετία του
1960. Δεδομένης της σύγχυσης που κυριαρχεί στην «Αριστερά» σήμερα, είναι
προφανές ότι κάτι τέτοιο επείγει.
Η δυσκολία που υπάρχει στην ερμηνεία της παρούσας κρίσης του
καπιταλισμού είναι ότι σχεδόν όλα τα σχόλια επ’ αυτής, ιδιαίτερα αυτά
που προέρχονται από την Αριστερά, εκκινούν από μία θεμελιώδη
παραγνώριση. Δεν είναι τόσο το γεγονός ότι εμείς ζούμε εν μέσω της
κρίσης του καπιταλισμού, όσο [το γεγονός] ότι ο ίδιος ο καπιταλισμός είναι η κρίση.
Ο καπιταλισμός είναι η –μόνιμη– κρίση της σύγχρονης κοινωνίας. Όμως
συγκυριακά ο καπιταλισμός γίνεται αισθητά χειρότερος. Αλλά η ιστορία του
καπιταλισμού, άσχετα αν υπόκειται σε μια λεπτομερή ή αδρομερή εξέταση,
είναι η ιστορία του περάσματος από τη μία κρίση στην επόμενη. Υπό αυτό
το νόημα θα πρέπει να ερμηνευθούν οι παρούσες περιστάσεις και οι
μελλοντικές προοπτικές για τον καπιταλισμό.
Η εκλογή του προέδρου Ομπάμα θεωρείται, από αυτή την άποψη, ένα
αμφίσημο φαινόμενο: από τη μία πλευρά, ο Ομπάμα έχει επωμισθεί την
ευθύνη της επίλυσης της κρίσης απλώς προς αποκατάσταση ενός status quo ante,
είτε αυτό συλλαμβάνεται ως η ακμή της πολιτικής Κλίντον στη δεκαετία
του 1990, πριν ο Τζορτζ Μπους (ο νεότερος) τα κάνει θάλασσα, είτε ως το
μεταπολεμικό κράτος πρόνοιας από τα χρόνια του Ρούσβελτ έως τα χρόνια
του Νίξον. Από την άλλη πλευρά, η εκλογή του Ομπάμα θεωρείται ότι
εκφράζει την πιθανότητα για περαιτέρω ριζική αλλαγή, στην κατεύθυνση της
οποίας μπορεί να εξωθηθεί η διακυβέρνησή του. Αλλά, ίσως, καμία
αντίδραση στον Ομπάμα δεν είναι κατάλληλη. Τέτοια προγνωστικά αγνοούν
την ιστορία των μετασχηματισμών εντός του καπιταλισμού, ως προς τους
οποίους η παρούσα κρίση μπορεί να αποτελεί απλώς την πλέον πρόσφατη
περίπτωση.
Όποιες αλλαγές ενδέχεται ή δεν ενδέχεται να γίνουν από τον Ομπάμα (ή
παρά τον Ομπάμα) σε απάντηση προς την παρούσα κρίση, η διακυβέρνησή του
δεν μπορεί να επιλύσει τα προβλήματα του καπιταλισμού, παρά μονάχα να τα
μετασχηματίσει. Οι αλλαγές που λαμβάνουν χώρα θα διαδραματίσουν
σημαντικό ρόλο, στο μέτρο που θέτουν το υπόβαθρο για την επόμενη περίοδο
της ιστορίας υπό την κυριαρχία του κεφαλαίου, διαμορφώνοντας τις
συνθήκες υπό τις οποίες κάθε μελλοντικός αγώνας εναντίον του
καπιταλισμού πρέπει να λάβει χώρα – ακριβώς όπως οι σύγχρονες κοινωνικές
μορφές είναι η συσσωρευμένη επίδραση προηγούμενων προσπαθειών
καθυπόταξης της δυναμικής του κεφαλαίου στην σύγχρονη ιστορία.
Προκειμένου να συλλάβουμε τα διακυβεύματα του παρόντος χρειάζεται να
υποθάλψουμε τις δυνητικές αλλαγές, παρά απλώς να αφεθούμε στην σαρωτική
τους επίδραση. Χρειάζεται, παραδόξως, να προσπαθήσουμε να παραμείνουμε
μπροστά από τις εξελίξεις (ahead of the curve) ακριβώς επειδή, όπως ο
καθένας, είμαστε περιορισμένοι από, και υποκείμενοι σε δυνάμεις πέραν
του ελέγχου μας.2
Διότι αυτό που λείπει είναι κάποιος φορέας κατάλληλος να παρέμβει
ενάντια στο κεφάλαιο (ή ακριβέστερα να παρέμβει μέσα από τη διαδικασία
της εκδίπλωσής του) με δημοκρατικότερα αποτελέσματα.
Οι ιστορικές δυνάμεις που δρουν την τρέχουσα στιγμή είναι πέραν του
ελέγχου οποιουδήποτε, του Ομπάμα συμπεριλαμβανομένου. Ωστόσο ο κίνδυνος
που παρουσιάζει η κρίση είναι χειρότερος από αυτό, το οποίο άλλωστε
είναι το επίμονο χαρακτηριστικό του κεφαλαίου. Ο κίνδυνος έγκειται
μάλλον στην ψευδαίσθηση ότι εξ αιτίας της οικονομικής κρίσης οι
διεργασίες του κεφαλαίου, οι οποίες πρωτύτερα παρέμεναν κρυφές, έχουν
τώρα κατά κάποιον τρόπο εκτεθεί σε κοινή θέα. Η σύλληψη τέτοιων
διεργασιών απαιτεί κάτι παραπάνω από εμπειρία. Απαιτεί από μας να
παρακολουθούμε στενά τις μεταστροφές στην ιστορία της θεωρίας, να διακρίνουμε τις καταφάσεις και τις απολογητικές από τις κριτικές διαπιστώσεις.
Η μοίρα της κριτικής της σύγχρονης κοινωνίας εκ μέρους του Μισέλ Φουκώ στα μέσα του 20ου αιώνα, κατά τη διάρκεια του τελευταίου τρίτου αυτού και κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου
αιώνα, μπορεί να μας πει πολλά, τόσο για τις ιστορικές αλλαγές από την
εποχή της «Νέας Αριστεράς» κατά τις δεκαετίες του 1960-1970, όσο και για
τις κοινωνικο-πολιτικές μορφές στα μέσα του 20ου αιώνα, εναντίον των οποίων στρεφόταν η κριτική του Φουκώ.
Το έργο του Φουκώ στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 παραμένει
ιδιαίτερα δημοφιλές στην εποχή μας επειδή εκφράζει δυσαρέσκεια σε μορφή η
οποία μπορεί να συναντήσει καταφατική ανταπόκριση στη μετασχηματισμένη
κοινωνία που ακολούθησε μετά την αρχική διατύπωση και δημοσίευσή του.3
Το έργο του Φουκώ ήταν επιδεκτικό μετασχηματισμού από κριτική σε
κατάφαση και ακόμη και σε κοινή λογική. Το γεγονός αυτό και μόνο μας
λέει πολλά για τις ιστορικές αλλαγές με τις οποίες συνδέεται στενά το
έργο του Φουκώ.
Αν το έργο του Φουκώ εξέφραζε μορφές δυσαρέσκειας που συνέδραμαν στην
άνοδο του μεταφορντικού, νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού από τη δεκαετία
του 1970, αν ο επανευρεθείς αναρχισμός, με τον οποίο το έργο του έχει
τόσο μεγάλη συγγένεια, κατέστη η προεξάρχουσα μορφή της ριζοσπαστικής
κοινωνικο-πολιτικής δυσαρέσκειας στην υποτιθέμενη «Αριστερά», αυτό
συμβαίνει επειδή η κριτική του Φουκώ συνέλαβε ανεπαρκώς το αντικείμενό
της, τον φορντικό καπιταλισμό των μέσων του 20ου αιώνα.
Συνεπώς όταν διαβάζουμε Φουκώ σήμερα, το έργο του μας λέει –και μας
διαβεβαιώνει– αυτό που ήδη γνωρίζουμε. Μόνο σπανίως και, ούτως ειπείν,
εις πείσμα του ίδιου (του έργου), μας αναθέτει καθήκοντα εντός του
παρόντος. Μόνο σπανίως μας βοηθά να διαχωρίσουμε το κριτικό από το
καταφατικό, ούτως ώστε να μην παρεισφρέει το ένα υπό τη μορφή του άλλου.
Ως εκ τούτου, εγείρεται αναγκαία το ερώτημα: Θέτει το έργο του Φουκώ
πραγματικές προκλήσεις ενώπιόν μας; Ή απλώς ψυχαγωγεί;
Η «Νέα Αριστερά» στις δεκαετίες 1960-1970 θεωρούσε ότι εξεγείρεται
εναντίον του καπιταλισμού και θεωρούσε ότι το πράττει αυτό βαθύτερα απ’
όσο ήταν ικανή να το πράξει η προγενέστερη «Παλαιά» Αριστερά. Αλλά
σήμερα είναι δύσκολο να αρνηθούμε ότι [τότε] ανταποκρινόταν σε μία
συγκεκριμένη μορφή καπιταλισμού, που βρισκόταν ήδη στη διαδικασία
διάλυσής της. Η Νέα Αριστερά δεν προχώρησε αρκετά βαθιά, ώστε να
επηρεάσει τον επακόλουθο μετασχηματισμό του καπιταλισμού τις δεκαετίες
1980-1990, αλλά χρησίμευσε ώστε να νομιμοποιήσει την αντικατάσταση αυτού
που είχε καταστεί απαρχαιωμένο. Παραδείγματος χάριν, διαβάζουμε και
δεχόμαστε το έργο του Φουκώ, παρ’ όλο που δεν έχουμε πλέον έναν φορντικό
καπιταλισμό στον οποίο να κατευθύνουμε την κριτική μας. Αντιθέτως, αυτό
που έχουμε είναι μεταφορντισμός, ως προς τον οποίο το έργο του Φουκώ
και λοιπές εκφάνσεις της σκέψης της Νέας Αριστεράς έχουν γίνει
απολογητικές. Αν επιβεβαιωνόμαστε στον Φουκώ, αυτό οφείλεται στο γεγονός
ότι έχουμε από καιρό πετάξει μακριά από τη φωλιά του κούκου και δεν
τελούμε πλέον υπό τη φροντίδα της νοσοκόμας Ratched**.
Σε αντίθεση προς θεωρίες όπως αυτή του Φουκώ, η κριτική θεωρία του
κεφαλαίου του Μαρξ έχει υποβληθεί σε επανειλημμένη επανεξέταση, από τις
καταβολές τις στα μέσα του 19ου αιώνα, και θα συνεχίσει να
υποβάλλεται εφ’ όσον ο καπιταλισμός, όπως τον κατανόησε ο Μαρξ,
συνεχίζει να υφίσταται. Οι λοιποί κοινωνικοί στοχαστές των οποίων το
έργο εξακολουθεί να υπόκειται σε μία τέτοια επανεξέταση – των οποίων η
σκέψη συνεχίζει να μας στοιχειώνει στο παρόν – είναι εκείνοι που
συνδέονται με την ιστορική τροχιά από την οποία αναδύθηκε η σκέψη του
Μαρξ, εκείνοι που προηγούνται χρονικώς, είναι περίπου σύγχρονοι, ή
διαδέχονται άμεσα τον Μαρξ, όπως οι Ρουσσώ, Άνταμ Σμιθ, Καντ, Χέγκελ,
Νίτσε και ο Φρόυντ. Πέρα από αυτούς, οι στοχαστές μετά τον Μαρξ που κατά
βάση διεκδικούν το ενδιαφέρον μας είναι εκείνοι που ακολουθούν τη
μαρξική προβληματική με τον πλέον συνεπή τρόπο όπως ο Λένιν, η
Λούξεμπουργκ, ο Τρότσκι, ο Λούκατς, ο Μπένγιαμιν, και ο Αντόρνο. Αυτό
συμβαίνει επειδή, όπως ο Μαρξ, οι καλύτεροι μαρξιστές του 20ου
αιώνα ήταν ικανοί να αντιληφθούν και να συλλάβουν τόσο τα
θεμελιωδέστερα, διηνεκή ιστορικά προβλήματα της ζωής στο κεφάλαιο, όσο
και τα προβλήματα του αγώνα υπέρβασής τους. Η αενάως επαναλαμβανόμενη
«επιστροφή στον Μαρξ» είναι έτσι ένα χαρακτηριστικό της αντικειμενικής
κοινωνικής ζωής μας και έτσι θα παραμείνει. Υπάρχει λόγος που ο Marx δεν
ξεθωριάζει, όπως άλλοι στοχαστές.
Στο σημαντικό έργο του 1989 «Η συνθήκη της μετανεωτερικότητας» ο Ντέιβιντ Χάρβεϊ [David Harvey]***
παρείχε έναν εξαιρετικό απολογισμό για το πώς οι μετασχηματισμοί του
καπιταλισμού δεν αφήνουν εξ ολοκλήρου πίσω τους τις παλαιές μορφές, αλλά
μάλλον τις επανασυστήνουν. Για παράδειγμα, ο Χάρβεϊ επιχειρηματολογεί
πειστικά ότι η μορφή του καπιταλισμού, η οποία αναδύεται μετά το 1973
όφειλε να κατανοηθεί ως μετα-φορντική, ως ο μετασχηματισμός του φορντισμού, παρά ως η υπέρβασή του, ακριβώς όπως ο φορντισμός του 20ου αιώνα ήταν ένας μετασχηματισμός της προγενέστερης «φιλελεύθερης» μορφής του κεφαλαίου του 19ου αιώνα.4
Έτσι η παρούσα κρίση του μεταφορντικού/«νεοφιλελεύθερου» καπιταλισμού δεν παραπέμπει στο τέλος
του νεοφιλελευθερισμού, αλλά μάλλον στη μετασχηματισμένη του συνέχεια.
Πρόκειται να κινηθούμε προς μία περίοδο, στην οποία έχει συσσωρευθεί και
ανασχηματιστεί εκ νέου η ιστορική κληρονομιά όλων των προηγούμενων
περιόδων του καπιταλισμού: η φιλελεύθερη περίοδος από τα μέσα του 19ου αιώνα ως και τον ύστερο 19ο αιώνα∙ η εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού και ιμπεριαλισμού από τον ύστερο 19ο αιώνα ως και τον πρώιμο 20ο αιώνα∙ η φορντική εποχή στα μέσα του 20ου αιώνα∙ και η νεοφιλελεύθερη εποχή του ύστερου 20ου
αιώνα. Το ερώτημα είναι αν αυτή η επισώρευση των προβλημάτων του
καπιταλισμού από την εποχή του Μαρξ τον καθιστά – πολιτικά και
θεωρητικά– περισσότερο ανεξέλεγκτο.
Προγενέστερες μορφές δυσαρέσκειας προς τον καπιταλισμό βρήκαν
ιστορικά την έκφρασή τους (ωστόσο με αμφίβολο τρόπο) στην Αριστερά και
αυτές μετασχηματίστηκαν μαζί με τον ίδιο τον καπιταλισμό. Η ιστορία της
Αριστεράς είναι έτσι στενά συνδεδεμένη με τις αλλαγές στο πρόβλημα που
έχει αναζητήσει να υπερβεί από τα μέσα του 19ου αιώνα. Η
εξάντληση και η υποβόσκουσα απόγνωση που διατρέχει την Αριστερά σήμερα
μπορούν να εντοπιστούν στο γεγονός ότι η Αριστερά χάθηκε σε ένα πλέγμα
φαινομενικά άλυτων προβλημάτων που έχουν συσσωρευθεί από την εποχή του
Μαρξ. Κανένα από τα προβλήματα που τέθηκαν στην ιστορία των
προηγούμενων γενεών της Αριστεράς δεν έχει τύχει επιτυχούς επεξεργασίας.
Όλα συνεχίζουν να μας στοιχειώνουν.
Ωστόσο, αυτό που διαφοροποιεί κατά πολύ τον παρόντα μετασχηματισμό
του καπιταλισμού από προγενέστερους είναι η απουσία μιας Αριστεράς, μία
απουσία που παραπέμπει σε ένα πρόβλημα συνείδησης. Αν το παρελθόν μάς
έχει στοιχειώσει, αυτό σε ένα μεγάλο βαθμό έχει λάβει τη μορφή της
απώθησης. Αντιμετωπίζοντας το παρελθόν ως «αρχαία ιστορία» διακηρύσσουμε
ότι αυτό δεν είναι πλέον σχετικό [προς εμάς]. Ακριβώς γι’ αυτόν τον
λόγο είναι ασαφές αν και σε ποιο μέτρο τα προβλήματα του σύγχρονου καπιταλισμού έχουν αρθεί στην συνειδητή αναγνώρισή τους.
Ενώ κάθε ιστορική κρίση στον καπιταλισμό έχει συνοδευθεί από
(πρόωρες) εξαγγελίες του θανάτου του (είτε αυτές είναι ευπρόσδεκτες είτε
προκαλούν θλίψη), μία ιστορία της σύλληψης του καπιταλισμού εκ μέρους
της Αριστεράς μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τις αλλαγές που ο
καπιταλισμός έχει υποστεί. Ειδικότερα, μία τέτοια ιστορία θα μας έλεγε
με πόση ακρίβεια (ή όχι) είχε συλληφθεί ιστορικά το πρόβλημα του
καπιταλισμού και της δυνητικής του υπέρβασης στον χώρο της Αριστεράς,
και αυτό με την σειρά του θα βοηθούσε να αποκαλυφθούν μακροχρόνια
θεωρητικά προβλήματα. Βοηθώντας μας να συλλάβουμε το πρόβλημα του
καπιταλισμού, θα μπορούσαμε να κατανοήσουμε καλύτερα πώς έχει επιβιώσει
έως τώρα.
Το μειονέκτημα με το οποίο προσεγγίζουμε την παρούσα κρίση προκύπτει
από την απουσία μίας Αριστεράς που θα μπορούσε να υποβληθεί σε
ουσιαστική κριτική και να τεθεί ενώπιον πρακτικών προκλήσεων, πράγμα που
έκανε ο Μαρξ και οι καλύτεροι μαρξιστές σε προηγούμενες περιόδους. Δεν
υπάρχει Αριστερά για να την ωθήσουμε περαιτέρω. Αυτό περιορίζει σοβαρά
την ικανότητά μας να αδράξουμε πραγματικά το παρόν μας.
Ενώ οι προηγούμενες περίοδοι παρείχαν στην Αριστερά μία πλούσια
συμπτωματολογία, που μπορούσε να εξεταστεί κριτικά και ως εκ τούτου να
προαχθεί, οι παθολογίες που θα πρέπει να επεξεργασθούμε σήμερα απειλούν
να είναι εξολοκλήρου πλασματικές. Είναι πιθανόν τα επόμενα χρόνια να
απομείνουμε με την απορία γιατί έγινε τόση μεγάλη φασαρία με τα
«ασφάλιστρα υψηλού κινδύνου» [credit default swaps] και άλλα παρόμοια.
Οι οδύνες του παρόντος μπορεί να φανούν γραφικές σε μελλοντικές
θεωρήσεις τους.
Προκειμένου να κατανοήσουμε καλύτερα τον κόσμο χρειάζεται να
προσπαθήσουμε να τον αλλάξουμε. Αλλά η παραλυμένη συνείδηση στον χώρο
της «Αριστεράς» αποτρέπει κάθε προσπάθεια, από την αποτυχία της οποίας
θα μπορούσαμε να διδαχθούμε. Εντούτοις, μία κριτική αναμέτρηση με τα
αινίγματα παρελθοντικών προσπαθειών αλλαγής του κόσμου μπορεί να
βοηθήσει να κινητοποιήσουμε την σκέψη μας και τη δράση μας στο παρόν. Οι
ανήσυχοι νεκροί θα συνεχίσουν να μας στοιχειώνουν, παρ’ όλο που μπορεί
να χρειαστεί να τους κάνουμε να μιλήσουν. Αυτοί οι νεκροί είναι τα μόνα
ουσιαστικά οξεία συμπτώματα που διαθέτουμε στο παρόν.|P
Σημειώσεις:
1. Βλέπε, για παράδειγμα: John Meacham και Evan Thomas “We are all Socialists now”, στο Newsweek, 16 Φλεβάρη 2009∙ και το τρέχον φόρουμ με θεματική “Reimagining Socialism” στο The Nation
με την συνεισφορά των Michael Albert, Tariq Ali, Barbara Ehrenreich και
Bill Fletcher ,Jr., Doug Henwood, Christian Parenti, Robert Pollin,
Rebecca Solnit, Immanuel Wallerstein και άλλους, με έναρξη την έκδοση
της 23ης Μαρτίου 2009 με το άρθρο των Ehrenreich και Fletcher
“Rising to the occasion”. Βλέπε επίσης την εις απάντηση επιστολή μου,
που δημοσιεύτηκε στην έκδοση της 20ης Απριλίου 2009, πάνω στην σχέση του μαρξισμού προς την πραγματικότητα, την ουτοπία και την αναγκαιότητα για επανάσταση.
2. Βλέπε, για παράδειγμα, τη «νομιμόφρονη
αντιπολίτευση», -υποτίθεται από την «Αριστερά»- του προσφάτως
βραβευμένου με Νόμπελ οικονομικών Paul Krugman στην κυβερνητική πολιτική
του Ομπάμα, που φιλοξενείται σε στήλη ελεύθερων απόψεων των New York Times
για το πώς οι στρατηγικές γλιστρούσαν «Όπισθεν της καμπύλης» -behind
the curve (8 Μαρτίου 2009), το οποίο ακολουθείται από μία άλλη στήλη «Η
συνείδηση ενός φιλελεύθερου» [Conscience of a liberal] (21 Μαρτίου 2009)
καθώς και το ρεπορτάζ του Newsweek για τον Krugman από τον Evan Thomas «Obama’s Nobel headache» (28 Μαρτίου 2009).
3. Βλέπε, για παράδειγμα, Η ιστορία της τρέλας την κλασική εποχή (1961), Η γέννηση της κλινικής: Μια αρχαιολογία τη ιατρικής αντίληψης (1963) [υπό έκδοση στις εκδόσεις Νήσος], Οι λέξεις και τα πράγματα: Μία αρχαιολογία των επιστημών του ανθρώπου (1966), Η αρχαιολογία της Γνώσης (1971) και το Επιτήρηση και Τιμωρία: Η Γέννηση της φυλακής (1975).
4 .Το πιο πρόσφατο έργο του ΧάρβεΪ, με αφετηρία το “The new Imperialism” [Ο νέος Ιμπεριαλισμός] (2003) μέχρι και το πρόσφατο δοκίμιο που δημοσιεύτηκε στο Platypus Review, τεύχος 11ης
Μαρτίου 2009, “Why the U.S. stimulus package is bound to fail” έχει
γίνει πολιτικά αμφιλεγόμενο, αν όχι μη συνεκτικό. Έχει έτσι απομακρυνθεί
από τη διορατικότητα του πρώιμου έργου του, το οποίο αναγνώριζε τις
παγίδες της νοσταλγίας για τον φορντικό καπιταλισμό, που το νεώτερο έργο
του φανερώνει. Αυτή η νοσταλγία είναι εμφανής στην επίκληση του Χάρβεϊ,
όπως και άλλων στον χώρο της «Αριστεράς», καθώς προσκολλώνται στην
ανάμνηση των δεκαετιών του 1930-1940, για ένα «νέο Νιου Ντιλ» [New
Deal]. Από την άλλη πλευρά, ο Χάρβεϊ επαναλαμβάνει τις συνήθεις
προειδοποιήσεις για την υποτιθέμενη ιμπεριαλιστική «παρακμή», οι οποίες
έχουν αποδειχθεί αθεμελίωτες στις διάφορες κρίσεις που οι Ηνωμένες
Πολιτείες έχουν αντιμετωπίσει επιτυχώς, από την πανωλεθρία του Πολέμου
του Βιετνάμ και τη μεταπολεμική κατάρρευση του Συστήματος Σταθερών
Ισοτιμιών του Μπρέττον Γουντς [Bretton Woods] υπό τη διακυβέρνηση του
Νίξον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου