Ο κοινωνικός λυρισμός στην ποίηση του Μάρκου Μέσκου
Μιχάλης Μπαρτσίδης
(το κειμενο δημοσιεύεται με την αδεια του συγγραφέα Μιχάλη Μπαρτσίδη )
για το βιβλίο του Μάρκου Μέσκου, στον Ενικό και Πληθυντικό ψίθυρο, Νεφέλη
Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2009, 8,30μμ Βιβλιοπωλείο
Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη
Γνώρισα προσωπικά τον
Μάρκο Μέσκο πριν από δέκα περίπου χρόνια. Η γνωριμία μας εκείνη εξελίχθηκε σε
σταθερή φιλία την οποία κρατάμε οικογενειακώς. Με επισκέπτεται αδιαλείπτως κάθε
βδομάδα στο χώρο εργασίας μου, φέρνει μαζί του ένα καρβέλι ψωμί, κάνω καφεδάκι
και τα λέμε. Το φθινόπωρο, του φέρνω σταφύλια από το αμπέλι μου και αυτός την
άνοιξη κεράσια ή μήλα από τα μέρη του. Ήξερα από παλιά μερικά βασικά πράγματα
σχετικά με την ποίηση του Μάρκου Μέσκου, οπωσδήποτε όλα τα βιογραφικά περί Κομμένης γλώσσας και βεβαίως το
ωραιότερο πεζό του το Μουχαρέμ. Η
μεγάλη διαδρομή του ποιητή συμπλήρωσε πέρυσι, δεν προσέξαμε το ιωβηλαίο, τα
πενήντα χρόνια. Όμως εγώ από κοντά γνώρισα τον ελεγειακό, στοχαστικό πλέον
ποιητή με τις αποστάξεις του, αποφθεγματικό και σοφό, με πιο ελλειπτική γραφή
και πιο μύστη.
Η παρέα μας, κατά πολύ
νεότεροι από τον ίδιο, ήταν από κείνες τις λίγες που έδινε, εδώ στη
Θεσσαλονίκη, ένα καλό αγώνα μνήμης, διαχείρισης των τραυμάτων της πόλης
ιστορικά, πολιτικά και αισθητικά. Τολμώ να πω ότι αυτές οι ζυμώσεις ανακούφισαν
κάπως και τον Μέσκο, του πρόσφεραν ένα χώρο πιο άνετο. Δανείστηκα κάποια στιγμή
για τις ανάγκες ενός άρθρου τη φράση του «η Θεσσαλονίκη πολιορκείται εκ των
ένδον» »(«Συνήθως,
η Πόλη κινδυνεύει από τους μέσα εχθρούς της» XXXV, 47). Αυτό ήταν. Ένα εμπόδιο
έφυγε από τη μέση. Σαν να βρέθηκε η έννοια-εργαλείο με την οποία μεταφράζονταν
αυτόματα διαφορετικοί κόσμοι, εποχές και βιώματα στην ίδια γλώσσα. Όπως ανοιχτά
ομολογεί ο ποιητής:
«Το πισθάγκωνο έγκλημα στα νερά του
Θερμαϊκού
πρώτη δειγματοληψία της Εποχής στη ζωή
μου-
(τα μυστικά παραμένουν μυστικά)» XV(27).
Μιλήσαμε εμείς οι
νεότεροι. Τώρα μπορούμε πιο άνετα να αναζητήσουμε το κρυμμένο μυστικό του
κοινού κώδικα, το εσωτερικό εμπόδιο- όριο της κομμένης γλώσσας η οποία
μεταπλάθεται σε μνήμη για να μη χαθεί, σε δεσμό που μας ενώνει.
Δεν θα προσεγγίσω αυτό
το στόχο με αισθητικά μέσα αλλά με ευρύτερα φιλοσοφικά υπό την έννοια ότι θα
πάρω θέση, θα μεροληπτήσω, ότι θα υποστηρίξω με περισσότερους τρόπους και όχι
αποκλειστικά –αυστηρά– a la
lettre. Άλλωστε, μας βοηθά και το κρινόμενο. Πρόκειται για βιβλίο
στοχασμών, σκέψεων, αφορισμών καθώς επίσης απολογισμού και παρακαταθηκών
ποιητικής. Επιστρατεύω, λοιπόν, και όσα γνωρίζω από και για τον ίδιο αφού
νωρίς κατάλαβα ότι οι επισκέψεις του είναι μικρές έξοδοι κατάθεσης των μυστικών
–«των όσων υπόκεινται», κατά Μάρκο. Τι σημαίνει η έκφραση «οι υποψιασμένοι» που
συχνά χρησιμοποιεί; Πάντοτε έρχεται η ώρα που ο Ποιητής αισθάνεται την ανάγκη
να διατυπώσει το σύστημα αξιών και τους κανόνες με τους οποίους έζησε και
έγραψε. Ποιητής είναι εκείνος που η ζωή του ανταποκρίνεται στην ποίησή
του, υποψιασμένος είναι ο «βιώσας» ευαίσθητα. Ας μην παρεξηγήσουμε τον ποιητή
ότι δεν ακούει. Ακούει, παρόλο που δεν συζητάμε αναλυτικά τις διαφωνίες μας. Είναι
λεπτή η ισορροπία καθόσον απευθύνεται στους νεότερους και ενδιαφέρεται για την
διατύπωση των αρχών ποιητικής και ζωής, βρίσκεται στη στιγμή της εξόδου δηλαδή
της ιστορικότητάς του.
1. Ο εαυτός και το έξω
Σε κάθε αυθεντική τέχνη
συναντούμε το μοτίβο της αμφίδρομης και διπλής κίνησης από τα έξω προς τα μέσα
και αντιστρόφως. Σκαλώνω στον εξής ελλειπτικό αφορισμό:
«Η Μοναξιά λοιπόν ωριμάζει την Κοινωνία;
Εδώ σβήνε τη στάχτη σου κι εσύ!» LXV (77)
Όσον αφορά το δεύτερο
στίχο, συναντούμε συχνά την εικόνα «Τα ποιήματα είναι στάχτη», «σβήσε τη
στάχτη»! Αντί της ματαιοδοξίας-φιλοδοξίας η στάχτη, το μάταιον του
εγχειρήματος. Ο πρώτος στίχος όμως διατυπώνεται υπό μορφήν ερώτησης. Δεν μιλάει
για την απομόνωση του σύγχρονου ατόμου σύμφωνα με τα διαδεδομένα. Αναρωτιέται
για τη μοναξιά της ζωής και τη ζωή της μοναξιάς όχι για να εγκαταλείψει, παρά
για να ενισχύσει περαιτέρω την πεποίθηση, που είναι και βασική αρχή του, ότι η
κοινωνία φτιάχνεται μέσα μας. Δεν έχετε παρά να ανατρέξετε σε όλο το παλιότερο
έργο του Μέσκου του ’60 και του ’70. Τόχει η ποιητική γενιά του μετά την ήττα;
Βεβαίως, αλλά ο καθένας είναι και μοναδικός. Πώς μπόρεσαν και αντιστάθηκαν στην
παραζάλη της κοινότυπης μορφής «πολιτικής και στρατευμένης» ποίησης; Είναι ένα
προσωπικό στοίχημα που δεν το κερδίζουν όλοι. Η πολιτική δεν καταργείται, απλώς
το σημείο στο οποίο αναδύεται μετατοπίζεται συνεχώς εντός μας.
Είσοδος, επι-στροφή
στον εαυτό και ακολούθως έξοδος –η πρώτη έννοια που είδα να υπονοεί
σταθερά ο Μέσκος. Τα «παράθυρά» του είναι πολλά –και τα κυριότερα τα οφείλει
στη μάννα του, όπως εξομολογείται ήδη από το 1958 («Το ανθρώπινο»). Η μοναξιά
δεν είναι απομόνωση, είναι οι δεσμοί και το έργο μας. Το έξω, η ζωή, η κοινωνία
βρίσκεται μέσα μας.
Είναι δύσκολο να το
παραδεχτούμε αλλά την σχέση τη φτιάχνουν:
«Οι έντιμοι, οι σαλεμένοι από την
ανέχεια και τις στερήσεις των επιλογών τους» (XLVIII).
Αντιθέτως, οι
θορυβώδεις «εξωτερικοί» δεν ωριμάζουν σε κάτι με την φλυαρία, την ευκολία, την
ισοπέδωση και την επιπολαιότητα. Αν διακρίνουμε (ο Δημητριάδης κάπου το ανέφερε) «εσωτερικούς»
και «εξωτερικούς» συγγραφείς η ποιητική του Μέσκου συνίσταται στο να βρεις πως
συναντώνται τα «μέσα και τα έξω ρυάκια».
Μέσα στον εαυτό βρίσκεται το κοινό βίωμα της
ανθρωπότητας, «το ρόδο του κανενός», το μυστήριο. Όχι με την έννοια του
ρομαντικού αυθεντικού εαυτού αλλά ως ένα a priori
που είναι ιστορικό αποτέλεσμα και που ανοίγεται ξανά στην ιστορία:
«εξαιτίας της καθολικής ανθρώπινης
προϊστορίας των γραφών της Ποίησης» (IXL).
Όπως γνωρίζουμε, ο
εμπειρικο-υπερβατικός «άνθρωπος» της νεότερης ιδεαλιστικής παράδοσης αποτελεί μια
σύνθεση δυο πεδίων, της ζωής και της ιστορίας-κοινωνίας. Σύμφωνα με την βασική
ρομαντική θέση η ανθρώπινη φύση-ουσία είναι το πνεύμα και η ζωή που
υπερβαίνουν την πολιτική και την κοινωνικοποίηση, που δεν ανάγονται σε
αυτές πλήρως και ολοκληρωτικά. Πρόκειται για το υπόλοιπο που υπερβαίνει τη
θέσμιση και μετατρέπεται σε ιδανικό-ιδεατότητα. Η συμφιλίωση των δυο πεδίων,
ζωής και κοινωνίας, αποτελεί το αντικείμενο της «μόρφωσης». Όμως εδώ
άλλος παράγοντας τα κρατάει δεμένα χωρίς να τα συμφιλιώνει.
-«Μέσα στη ζωή τον περισσότερο καιρό
(θαρρείς) έξω από τη ζωή, ξένος του κόσμου αυτού…» IL(61)
-«ακόμη και οι καταραμένοι ποιητές,
τελικά, είναι υπέρ της ζωής»
-«ταυτόσημη ζωή το Ποίημα»XVIII(30):
Η ζωή είναι τέχνη –το
αριστούργημα του καθενός, η πολιτική είναι τέχνη επίσης και η ποιητική ηθική: «το κατακτημένο περιθώριο» ΧΙ(23).
Σκαλώνω τώρα σε μια
άλλη διατύπωση-θεμέλιο:
«η επιστροφή προς το Ποίημα είναι ένας
δρόμος γεμάτος κλάματα» V(17).
Η σωματική ποίηση για
τον Μέσκο αναφέρεται σε ό,τι βγαίνει με πόνο. Αναγνωρίζουμε εδώ το λυρικό
στοιχείο, αλλά μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι πρόκειται για λυρισμό παράδοξο
αφού συγχρόνως και αμέσως έρχεται η επωδός:
«Και η Ποίηση πολίτης του κόσμου» (79).
Κάτι το μυστήριο συμβαίνει σε αυτή την αέναη
κίνηση, στην οποία δεν έχει σημασία ποια κατεύθυνση προηγείται, η προς τα μέσα
ή η προς τα έξω. Άλλωστε το ζεύγος ζωής και θανάτου είναι κολόνες στο έργο του
Μέσκου αλλά παίζουν το ρόλο τους αντιστρόφως. Όταν ξεκινούσε, νεότατος 23
χρονών, τιτλοφορούσε τη συλλογή του Πριν το Θάνατο, πενήντα χρόνια μετά
στο ύστερο έργο του συνθέτει Ελεγείες.
2. Η Ιστορία και η Φύση
Αρκετοί αναλύουν το
ρόλο της φύσης στο έργο του Μέσκου. Ενδιαφέρομαι με τη σειρά μου, να ενισχύσω
μια τάση που υπάρχει στο έργο αυτό αναγνωρίζοντας και υπερασπίζοντάς την γιατί
είναι λεπτή, ευαίσθητη, εύθραυστη και ασταθής από τη φύση της. Είναι μια
ενδιάμεση, μη κοινότοπη και εν τέλει μια υλιστική τάση. Μιλάμε για ένα ιστορικό
ένστικτο του ποιητή, μια πρακτική «φιλοσοφία της ιστορίας».
Θα πρέπει
να σημειώσουμε –και να το αναλύσουμε περισσότερο σε άλλη ευκαιρία– ότι ο
νατουραλισμός του Μέσκου είναι σπινοζικού τύπου και όχι ρομαντικού.
Καταρχήν, δεν αφαιρεί από την έννοια της ιστορίας το νόημα προς χάριν μιας
εσωτερικής υπερβατικότητας του αυθεντικού φυσικού εαυτού. Η «φύση» στον Μέσκο
αποτελεί ακριβώς ένα νέο τρόπο να σκεφτούμε την ιστορία, σύμφωνα με μια
ορθολογικότητα που σκοπεύει στην εξήγηση δια των αιτιών δηλαδή δια της γνώσης
των αντιτιθέμενων δυνάμεων και του συσχετισμού τους. Δεν υπάρχει το παλιό
δίλημμα μεταξύ φυσικού ντετερμινισμού και ιστορικής αιτιότητας ως γενικής παράστασης.
Η αιτία βρίσκεται μέσα στα αποτελέσματά της.
Στον Μέσκο
η ίδια η φύση περνάει μέσα στους ανθρώπους του. Όπως ο ίδιος την αγκαλιάζει,
την συμπεριλαμβάνει και την ενσωματώνει ολόκληρη, έτσι αυτή βγαίνει ενιαία ως
αποτέλεσμα στον τόπο και στους ανθρώπους του. Πρόκειται για μια αλληλοδιείσδυση
ανθρώπου-φύσης όπου «ο άνθρωπος αντιλαλεί τις πράξεις της φύσης»: ο Μάρκος δεν κατάγεται από το Καϊμακτσαλάν είναι το Καϊμακτσαλάν. Από τον μη διαχωρισμό
φύσης και ιστορίας εξάγεται, μπορούμε να πούμε, η αγάπη ως η τέλεια γνώση του
«Θεού»-Φύσης. «Κοντεύουμε να γίνουμε χριστιανοί» λέει συχνά, χαρακτηρίζοντας ο ίδιος μεταρομαντική την άποψη του.
Όμως,
πρόκειται ουσιαστικά για μια ενδογενή(εμμενή) γνώση της ιστορίας. Πράγματι,
στοχεύει στην ιστορική μονάδα(ενικότητα), στην ιστορία των
πολλών, των από τα κάτω, των αφανών, όσων βρίσκονται στον κοντινό απόηχο
των συγκρούσεων και των μαχών. Στήνει «προτομές ανωνύμων» δείχνοντας
πώς επηρεάζεται ο βιόκοσμος από την ιστορία και την πολιτική. Οι «μορφές ζωής»
είναι εκείνη η ενδιάμεση ζώνη φύσης και πολιτισμού. Συγκροτείται ένας ιστορικός
λόγος, μια ιστορία των «παθών του κοινωνικού σώματος». Ποιοι και πώς χάθηκαν με
τη σειρά τους ένας-ένας «πρωταγωνιστές
των ονείρων μου» Χ(22).
Σημειώνομε εδώ άλλο ένα στοιχείο για το πέρασμα από
το ενικό στο πληθυντικό.
Οι «γηγενείς» όπως
αποκαλεί ο Μάρκος τους ανθρώπους του. Δεν μαζεύει τα τοπικά γλωσσάρια όπως
άλλοι ανυποψίαστοι συντηρητικοί. Καμιά σχέση με τη σύγχρονη ηθογραφία. Ήταν
πάντοτε μοντέρνος, γράφει στα ομορφότερα ελληνικά για να μη χαθούν μορφές ζωής,
όμως να σωθούν πού; Στον τόπο της μνήμης όπου η κομμένη γλώσσα μεταπλάθεται
σε ποιητική γλώσσα. Η ποιητική γλώσσα αποκαθιστά τη συνέχεια που κόπηκε,
διασχίζει το εσωτερικό σύνορο, επουλώνει το τραύμα. Αυτή είναι η στράτευσή
του, έτσι αναζητούν τις ρίζες οι πραγματικοί συγγραφείς, έτσι φτιάχνουν ταυτότητες.
Η στάση του για την
ιστορία λοιπόν (και την πολιτική, την ήττα της Αριστεράς):
«ο απελπισμένος έρωτας της Ουτοπίας και
όχι νοσταλγία»
Αντλεί από νεκρά πρόσωπα-ήρωες και παρόλα αυτά δεν
κάνει νεκρική ή σκοτεινή ποίηση:
«η πλήρης κυριότητα, πάνω απ’ όλα,
ανήκει στους νεκρούς που εμπνεύσανε τα ποιήματά μου» ΙΙΙ(15).
Εντούτοις, παραδέχεται
ότι ο τόνος είναι μαύρος και θλιμμένος διότι:
«η προσπάθεια είναι τελέσφορη και
ατελέσφορη μαζί» XVI(28).
Πένθος και Χαρά (39,40). Ακόμα και οι Ελεγείες δεν είναι μόνο λυρικό, μελαγχολικό
έργο αλλά κυρίως είναι ξαναπέρασμα όλων των καταστάσεων που έζησε και
βίωσε με σκοπό να δώσει κάτι σαν «όρκο πίστεως» σε αυτές.
Υποστηρίζεται
επαρκώς, νομίζω, ότι όχι μόνο δεν έχουμε μια τελεολογική αντίληψη της ιστορίας,
ότι δεν υπάρχει «ένα σχήμα μονοσήμαντης εξήγησης» φανατικό αλλά, αντιθέτως,
φαίνεται καθαρά μια γνώση πολλαπλή και σύνθετη. Είναι δικαιωμένο το ενιαίο χαλί,
το ψηφιδωτό των «ανώνυμων». Δικαιωμένο όχι όμως στην ιστορία αλλά στην ποίηση,
η οποία δεν έχει ανάγκη από δυισμούς-διχασμούς. Ο ενικός ψίθυρος του δημιουργού
μεσολαβεί για τον πληθυντικό ψίθυρο χωρίς να χρειάζεται να εκπροσωπήσει
κανέναν, χάνεται μαζί τους χωρίς να γίνεται στάχτη.
3. Η Ποιητική της κυριολεξίας
Ολοκληρώνοντας, να
πούμε για την άρθρωση των δύο στοιχείων που προαναφέραμε, των κινήσεων της
επιστροφής και της εξόδου, στην ποιητική της κυριολεξίας.
«Ποίηση είναι η κυριολεξία των
πραγμάτων»(XXIX,41)
«Περίεργο πράγμα η γλώσσα: μέσα σου
συνωθούνται χιλιάδες λέξεις που διεκδικούν την προτεραιότητα της κυριολεξίας
στην έξοδό τους προτού «παγώσουν» στο χαρτί…»(XXXIV, 46)
«Στην Ποίηση πολλαπλή πάντα η εκδοχή:
δάσος πολυσημίας για την πορεία την
ανθρώπινη στο κάθε μέλλον, των «πράξεων» και των «λύσεων» της πραγματικότητας
και της ονειρικής αναζήτησης. Κοντά κοντά η αυτογνωσία και η αξιοπρέπεια του
Τοπίου(το πολύσχημο κενό εντούτοις)» (XLVI, 58)
Η πολυσημία, η κυριολεξία και η έξοδος: Η
πολυσημία υπάρχει μέσα στον ποιητή και πριν τον λόγο, δηλαδή
προηγείται
«εξαιτίας της καθολικής ανθρώπινης
προϊστορίας των γραφών της Ποίησης» (IXL)
Η κυριολεξία βρίσκεται
στο μέσον και έπεται η έξοδος και η συνάντηση με τους αναγνώστες φτιάχνοντας
την ιστορικότητα του έργου. Η πολυσημία αποδίδεται τελικώς στον τίτλο ενικός
και πληθυντικός ψίθυρος.
Από τη μια, το λυρικό
μαγικό στοιχείο της τέχνης: μυστικά που δεν έχουν αποκαλυφθεί, οι μύστες,
«μαγική…Ποίηση του ανεξήγητου μυστηρίου» ΧΙΙ. Ο ίδιος δοκιμάζει να το αποκαλεί
λυρικός μεταυπερρεαλισμός, ΧΙΙ(24).
Από την άλλη, το πέρασμα από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο (κυριολεξία).
Ως ανάπτυξη των αντιφάσεων (πολυσημία) της αρχικής διατύπωσης είναι ταυτόσημη
με την ιστορικότητα (έξοδος). Η ιστορία, λοιπόν, αποτελεί μια διαδικασία όχι
προσανατολισμένη αλλά απρόβλεπτη. Δεν
αποσκοπεί στην καθολικότητα αλλά στοχεύει στην ιστορική ενικότητα: στην παραγωγή των ενικών ουσιών, στην
ποικιλία των συνθηκών και των μορφών, στην ανάλυση των διαφορών. Ιδού η
σημασία του σολωμικού moto του βιβλίου: από τη
μικρότητα (ενικός) θα προβάλλουν οι ουσίες (πληθυντικός και όχι «η» ουσία).
Το κοινό στοιχείο που προηγείται πάντοτε είναι μια ιστορική καθολική
πολλαπλή ουσία: γι αυτό είναι «κοινωνικός»-λυρικός ποιητής. Το κοινό (common)
λόγω της συνήχησης με τον όρο «κομμουνισμός» φοβίζει τον Μάρκο κάπως
ασυναίσθητα και τον οδηγεί να χρησιμοποιεί αντί του «κοινός» τον όρο
«κοινωνικός». Η έννοια του «κοινωνικού λυρισμού» –που ο ίδιος χρησιμοποίησε στο
κείμενό του για τον Πάνο Θασίτη[1]–
είναι μια αντιφατική έννοια και γι αυτό το λόγο πολύ ενεργή και δυναμική.
Συναιρεί δυο αντίθετα πράγματα που κακώς εννοούνταν μέχρι τώρα ως αντίθετα: λες
και ο λυρισμός είναι εντελώς προσωπικό πράγμα και η κοινωνική ποίηση είναι κάτι
χωρίς αναφορά στο λυρικό στοιχείο. Μια διατομική(transindividual) έννοια έβγαλε ο
Μάρκος και του την ξαναχαρίζουμε.
Επίλογος
Ο Μέσκος είναι
δυνατότερος από πολλούς, με πολλές ουσίες και δυνάμεις να αναβλύζουν από μέσα
του. Το τελευταίο στοχαστικό βιβλίο του λοιπόν αποτυπώνει την ενδυνάμωση μέσω
της πολλαπλότητας και της ακεραιότητας, με την αξιοποίηση τόσο της λογικής όσο και
της βιωματικής του γνώσης.
Ο Μέσκος πιστεύει ότι
προϋπήρξαν μεγάλα ονόματα στη σκέψη και στη τέχνη, πως δεν μπορούμε με τη σκέψη να επινοήσουμε εύκολα
κάτι που να μην έχει δοκιμαστεί και που να μην είναι γνωστό, που να μην το
έχουν αντιληφθεί ακόμη άνθρωποι που ασχολούνται.
Αλλά τότε τι μπορούμε να κάνουμε; Ο
Μέσκος εννοεί ότι δεν πρέπει να παίρνουμε τους μεγάλους
συγγραφείς που προηγήθηκαν ως μοντέλο αλλά ότι «το μέγεθος προκύπτει από τον μύθο που
ιστορείς». Ένα μικρό βήμα μπροστά και όχι άλματα και
ιστορικιστικά ξεπεράσματα, «σχεδόν
τα πάντα έχουν ειπωθεί» IX(21). Ανθρώπινα καθημερινός
(εμπειρία, βίωμα) και ταυτοχρόνως κλασική διάσταση αφού πρωτοτυπεί με μικρές
μετατοπίσεις αλλά κατ’ επανάληψη. Δεν μετακενώνει δάνεια, δεν μιμείται. Δεν
αλλάζει, λένε. Τι να αλλάξει, μετακινούνται τα βουνά;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου