Συχνά μιλούν αυτές τις
τελευταίες βδομάδες για την “πραγματική οικονομία” (την παραγωγή και την
κυκλοφορία των αγαθών) και την οικονομία – πώς να την πούμε; τη μη
πραγματική; – από την οποίαν πηγάζουν όλα τα δεινά, δεδομένου ότι οι
παράγοντες της δεύτερης αυτής οικονομίας είχαν γίνει οι “ανεύθυνοι,” οι
“παράλογοι,” οι “άρπαγες,” που άλεθαν πρώτα με απληστία, μετά με πανικό,
την ανούσια πια μάζα των μετοχών, των ασφάλιστρων και των χρημάτων. Μια
τέτοια διάκριση είναι γελοία και γενικώς θα μπορούσε εύκολα να
ανασκευαστεί, όταν, μέσω μιας αντίθετης μεταφοράς, παρουσιαζόταν η
χρηματοπιστωτική κυκλοφορία και κερδοσκοπία σαν το “κυκλοφοριακό
σύστημα” της οικονομίας. Μήπως, έτσι, αφαιρείται η καρδιά και το αίμα
από τη ζωντανή πραγματικότητα του σώματος; Είναι δυνατόν μια οικονομική
καρδιακή προσβολή να μην έχει σχέση με την κατάσταση της υγείας
ολόκληρης της οικονομίας; Ως γνωστό, ο χρηματοοικονομικός καπιταλισμός,
γενικώς, αποτελεί – από τις απαρχές του, που σημαίνει, κατά τους
τελευταίους πέντε αιώνες – μια από τις κεντρικές συνιστώσες του
καπιταλισμού. Όσον αφορά τους ιδιοκτήτες και τους ιθύνοντες του
συστήματος αυτού, αυτοί δεν είναι “υπεύθυνοι” παρά μόνο για τα κέρδη, ο
“ορθολογισμός” τους μετριέται μόνο με τα οφέλη που αποκομίζουν και δεν
είναι μόνο άρπαγες, αλλά, επιπλέον, οφείλουν να είναι τέτοιοι.
Αναγνώστες
Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2015
Διαβάζοντας το «Éloge de l’amour» [Εγκώμιο του έρωτα] του Αλαίν Μπαντιού αναδημοσιευση απο το Red Notebook
|
Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2015
Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2015
Θεσσαλονίκη πόλη των φαντασμάτων – Η επιστροφή των Εβραίων/ αναδημοσίευση απο το Αντικλείδι
Ο πρώτος που έφτασε ήταν ένας Εβραίος της Αθήνας ονόματι Λέων Μπατής,
που έφτασε στη Θεσσαλονίκη από το Βορρά στις 15 Μαρτίου 1945. Εκείνο το
βράδυ κουρασμένος, ευερέθιστος και φιλύποπτος , αδημονώντας να φτάσει
στην Αθήνα για αν δει αν ζούσε ακόμα η οικογένειά του, αφηγήθηκε την
ιστορία του γύρω από ένα ούζο σ ένα μεγάλο ακροατήριο, σ ένα καφενείο.
Οι δημοσιογράφοι ήθελαν τα γεγονότα, οι Εβραίοι που είχαν έρθει ήθελαν να μάθουν για τους συγγενείς και τους φίλους τους. «ακούμε
για πρώτη φοράν αυτούς τους όρους, αίθουσα ασφυξιογόνων αερίων ,
διαλογές. Μαρμαρώσαμε . Ούτε καν τολμούμε να ζητήσομεν λεπτομέρειες» , έγραψε ένας από τους ακροατές. «ο Μπατής μιλά ψυχρά χωρίς να νοιάζεται για την συγκινησίν μας… Φαντάζεται ότι όλοι το ξέρανε» .
Την άλλη μέρα η αφηγησή του υπήρχε στις
περισσότερες εφημερίδες της πόλης. Ήταν μια ακριβής και σε μεγάλο βαθμό
αληθινή περιγραφή της μοίρας της κοινότητας. «Έκαψαν όλους τους Εβραίους στα κρεματόρια».
Έλεγε ένα πρωτοσέλιδο. Λίγες βδομάδες αργότερα άλλοι πρόσθεσαν κι άλλες
λεπτομέρειες και ανέφεραν για πρώτη φορά τη στείρωση και τα άλλα
ιατρικά πειράματα που είχαν γίνει σε πολλές γυναίκες. Ως τον Αύγουστο
είχαν επιστρέψει διακόσιοι και βρίσκονταν στο δρόμο ακόμα περισσότεροι.
Ένα χρόνο μετά την απελευθέρωση είχαν επιστρέψει από τα στρατόπεδα λίγο
περισσότεροι από χίλιους «Πολωνούς», όπως τους αποκαλούσαν οι άλλοι.
Οι επιζώντες βρήκαν την Θεσσαλονίκη μεταμορφωμένη και αγνώριστη. Ο Γεχούντα Περαχιά , ένας καπνέμπορος που είχε περάσει τον πόλεμο κρυμμένος, κατέγραψε τα αισθηματά του σε στίχους:
Πως σε σκουριασμένο σίδερο μεταστοιχειώθηκε το λάγαρο χρυσάφι!Πως αυτό που ήταν πριν δικό μας έγινε ξένο σύμβολο!...Στους δρόμους περπατώ της βλογημένης τούτης πόλης.Αν και λιακάδα, θαρρείς κι είν τυλιγμένη στο σκοτάδι
Εβραϊκές ταφόπλακες ανευρίσκονταν στα
ουρητήρια και στους δρόμους και είχαν χρησιμοποιηθεί για την πίστα χορού
μιας ταβέρνας χτισμένης σε μια γωνιά του παλιού νεκροταφείου. Επειδή οι
τάφοι είχαν ανασκαλευτεί για να βρεθούν οι θησαυροί που υποτίθεται
έκρυβαν, «είναι ορατά πολλά κρανία και κόκαλα ανθρώπων».
Ο συνοικισμός Χιρς ήταν κατεδαφισμένος,
εκτός από τη συναγωγή και το φρενοκομείο, που χρησιμοποιούσαν ως
αποθήκες. Άλλες συναγωγές τις είχαν ανατινάξει οι Γερμανοί και κείτονταν
σε ερείπια.
Οι
τοπικές αρχές εξαντλημένες από την προσπάθειά τους ν αντιμετωπίσουν την
οξεία έλλειψη στέγης –υπήρχαν στην πόλη 60,000 πρόσφυγες από την
ανατολική Μακεδονία στα μέσα του 1945 - , δεν παρείχαν ειδική βοήθεια
στους Εβραίους που επέστρεφαν. Οι επιζώντες , άστεγοι και οι
περισσότεροι άνεργοι, βρίσκονταν σε μεγάλη φτώχεια. Οι υπεύθυνοι της
ανθρωπιστικής βοήθειας ανέφεραν επείγουσα ανάγκη για ρουχισμό, στρώματα
και κουβέρτες. Πολλοί κοιμόνταν σε παγκάκια ή στο πάτωμα των λιγοστών
συναγωγών που είχαν απομείνει.
….
Η απογοήτευση , ο θυμός και η πίκρα που ένοιωθαν πολλοί μόλις επέστρεφαν ήταν αδύνατο να κρυφτούν . «ο
εκτοπισμένος ήταν γεμάτος ελπίδες, οι οποίες εξιδανίκευαν την επιστροφή
του στην πατρίδα, στους φίλους , στους συγγενείς , σ έναν τόπο όπου θα
ζούσε, θα δούλευε και θα φτιαχνε το μέλλον του», έγραφε ένας παρατηρητής. «οι ελπίδες αυτές γίνονται θρύψαλα με του που φτάνει».
Όσο περίεργο κι αν μας φαίνεται ,
εκείνοι που είχαν επιζήσει από το Αουσβιτς τους ρωτούσαν γιατί αυτοί τα
είχαν καταφέρει να βγουν ζωντανοί από τα στρατόπεδα κι όχι άλλοι – με το
σιωπηρό , και κάποτε όχι τόσο σιωπηρό, υπονοούμενο ότι είχαν
συνεργαστεί και αφήσει τους άλλους να πορευτούν προς το θάνατο. «πάντα
σχεδόν τίθεται το εξής ερώτημα: γιατί έζησες εσύ και όχι ο συγγενής μου
– η μάνα μου, ο πατέρας μου, η αδερφή μου και ούτω καθεξής» έγραφε ένας που δούλευε στην ανθρωπιστική βοήθεια το 1945. «αυτό
οδήγησε στην ασύστατη γενίκευση εκ μέρους των ανθρώπων της ηγεσίας… ότι
σε γενικές γραμμές μονάχα τα χειρότερα στοιχεία των Εβραίων επέζησαν
από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης»
Οργισμένοι από παρόμοιες αιτιάσεις
πολλοί παλιννοστούντες υποστήριζαν ότι τους είχαν φερθεί καλύτερα στη
Γερμανία απ΄ότι εδώ» και κατηγορούσαν όσους είχαν μείνει ότι
αποθησαύριζαν τα πλούτη τους και δεν τους βοηθούσαν.
………
Όπως και να ναι η εστίαση της προσοχής
αποκλειστικά στον Μέρτεν αποτελεί κατά κάποιο τρόπο περισπασμό. Ο Μέρτεν
ήταν ένας γραφειοκράτης καριέρας, που η πραγματική του αρμοδιότητα ήταν
να φροντίσει η πόλη να διοικείται απρόσκοπτα προς όφελος της πολεμικής
προσπάθειας της Γερμανίας καθ όλη τη διάρκεια των εκτοπίσεων του 1943.
Στο βαθμό που το πέτυχε αυτό, το πέτυχε με τη βοήθεια άλλων
γραφειοκρατών των τοπικών και περιφερειακών ελληνικών αρχών και του
δικτύου των άλλων ομάδων συμφερόντων που εκείνοι είχαν κινητοποιήσει….
by Αντικλείδι , http://antikleidi.com/Σχετικά :
Η συγκινητική επιστολή που έγραψαν γι αυτόν οι “Εβραίοι του Σήντλερ”
Αυτοί που πήδηξαν από τα ναζιστικά τρένα του θανάτου
Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2015
αναμνηση αποτο 2009 :Ανακοινωση 1ου Πειραματικού Δημοτικού Σχολείου του ΠΤΔΕ-ΑΠΘ για επιβολή συμμετοχής σε παρέλαση...
πισω στον χρόνο : 2009
αποσπασμα
''Μικρό ιστορικό
Το μαθητικό συμπλήρωμα στις στρατιωτικές παρελάσεις ξεκίνησε στα χρόνια του Μεταξά, όταν η ομοιομορφία της εμφάνισης μαθητών και μαθητριών ήταν δεδομένη, ενώ η στρατιωτικοποίηση της νεολαίας (βλ. Ε.Ο.Ν.) ήταν βασικός στόχος του καθεστώτος. Από τότε οι μαθητικές παρελάσεις συνεχίζονται αδιάλειπτα καθοριζόμενες από ένα θολό νομοθετικό πλαίσιο -«προαιρετικά και με το ζόρι», παρά την καταδίκη της χώρας μας από το ευρωπαϊκό δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων για το θέμα της υποχρεωτικότητας της συμμετοχής μαθητών και εκπαιδευτικών σ΄ αυτές. Η μόνη περίοδος που τέθηκε ουσιαστικά ζήτημα κατάργησής τους ήταν αμέσως μετά τη χούντα. Όμως οι παρελάσεις έμειναν ανέγγιχτες από οποιαδήποτε απόπειρα «εκσυγχρονισμού» ακολούθησε και έτσι μέχρι σήμερα μαθητές και μαθήτριες συνεχίζουν να παίζουν τα στρατιωτάκια με τους εκπαιδευτικούς (και ιδίως τους/τις γυμναστές/τριες) σε ρόλο «επιλοχία».
Από τη σκοπιά της παιδαγωγικής
Προφανώς, η μαθητική παρέλαση (και μάλιστα στρατιωτικού τύπου) δεν αντέχει ούτε τη στοιχειώδη κριτική προσέγγιση από οποιαδήποτε σύγχρονη παιδαγωγική σκοπιά. Αφού όλα στην παρέλαση παραπέμπουν σε παιδαγωγικούς αρχαϊσμούς στρατιωτικού τύπου. Γι’ αυτό και όλη η προετοιμασία είναι μια ξεκομμένη δράση στο χώρο του σχολείου. Συναντά τη χαρούμενη αποδοχή των μαθητών/τριών, μόνο γιατί γίνεται «έξω» και αντιμετωπίζεται με την ιλαρότητα ενός παιχνιδιού ρόλων. Έτσι όμως η «εγχάραξη» επιτυγχάνεται πολύ ευκολότερα, αφού οι «συνθήκες πρόσληψης» είναι σχεδόν ιδανικές (πολύ θα θέλαμε ένα μεγάλο μέρος της καθημερινής εκπαιδευτικής διαδικασίας να γίνεται «έξω» και με «παιχνιώδη» διδακτική προσέγγιση).
Όμως τι ακριβώς «εγχαράσσεται»;
α) Διαχωρισμός-διακρίσεις: αγόρια μπροστά, κορίτσια πίσω (ολοφάνερα σεξιστικό), αλλά και ψηλοί/ές μπροστά, κοντοί/ές πίσω (ολοφάνερα ακατανόητο) . Και κυρίως άξιοι/ες ξεχωριστά -η Ελλάδα της σημαίας-πληβείοι πίσω. Μάλιστα η εξάδα μόνο πηγαίνει συνήθως στη Δοξολογία και πάντα μπροστά- ξεκομμένη από τον υπόλοιπο μαθητικό όχλο. Εδώ, συναντάμε και το μεγάλο θέμα της απόρριψης των παιδιών με αναπηρίες. Η εγκύκλιος που επιτρέπει και τη συμμετοχή ανάπηρων στην πράξη περιορίζεται στους/ις σημαιοφόρους και αποτελεί καταφανώς επικοινωνιακό τρικ, που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γενικευτεί, αφού οι απαιτήσεις για τη συμμετοχή στα «παρελαύνοντα τμήματα» δεν σέβονται διόλου τις ιδιαίτερες δυσκολίες και ανάγκες αυτών των παιδιών.
β) Θηριοδαμαστικός παβλοφισμός: Όλοι/όλες περπατάμε με το ίδιο αφύσικο βήμα, μετά από πολύωρη, μάλιστα, εκγύμναση , που μετατρέπει το σχολείο σε τσίρκο. Για να μπορούμε να «στοιχιζόμαστε» βλέποντας μόνο το κεφάλι του μπροστινού μας και να «ζυγιζόμαστε» ρίχνοντας ματιές στο πλάι στο/στη διπλανό/ή μας και εντέλει να κινούμαστε σαν ρομποτάκια με το ρυθμό που επιβάλλει -παβλοφικά-η σφυρίχτρα ή το «ένα στο αριστερό».
γ) Αγελισμός - ομοιομορφία: συνδέεται με το προηγούμενο όσον αφορά στην κίνηση στο χώρο, αλλά επεκτείνεται και στην ενδυμασία. Την πιο ορατή προσπάθεια υποταγής του ατόμου στη μαζική ομοιομορφία του συνόλου. Τώρα τελευταία, μάλιστα, έχουμε σύνδεση του εθνικοσοσιαλιστικού αυτού κατάλοιπου με το θεσμό της χορηγίας. Συνήθως φροντιστήρια «χορηγούν» μέρος (φουλάρια, γιλέκα, μπερέδες κ.λ.π.) της ενδυμασίας.
δ) Υποβιβασμός του ελεύθερου πολίτη σε υποταγμένο «υπήκοο»: Από ποιο φεουδαρχικό χρονοντούλαπο άραγε βγαίνουν αυτοί οι «επίσημοι» που στέκονται κάθε φορά στην εξέδρα (δεσπότης, στρατηγός, νομάρχης -οι αρχές και εξουσίες του τόπου) επιθεωρώντας με βλοσυρό βλέμμα τους υπηκόους τους, καθώς αυτοί τους «αποδίδουν τιμές» (γιατί άραγε;) στρέφοντας την κεφαλή δεξιά (ενώ ταυτόχρονα κοιτάνε λοξά τη «στοίχισή» τους και ακόμα πιο λοξά τη «ζύγισή» τους);
ε) Κιτς και αισθητική κακογουστιά: Εκτός από τον τρόπο που κινούμαστε και τα ρούχα που φοράμε στην παρέλαση ακούμε και μουσική (δεν υπάρχει τελετουργία χωρίς μουσική υπόκρουση άλλωστε, εκτός από αυτές που απαιτούν πλήρη σιωπή). Και τι μουσική! Στρατιωτικά εμβατήρια (την κακοποίηση, δηλαδή, της όποιας συμφωνικής παράδοσης της Δύσης) που επενδύουν μουσικά κάποια άτεχνα στιχάκια εθνικιστικού κρεσέντου.
στ) Eθνικιστική μονοπολιτισμικότητα: Παρά τα ρητορικά φληναφήματα περί «σεβασμού των πολιτισμικών διαφορών» οι παρελάσεις αποτελούν έναν ακόμη μηχανισμό (τον πιο χοντροκομμένο, ίσως) για την επιβολή είτε της αφομοίωσης είτε της ρατσιστικής απόρριψης και του αποκλεισμού του «διαφορετικού» από την εκπαιδευτική διαδικασία. Οι «καθιερωμένες» πλέον αντιπαραθέσεις γύρω από το ζήτημα των αλλοδαπών σημαιοφόρων το αποδεικνύουν περίτρανα.
Συνοπτικά,
Η ολοκληρωτική νοοτροπία, ο αποκλεισμός και οι διακρίσεις, ο μιλιταρισμός, η ψυχολογία μαζικής πειθαρχίας και η αφομοίωση δεν έχουν προφανώς καμιά σχέση με την κατάκτηση της ιστορικής γνώσης και την κριτική προσέγγιση της συλλογικής μνήμης από τους/τις μαθητές/τριες.
Αν κάτι πρέπει να διδάσκονται τα παιδιά από τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο είναι αυτό που χιλιάδες άνθρωποι διαδήλωναν στους δρόμους με τη λήξη του πολέμου:
“Ποτέ πια πόλεμος, ποτέ πια φασισμός στη γη”
Κι αυτό φυσικά δε μπορεί να γίνει μέσα από την παρέλαση, το αντίθετο μάλιστα.
Σύλλογος
διδασκόντων του 1ου Πειραματικού Δημοτικού Σχολείου Θεσσαλονίκης του
ΠΤΔΕ του ΑΠΘ: Ανακοίνωση για την επιβολή συμμετοχής του σχολείου μας
στην…
tvxs.gr
''Μικρό ιστορικό
Το μαθητικό συμπλήρωμα στις στρατιωτικές παρελάσεις ξεκίνησε στα χρόνια του Μεταξά, όταν η ομοιομορφία της εμφάνισης μαθητών και μαθητριών ήταν δεδομένη, ενώ η στρατιωτικοποίηση της νεολαίας (βλ. Ε.Ο.Ν.) ήταν βασικός στόχος του καθεστώτος. Από τότε οι μαθητικές παρελάσεις συνεχίζονται αδιάλειπτα καθοριζόμενες από ένα θολό νομοθετικό πλαίσιο -«προαιρετικά και με το ζόρι», παρά την καταδίκη της χώρας μας από το ευρωπαϊκό δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων για το θέμα της υποχρεωτικότητας της συμμετοχής μαθητών και εκπαιδευτικών σ΄ αυτές. Η μόνη περίοδος που τέθηκε ουσιαστικά ζήτημα κατάργησής τους ήταν αμέσως μετά τη χούντα. Όμως οι παρελάσεις έμειναν ανέγγιχτες από οποιαδήποτε απόπειρα «εκσυγχρονισμού» ακολούθησε και έτσι μέχρι σήμερα μαθητές και μαθήτριες συνεχίζουν να παίζουν τα στρατιωτάκια με τους εκπαιδευτικούς (και ιδίως τους/τις γυμναστές/τριες) σε ρόλο «επιλοχία».
Από τη σκοπιά της παιδαγωγικής
Προφανώς, η μαθητική παρέλαση (και μάλιστα στρατιωτικού τύπου) δεν αντέχει ούτε τη στοιχειώδη κριτική προσέγγιση από οποιαδήποτε σύγχρονη παιδαγωγική σκοπιά. Αφού όλα στην παρέλαση παραπέμπουν σε παιδαγωγικούς αρχαϊσμούς στρατιωτικού τύπου. Γι’ αυτό και όλη η προετοιμασία είναι μια ξεκομμένη δράση στο χώρο του σχολείου. Συναντά τη χαρούμενη αποδοχή των μαθητών/τριών, μόνο γιατί γίνεται «έξω» και αντιμετωπίζεται με την ιλαρότητα ενός παιχνιδιού ρόλων. Έτσι όμως η «εγχάραξη» επιτυγχάνεται πολύ ευκολότερα, αφού οι «συνθήκες πρόσληψης» είναι σχεδόν ιδανικές (πολύ θα θέλαμε ένα μεγάλο μέρος της καθημερινής εκπαιδευτικής διαδικασίας να γίνεται «έξω» και με «παιχνιώδη» διδακτική προσέγγιση).
Όμως τι ακριβώς «εγχαράσσεται»;
α) Διαχωρισμός-διακρίσεις: αγόρια μπροστά, κορίτσια πίσω (ολοφάνερα σεξιστικό), αλλά και ψηλοί/ές μπροστά, κοντοί/ές πίσω (ολοφάνερα ακατανόητο) . Και κυρίως άξιοι/ες ξεχωριστά -η Ελλάδα της σημαίας-πληβείοι πίσω. Μάλιστα η εξάδα μόνο πηγαίνει συνήθως στη Δοξολογία και πάντα μπροστά- ξεκομμένη από τον υπόλοιπο μαθητικό όχλο. Εδώ, συναντάμε και το μεγάλο θέμα της απόρριψης των παιδιών με αναπηρίες. Η εγκύκλιος που επιτρέπει και τη συμμετοχή ανάπηρων στην πράξη περιορίζεται στους/ις σημαιοφόρους και αποτελεί καταφανώς επικοινωνιακό τρικ, που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γενικευτεί, αφού οι απαιτήσεις για τη συμμετοχή στα «παρελαύνοντα τμήματα» δεν σέβονται διόλου τις ιδιαίτερες δυσκολίες και ανάγκες αυτών των παιδιών.
β) Θηριοδαμαστικός παβλοφισμός: Όλοι/όλες περπατάμε με το ίδιο αφύσικο βήμα, μετά από πολύωρη, μάλιστα, εκγύμναση , που μετατρέπει το σχολείο σε τσίρκο. Για να μπορούμε να «στοιχιζόμαστε» βλέποντας μόνο το κεφάλι του μπροστινού μας και να «ζυγιζόμαστε» ρίχνοντας ματιές στο πλάι στο/στη διπλανό/ή μας και εντέλει να κινούμαστε σαν ρομποτάκια με το ρυθμό που επιβάλλει -παβλοφικά-η σφυρίχτρα ή το «ένα στο αριστερό».
γ) Αγελισμός - ομοιομορφία: συνδέεται με το προηγούμενο όσον αφορά στην κίνηση στο χώρο, αλλά επεκτείνεται και στην ενδυμασία. Την πιο ορατή προσπάθεια υποταγής του ατόμου στη μαζική ομοιομορφία του συνόλου. Τώρα τελευταία, μάλιστα, έχουμε σύνδεση του εθνικοσοσιαλιστικού αυτού κατάλοιπου με το θεσμό της χορηγίας. Συνήθως φροντιστήρια «χορηγούν» μέρος (φουλάρια, γιλέκα, μπερέδες κ.λ.π.) της ενδυμασίας.
δ) Υποβιβασμός του ελεύθερου πολίτη σε υποταγμένο «υπήκοο»: Από ποιο φεουδαρχικό χρονοντούλαπο άραγε βγαίνουν αυτοί οι «επίσημοι» που στέκονται κάθε φορά στην εξέδρα (δεσπότης, στρατηγός, νομάρχης -οι αρχές και εξουσίες του τόπου) επιθεωρώντας με βλοσυρό βλέμμα τους υπηκόους τους, καθώς αυτοί τους «αποδίδουν τιμές» (γιατί άραγε;) στρέφοντας την κεφαλή δεξιά (ενώ ταυτόχρονα κοιτάνε λοξά τη «στοίχισή» τους και ακόμα πιο λοξά τη «ζύγισή» τους);
ε) Κιτς και αισθητική κακογουστιά: Εκτός από τον τρόπο που κινούμαστε και τα ρούχα που φοράμε στην παρέλαση ακούμε και μουσική (δεν υπάρχει τελετουργία χωρίς μουσική υπόκρουση άλλωστε, εκτός από αυτές που απαιτούν πλήρη σιωπή). Και τι μουσική! Στρατιωτικά εμβατήρια (την κακοποίηση, δηλαδή, της όποιας συμφωνικής παράδοσης της Δύσης) που επενδύουν μουσικά κάποια άτεχνα στιχάκια εθνικιστικού κρεσέντου.
στ) Eθνικιστική μονοπολιτισμικότητα: Παρά τα ρητορικά φληναφήματα περί «σεβασμού των πολιτισμικών διαφορών» οι παρελάσεις αποτελούν έναν ακόμη μηχανισμό (τον πιο χοντροκομμένο, ίσως) για την επιβολή είτε της αφομοίωσης είτε της ρατσιστικής απόρριψης και του αποκλεισμού του «διαφορετικού» από την εκπαιδευτική διαδικασία. Οι «καθιερωμένες» πλέον αντιπαραθέσεις γύρω από το ζήτημα των αλλοδαπών σημαιοφόρων το αποδεικνύουν περίτρανα.
Συνοπτικά,
Η ολοκληρωτική νοοτροπία, ο αποκλεισμός και οι διακρίσεις, ο μιλιταρισμός, η ψυχολογία μαζικής πειθαρχίας και η αφομοίωση δεν έχουν προφανώς καμιά σχέση με την κατάκτηση της ιστορικής γνώσης και την κριτική προσέγγιση της συλλογικής μνήμης από τους/τις μαθητές/τριες.
Αν κάτι πρέπει να διδάσκονται τα παιδιά από τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο είναι αυτό που χιλιάδες άνθρωποι διαδήλωναν στους δρόμους με τη λήξη του πολέμου:
“Ποτέ πια πόλεμος, ποτέ πια φασισμός στη γη”
Κι αυτό φυσικά δε μπορεί να γίνει μέσα από την παρέλαση, το αντίθετο μάλιστα.
Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015
μια μυρωδιά ευτυχίας
μια μυρωδιά ευτυχίας
-----------------
γλιστράμε για μια στιγμή στην αιωνιότητα
μέσα
από μια χαραμάδα του χρόνου
από μια σχισμή του μύχιου μας πόθου
από μια έκθαμβη ανάμνηση των παιδικών μας χρόνων
και οσμιζόμαστε
μια μυρωδιά ευτυχίας
Το παρελθόν είναι το εσωτερικό Νησί ,το Γιουκαλι μας.
Χαμένη , εντός μας , Ατλαντίδα .
............................
Κι αυτό το εσωτερικό Νησί
έχει στη μέση ένα Ηφαίστειο
από όπου ρέει , λάβα ,
το έαρ της καρδιάς μας .
Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2015
Ιστορία :
Και -όπως πάντα -τα απωθημένα επιστρέφουν: Άλλοτε ως φάρσα , άλλοτε ως τραγωδία άλλοτε ως και τα δυο μαζί : Ιλαροτραγωδία.
Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2015
Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2015
“Η επινόηση της μοναξιάς” του Paul Auster αναδημοσίευση απο το http://vivliocafe.blogspot.gr
Friday, October 23, 2015
“Η επινόηση της μοναξιάς” του Paul Auster
Όταν διαβάζει κανείς τον Αμερικάνο
συγγραφέα, καταλαβαίνει εξ αρχής ότι η γλώσσα είναι δοξάρι στα χέρια-του. Κι αν
αυτή συνδυάζεται με στοχασμό, ευφυή πλοκή και βαθιές κοφτερές ματιές, τότε το
κάθε βιβλίο είναι ένα μικρό κομψοτέχνημα. Αλλά όχι όλα-του…
Paul Auster
“The Invention of
Solitude”
1982
“Η επινόηση της μοναξιάς”
μετ. Σ. Αργυροπούλου
εκδόσεις Μεταίχμιο
2015
|
Τελικά
μπορεί κανείς να πει ότι ο Auster έγινε συγγραφέας επειδή πέθανε ο πατέρας-του. Κι όντως
το πρώτο-του πεζογραφικό έργο είναι αυτό, που γράφτηκε μετά την εσωτερική
αναστάτωση για έναν άνθρωπο (τον πατέρα-του), ο οποίος μέχρι εκείνη τη στιγμή
ήταν αόρατος.
Το
πρώτο μέρος με τίτλο “Πορτρέτο ενός αόρατου ανθρώπου” είναι ένα αυτοβιογραφικό δοκίμιο, το οποίο αναλύει με
αφορμή το θάνατο του πατέρα του συγγραφέα τη σχέση-του με αυτόν. Είναι ένας
μονόλογος απολογισμού και απολογίας, καθώς ο Auster ανακαλύπτει ότι δεν ήξερε τον
πατέρα-του, έζησε μαζί-του και ποτέ δεν τον αντιλήφθηκε, καθώς –αποδεικνύεται
ότι- ο άνθρωπος που τον γέννησε και τον μεγάλωσε ήταν “αόρατος”, αφανής,
άγνωστος... Απέκτησε στα μάτια του Πωλ
Ώστερ εικόνα και μορφή, όταν πέθανε, γεγονός που παρακίνησε τον λογοτέχνη
να βρει στη γραφή τα υλικά για να τον αναβιώσει.
Πρώτο
θέμα λοιπόν είναι η συγγενική σχέση που, όσο είναι εν ζωή και τα δύο μέλη,
θεωρείται αυτονόητη συνθήκη, απλή καθημερινή συμβίωση, αόρατος δεσμός που δεν
βαραίνει. Όταν όμως ο ένας από τους δύο
χαθεί, ξεδιπλώνονται στη συνείδηση του άλλου, έστω και αναδρομικά, οι τρόποι,
τα αισθήματα, οι συναντήσεις, οι επιδράσεις αυτού που έφυγε. Ανακαλύπτουμε
τον άλλο όταν τον χάσουμε, ξαναζούμε τις στιγμές μαζί-του όταν τις αναπολούμε,
δεν αναγνωρίζουμε τον πατέρα, τη μητέρα, τα αδέλφια-μας παρά μόνο όταν τα δούμε
από απόσταση και λυπούμαστε που δεν μπορούμε να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω και
να τα ξαναφέρουμε στη ζωή-μας.
Δεύτερον,
εξίσου σημαντικό αν και όχι τόσο εμφανές, είναι η γραφή ως τρόπος απαθανάτισης
όσων η ψυχή-μας επιζητεί. Ο Ώστερ
καταφεύγει στο χαρτί για να μπορέσει να κρατήσει ζωντανό τον πατέρα-του, να
αναπλάσει το παρελθόν που έζησαν μαζί, αλλά και πιο πίσω τις ιστορίες από
την εποχή του παππού και της γιαγιάς-του, και να διασώσει από τη λήθη την
ιστορία του εβραϊκού σογιού-του. Ο
θάνατος του πατέρα-του τον οδηγεί στη συγγραφή ως απάντηση στην απώλεια. Η
γραφή είναι το αντίβαρο στη λησμονιά, scripta quae manent, έγγραφη διατήρηση αναμνήσεων και
σκέψεων για ένα πρόσωπο που δεν ζει πια.
Το
δεύτερο μέρος του κειμένου ονομάζεται “Το βιβλίο της μνήμης”, όπου αλλάζει ύφος
και τρόπος γραφής. Η πρωτοπρόσωπη
αφήγηση δίνει τη θέση-της στην τριτοπρόσωπη, με άξονα τον ίδιο τον συγγραφέα
και την προσπάθειά-του να καταγράψει όσα ξεχνιούνται και να διασώσει στο χαρτί
όσα ζει. Υπό μια έννοια λοιπόν συνεχίζει από άλλη οπτική γωνία το πρώτο
μέρος. Γράφτηκε λίγο μετά το πρώτο και συμπεριλήφθηκε στον ίδιο τόμο άμα τη
εκδόσεις-τους ως οι δύο όψεις μιας κοινής λογικής.
Αποτελείται από μικρά αποσπάσματα, θραύσματα αφήγησης αλλά
και μικρές βιογραφίες ή άλλα κομμάτια, γραμμένα με ένα αόριστο, θολό ύφος. Η
συνοχή-τους είναι ισχνή και πρέπει να διαβάζει κανείς με προσοχή και με διάθεση
να ενώσει όλα σε ένα ενιαίο όλο, το οποίο ωστόσο δεν είναι πάντα εφικτό. Στην
ουσία είναι η ανακατασκευή της συγγραφής με την αφήγηση του πώς έγινε ο Ώστερ
συγγραφέας, τα ταξίδια και οι εμπειρίες, η στάση-του απέναντι στη ζωή.
Ενώ
το πρώτο μέρος με καθήλωσε με τη λεκτική
μετατροπή της βιογραφίας του πατέρα σε αυτοβιογραφικό δοκίμιο, το δεύτερο
με απογοήτευσε γιατί ήταν ένα ομφαλοσκοπικό κείμενο που δεν ανοιγόταν προς τα
έξω.
[Το φωτογραφικό υλικό αντλήθηκε από: www.randykinnick.com, www.lux-limo.co.uk, imggood.com, derekberry.wordpress.com, vivi.pblogs.gr και www.colethompsonphotography.com]
Πατριάρχης Φώτιος
Ακόμα κι ως ψευδαίσθηση δεν είναι λίγο
Ακόμα κι ως ψευδαίσθηση δεν είναι λίγο -
αφού λοιπόν υποχώρησε ο Κρέοντας
κι η Αντιγόνη έθαψε τον αδελφό της
αναρριγήσαμε όλοι οι θεατές από συγκίνηση
Νίκη ! αναφωνήσαμε ..Νίκη !
επιτέλους κι'ενα Χάπι Εντ..
Φτάνει τόσο κακό στις τραγωδίες
λίγη χαρα,μωρε και λίγη λύτρωση
και ο Χορός σιγοτραγούδησε μαζί μας
ετσι,σιγά σιγά και ανακουφισμένοι
ξαναγυρίσαμε στις παλιές καλές συνήθειες
στον εξοστρακισμό και στη Δημαγωγία
στις νερωμένες οινοποσίες στα Συμπόσια
και που και που καμιά καταδίκη σε Θάνατο,
όσων εισάγουν καινά δαιμόνια στην αγορά
-έστω για μια φορά νικήσαμε τον Κρέοντα :
ακόμα κι ως ψευδαίσθηση δεν είναι λίγο -
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Amacord του Φελίνι ..Πέτρος Θεοδωρίδης
Για την ταινια Αmacord ------------------------------ Πετρος Θεοδωριδης Στο επίκεντρο της ταινίας Αmacord, είναι ένας νεαρός έφηβος, και ...
-
όταν μας επισκέπτεται η Θεια Ακηδία καμιά φορά Βυθίζομαι σε τρυφερή ανία και καταργείται μέσ...