http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=129075
Η νέα πολιτισμική δεξιά
Του ΝΙΚΟΛΑ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ
Από τις πρώτες δεκαετίες του δέκατου ένατου αιώνα η «βαθιά», αντιφιλελεύθερη δεξιά αντιλαμβάνεται τη σημασία των συναισθημάτων και των παθών στη διαμάχη των ιδεών.
Πολύ γρήγορα, προνομιακό της πεδίο έγιναν τα αισθήματα κοινωνικής αποξένωσης και οι εμπειρίες ηθικού αποπροσανατολισμού πολλών στρωμάτων του πληθυσμού στις νέες αστικές βιομηχανικές συνθήκες. Οπως γράφει ο Τζον Βάις στο ωραίο βιβλίο «Συντηρητισμός και ριζοσπαστική δεξιά» (εκδόσεις «Θύραθεν», 2009, μετάφραση: Σπύρος Μαρκέτος):
«Πολύ προτού ασχοληθεί η αριστερά με την αποξένωση και την ανομία στη σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία των πόλεων, αυτές οι αντιλήψεις ήταν βασικές στη συντηρητική σκέψη. Ιδίως ο Μπονάλντ θρηνούσε τη σταδιακή εξαφάνιση του χωριού, που είχε αυτάρκεια στην παραγωγή και στην κατανάλωση και μεγάλο μέρος των πόρων του ήταν κοινή περιουσία. Η παρακμή τού αυτάρκους χωριού, υποστήριζε, έδινε τέλος στην πυκνοϋφασμένη από γενιές ολόκληρες προσωπική επαφή των ανθρώπων».
«Πολύ προτού ασχοληθεί η αριστερά με την αποξένωση και την ανομία στη σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία των πόλεων, αυτές οι αντιλήψεις ήταν βασικές στη συντηρητική σκέψη. Ιδίως ο Μπονάλντ θρηνούσε τη σταδιακή εξαφάνιση του χωριού, που είχε αυτάρκεια στην παραγωγή και στην κατανάλωση και μεγάλο μέρος των πόρων του ήταν κοινή περιουσία. Η παρακμή τού αυτάρκους χωριού, υποστήριζε, έδινε τέλος στην πυκνοϋφασμένη από γενιές ολόκληρες προσωπική επαφή των ανθρώπων».
Εκτοτε, μια ολόκληρη φιλολογία περί παρακμής στηρίζεται στην ανησυχία για την κατάρρευση των κανόνων «μέσα στη σκληρή ανωνυμία των περιστασιακών και φευγαλέων αστικών σχέσεων». Οσο περισσότερο μάλιστα η σύγχρονη κοινωνία γίνεται αισθητή ως χώρος κατακερματισμού μεταξύ αποξενωμένων κοινών και ορφανών ατόμων, η ριζοσπαστική δεξιά επανέρχεται στη γλώσσα της οικειότητας, των πολιτισμικών ριζών, της τοπικής ή συντεχνιακής αλληλεγγύης εναντίον των αφηρημένων μορφών πολιτικής οικουμενικότητας και ταξικής αλληλεγγύης προς τις οποίες έκλιναν φιλελεύθεροι και σοσιαλιστές. Δεν μιλώ βεβαίως για εκείνη την άκρα δεξιά που επενδύει ανοιχτά στον φυλετικό ρατσισμό και στον πανικό της ανάμιξης. Αναφέρομαι περισσότερο σε εκείνες τις φωνές που σήμερα, για παράδειγμα, εν μέσω διαδικτυακής ανωνυμίας και κοινωνικών δικτυώσεων, επαναλαμβάνουν τα ίδια λόγια αλλάζοντας απλώς κάποιες λέξεις. Δεν επικαλούνται πλέον το αύταρκες χωριό αλλά τη γειτονιά, τη συνοικιακή ζωή, τις πλατείες και τα πάρκα των πόλεων. Τις ξεκλείδωτες πόρτες και τα ανοιχτά παράθυρα του ασφαλούς άλλοτε. Δεν αντιδιαστέλλουν την πραγματικότητα του χωριού στη μεγαλούπολη αλλά το σμιλευμένο στο χρόνο ελληνικό βίωμα στη «λαθραία» παγκοσμιοποίηση και στο χάος της. Ενας τέτοιος λόγος εξαπλώνεται και αποκτά πρόθυμους ακροατές πολύ πέρα από τους οργανωμένους θύλακες του δεξιού και νεοφασιστικού εθνικισμού
. Η αιτία αυτής της εξάπλωσης -που μόνο οι πιο ορατές της εκφράσεις φτάνουν ώς τις ανοιχτές ρατσιστικές επιθέσεις- δεν είναι βεβαίως μία και μοναδική.
Το γεγονός είναι ότι έχει διαμορφωθεί πλέον ένας ευρύς χώρος δυσφορίας, που επιλέγει να εμφανίζεται ως εθνοπολιτισμική αγωνία και βιωματική ανησυχία και πολύ λιγότερο ως πολιτική πρόταση.
Αυτή η δυσφορία στηρίζεται στις ορατές μεταβολές που έχουν υπάρξει στη σύσταση της αστικής ζωής, στο κοινωνικό τοπίο των μητροπολιτικών περιοχών αλλά και των επαρχιών. Απέναντι στη δύναμη της εικόνας και στην ισχύ της εντύπωσης, στο αίσθημα του «συγκεκριμένου», ο αντιεθνικισμός, φιλελεύθερος ή διεθνιστικός, νομικοπολιτικός ή ταξικός, εμφανίζεται δίχως εικόνα και εύληπτη αφήγηση: παρουσιάζεται ως απόμακρη θεσμική δεοντολογία ή, στις αριστερές του εκδοχές, ως μια εξωτική βούληση δίχως δεσμούς με τη συγκεκριμένη πραγματικότητα (η διεθνιστική στάση, η ταξική αλληλεγγύη με τους ξένους ως εργαζόμενους).
. Η αιτία αυτής της εξάπλωσης -που μόνο οι πιο ορατές της εκφράσεις φτάνουν ώς τις ανοιχτές ρατσιστικές επιθέσεις- δεν είναι βεβαίως μία και μοναδική.
Το γεγονός είναι ότι έχει διαμορφωθεί πλέον ένας ευρύς χώρος δυσφορίας, που επιλέγει να εμφανίζεται ως εθνοπολιτισμική αγωνία και βιωματική ανησυχία και πολύ λιγότερο ως πολιτική πρόταση.
Αυτή η δυσφορία στηρίζεται στις ορατές μεταβολές που έχουν υπάρξει στη σύσταση της αστικής ζωής, στο κοινωνικό τοπίο των μητροπολιτικών περιοχών αλλά και των επαρχιών. Απέναντι στη δύναμη της εικόνας και στην ισχύ της εντύπωσης, στο αίσθημα του «συγκεκριμένου», ο αντιεθνικισμός, φιλελεύθερος ή διεθνιστικός, νομικοπολιτικός ή ταξικός, εμφανίζεται δίχως εικόνα και εύληπτη αφήγηση: παρουσιάζεται ως απόμακρη θεσμική δεοντολογία ή, στις αριστερές του εκδοχές, ως μια εξωτική βούληση δίχως δεσμούς με τη συγκεκριμένη πραγματικότητα (η διεθνιστική στάση, η ταξική αλληλεγγύη με τους ξένους ως εργαζόμενους).
Η προσκόλληση των φιλελεύθερων και αριστερών δυνάμεων στον νομικό ορθολογισμό και στα θέματα της οικονομίας έχει αφήσει ουσιαστικά ελεύθερο το πεδίο σε έναν δεξιό «γκραμσισμό». Και είναι μάλλον ευεξήγητο το γιατί οι εθνοκεντρικές-πολιτισμικές εμφάσεις μπορεί να ενισχυθούν ακόμα περισσότερο στις συνθήκες της οικονομικής συμπίεσης.
Η πλειονότητα των πολιτών φαίνεται να πιστεύει ότι στα «οικονομικά» έχει μειωθεί σημαντικά, αν όχι πλήρως, η δυνατότητα ισχυρής πολιτικής βούλησης, ανεξαρτησίας αποφάσεων και εναλλακτικών πολιτικών χειρισμών. Μια χώρα αλυσοδεμένη στα χρέη και υπό διαρκή δημοσιονομική επιτήρηση δεν έχει δυνατότητες πολιτικού ή οικονομικού αυτοκαθορισμού. Αυτό δεν δηλώνουν σε όλους τους τόνους οι ελίτ και οι καθοδηγητές γνώμης; Οτι, με άλλα λόγια, δεν υπάρχουν περιθώρια ιδεολογικής «πολυτέλειας» στον σκληρό πυρήνα των κρατικών πολιτικών. Σε αυτό ακριβώς το σημείο ο αριστερός ριζοσπαστισμός, αγκιστρωμένος στο κοινωνικό ζήτημα, στα κοινωνικά δικαιώματα και στην πίστη για αλλαγή οικονομικού παραδείγματος συναντά τεράστιο πρόβλημα. Το αντίθετο φαίνεται να συμβαίνει με τον δεξιό «πολιτισμικό» ριζοσπαστισμό: αυτός έχει κάθε ευχέρεια να εκτρέπει τα αιτήματα αυτοκαθορισμού και τις ίδιες τις αναφορές στη συλλογική αυτονομία και στη λαϊκή κυριαρχία, επικαλούμενος ένα πρόβλημα (εθνικής) ταυτότητας που απειλείται με αλλοίωση και εκφυλισμό.
Η πλειονότητα των πολιτών φαίνεται να πιστεύει ότι στα «οικονομικά» έχει μειωθεί σημαντικά, αν όχι πλήρως, η δυνατότητα ισχυρής πολιτικής βούλησης, ανεξαρτησίας αποφάσεων και εναλλακτικών πολιτικών χειρισμών. Μια χώρα αλυσοδεμένη στα χρέη και υπό διαρκή δημοσιονομική επιτήρηση δεν έχει δυνατότητες πολιτικού ή οικονομικού αυτοκαθορισμού. Αυτό δεν δηλώνουν σε όλους τους τόνους οι ελίτ και οι καθοδηγητές γνώμης; Οτι, με άλλα λόγια, δεν υπάρχουν περιθώρια ιδεολογικής «πολυτέλειας» στον σκληρό πυρήνα των κρατικών πολιτικών. Σε αυτό ακριβώς το σημείο ο αριστερός ριζοσπαστισμός, αγκιστρωμένος στο κοινωνικό ζήτημα, στα κοινωνικά δικαιώματα και στην πίστη για αλλαγή οικονομικού παραδείγματος συναντά τεράστιο πρόβλημα. Το αντίθετο φαίνεται να συμβαίνει με τον δεξιό «πολιτισμικό» ριζοσπαστισμό: αυτός έχει κάθε ευχέρεια να εκτρέπει τα αιτήματα αυτοκαθορισμού και τις ίδιες τις αναφορές στη συλλογική αυτονομία και στη λαϊκή κυριαρχία, επικαλούμενος ένα πρόβλημα (εθνικής) ταυτότητας που απειλείται με αλλοίωση και εκφυλισμό.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Τζον Βάις στο ωραίο βιβλίο «Συντηρητισμός και ριζοσπαστική δεξιά» (εκδόσεις «Θύραθεν», 2009, μετάφραση: Σπύρος Μαρκέτος)
2 σχόλια:
Δεν έχει καθόλου άδικο..
Στο όνομα του συλλογικού και της αριστεράς του πληθυντικού, στο ενδιάμεσο χάθηκαν πολλά..
http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathremote_1_16/10/2010_360056
Δημοσίευση σχολίου