Από τον Δημήτρη Ραυτόπουλο
Εις το εξωτερικόν η θύελλα εναντίον της Ελλάδος και του Τρικούπη
εμαίνετο κυριολεκτικώς. […] Τα ελληνικά δάνεια εν Λονδίνω κατρακυλούσαν
διαρκώς και είχαν φθάση εις τον πάτον. Αι ζημίαι των ξένων
ομολογιούχων ήσαν τεράστιαι. Αι κυβερνήσεις Γαλλίας και Αγγλίας είχαν
οργισθή καθ’ ημών. Η γερμανική κυβέρνησις άφριζεν από θυμόν, ο
γερμανικός τύπος μας επερνούσε δεκατέσσαρες γενεές, ένα σατυρικόν φύλλον
του Βερολίνου εδημοσίευσε μίαν γελοιογραφίαν του βασιλέως Γεωργίου,
εφίππου, με στολήν αρματολού, φέσι, πάλαν και φουστανέλλαν, είχε δε ως
legende από κάτω: «Der kleine klephte», ελληνογερμανικό καλαμπούρι, ο
μικρός κλέφτης, αλλά και ο μικρός λωποδύτης ταυτοχρόνως. Τα περισσότερα
των ελληνικών δανείων ευρίσκοντο τότε εις χείρας γερμανικάς. Ο Κάιζερ
ηπείλει να μας πνίξη1.
Στις 10 Δεκεμβρίου 1893, ο Χαρίλαος Τρικούπης, παρουσιάζοντας στη Βουλή
το νομοσχέδιο που κήρυσσε την πτώχευση, είπε την ιστορική φράση:
«Δυστυχώς επτωχεύσαμεν!».
Από όσα είχαν προηγηθεί, ας θυμηθούμε τα
πατριδογνωστικώς ωφελιμότερα∙ μεταξύ αυτών, ότι η αναξιοπιστία/χρεωκοπία
ως κατάσταση ή απειλή παρακολουθεί ανελλιπώς τον εθνικό μας βίο. Π.χ.
[1864]
Το όνομα ημών κατήντησεν αντικείμενον εμπαιγμού
και περιφρονήσεως∙ απεκαλύψαμεν τας πληγάς μας και τώρα πρέπει, όσον
οίον τε ταχύτερον να τας θεραπεύσωμεν. Η δημοσία πίστις εξέλιπεν. Η
Ελλάς θεωρείται χρεωκόπος2.
Αυτά είπε ο εθνικός ποιητής Αριστοτέλης
Βαλαωρίτης, επικεφαλής των Επτανήσιων βουλευτών κατά την τελετή της
υποδοχής τους στην Εθνική μας Συνέλευση, στις 20 Ιουλίου 1864, μετά την
Ένωση.
[1882] Δεκαοκτώ χρόνια αργότερα, μετά την
προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Άρτας, ο Χαρίλαος Τρικούπης, που
διαδέχθηκε τον Κουμουνδούρο, στον προγραμματικό του λόγο ζητούσε
συναγερμό σωτηρίας της οικονομίας και της αξιοπιστίας…
… Ό,τι πρέπει να επιζητώμεν σήμερον είναι ουχί
επίδειξις πλαστού ισοζυγίου […] Οφείλομεν εν τη διαρρυθμίσει των
οικονομικών να επιζητήσωμεν αυτήν διά της όσον ένεστιν ελαττώσεως των
δαπανών, επιτρεπούσης όμως πλήρη την ανάπτυξιν των παραγωγικών δυνάμεων,
των πόρων του έθνους, επαύξησιν των πόρων του κράτους. Διά τούτο πάσα
θυσία, την οποίαν ηθέλομεν ζητήσει παρά της Βουλής προς τον σκοπόν της
ενισχύσεως των βιομηχανικών δυνάμεων του τόπου, της συγκοινωνίας και
πάντων δι’ ων προάγεται η υλική δύναμις, θέλει ψηφισθή3.
[1892] Τα ίδια ξαναείπε δέκα χρόνια αργότερα
–10 Ιουνίου 1892– στη Βουλή, στην προγραμματική του ομιλία. Για την
αποφυγή της καταστροφής που ερχόταν καλπάζοντας, ζητούσε ισοσκελισμένο
προϋπολογισμό, με αιματηρές οικονομίες και νέους φόρους, και την
εκπλήρωση των υποχρεώσεων του κράτους προς το εξωτερικό.
Επειδή όμως διαπραγματευόταν δάνειο με τους Άγγλους,
που είχαν στείλει στην Αθήνα τον Εδουάρδο Λω (για να εξασφαλίσει
εγγυήσεις), οι Γάλλοι, χολωμένοι, κατηγορούσαν τον Τρικούπη ότι έκρυβε
τεράστια ελλείμματα, και φώναζαν πως είμαστε στα πρόθυρα της χρεωκοπίας.
Αντιπολίτευση («δομική»), παλάτι και ημέτεροι τραπεζίτες σαμποτάριζαν
την προσπάθειά του, ακόμα και υποδαυλίζοντας τη δυσπιστία των ξένων
Σάυλωκ. Τον έκαναν να παραιτηθεί και διόρισαν ένα πρωθυπουργό με το
σημαδιακό όνομα Σωτηρόπουλος, ο οποίος έβαλε τάξη στα οικονομικά με τον
Αθ. Ευταξία. Πώς; Μη βρίσκοντας λεφτά στο εξωτερικό, για να πληρώσουν τα
τοκοχρεωλύσια, δοκίμασαν να εξαπατήσουν τους κουτόφραγκους∙ πήγαν να
μιμηθούν την πρόσφατη δόλια χρεωκοπία της Αργεντινής (1891). Με
αναγκαστικό δάνειο, κεφαλαιοποίησαν τα τοκοχρεωλύσια δανείων σε χρυσό
1881, 1884, 1889 και 1890 και, έναντι του χρυσού, μοίραζαν χαρτάκια
(«προσωρινές αποδείξεις») στους δανειστές, σε αναμονή των επίσημων
τίτλων. Ήταν τα περιβόητα «σκριπς», που έγιναν ώς και τίτλος σατιρικής
εφημερίδας (το εβδομαδιαίο Σκριπ του Ε. Κουσουλάκου, που έγινε αργότερα ημερήσια εφημερίδα).
Το Σωτήρειο σχέδιο χρεωκοπίας προέβλεπε για
την υπηρεσία του δανείου να δεσμευτούν όλοι οι φόροι και δασμοί του
κράτους και τα έσοδα να τα διαχειρίζεται μία Επιτροπή στην οποία θα
μετείχαν οι ξένες τράπεζες και οι κερδοσκόποι. Φυσικά, μόλις έγιναν
γνωστά αυτά, τα ελληνικά χρεώγραφα βούλιαξαν στα χρηματιστήρια, οι
κάτοχοί τους καταστράφηκαν και όλοι έβριζαν την Ελλάδα για απάτη. Ο
Γεώργιος θυμήθηκε ότι υπήρχε Βουλή και απευθύνθηκε στα δύο μεγάλα
κόμματα, αλλά ούτε ο Δηλιγιάννης ούτε ο Τρικούπης έστεργαν στον
περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας. Ο τελευταίος κέρδισε τις εκλογές το
1892 και κλήθηκε να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά. Η δυναστεία, που
είχε κι αυτή ομόλογα, οι κερδοσκόποι τραπεζίτες, που τους έστελνε στας
Ευρώπας για συμβιβαστική λύση, τον σαμποτάριζαν, η αντιπολίτευση δεν
συναινούσε σε τίποτα.
Με τη «χρεωκοπία» του Δεκεμβρίου 1893 αναστελλόταν η
καταβολή τοκοχρεωλυσίων, περικόπτονταν τα τοκομερίδια στο 30% της
ονομαστικής αξίας τους και αναγγέλλονταν διαπραγματεύσεις με τους ξένους
δανειστές. Προτάθηκε ο έλεγχος των δανειστών στο συμβούλιο της
Εταιρείας των Μονοπωλείων, αλλά οι ξένοι δεν δέχθηκαν. Ήθελαν «αίμα».
Με αφορμή τα αντιλαϊκά φορολογικά μέτρα, οι
Δηλιγιαννικοί ανέτρεψαν με μαχητικές διαδηλώσεις τον «Μογγόλο». Η
«χρεωκοπία» παρέμεινε βραχνάς, επηρέασε τα εθνικά πράγματα, βγήκαν
σκωροφαγωμένοι Αγαθάγγελοι, μαρμαρωμένοι βασιλιάδες, νέες φιλικές
εταιρείες (Εθνική Εταιρεία), με αποτελέσματα ανάλογα: περιορισμός του
εθνικού χώρου, χαντάκωμα της Κρητικής Επανάστασης και της υπόθεσης της
Κύπρου (υπ’ αριθμ. 1), πολεμική αποζημίωση στην Τουρκία κ.λπ. Στα λοιπά
αυτά ήταν και ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος (Δ.Ο.Ε.), με τη Διεθνή
Οικονομική Επιτροπή, που «έλυσε» το θέμα της οικονομικής και εθνικής
χρεωκοπίας (1898), κατατάσσοντας την Ελλάδα στην κατηγορία των
αποικιακών χωρών: Τυνησία, Αίγυπτος, Τουρκία (καθεστώς διομολογήσεων),
Μαρόκο, Βαλκανικές χώρες, Βενεζουέλα, Άγιος Δομήνικος, Ονδούρα,
Νικαράγουα.
Στο σημείο αυτό δεν αντέχω τον πειρασμό μιας ακόμα
κορώνας από το γερμανικό υβρεολόγιο, με αφορμή τα καμώματά μας. Σώζεται
στο βιβλίο του Ηλ. Ι. Οικονομόπουλου Ιστορία του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 (Αθήναι, 1897) και το παίρνω από την Ιστορία του Κορδάτου4. Την ώρα των σφαγών της Κρήτης το 1997, η γερμανική Εθνική Εφημερίς διαμαρτυρόταν για τις εκδηλώσεις συμπάθειας στα θύματα, από την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και τους διανοούμενους:
Συστηματικαί γίνονται από τινος απόπειραι
εξεγέρσεως της κοινής γνώμης εν Ευρώπη υπέρ φυλής, η οποία αξιοί ότι
κατάγεται από τους μαχητάς της Σαλαμίνος και του Μαραθώνος. Οι
αποπειρώμενοι την εξέγερσιν ταύτην νομίζουσιν ότι δικαιούνται προς
τούτο επί τω λόγω ότι η Ελλάς εσχάτως ετέλεσε παιδαριώδεις γυμναστικάς
ασκήσεις [εννοεί τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896], εις τας οποίας
κατήλθον και ηγωνίσθησαν καί τινες των ημετέρων. Οι εξωθούντες όμως ούτω
την κοινήν γνώμην πράττουσιν αφροσύνην μεγίστην. Δεν έπρεπε ούτοι να
λησμονήσωσιν ότι της νεωτέρας Ελλάδος έχομεν λάβει ήδη πικράν πείραν και
ότι εις την γερμανικήν καρδίαν δεν υπάρχει πλέον συμπάθεια υπέρ λαού
κακοπίστου.
Συμπέρασμα: Η δημοσιονομική ιστορία της Ελλάδος
(και όχι μόνο) είναι μια αλυσίδα από ελλείμματα, μαύρες τρύπες,
λογιστικά λίφτινγκ για τη συγκάλυψή τους, υποτιμήσεις, δάνεια και
ξαναδάνεια για την εξυπηρέτηση των προηγουμένων, με τοκοχρεωλύσια που
συνεχώς αυξάνουν. Το ανισοζύγιό μας οφείλεται μόνιμα στις σπατάλες του
κράτους, στην αντιπαραγωγική γραφειοκρατία και την ανομία/πολυνομία,
στις παροχές σε προνομιούχους, στο ρουσφέτι, τις μίζες κ.λπ., αλλά και
στους εξοπλισμούς στους οποίους καταλλήλως υποχρεωνόμαστε από τους
ισχυρούς προστάτες και προμηθευτές μας. Π.χ. ο Τρικούπης δανείζεται από
τη Γαλλία 135 εκατ. φράγκα με τα οποία παραγγέλνει στα γαλλικά ναυπηγεία
τα θωρηκτά «Ύδρα», «Σπέτσες» και «Ψαρά» (παραλίγο θα έγραφα «τις έξι
κορβέτες») και δύο χρόνια αργότερα (1889) ξαναδανειζόμαστε 155 εκατ.
φράγκα για την αποπληρωμή του προηγούμενου. Μας μένει το νεώτερο. Έγιναν
βέβαια και κάτι κουτσοέργα οδικά, λίγος σιδηρόδρομος, αλλά κυρίως
κάναμε, χρεωκοπημένοι όντες, τον ένδοξο πόλεμο με την Τουρκιά του 1897
(βλ. παραπάνω).
[1893. Ο Μιμίκος και η Μαίρη] Για τον
ξένοιαστο Ρωμιό του 1893… το γεγονός της χρονιάς δεν ήταν η χρεωκοπία.
«Έντονα πολιτικοποιημένος» ήταν βέβαια ο απολυμένος ή ο μη διοριζόμενος
όταν το κόμμα του ερχόταν στα πράγματα, το πολύ πολύ διαδηλώνοντας κατά
των φόρων, με το «Κορδόνι» (Δηλιγιαννικοί) ή με την «Ελιά»
(Τρικουπικοί), κάπου κάπου παίζοντας μαγκουριές με τους αντίθετους. Για
τη χρεωκοπία, η κοινή γνώμη εκφραζόταν περίπου, όπως τα κουπλέ-ρεφραίν
της επιθεώρησης σατίριζαν:
Βρε τι μυστήρια που ’ν’ η Ελλάδα / δάνεια
κλείνει / φράγκο δε δίνει. / Γαλλία, Αγγλία, σαν έρθει να εισπράξει / με
ένα τσέκι σου γράφει «εντάξει».
Ρεφραίν: Κι όλοι τη δουλεύουνε εντάξει / στην Ελλάδα κάθε μηχανή / όλοι οι παλαβοί να είναι έξω / κι όλοι οι γνωστικοί μες στο Δαφνί.
Δεν είχαμε και καμιά θεαματική πτώση, όπως εκείνες
οι θρυλούμενες της Γουόλ Στριτ του 1929. Ερρίφθη όμως από την Ακρόπολη
η Μαίρη Βέμπερ (24 Φεβρουαρίου 1893) και την επομένη αυτοκτόνησε με
περίστροφο ο καλός της, Μιχαήλ Μιμίκος. Η πανελλήνια συγκίνηση ξεπέρασε
κάθε όριο. Επιτέλους, η Ακρόπολη έγινε τόπος προσκυνήματος και
περιέργειας, όλοι ήθελαν να δουν τον βράχο από τον οποίο αυτοκτόνησε
Σαπφικώς η ερωτευμένη νέα5. Οι φυλλάδες αφιέρωναν μεγάλα
ρεπορτάζ, δράματα σπαραξικάρδια ανεβάζονταν στο άψε-σβήσε, ποτάμι έρρεε
το δάκρυ και το μελάνι και όχι μόνο, αλίμονο: οι μιμητικές αυτοκτονίες
πλήθαιναν ανησυχητικά. Το δακρύβρεχτο ανάγνωσμα του κοσμοπολίτη
δημοσιογράφου και ιστορικού Επ. Κυριακίδη Δύο καρδίαι6
γράφεται επιγονατίως και αρχίζει να κυκλοφορεί σε δεκαεξασέλιδα
φυλλάδια καθημερινά, 5 μέρες μετά το δράμα και ολοκληρώνεται σε 33
μέρες, στο αστρονομικό για την εποχή τιράζ των 6.500 αντιτύπων.
Είναι η μόνη υπόθεση που συγκλονίζει την
κοινή γνώμη εκείνη τη χρονιά της χρεωκοπίας, περισσότερο και από το
διαζύγιο της κ. Μενεγάκη σήμερα. Ένα εβδομαδιαίο περιοδικό γράφει:
Κατά ομάδας ανέρχονται εις τον Παρθενώνα, διά
να ίδωσι τΟ μέρος αφ’ ου κατέπεσεν η ερωτόληπτος τευτονίς, επί του τάφου
της οποίας αποτίθενται καθ’ εκάστην παντοία ευλαβή αφιερώματα και ιδίως
στίχοι αισθηματικοί και ανθοδέσμαι. Προχθές δε την νύκτα άγνωστοι
εισελθόντες εις το Νεκροταφείον εξέθαψαν το πτώμα του εραστού της Μιχαήλ
και το κατέθεσαν εις νέον τάφον, τον οποίον ανώρυξαν πλησίον της. Η
εισαγγελική αρχή επελήφθη ανακρίσεων…7
Μερικά ακόμα ενδιαφέροντα στοιχεία παραθέτει ο Παν. Μουλλάς προλογίζοντας το ξεχασμένο μυθιστόρημα του Γερ. Βώκου Ο Κύριος Πρόεδρος8
του 1893: «Η φτωχή αυτή αδερφούλα του Βερτέρου που έκανε να κλάψουν
τόσα μάτια και σήκωσε στο πόδι χώρα ολόκληρη», όπως έγραψε ο Παλαμάς9,
ήταν «παιδαγωγός του υιού του διαδόχου», δηλαδή του Κωνσταντίνου, σαν
να λέμε νταντά του κατοπινού μας μουλωχτού βασιλιά Γεωργίου Β΄, στον
οποίο οφείλουμε μεταξύ άλλων την 4η Αυγούστου και τις ραδιουργίες με
τους Άγγλους για την επάνοδό του στην Ελλάδα μετά τον πόλεμο, με άλλα
λόγια τη συνεισφορά του στον εμφύλιο 1946-1949. Αλλά όταν έπεσε από την
Ακρόπολη η φροϋλάιν Βέμπερ, ο πρίγκιψ ήταν μόλις 3 ετών, δεν βαρύνεται
λοιπόν εκείνη για την εξέλιξή του.
[Η ατυχία του Ροΐδη] Ζούσε τότε στην Αθήνα ο
Εμμανουήλ Ροΐδης, κατεστραμμένος οικονομικά και φυτοζωών, κάθε φορά που
το κόμμα του Δηλιγιάννη ερχόταν στα πράγματα και τον απέλυε από τη θέση
του εφόρου της Εθνικής Βιβλιοθήκης· ώσπου να ξαναγυρίσει ο Τρικούπης
και να τον ξαναδιορίσει. Από το 1880 ως το 1895 απολύθηκε τέσσερις
φορές, έμενε άνεργος κάθε φορά από ένα έως δύο χρόνια, και έφτασε να
εκλιπαρεί παράγοντες, υπουργούς και αυλικούς να μην τον διώξουν.
Ο άλλοτε πολυεκατομμυριούχος Ροΐδης είχε χάσει τα
λεφτά του με τα «Λαυριακά», την κατάρρευση των μετοχών των μεταλλείων
Λαυρίου, μια «αναδιανομή πλούτου», όπως λέγεται η υπέρ απατεώνων
τοιαύτη, που μόνο με τη φούσκα του Χρηματιστηρίου του 2000 (Σημίτη)
μπορεί να συγκριθεί. Στη μέθη της κερδοσκοπίας, καταλλήλως
συνδαυλιζόμενης από κράτος και παπαγαλάκια, χιλιάδες άνθρωποι, «πτωχοί
και πλούσιοι, έμποροι και εργατικοί, επιστήμονες και καλλιτέχνες και
χειρώνακτες έσπευδον ν’ αγοράσωσι τας μετοχάς του θησαυρού καταθέτοντες
και τον τελευταίον αυτών οβολόν […] επώλουν κτήματα και εδανείζοντο ίνα
αγοράσωσι μετοχάς», κατά την περιγραφήν του Επ. Κυριακίδη, του συγγραφέα
των Δύο καρδιών, ως ιστορικού τώρα10.
Όταν η δημοκοπία δύο ετών ξεφούσκωσε και «την μέθην
του χρηματισμού διεδέχθη η νηφαλιότης της πενίας, δεν υπήρχον παρά
μόνον θύματα», λέει ο ίδιος. Ένα από τα θύματα ήταν ο Ροΐδης, που έχασε
300.000 χρυσές λίρες.
Ο φιλελεύθερος έως το τέλος της ζωής του λόγιος,
που ειρωνευόταν τους «ερυθρούς λεγομένους δημοκράτας, κοινοκτήμονας,
εταιριστάς», και θεωρούσε ότι οι ντόπιοι σοσιαλιστές ήταν «εξ ίσου
ακίνδυνοι όσον και οι συμβολισταί», δεν είχε καλύτερη γνώμη για τους
δημαγωγούς και τα κοράκια της κερδοσκοπίας. Στον Ασμοδαίο (φ. 5, 2
Φεβρ. 1875) έκανε τη χημική ανάλυση μιας λίρας του κερδοσκόπου,
αναγνωρίζοντας όμως, σαν κύριο συστατικό, την ευήθεια του θύματος:
Νωθρότης εισαγγελέως 0,03
Για το σοβαρότατο ατύχημα όμως του 1885,
ευθυνόταν η βαρηκοΐα του και η στενοχώρια του. Στις 27 Ιουλίου,
απολυμένος πριν λίγες μέρες, βγαίνοντας από το καφενείο Γιαννόπουλου,
Σταδίου και Καραγεώργη Σερβίας, ώρα 1 μετά τα μεσάνυχτα, καθώς διέσχιζε
την πλατεία Συντάγματος για να πάει στο σπίτι του, στην οδό Φιλελλήνων,
τον παρέσυρε μια άμαξα, ένας τροχός πέρασε πάνω από το κεφάλι του και
του έσπασε την άνω γνάθο. Οι οδοντογιατροί του τη στραβοκόλλησαν, χωρίς
να αφαιρέσουν τα θραύσματα οστών που είχαν μείνει μέσα στα ούλα.
Ξεδοντιασμένος, με φίμωτρο, απαγορευόταν να μασήσει, να μιλήσει, να
καπνίσει, να μορφάσει ή να «χασμηθεί», υπέφερε από αϋπνία,
δυσκοιλιότητα, υποβαλλόταν σε κλύσματα και είχε φοβερούς πόνους στα ούλα
από τα κοκαλάκια: «σα γυαλί έκοπταν», σημειώνει σ’ ένα τετράδιο που
είχε δίπλα του, κυρίως για να συνεννοείται11. Στην απελπισία του ο Ροΐδης κάνει μια σκέψη τραγική πράγματι:
«Να το επάθαινα πρωτήτερα, δεν θα μ’ έπαυεν ο Ζυγομαλάς, θα εντρέπετο»12.
Καθώς του χρειαζόταν μια οκά γάλα την ημέρα και
δεν έβρισκε πάντα, πήρε στο σπίτι του μια κατσίκα. «Επήρα παραμάνα μίαν
αίγα», γράφει στο Σημειωματάριο. Ο Κ.Γ. Κασίνης πληροφορεί με την
ευκαιρία, ότι τον καιρό εκείνο υπήρχε μία στάνη στην οδό Κοραή και τα
συμπαθή μηρυκαστικά έβοσκαν στο σημερινό Κολωνάκι (εξακολουθούν,
νομίζω).
Το πρόχειρο εκείνο τετράδιο του συγγραφέα της Πάπισσας
περιέχει και σύντομες σκέψεις για τη γενικότερη ατυχία και την αρρώστια
μας, για τα πολιτικά και διοικητικά, για το γλωσσικό, για το ήθος και
τα ήθη, για τη λογική και την κυριαρχία της μετριότητας. Να μια
επίκαιρη, πάλι και πάντα:
Συμφέρει στους μη δυναμένους ν’ αναμορφωθώσιν
να μη αναμορφωθή ουδ’ η Ελλάς, όπως μη μεταβληθή η σχέσις της αξίας
αυτών προς την αξίαν του έθνους13.
Στα πνευματικά, η περίοδος εκείνη είχε όξυνση αλλά
όχι κάμψη. Κυριαρχήθηκε από το κίνημα του Δημοτικισμού και τη γλωσσική
σύγκρουση, που επισημοποιήθηκε με το Ταξίδι μου του Ψυχάρη (1888) και πήρε ουσιαστική επιστημονική ευρύτητα το 1893 ακριβώς, με τα Είδωλα
του Ροΐδη, την κριτική του Γ. Χατζιδάκη «Ειδώλων κατάλυσις», την
απάντηση του Ροΐδη κ.τ.λ. Στο μεταξύ είχε αρχίσει να τυπώνεται η
μετάφραση της Ιλιάδας από τον Αλ. Πάλλη (ραψωδίες Α-Ζ), εκδίδονται Τα μάτια της ψυχής μου του Παλαμά και τα Διηγήματα του Καρκαβίτσα (1892), βγαίνουν σε φυλλάδια το πράγματι «πολιτικο-κοινωνικόν» μυθιστόρημα του Γερ. Βώκου Ο Κύριος Πρόεδρος14, ποιήματα του Κρυστάλλη και του Βλαχογιάννη, αρχίζει η συνεργασία του Παπαδιαμάντη στην Ακρόπολι του Γαβριηλίδη και οι μεταφράσεις (1893), βγαίνουν Οι άθλιοι των Αθηνών του Κονδυλάκη και οι Νησιώτικες ιστορίες του Εφταλιώτη (1894).
Ας κλείσουμε αυτές τις μάλλον στενάχωρες σημειώσεις
με κάτι ενθαρρυντικό. Το 1897, ο κορυφαίος γλωσσολόγος, έστω αντίπαλος
της (γραφομένης) δημοτικής Γεώργιος Χατζιδάκης, πενηντάρης πια, αφήνει
την καθηγητική του έδρα στο Αθήνησι και κατεβαίνει στην Κρήτη να
πολεμήσει για την ελευθερία, άλλη μια φορά, όπως όταν ήταν δεκαοκταετής
στην Επανάσταση του 1866-1869.
Είμεθα όλοι εντός του μέλλοντός μας […] όλοι
είμεθα εντός της σιωπής του κρημνιζομένου πόνου στα γάργαρα τεχνάσματα
του μέλλοντός μας15.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου