Η κληρονομιά του Φρόιντ
Πέρασαν εβδομήντα ένα χρόνια από
τον θάνατο του Ζίγκμουντ Φρόιντ (1856-1939) και τίθεται το ερώτημα τι
επιβιώνει ακόμα από τη θεωρία του και τι, αντίθετα, αποδείχθηκε εφήμερο
και είναι ξεπερασμένο.
Σύμφωνα με τον Ουμπέρτο Γκαλιμπέρτι, αυτό είναι ένα θεμιτό
ερώτημα, αλλά ισχύει μόνον για τις λεγόμενες θετικές επιστήμες, όπου τα
πειράματα και οι αντικειμενικοί έλεγχοι επιτρέπουν την επαλήθευση ή τη
διάψευση μιας θεωρίας. Οπως όμως σημειώνει ο ιταλός φιλόσοφος σε άρθρο
του στην εφημερίδα «La Repubblica»: «Η ψυχανάλυση δεν είναι θετική
επιστήμη, αλλά εγγράφεται στο πλαίσιο των ιστορικο-ερμηνευτικών
επιστημών. Και αυτό επειδή η ψυχή είναι τόσο στενά δεμένη με την
ιστορία, ώστε διαπερνιέται βαθιά και τροποποιείται από το πνεύμα των
καιρών, το οποίο μπορούμε να το συλλάβουμε και να το περιγράψουμε μόνο
με την τέχνη της ερμηνείας.
Αυτό εξηγεί και το γιατί, με αφετηρία τον Φρόιντ, αναπτύχθηκαν
τόσες ερμηνευτικές διαδρομές, που κατέληξαν σε ισάριθμες ψυχαναλυτικές
θεωρίες. Κοινή σε όλες αυτές τις θεωρίες είναι η έννοια της «νεύρωσης»,
την οποία ο Φρόιντ (αφού αρνήθηκε να τη θεωρήσει ασθένεια του νευρικού
συστήματος, όπως ήθελε η θετικιστικού τύπου ιατρική του καιρού του)
μετέφερε από το «βιολογικό» στο «πολιτισμικό» επίπεδο. Το έκανε αυτό
ορίζοντας τη νεύρωση ως «σύγκρουση» ανάμεσα στον κόσμο των ορμών (τον
οποίο αποκαλεί «Αυτό») και στις επιταγές της κοινωνίας (που ονομάζει
«Υπερεγώ»), οι οποίες απαιτούν τη συγκράτηση και τον έλεγχό τους. Σε
αυτή τη δυναμική είναι δυνατό να συλλάβουμε τη διαδρομή της ανθρωπότητας
και τη δυσθυμία της, την οποία ο Φρόιντ συνοψίζει με αυτά τα λόγια: «Ο
πρωτόγονος άνθρωπος περνούσε καλύτερα επειδή αγνοούσε κάθε περιορισμό
των ορμών. Σε αντιστάθμισμα, η ασφάλειά του να απολαμβάνει επί μακρόν
μια τέτοια ευτυχία ήταν πολύ ισχνή. Ο πολιτισμένος άνθρωπος αντάλλαξε
ένα μέρος της δυνατότητάς του για ευτυχία με λίγη ασφάλεια». Αυτή η
ερμηνεία της ψυχικής δυσθυμίας, που μετατοπίζει την εξήγηση του άλγους
από το βιολογικό στο πολιτισμικό επίπεδο, είναι η μεγάλη ανακάλυψη του
Φρόιντ, που αποτελεί τη βάση των μεταγενέστερων ψυχαναλυτικών θεωριών.
Σε αυτή τη διάγνωση ο Φρόιντ έφτασε χάρη στην ενδελεχή μελέτη της
φιλοσοφίας και ιδιαίτερα εκείνης του Σοπενάουερ, τον οποίο ο Φρόιντ
θεωρούσε «πρόδρομό» του.
Σύμφωνα με τον Σοπενάουερ, πράγματι, καθένας μας κατοικείται από
μια διπλή υποκειμενικότητα: την υποκειμενικότητα του ανθρώπινου είδους,
που ενεργοποιεί τα άτομα για τα συμφέροντά του, δηλαδή για τη συντήρησή
του, και την υποκειμενικότητα του ατόμου που αυταπατάται ότι
διαμορφώνει έναν κόσμο με βάση τα σχέδιά του. Αυτή η διπλή
υποκειμενικότητα κωδικοποιείται από την ψυχανάλυση με τις λέξεις «εγώ»
και «ασυνείδητο». Στο ασυνείδητο χρειάζεται να διακρίνουμε ένα
ασυνείδητο «ορμικό», όπου βρίσκουν έκφραση οι επιταγές του είδους, και
ένα ασυνείδητο του Υπερεγώ, όπου εναποτίθενται και εσωτερικεύονται οι
επιταγές της κοινωνίας. Επιταγές του είδους είναι η σεξουαλικότητα,
χωρίς την οποία δεν θα εξασφαλιζόταν η διαιώνισή του, και η
επιθετικότητα, που χρησιμεύει για την υπεράσπισή του. Αυτές τις δύο
ορμές, ακριβώς επειδή βρίσκονται στην υπηρεσία του είδους, το εγώ τις
υπομένει, τις υφίσταται, και γι' αυτό γίνονται τα «πάθη» του, τα οποία η
κοινωνία, για να διασώσει τον εαυτό της, θέλει να συγκρατεί μέσα σε
ορισμένα όρια.
Ανάμεσα στις επιταγές του είδους (Αυτό ή ορμικό ασυνείδητο) και
στις επιταγές της κοινωνίας (Υπερεγώ ή κοινωνικό ασυνείδητο) υπάρχει το
δικό μας εγώ, το δικό μας συνειδητό μέρος, το οποίο πετυχαίνει την
ισορροπία του με το να δίνει κατάλληλη και περιορισμένη ικανοποίηση σε
αυτές τις αλληλοσυγκρουόμενες επιταγές. Η δύναμη αυτών των επιταγών
μπορεί να κλονίσει την ισορροπία του εγώ (σε αυτή την περίπτωση έχουμε
τη νεύρωση) ή μπορεί και να διαλύσει το εγώ, καταργώντας κάθε μεσολάβηση
ανάμεσα στις συγκρουόμενες δυνάμεις, και τότε έχουμε την ψύχωση ή την
τρέλα.
Ακριβώς όμως επειδή η ψυχή είναι «ιστορική» και γι' αυτό αλλάζει
με το πέρασμα του χρόνου, δεν μπορούμε να είμαστε πιστοί σε αυτή τη
μεγάλη έμπνευση του Φρόιντ παρά μόνον ξεπερνώντας τον Φρόιντ, επειδή η
δική του έννοια της νεύρωσης αντιστοιχεί σε μια «κοινωνία της
πειθαρχίας», όπου η νεύρωση γίνεται αντιληπτή ως σύγκρουση ανάμεσα στην
επιθυμία, που θέλει να παραβιάσει τον κανόνα, και τον κανόνα, που τείνει
να καταστείλει την επιθυμία. Σήμερα η κοινωνία της πειθαρχίας έχει
παρακμάσει και έχει αντικατασταθεί από την «κοινωνία της
αποτελεσματικότητας», όπου η αντιπαράθεση ανάμεσα στο επιτρεπόμενο και
στο απαγορευμένο έχει παραχωρήσει τη θέση της σε μια πολύ πιο
βασανιστική αντιπαράθεση, ανάμεσα στο «εφικτό και το ανέφικτο». Το άτομο
δεν ρυθμίζεται πλέον από μια εξωτερική τάξη, από μια συμμόρφωση στον
νόμο, η παραβίαση του οποίου γεννάει συναισθήματα ενοχής, αλλά οφείλει
να απευθυνθεί στις εσωτερικές του δυνάμεις, για να πετύχει εκείνα τα
αποτελέσματα με βάση τα οποία θα αξιολογηθεί. Ετσι, από τη δεκαετία του
1970 και έπειτα, η ψυχική δυσθυμία έχει αλλάξει ριζικά μορφή. Δεν έχουμε
πλέον τη νευρωτική σύγκρουση ανάμεσα σε κανόνα και παράβαση με το
συνακόλουθο αίσθημα ενοχής, αλλά, σε ένα κοινωνικό σενάριο όπου δεν
υπάρχει πλέον κανόνας επειδή όλα είναι δυνατά, η οδύνη πηγάζει από ένα
αίσθημα ανεπάρκειας γι' αυτό που θα μπορούσαμε να κάνουμε και δεν
είμαστε σε θέση να το κάνουμε ή δεν κατορθώνουμε να το κάνουμε σύμφωνα
με τις προσδοκίες άλλων, με βάση τις οποίες καθένας μετράει την αξία του
εαυτού του (...)».*
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου