Αναγνώστες

Πέμπτη 30 Απριλίου 2015

. (1η ανάρτηση 16/3/11)ενα Αξιοσημειωτο αρθρο σχετικά με τους διαφορους τραμπουκισμους:Κάτι συμβαίνει εδώ: Σχετικά με την «πολιτική της οργής» του Νικολα Σεβαστακη..αναδημοσιευση απο την Αυγη και τον left liberal SYNTHESIS



Κάτι συμβαίνει εδώ: Σχετικά με την «πολιτική της οργής»


του Νικολα Σεβαστακη


Έχουμε μιλήσει πολλές φορές για το πολιτικό παιχνίδι με τους κοινωνικούς φόβους που παίζεται στο όνομα μιας «ηθικής της ευθύνης». Αυτό το παιχνίδι έχει τους επαγγελματίες, τους χορηγούς, τους λειτουργούς του στα μέσα επικοινωνίας και στο χώρο της διανόησης. Σχηματικά λέμε ότι αυτός είναι ο χώρος του Μνημονίου, το πεδίο στο οποίο κινούνται, με διαφορετικές ταχύτητες και εντάσεις, όλες εκείνες οι φωνές που πιστεύουν ότι η οριστική υπέρβαση της Μεταπολίτευσης (το περιβόητο finis) πρέπει να είναι μια φυγή προς τα εμπρός με όρους ανταγωνισμού, απελευθέρωσης της επιχειρηματικότητας, εργασιακής και κοινωνικής πειθάρχησης σε μια ανώτερη καπιταλιστική «ορθολογικότητα».

Έχει ωστόσο ενδιαφέρον ότι, από μια άλλη πλευρά, κάποιες πολύ διαφορετικές δυνάμεις προβάλλουν με τη σειρά τους την ίδια επιθυμία υπέρβασης. Μοιράζονται ένα αντίστοιχης δραματικότητας ανορθωτικό-εξυγιαντικό πάθος. Μόνο που αυτές οι φωνές ομνύουν, όπως ισχυρίζονται, στο αντι-σύστημα και όχι στο σύστημα. Εμφανίζονται όλο και πυκνότερα ως ένα κομμάτι του κόσμου της διαμαρτυρίας και της λαϊκής αγανάκτησης. Σε ένα μπλογκ διεξάγεται αυτές τις μέρες μια «ψηφοφορία» με θέμα: σε ποιων τα σπίτια θέλετε να διαδηλώσετε περισσότερο; Από κάτω έχει μια σειρά ονομάτων ηγετικών στελεχών από τα δυο μεγάλα κόμματα. Το συγκεκριμένο μπλογκ είναι εξάλλου ένας από τους σπόνσορες της πρωτοβουλίας με το μεγαλειώδες όνομα «Κίνημα Λαού» η οποία διαδήλωσε έξω από το σπίτι του Άκη Τσοχατζόπουλου και του Σημίτη.

Δεν είναι μόνο η συγκεκριμένη περίπτωση. Εδώ και πολλούς μήνες διαμορφώνεται μια πολυσυλλεκτική και ρευστή «παράταξη» των όσων λένε ότι δεν θέλουν να ανήκουν σε παρατάξεις, των όσων ισχυρίζονται ότι είναι ελεύθεροι ή ανεξάρτητοι ή ακηδεμόνευτοι Έλληνες. Η «φιλελεύθερη» δημοσιολογία κάνει τα πάντα για να ταυτίσει αυτή την ιδιαίτερη αντι-πολιτική δυναμική με τα διαφορετικής λογικής κινήματα κοινωνικής ανυπακοής και τις μορφές κινηματικής παρέμβασης της Αριστεράς. Αλλά και κάποια τμήματα της Αριστεράς θεωρούν ότι μπορεί και πρέπει να υπάρξει μια ενιαία μετωπική συσπείρωση με τους πάντες στη βάση Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο. Το θέμα έχει κρίσιμη σημασία καθώς ο χώρος της αντιπολιτικής αφύπνισης εμφανίζεται να ενσωματώνει επιλεκτικά αριστεροφανή αντι-ολιγαρχικά συνθήματα σε μια βάση που δεν έχει τίποτα το αριστερό.

Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος. Με ποια ακριβώς έννοια άραγε είναι αριστερή η χύμα αντικλεπτοκρατική ρητορική; Η ίδια συνθηματολογία θα μπορούσε να εκπορεύεται από ένα Tea Party ή από οποιοδήποτε μόρφωμα της νέας «λαϊκής δεξιάς», όπως αυτά που ανθίζουν στη Βόρεια και στην Ανατολική Ευρώπη. Ένα ακόμα παράδειγμα: πως μπορεί να υπάρξει συνεννόηση με φωνές οι οποίες διαβάζουν τη νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση με όρους ξενοκρατίας και εθνικής προδοσίας; Από μια άποψη, τα «αμερικανο-εβραϊκά συμφέροντα», οι «εθνικές προδοσίες», η «διάλυση του κράτους μας», το κυνήγι του κλέφτη και του λαμόγιου, όλα αυτά τα θέματα και οι αντίστοιχες ευαισθησίες δεν ανήκουν παρά σε έναν κοινό τόπο πολύ κοντινό στο ακροδεξιό αυτονόητο. Και επειδή έχουμε κορεστεί από τους διάφορους ιεροκήρυκες του αυτονόητου και από τους κήνσορες της «κοινής λογικής», χρειάζεται να ξανασκεφτούμε σοβαρά το στοιχειώδες: ότι υπάρχουν διαφορετικές λογικές κοινωνικού κινήματος, λαϊκού ακτιβισμού, αντιφιλελεύθερου λόγου. Και μια πολύ πλούσια ιστορική εμπειρία διδάσκει ότι υπάρχουν επίσης ποικίλες -- και ασύμβατες μεταξύ τους-- εκδοχές αντικαπιταλισμού και ριζοσπαστισμού. Ότι μια άβυσσος χωρίζει την κριτική αμφισβήτηση του συμβατικού κοινοβουλευτικού παιχνιδιού από τις καισαρικές και αυταρχικές επιθυμίες με «αμεσοδημοκρατική» μεταμφίεση.

Εδώ ωστόσο ξανασυναντούμε το πρόβλημα της «ευκολίας» και της απήχησης. Πολλά από τα σχήματα και τις εικόνες που εξαπλώνονται στο έδαφος της κοινωνικής μας κρίσης διαθέτουν μια μαγική δύναμη διείσδυσης στα συναισθήματα ευρύτερων στρωμάτων. Αναφέρομαι σε σχήματα του τύπου οι Γερμανοί τραπεζίτες και ο ελληνικός λαός, η δειλία και η τόλμη, οι δυνάστες και οι δυναστευόμενοι, οι κλέφτες και τα θύματά τους, οι ξεπουλημένοι και οι αδιάφθοροι. Μια συγκεκριμένη «πολιτική» της οργής μπορεί και να χτιστεί με τα υλικά της οικείας παραπλανητικής εθνικής θυματοποίησης που χρησιμοποιεί το κοινωνικό ζήτημα ως συμπλήρωμα μιας αντίληψης περί εθνικής ακεραιότητας και ελληνικής τιμής.

Το παράδοξο είναι άλλωστε ότι αυτός ο λόγος αντιγράφει πιστά την ηθικολογία των δυνάμεων της «αναμόρφωσης διά της λιτότητας». Μοιάζει με «αντισυστημική» αντανάκλαση της ρητορικής περί διαφθοράς και παρακμιακού πολιτικού συστήματος. Αλλάζουν απλώς τα πρόσημα και τα υποκείμενα που εκπροσωπούν την «ηθική σήψη».

Αυτό που συμβαίνει πλέον είναι ότι η κυρίαρχη γραμμή προσαρμογής στα κελεύσματα των αγορών οξύνει τα αισθήματα αδυναμίας και ασφυξίας σε τμήματα της κοινωνίας. Σε αυτό το έδαφος ξεφυτρώνουν γραφικές σωτηριολογίες και λογής εθνικο-ανορθωτικές δημαγωγίες. Ωστόσο τα όρια υπάρχουν και υπογραμμίζονται από τα ίδια τα σκληρά πολιτικά γεγονότα: από τη στιγμή που για κάποιους είναι της ίδιας τάξεως γεγονός η «εισβολή του ΔΝΤ στην πατρίδα» και η «Υπατία», δεν χωρούν κριτικές αφωνίες, πόσο μάλλον κατανόηση. Εκτός και αν στο όνομα του ανοίγματος σε όλες τις αντιστάσεις ο αριστερός πολίτης λησμονήσει ότι άλλο νεοφιλελευθερισμός και άλλο… νεοοθωμανισμός.

Ο Νικόλας Σεβαστάκης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ


Πηγή :Αυγή
Ημερομηνία δημοσίευσης: 13/03/2011 (ΣτΝ: πολύ πριν εκδηλωθει το φαινομενο Χ. Α)


Τετάρτη 29 Απριλίου 2015

(Μνήμες σαν Ρεβυθόσουπα, σαν το χοντρό Μπιζέλι κι η Λήθη παντα μέσα μας χορεύει ΤΣΙΦΤΕΤΈΛΙ)

από μικρο μ'αρεσανε  παράξενοι οι Μύθοι
που αφορούν τ'αναμεσα στη Μνημη και τη Λήθη

Μύθοι που αναφέρονται σε Ξόρκια Λησμοσύνης
και που με λόγια Μαγικά , δυσπροφερτα ,τα Λύνεις

Η μνήμη είναι μέσα μας το πιο βαθύ κομμάτι
είναι του Άλλου εαυτού ,τ' ενδόμυχο μας μάτι

κι η λήθη είναι το τέρμα μας ,ο τελικός σκοπός
του Μηδενός μας που θα ρθει,Αληθινός Θεός

Και όταν συγχωνεύονται , μνήμη μαζί και Λήθη
Η μνήμη συρρικνώνεται σενα μικρο ρεβίθι

(Μνήμες σαν Ρεβυθόσουπα, σαν το χοντρό Μπιζέλι
κι η Λήθη παντα μέσα μας χορεύει ΤΣΙΦΤΕΤΈΛΙ)

κάποιες φορές μες τη Νυχτιά μας έρχεται ένα Βέλος


κάποιες φορές στα ξαφνικά στης νύχτας τη Γαλήνη
- στο πιο βαθύ σου όνειρο λαβώνει η Σαγήνη

και σου Δαγκώνει τη καρδιά αφήνοντας σημάδια
σαν Γυναικός το χάιδεμα με με σκληρά τα χάδια …


κάποιες Φορές στον Ύπνο μας αγγίζουμε τα στήθη
που σαν το Μάννα οι πρόγονοι μας στέλνουν τ' ουρανού

και Λικνιζόμαστε απαλά μες στης Νυκτός τη Λήθη
στα πιο βαθιά μας μυστικά στο Λίκνο του Θεού

κάποιες φορές μες τη Νυχτιά μας έρχεται ένα Βέλος
που μας ξεσχίζει τη καρδιά μέσα στη σιγαλιά

και μια κραυγή αφήνουμε πνιγμένοι μέσ το Έλος
που είναι της αλήθειας μας η τελική μιλιά

Δευτέρα 27 Απριλίου 2015

ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΛΟ-ΠΩΣ ΕΓΙΝΕ ΕΝΑΣ ΚΑΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ





ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ Του κόσμου (1978)



Θα σας πω πώς έγινε

Έτσι είναι η σειρά



Ένας μικρός καλός άνθρωπος αντάμωσε στο

δρόμο του έναν χτυπημένο

Τόσο δα μακριά από κείνον ήτανε πεσμένος και λυπήθηκε

Τόσο πολύ λυπήθηκε

που ύστερα φοβήθηκε



Πριν κοντά του να πλησιάσει για να σκύψει να

τον πιάσει,σκέφτηκε καλύτερα

Τι τα θες τι τα γυρεύεις

Κάποιος άλλος θα βρεθεί από τόσους εδώ γύρω,

να ψυχοπονέσει τον καημένο

Και καλύτερα να πούμε

Ούτε πως τον έχω δει



Και επειδή φοβήθηκε

Έτσι συλλογίστηκε



Τάχα δεν θα είναι φταίχτης,ποιον χτυπούν χωρίς να φταίξει;

Και καλά του κάνουνε αφού ήθελε να παίξει με τους άρχοντες

Άρχισε λοιπόν και κείνος

Από πάνω να χτυπά



Αρχή του παραμυθιού καλημέρα σας



Ιστοριες για τον Χρονο. #1 η Στιγμη, η Διαρκεια, η Βαρεμαρα.



Ιστοη Βαρεμαρα.

ριες για τον Χρονο. #1 η Στιγμη, η Διαρκεια, η Βαρεμαρα.


«Τι είναι αλήθεια ο χρόνος. Ποιος θα μπορούσε να μας το εξηγήσει εύκολα και σύντομα; Αν με ρωτούσε κανείς ξέρω ότι αν θα έπρεπε να του εξηγήσω δεν θα μπορούσα». 1
Άγιος Αυγουστίνος
Τα ίδια περίπου λόγια ακούγονται και από μια παράξενη φωνή στην δεκάλεπτη ταινία του Volker Schlondorff, The Enlightenment, που υπάρχει στη συλλογή «Δέκα Λεπτά Αργότερα, το Τσέλο». Στο τελευταίο λεπτό αποκαλύπτεται ότι ο αφηγητής είναι ένα κουνούπι, το οποίο ολοκληρώνει τον προβληματισμό του ως εξής: «Ομολογώ, Κύριέ μου, ότι δε γνωρίζω ακόμη τι είναι χρόνος. Εσύ, Θεέ μου, θα με φωτίσεις. Εσύ θα είσαι το φανάρι μου. Θα έρθω προς το δικό Σου φως. Εσύ, Θεέ μου, θα φωτίσεις το σκοτάδι μου. Θα το κάνεις πιο φωτεινό…» (σε αυτό το σημείο το κουνούπι χτυπάει πάνω στη λαμπερή εντομοπαγίδα – και πέφτει στη γη νεκρό). 2
Στο σύντομο αυτό άρθρο αυτό, θα αναφερθώ στη Στιγμή ως μια διάσταση του Χρόνου. Τι είναι στιγμή; «Οι  χρονικές στιγμές είναι χωρικά σημεία» έγραφε ο Κωστής Παπαγιώργης. «Πως αλλιώς να εξηγήσουμε άλλωστε το γεγονός ότι η λέξη στιγμή, που αρχικά δήλωνε ένα σημείο στον χώρο (“στίζω”, “στίγμα”, “στιγματοφόρος”), κατέληξε να  σημαίνει την αδιαίρετη χρονική ενότητα; Και τι άλλο από περιφανής επιβεβαίωση του “χρόνος ήλιου κίνησις”  είναι το δρομολόγιο που κάνει ο  λεπτοδείχτης στα ρολόγια μας»; 3
Ποιος έχει την πρωτοκαθεδρία; Η στιγμή ή η διάρκεια του χρόνου; Θα μπορούσαμε να σκιαγραφήσουμε – σύμφωνα  και με το δοκίμιο Η Εποπτεία  της Στιγμής του Γκαστόν  Μπασελάρ 4 – δυο  σχετικές  θεωρήσεις.
Στην πρώτη (Μπερξον), η αληθινή πραγματικότητα του χρόνου είναι η Διάρκεια του, η στιγμή είναι αφαίρεση χωρίς πραγματικότητα. Επιβάλλεται έξωθεν, από τη νόηση, που κατανοεί  το γίγνεσθαι μόνο αν αντιμετωπίζει  αμετακίνητες  καταστάσεις. «Άρα, θα παριστούσαμε επαρκώς τον μπερξονικό χρόνο με μια  ευθεία  μαύρη γραμμή, όπου θα  είχαμε τοποθετήσει, για να συμβολίσουμε  τη στιγμή, ως  μηδέν, ένα πλασματικό κενό, ένα λευκό σημείο»
Στη δεύτερη (Ρουπνέλ – Μπασελάρ) η αληθινή πραγματικότητα του χρόνου είναι η Στιγμή. Η διάρκεια  είναι κατασκευή, χωρίς απόλυτη, πραγματικότητα. Πλάθεται έξωθεν δια της μνήμης, όντας κατ’ εξοχήν ικανότητα της φαντασίας που θέλει να ονειρευτεί και να ξαναζήσει αλλά όχι να καταλάβει. Θα εξεικονίζαμε αυτή την αντίληψη του χρόνου «με μια λευκή γραμμή, δυνητική και πλασματική, όπου αίφνης, σαν απρόοπτο  συμβεβηκός, θα ερχόταν  να εγγραφεί  ένα μαύρο στίγμα, σύμβολο μιας  πυκνής πραγματικότητας».5
Για τον  Μπερξόν, η αληθινή πραγματικότητα του χρόνου είναι η διάρκεια του. Η στιγμή δεν είναι «τίποτε  άλλο από μια τεχνητή  ρήξη  που βοηθά την σχηματική σκέψη του γεωμέτρη. Μέσα στην  ανικανότητα της να ακολουθήσει τη ζωτική κίνηση, η διάνοια  ακινητοποιεί  τον χρόνο μέσα σε ένα  μονίμως  πλαστό παρόν. Αυτό το παρόν  είναι ένα καθαρό μηδέν που δεν καταφέρνει να χωρίσει πραγματικά το παρελθόν από το μέλλον».6 Είναι αφαίρεση χωρίς πραγματικότητα. Επιβάλλεται από τη νόηση, που κατανοεί  το γίγνεσθαι μόνο αν αντιμετωπίζει αμετακίνητες  καταστάσεις.
Όμως ο Γκαστόν  Μπασελάρ, υποστηρίζει την θέση πως:
«η Στιγμή  είναι η μοναδική πραγματικότητα του χρόνου, ο χρόνος είναι μια πραγματικότητα συμπυκνωμένη στη στιγμή και μετέωρη ανάμεσα σε δυο μηδενικά. Αναμφίβολα ο χρόνος μπορεί να  αναγεννηθεί αλλά πρέπει αρχικά να πεθάνει. Δεν μπορεί να μεταφέρει το είναι του από τη μια στιγμή στην άλλη για να σχηματίσει διάρκεια»
 .7 «Ας  αντιληφτούμε  λοιπόν», συνεχίζει ο Μπασελάρ, ότι «η άμεση  εμπειρία του χρόνου  δεν ταυτίζεται με την τόσο φευγαλέα, δύσκολη και σοφή εμπειρία της διάρκειας αλλά με την νωχελική εμπειρία της στιγμής, η οποία  συλλαμβάνεται πάντα ως ακίνητη. Ό,τι είναι  απλό, ό,τι είναι ισχυρό μέσα μας, ό,τι ακόμα είναι διαρκές, αποτελεί δώρο μιας  στιγμής. Φρουρός του χρόνου, η μνήμη διατηρεί μόνο τη στιγμή· δεν διατηρεί τίποτα, απόλυτα τίποτα από την περιπλοκή και τεχνητή αίσθηση που είναι η διάρκεια». 8
«Συνεπώς» – καταλήγει  ο Μπασελάρ – «ο Μπερξόν αντιμετωπίζει τον πλήρη γεγονότων χρόνο στο  επίπεδο της συνείδησης των γεγονότων, κατόπιν εξαλείφει σιγά τα γεγονότα η τη συνείδηση των γεγονότων. Έτσι πιστεύει πως θα άγγιζε τον χρόνο χωρίς γεγονότα η τη συνείδηση της καθαρής  διάρκειας. Αντίθετα  εμείς δεν ξέρουμε  να αισθανόμαστε  τον χρόνο πάρα μόνο πολλαπλασιάζοντας  τις συνειδητές στιγμές. Η συνείδηση του χρόνου  είναι πάντα για μας μια συνείδηση της χρήσης των στιγμών, είναι πάντα   ενεργή, ποτέ παθητική». 9
Η ζωή  -κατά τον Μπασελάρ –«δεν κυλάει  στην κατωφέρεια μιας πλάγιας, μέσα στον άξονα  ενός αντικειμενικού χρόνου που θα την δεχόταν  σαν κοίτη. Είναι μια  μορφή που έχει επιβληθεί στον μίτο των στιγμών του χρόνου, αλλά την πρώτη της  οντότητα τη βρίσκει πάντα σε μια στιγμή». 10
Μια   ανάλογη    με του  Μπασελάρ θεώρηση  της   Στιγμής συναντάμε  και στον Χάιντεγκερ κατά την οποία  το αποφασιστικό Dasein  – η Ύπαρξη, το «εδώ να – Είναι» –    εκτιμά τις έμμεσες δυνατότητες μιας κατάστασης και κάνει μια αποφασιστική επιλογή.11 Για τον Χάιντεγκερ η στιγμή (ως έκ-σταση) προκαλεί μια αντιστροφή στον τρόπο ύπαρξης του ατόμου, σηματοδοτεί έναν άλλο χρόνο που υποτίθεται  ότι αποκαλύπτει το πλήρες νόημα και τη σημασία της ανθρώπινης ύπαρξης και έτσι  ενθαρρύνει μια στροφή στην αυθεντικότητα. «Το  διατηρούμενο  στην αυθεντική χρονικότητα,  συνεπώς αυθεντικό  παρόν – έγραφε ο Χάιντεγγερ – θα το ονομάσουμε στιγμή. Αυτός ο Όρος πρέπει να εννοηθεί με ενεργητικό νόημα, ως έκσταση. Σήμαινε την  αποφασιστική, αλλά μες την  αποφασιστικότητα διατηρούμενη  απόδραση του εδώ να –Είναι (Dasein) σε όσες  βιομεριμνήσιμες  δυνατότητες  και περιστάσεις συναντά μες στην κατάσταση».12
Όμως, όπως έχει δείξει ο Μπέκετ (στο «Περιμένοντας τον Γκοντό»), και όπως υποστηρίζει ο Svendsen, συγγραφέας της «φιλοσοφίας  της βαρεμάρας», η αποφασιστική αυτή  Χαιντεγγεριανή στιγμή αναβάλλεται διαρκώς. «Η Στιγμή»   γράφει  ο Svendsen «ως το πραγματικό Νόημα της ζωής, εμφανίζεται μόνο με αρνητική μορφή, αυτή της απουσίας και οι μικρές στιγμές (ο έρωτας, η τέχνη, η μέθη), ποτέ δεν κρατούν πολύ. Το πρόβλημα, πρώτα και κύρια, έγκειται στην αποδοχή πως όλα όσα υπάρχουν είναι μικρές στιγμές, και ότι η ζωή προσφέρει μεγάλες δόσεις βαρεμάρας  ανάμεσα σ’ αυτές τις στιγμές. Όμως η απουσία ενός μεγάλου Νοήματος, δεν σημαίνει την εξαφάνιση κάθε νοήματος από τη ζωή. Μια μονόπλευρη έμφαση στην απουσία Νοήματος μπορεί να επισκιάζει όλα τα άλλα νοήματα» για να καταλήξει: «Ακόμα και αν δεν υφίσταται Νόημα, υπάρχει νόημα (με ν  μικρό) – και βαρεμάρα».13



  1. Αγίου Αυγουστίνου Εξομολογήσεις Μτφ Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Δεύτερος Τόμος Βιβλίο ΧΙ, εκδ Πατάκη Αθήνα (1999) 2003, σ 173 στ 19.25 και 20.26
  2. «Ten Minutes After» 2004. Οφείλω την υπενθύμιση της συγκεκριμένης ταινίας στο Blog ‘’Η καλύβα ψηλά στο βουνό: http://panosz.wordpress.com/2007/04/24/astimegoesby/
  3. Κωστής Παπαγιώργης Η οντολογία του Μάρτιν Χάιντεγκερ, Νεφέλη 1983 σ 96
  4. που πρωτοεκδόθηκε το 1932   και  αναφερόταν  στο έργο του «Σιλωάμ»  (1927)  του  Γκαστόν Ρουπνέλ, Γκαστόν  Μπασελάρ  Η Εποπτεία  της Στιγμής Μτφ  Κωστής Παπαγιώργης, εκδόσεις  Καστανιώτη  Αθήνα
  5. Γκαστόν Μπασελάρ  Η Εποπτεία  της Στιγμής Μτφ  Κωστής Παπαγιώργης, εκδόσεις  Καστανιώτη  Αθήνα  1997, σ36-37
  6. Γκαστόν Μπασελάρ  ό.π. σ 23,24
  7. Γκαστόν Μπασελάρ  ό.π.  σ 17
  8. Γκαστόν Μπασελάρ ό.π., σ. 50,52
  9. Γκαστον Μπασελαρ ό.π., σ  131
  10. Γκαστόν Μπασελάρ  ό.π, σ  32
  11. Michael Inwood , Χαιντεγκερ μτφ Αλέξανδρος Σταμάτιος Αντωνίου, Oxford University press, Ελληνικά Γραμματα,2006 σ. 101
  12. Μαρτιν Χαιντεγγερ, Είναι και Χρόνος 1927, μτφ – σχόλια  Γιάννη Τζαβάρα, Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα   1985  σ. 572
  13. Lars Svendsen Η φιλοσοφία της βαρεμάρας, μτφ Παναγιώτης Καλαμαράς εκδ Σαββάλας,(1999)2006 σ. 232-233

Κυριακή 26 Απριλίου 2015

Πέτρου Π. Θεοδωρίδη , Όνειρο και φαντασίωση ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ απο το αρθρο ΟΝΕΙΡΑ ,ΕΦΙΑΛΤΕΣ ΦΑΝΤΑΣΙΩΣΕΙΣ που δημοσιευτηκε στο τευχος 35-ανοιξη 2015- του περιοδικου ΕΝΕΚΕΝ



Όνειρο και φαντασίωση

......Οι φαντασιώσεις συγκαλύπτουν την αλήθεια μας ενώ τα όνειρα την ξεσκεπάζουν. Η Φαντασίωση μοιάζει με το όνειρο αλλά  και  διαφέρει: Η κυριότερη έγκειται στο ότι το όνειρο  ενέχει έναν  «ψευδαισθησιακό» χαρακτήρα ,που το κάνει να προσλαμβάνεται  από το υποκείμενο ως πραγματικότητα, ενώ η συνειδητή  φαντασίωση  εμφανίζεται στο υποκείμενο ως σαφώς διακριτή  από την πραγματικότητα. Κατά συνέπεια η  συνειδητή φαντασίωση υποτάσσεται  πολύ περισσότερο από το Όνειρο στην «αρχή της πραγματικότητας» και αυτό περιορίζει κατά πολύ την επενέργεια  της «πρωτογενούς διαδικασίας» η οποία παράγει μέσα στο  Ονειρο τις αναλήθειες  τις παραδοξότητες  και τις χρονικές ασυναρτησίες που γνωρίζουμε. Επιπλέον η συνειδητή φαντασίωση υποτάσσεται  ευθέως στις άμυνες του Εγώ όπως και στις επικρίσεις του Υπερεγώ .
Έξαλλου η φαντασίωση βρίσκεται σε πολύ στενή σχέση με την  επιθυμία. Είναι γνωστό-γράφουν οι Laplanche  και  Pontalis- ότι η επιθυμία, κατά τον Φρουντ, είχε ως πρότυπο και καταγωγή την εμπειρία  ικανοποίησης» ότι  «πρώτη εκδήλωση επιθυμίας  είναι μια ψευδαισθητική  επένδυση αναμνήσεων ικανοποίησης» .Όμως η φαντασίωση ,ακόμα και  αν διατυπώνεται με μια μόνο φράση σκηνοθετείται  ως εκτύλιξη γεγονότων, ως οργανωμένες  δηλαδή σκηνές,ικανές να  εκδραματισθούν, με την μορφή εικόνων. «Στις σκηνές αυτές το υποκείμενο είναι  πάντα παρόν. Απεικονίζεται ,ακόμη και στην «πρωταρχική σκηνή», όχι μόνο ως παρατηρητής  ,αλλά  και ως συμμέτοχος , ο  οποίος έρχεται να διαταράξει την  γονεική συνουσία. Εκείνο που απεικονίζεται  δεν είναι το αντικείμενο στο όποιο προσβλέπει το άτομο, αλλά μια αλληλουχία στοιχείων, στην όποια συμπεριλαμβάνεται το ίδιο το άτομο ,και στο εσωτερικό της οποίας οι ρόλοι εναλλάσσονται»
Πριν αναφερθώ στην Λακανική θεώρηση της Φαντασίωσης  θα θυμίσω ότι για τον Lacan η πραγματικότητα των ανθρώπων συγκροτείται μέσα από τρία αλληλένδετα επίπεδα :το Συμβολικό, το Φαντασιακό και το Πραγματικό που η σχέση τους  -μέσω του λεγόμενου Βορρόμειου κόμβου - θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή ως αλυσίδα: απαρτίζεται από ομάδα τριών δαχτυλιδιών που διασυνδέονται με τέτοιο τρόπο, ώστε στην περίπτωση που το ένα από αυτά κοπεί να αποσυνδεθούν και τα τρία. 
Για τον Λακαν, αυτό που εμπειρικά αντιλαμβανόμαστε ως πραγματικότητα “δεν είναι το πραγματικό καθ’ εαυτό», είναι πάντα –ήδη- δομημένο μέσα από συμβολικούς μηχανισμούς και το πρόβλημα έγκειται στο ότι , στην πράξη, αυτή η συμβολοποίηση εν τέλει πάντα αποτυγχάνει. Το πραγματικό (δηλαδή το μέρος της πραγματικότητας που παραμένει –ως υπόλοιπο– μη συμβολοποιημένο) επιστρέφει με τη μεταμφίεση των φασματικών οραμάτων –ψευδαισθήσεων. Η πραγματικότητα ποτέ δεν είναι «καθ’ εαυτή ,παρουσιάζεται μόνο δια μέσω της ατελούς της, αποτυχημένης συμβολοποίησης, και ψευδαισθήσεις αναδύονται στο ανάμεσα χάσμα που πάντα διαχωρίζει την πραγματικότητα από το πραγματικό: το φάσμα (specrtre) υλοποιεί αυτό το οποίο διαφεύγει από τη συμβολικά διαμεσολαβημένη πραγματικότητα».
Ο Λακάν  υποστήριζε  ότι υπάρχει πάντοτε μια «θεμελιώδης  φαντασίωση: «Στην πορεία  της ψυχαναλυτικής θεραπείας,ο αναλυτής ανασυγκροτεί την φαντασίωση του αναλυόμενου του σε κάθε λεπτομέρεια .Ο αναλυόμενος επίσης πρέπει να προχωρήσει  στη «διάνυση της φαντασίωσης»..Η θεραπεία οφείλει να παραγάγει κάποια μετατροπή  στον θεμελιακό τρόπο άμυνας του υποκειμένου, κάποια αλλαγή στον τρόπο της  jouissance  του. 
 Θυμίζω  πως για  τον Λακάν η jouissance είναι μια απόλαυση που έχει πάντα μια θανάσιμη αναφορά, μια παράδοξη ευχαρίστηση, που φθάνει σε ένα σχεδόν ανυπόφορο επίπεδο διέγερσης.
Για τον  Λακάν η φαντασίωση προσφέρει μια απάντηση στο αίνιγμα της επιθυμίας του Άλλο: Η επιθυμία  που σκηνοθετείται στην φαντασίωση, δεν είναι η επιθυμία  του ιδίου του  υποκειμένου αλλά η επιθυμία  του άλλου η   αυτών που με περιβάλλουν και με τους οποίους έρχομαι σε επαφή. Η φαντασίωση ,είναι μια απάντηση στο ερώτημα « Λες κάτι, αλλά τι είναι αυτό που πραγματικά  θέλεις όταν το λες αυτό; »Το πρωταρχικό ερώτημα της επιθυμίας  δεν είναι ευθέως το :«Τι θέλω ;» αλλά « Τι θέλουν οι άλλοι από μένα ; τι βλέπουν σε μένα ;Τι είμαι  εγώ γι αυτούς τους άλλους;».Το παιδί  εντάσσεται σε ένα περίπολο δίκτυο σχέσεων, λειτούργει ως καταλύτης, αλλά και ως πεδίο μάχης για τις επιθυμίες των ατόμων που το περιβάλλουν. Ο πατέρας του , η μητέρα του , οι αδελφοί και οι αδελφές του, οι θειοι και οι θειες του ,στήνουν τις μάχες τους στο όνομα του. .η μητέρα στέλνει ένα μήνυμα στον πατέρα μέσα από τον τρόπο που φροντίζει τον γιο της.
 Αν και έχει πλήρη  συνείδηση του ρόλου του , το παιδί δεν μπορεί να σταθμίσει ακριβώς τι είδους αντικείμενο είναι για τους  άλλους, τι είδους  παιχνίδια παίζουν μαζί του. Η φαντασίωση  προσφέρει μια απάντηση σ’ αυτό το αίνιγμα :η φαντασίωση μου, λέει κατ’ αρχάς τι είμαι για τους γύρω μου.«Αυτός ο διυποκειμενικός χαρακτήρας  της φαντασίωσης – γραφεί ο Ζιζεκ - διαφαίνεται ακόμα και στις πιο άπλες  περιπτώσεις , όπως  αυτή που αναφέρει ο Φρόυντ, της μικρής του κόρης  που φαντασιώνεί ότι τρώει ένα κέικ φράουλα. Δεν πρόκειται  διόλου για απλή περίπτωση άμεσης ψευδαισθητικής  ικανοποίησης μιας επιθυμίας (του τύπου : ήθελε να κέικ , δεν το είχε  όποτε το φαντασιώθηκε ).Το κρίσιμο στοιχείο  είναι ότι , ενώ έπεφτε  με τα μούτρα  στο κέικ φράουλα ,το κοριτσάκι πρόσεξε  ότι οι γονείς  της έλαβαν βαθειά ικανοποίηση βλέποντας την να το απολαμβάνει. "Η φαντασίωση  σχετικά με το κέικ φράουλα , είχε να κάνει  με την προσπάθεια της να διαμορφώσει μια ταυτότητα κάποιου που απολαμβάνει πλήρως ένα κέικ που του δίνουν οι γονείς του ,που  θα ικανοποιούσε  τους γονείς της  και θα την καθιστούσε αντικείμενο της επιθυμίας τους» .




Τρίτη 21 Απριλίου 2015

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ 1. Η ΣΤΙΓΜΉ Η ΔΙΑΡΚΕΙΑ ,Η ΒΑΡΕΜΑΡΑ του Πέτρου Θεοδωρίδη(αναδημοσιευση απο το ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ)

 drop
http://toperivallon.gr/boredom/
«Τι είναι αλήθεια ο χρόνος. Ποιος θα μπορούσε να μας το εξηγήσει εύκολα και σύντομα; Αν με ρωτούσε κανείς ξέρω ότι αν θα έπρεπε να του εξηγήσω δεν θα μπορούσα». 1
Άγιος Αυγουστίνος
Τα ίδια περίπου λόγια ακούγονται και από μια παράξενη φωνή στην δεκάλεπτη ταινία του Volker Schlondorff, The Enlightenment, που υπάρχει στη συλλογή «Δέκα Λεπτά Αργότερα, το Τσέλο». Στο τελευταίο λεπτό αποκαλύπτεται ότι ο αφηγητής είναι ένα κουνούπι, το οποίο ολοκληρώνει τον προβληματισμό του ως εξής: «Ομολογώ, Κύριέ μου, ότι δε γνωρίζω ακόμη τι είναι χρόνος. Εσύ, Θεέ μου, θα με φωτίσεις. Εσύ θα είσαι το φανάρι μου. Θα έρθω προς το δικό Σου φως. Εσύ, Θεέ μου, θα φωτίσεις το σκοτάδι μου. Θα το κάνεις πιο φωτεινό…» (σε αυτό το σημείο το κουνούπι χτυπάει πάνω στη λαμπερή εντομοπαγίδα – και πέφτει στη γη νεκρό). 2
Στο σύντομο αυτό άρθρο αυτό, θα αναφερθώ στη Στιγμή ως μια διάσταση του Χρόνου. Τι είναι στιγμή; «Οι  χρονικές στιγμές είναι χωρικά σημεία» έγραφε ο Κωστής Παπαγιώργης. «Πως αλλιώς να εξηγήσουμε άλλωστε το γεγονός ότι η λέξη στιγμή, που αρχικά δήλωνε ένα σημείο στον χώρο (“στίζω”, “στίγμα”, “στιγματοφόρος”), κατέληξε να  σημαίνει την αδιαίρετη χρονική ενότητα; Και τι άλλο από περιφανής επιβεβαίωση του “χρόνος ήλιου κίνησις”  είναι το δρομολόγιο που κάνει ο  λεπτοδείχτης στα ρολόγια μας»; 3
Ποιος έχει την πρωτοκαθεδρία; Η στιγμή ή η διάρκεια του χρόνου; Θα μπορούσαμε να σκιαγραφήσουμε – σύμφωνα  και με το δοκίμιο Η Εποπτεία  της Στιγμής του Γκαστόν  Μπασελάρ 4 – δυο  σχετικές  θεωρήσεις.
Στην πρώτη (Μπερξον), η αληθινή πραγματικότητα του χρόνου είναι η Διάρκεια του, η στιγμή είναι αφαίρεση χωρίς πραγματικότητα. Επιβάλλεται έξωθεν, από τη νόηση, που κατανοεί  το γίγνεσθαι μόνο αν αντιμετωπίζει  αμετακίνητες  καταστάσεις. «Άρα, θα παριστούσαμε επαρκώς τον μπερξονικό χρόνο με μια  ευθεία  μαύρη γραμμή, όπου θα  είχαμε τοποθετήσει, για να συμβολίσουμε  τη στιγμή, ως  μηδέν, ένα πλασματικό κενό, ένα λευκό σημείο»
Στη δεύτερη (Ρουπνέλ – Μπασελάρ) η αληθινή πραγματικότητα του χρόνου είναι η Στιγμή. Η διάρκεια  είναι κατασκευή, χωρίς απόλυτη, πραγματικότητα. Πλάθεται έξωθεν δια της μνήμης, όντας κατ’ εξοχήν ικανότητα της φαντασίας που θέλει να ονειρευτεί και να ξαναζήσει αλλά όχι να καταλάβει. Θα εξεικονίζαμε αυτή την αντίληψη του χρόνου «με μια λευκή γραμμή, δυνητική και πλασματική, όπου αίφνης, σαν απρόοπτο  συμβεβηκός, θα ερχόταν  να εγγραφεί  ένα μαύρο στίγμα, σύμβολο μιας  πυκνής πραγματικότητας».5
Για τον  Μπερξόν, η αληθινή πραγματικότητα του χρόνου είναι η διάρκεια του. Η στιγμή δεν είναι «τίποτε  άλλο από μια τεχνητή  ρήξη  που βοηθά την σχηματική σκέψη του γεωμέτρη. Μέσα στην  ανικανότητα της να ακολουθήσει τη ζωτική κίνηση, η διάνοια  ακινητοποιεί  τον χρόνο μέσα σε ένα  μονίμως  πλαστό παρόν. Αυτό το παρόν  είναι ένα καθαρό μηδέν που δεν καταφέρνει να χωρίσει πραγματικά το παρελθόν από το μέλλον».6 Είναι αφαίρεση χωρίς πραγματικότητα. Επιβάλλεται από τη νόηση, που κατανοεί  το γίγνεσθαι μόνο αν αντιμετωπίζει αμετακίνητες  καταστάσεις.
Όμως ο Γκαστόν  Μπασελάρ, υποστηρίζει την θέση πως:
«η Στιγμή  είναι η μοναδική πραγματικότητα του χρόνου, ο χρόνος είναι μια πραγματικότητα συμπυκνωμένη στη στιγμή και μετέωρη ανάμεσα σε δυο μηδενικά. Αναμφίβολα ο χρόνος μπορεί να  αναγεννηθεί αλλά πρέπει αρχικά να πεθάνει. Δεν μπορεί να μεταφέρει το είναι του από τη μια στιγμή στην άλλη για να σχηματίσει διάρκεια»
 .7 «Ας  αντιληφτούμε  λοιπόν», συνεχίζει ο Μπασελάρ, ότι «η άμεση  εμπειρία του χρόνου  δεν ταυτίζεται με την τόσο φευγαλέα, δύσκολη και σοφή εμπειρία της διάρκειας αλλά με την νωχελική εμπειρία της στιγμής, η οποία  συλλαμβάνεται πάντα ως ακίνητη. Ό,τι είναι  απλό, ό,τι είναι ισχυρό μέσα μας, ό,τι ακόμα είναι διαρκές, αποτελεί δώρο μιας  στιγμής. Φρουρός του χρόνου, η μνήμη διατηρεί μόνο τη στιγμή· δεν διατηρεί τίποτα, απόλυτα τίποτα από την περιπλοκή και τεχνητή αίσθηση που είναι η διάρκεια». 8
«Συνεπώς» – καταλήγει  ο Μπασελάρ – «ο Μπερξόν αντιμετωπίζει τον πλήρη γεγονότων χρόνο στο  επίπεδο της συνείδησης των γεγονότων, κατόπιν εξαλείφει σιγά τα γεγονότα η τη συνείδηση των γεγονότων. Έτσι πιστεύει πως θα άγγιζε τον χρόνο χωρίς γεγονότα η τη συνείδηση της καθαρής  διάρκειας. Αντίθετα  εμείς δεν ξέρουμε  να αισθανόμαστε  τον χρόνο πάρα μόνο πολλαπλασιάζοντας  τις συνειδητές στιγμές. Η συνείδηση του χρόνου  είναι πάντα για μας μια συνείδηση της χρήσης των στιγμών, είναι πάντα   ενεργή, ποτέ παθητική». 9
Η ζωή  -κατά τον Μπασελάρ –«δεν κυλάει  στην κατωφέρεια μιας πλάγιας, μέσα στον άξονα  ενός αντικειμενικού χρόνου που θα την δεχόταν  σαν κοίτη. Είναι μια  μορφή που έχει επιβληθεί στον μίτο των στιγμών του χρόνου, αλλά την πρώτη της  οντότητα τη βρίσκει πάντα σε μια στιγμή». 10
Μια   ανάλογη    με του  Μπασελάρ θεώρηση  της   Στιγμής συναντάμε  και στον Χάιντεγκερ κατά την οποία  το αποφασιστικό Dasein  – η Ύπαρξη, το «εδώ να – Είναι» –    εκτιμά τις έμμεσες δυνατότητες μιας κατάστασης και κάνει μια αποφασιστική επιλογή.11 Για τον Χάιντεγκερ η στιγμή (ως έκ-σταση) προκαλεί μια αντιστροφή στον τρόπο ύπαρξης του ατόμου, σηματοδοτεί έναν άλλο χρόνο που υποτίθεται  ότι αποκαλύπτει το πλήρες νόημα και τη σημασία της ανθρώπινης ύπαρξης και έτσι  ενθαρρύνει μια στροφή στην αυθεντικότητα. «Το  διατηρούμενο  στην αυθεντική χρονικότητα,  συνεπώς αυθεντικό  παρόν – έγραφε ο Χάιντεγγερ – θα το ονομάσουμε στιγμή. Αυτός ο Όρος πρέπει να εννοηθεί με ενεργητικό νόημα, ως έκσταση. Σήμαινε την  αποφασιστική, αλλά μες την  αποφασιστικότητα διατηρούμενη  απόδραση του εδώ να –Είναι (Dasein) σε όσες  βιομεριμνήσιμες  δυνατότητες  και περιστάσεις συναντά μες στην κατάσταση».12
Όμως, όπως έχει δείξει ο Μπέκετ (στο «Περιμένοντας τον Γκοντό»), και όπως υποστηρίζει ο Svendsen, συγγραφέας της «φιλοσοφίας  της βαρεμάρας», η αποφασιστική αυτή  Χαιντεγγεριανή στιγμή αναβάλλεται διαρκώς. «Η Στιγμή»   γράφει  ο Svendsen «ως το πραγματικό Νόημα της ζωής, εμφανίζεται μόνο με αρνητική μορφή, αυτή της απουσίας και οι μικρές στιγμές (ο έρωτας, η τέχνη, η μέθη), ποτέ δεν κρατούν πολύ. Το πρόβλημα, πρώτα και κύρια, έγκειται στην αποδοχή πως όλα όσα υπάρχουν είναι μικρές στιγμές, και ότι η ζωή προσφέρει μεγάλες δόσεις βαρεμάρας  ανάμεσα σ’ αυτές τις στιγμές. Όμως η απουσία ενός μεγάλου Νοήματος, δεν σημαίνει την εξαφάνιση κάθε νοήματος από τη ζωή. Μια μονόπλευρη έμφαση στην απουσία Νοήματος μπορεί να επισκιάζει όλα τα άλλα νοήματα» για να καταλήξει: «Ακόμα και αν δεν υφίσταται Νόημα, υπάρχει νόημα (με ν  μικρό) – και βαρεμάρα».13



  1. Αγίου Αυγουστίνου Εξομολογήσεις Μτφ Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Δεύτερος Τόμος Βιβλίο ΧΙ, εκδ Πατάκη Αθήνα (1999) 2003, σ 173 στ 19.25 και 20.26
  2. «Ten Minutes After» 2004. Οφείλω την υπενθύμιση της συγκεκριμένης ταινίας στο Blog ‘’Η καλύβα ψηλά στο βουνό: http://panosz.wordpress.com/2007/04/24/astimegoesby/
  3. Κωστής Παπαγιώργης Η οντολογία του Μάρτιν Χάιντεγκερ, Νεφέλη 1983 σ 96
  4. που πρωτοεκδόθηκε το 1932   και  αναφερόταν  στο έργο του «Σιλωάμ»  (1927)  του  Γκαστόν Ρουπνέλ, Γκαστόν  Μπασελάρ  Η Εποπτεία  της Στιγμής Μτφ  Κωστής Παπαγιώργης, εκδόσεις  Καστανιώτη  Αθήνα
  5. Γκαστόν Μπασελάρ  Η Εποπτεία  της Στιγμής Μτφ  Κωστής Παπαγιώργης, εκδόσεις  Καστανιώτη  Αθήνα  1997, σ36-37
  6. Γκαστόν Μπασελάρ  ό.π. σ 23,24
  7. Γκαστόν Μπασελάρ  ό.π.  σ 17
  8. Γκαστόν Μπασελάρ ό.π., σ. 50,52
  9. Γκαστον Μπασελαρ ό.π., σ  131
  10. Γκαστόν Μπασελάρ  ό.π, σ  32
  11. Michael Inwood , Χαιντεγκερ μτφ Αλέξανδρος Σταμάτιος Αντωνίου, Oxford University press, Ελληνικά Γραμματα,2006 σ. 101
  12. Μαρτιν Χαιντεγγερ, Είναι και Χρόνος 1927, μτφ – σχόλια  Γιάννη Τζαβάρα, Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα   1985  σ. 572
  13. Lars Svendsen Η φιλοσοφία της βαρεμάρας, μτφ Παναγιώτης Καλαμαράς εκδ Σαββάλας,(1999)2006 σ. 232-233

Κυριακή 19 Απριλίου 2015

ΑΝΤΩΝΗ ΛΙΑΚΟΥ Χρειάζεται ένα νέο πολιτικό σύστημα για να μας βγάλει από την κρίση;


ΠΗΓΗ:


Η σημερινή κρίση είναι άκρως ενδιαφέρουσα, αν την παρατηρείς ως ιστορικός. Αρκεί να μην τη ζεις ως πολίτης. Ως πολίτης είσαι πιασμένος στο δόκανο όχι μόνο της πραγματικότητας, αλλά και των αυταπατών της. Σ’ αυτές ανήκει η αντίληψη πως η κρίση είναι κατά βάση μια ηθική αρρώστια που οφείλεται στις λανθασμένες νοοτροπίες και συμπεριφορές μας, και ότι θα την ξεπεράσουμε, με την μεταμέλεια και την αλλαγή. Από αυτή την άποψη η απάντηση στο ερώτημα αν το παρόν πολιτικό σύστημα μπορεί να μας οδηγήσει στην έξοδο, είναι αυτονόητη. Γιατί στην ίδια αντίληψη, το πολιτικό σύστημα, όπως κι αν το καταλαβαίνει καθένας, θεωρείται ο κυρίως ένοχος για την κρίση. Το έχουμε εμπεδώσει. Φταίει η κουλτούρα της Μεταπολίτευσης. Ο,τι κάναμε το κάναμε στραβά. Μεγαλώσαμε το κράτος για πελατειακούς λόγους και τώρα δεν μπορούμε να το συντηρήσουμε. Στην αφήγηση αυτή, η αλλαγή του πολιτικού συστήματος θεωρείται προϋπόθεση της λύτρωσης, κάτι σαν αναμενόμενος μεσσίας, που κανείς δεν ξέρει πότε θα έλθει και ποια μορφή θα έχει.






Ας δούμε όμως τα πράγματα ιστορικά, και με την πείρα παρόμοιων κρίσεων. Πράγματι οι μείζονες κρίσεις προκαλούν αλλαγές των πολιτικών συστημάτων, κυρίως γιατί τα απονομιμοποιούν δείχνοντας έμπρακτα τις ανεπάρκειές τους, και θέτοντας πιεστικά την ανάγκη μεγάλων αλλαγών απέναντι στις οποίες υπήρχε σκεπτικισμός και αντιστάσεις. Αλλά η αιτιακή σχέση είναι πιο σύνθετη, αμφίδρομη, και κυρίως απρόβλεπτη. Οι αιτίες της κρίσης ανήκουν σε πολλά επίπεδα. Συγκυριακά και δομικά, μερικά κοινά στην μεταπολεμική αναδόμηση της Ευρώπης, άλλα ελληνικής κοπής και ραφής. Ας δούμε τη συγκυρία. Η πενταετία διακυβέρνησης ΝΔ, αλλά και οι πρώτοι μήνες διακυβέρνησης ΓΑΠ, οδήγησαν κατευθείαν στην προσφυγή στο ΔΝΤ. Είδαμε όμως ότι όλες οι χώρες της νότιας και ανατολικής περιφέρειας της Ευρώπης, από την Ιρλανδία έως τη Λεττονία, για την μια ή την άλλη αιτία, εκεί κατέληξαν. Η μεγάλη κρίση χρέους απειλεί ακόμη χώρες όπως η Ιταλία, το Βέλγιο, η Γαλλία. Επομένως, παρά τις ελληνικές ιδιαιτερότητες ανευθυνότητας και φαυλότητας, υπάρχουν κάποια ζητήματα δομικά ευρύτερα. Η κρίση χρέους οφείλεται στον μεταπολεμικό τρόπο με τον οποίο διευθετήθηκε η οικονομία, στη φιλοσοφία με την οποία χτίστηκαν οι κοινωνικοί θεσμοί, στις αξίες με τις οποίες δομήθηκε το πολιτικό σύστημα. Είναι αναχρονισμός, αν όχι εργαλειακή χρήση της ιστορίας, να κρίνει κανείς αναδρομικά όλα αυτά ως εσφαλμένα. Πρέπει να τα δει στα ιστορικά τους συμφραζόμενα.






Ο μεταπολεμικός κόσμος σήμαινε βαθμιαία κοινωνική άνοδο των μικρομεσαίων στρωμάτων, και αυτή την άνοδο υπηρετούσαν αλλαγές στους θεσμούς. Σε μερικές χώρες αυτά έγιναν με κάποια τάξη, σε άλλες με περισσότερο χάος, αλλά η ουσία του παραδείγματος δεν αλλάζει. Έγινε με εργαλείο το κράτος. Η χρήση και η κατάχρηση του κράτους, ήταν το παρεπόμενο. Οσο πιοισχυρή μηχανή έχει το αυτοκίνητο, τόσο μεγαλύτεροι οι πειρασμοί υπέρβασης του ορίου ταχύτητας. Και όταν χρησιμοποιείς μια τόσο ισχυρή μηχανή όσο το κράτος, δύσκολα γλυτώνεις από τους πειρασμούς του να τεθεί το επί μέρος, πάνω από το γενικό συμφέρον. Πάνω σε αυτή τη μεγάλη κοινωνική διευθέτηση, οικοδομήθηκε και το πολιτικό σύστημα. Με καθυστερήσεις, στρεβλώσεις και διαφορές από τη μια χώρα στην άλλη, το πολιτικό σύστημα ανταποκρινόταν στις ανάγκες της διεύρυνσης των στρωμάτων που επωφελούνταν από μια οικονομία που βρισκόταν σε τροχιά ανάπτυξης. Το πολιτικό σύστημα υποσχέσεων ανταποκρινόταν στην επαγγελία της κοινωνίας της αφθονίας. Αυτό ήταν το ιδεώδες. Δεν χρειάζεται να εξωραΐζουμε το παλιό καθεστώς. Δεν ήταν όλα καλά τότε. Και αποκλεισμοί υπήρχαν, και διαφθορά, και γραφειοκρατικοποίηση που στόμωσε την αποτελεσματικότητα. Αλλά εκείνο που τώρα έχει τεθεί σε κρίση, δεν είναι ούτε η μοιραία πενταετία, ούτε η κουλτούρα της μεταπολίτευσης. Είναι αυτή η θεμελιώδης και μακράς διάρκειας κοινωνική διευθέτηση που προέκυψε από τις συγκρούσεις που ξέσκισαν τα σπλάχνα του 20ου αιώνα. Όλα τα άλλα είναι παράγωγα και τοπικές προσαρμογές. Το να επιμένεις μόνο σ’αυτά, μόνο στο ελληνικό στόρυ, δεν σημαίνει βλέπεις τα δένδρα και χάνεις το δάσος. Είναι παραπλανητικό και καταλήγει σε ένα είδος ηθικού αφηγήματος της κρίσης που ταλαιπωρεί το δημόσιο λόγο από την αρχή της. Σε μια αφόρητη και κουραστική ηθικολογία.






Εκείνο που μας διαφεύγει είναι πως ζούμε σε εποχή πλανητικής μετατόπισης τεκτονικών πλακών. Η Δύση, από κυρίαρχη του παιχνιδιού για 500 χρόνια, υποχωρεί απέναντι στην ανερχόμενη δύναμη του κόσμου που ως τώρα την υπηρετούσε: Της Κίνας, της Ινδίας, της Βραζιλίας, των τίγρεων της Αν. Ασίας, ακόμη και της Τουρκίας. Η περιφέρεια δεν παράγει μόνο βιομηχανικά προϊόντα αλλά και υψηλή τεχνολογία, συσσωρεύοντας πλεονάσματα έναντι μιας Δύσης, που αναγκάζεται να υποκύψει στον ανταγωνισμό, αλλάζοντας τους όρους με τους οποίους είχε διευθετήσει την οικονομία και την κοινωνία της έως τώρα, κατεδαφίζοντας διαδοχικά, το βιοτικό επίπεδο των πληθυσμών της, κλονίζοντας θεσμούς αλληλεγγύης και ισονομίας. Όλες οι κρίσεις χρέους και οι συνακόλουθες ρυθμίσεις στην Ευρώπη (με όποια τεχνική μορφή κι αν παρουσιάζονται), δείχνουν τα ασφυκτικά στενά περιθώρια της οικονομίας της. Το βιοτικό επίπεδο ζωής των Ευρωπαίων θα χαμηλώσει, αλλά εξαιρετικά άνισα.






Φυσικά και θα αλλάξει το πολιτικό σύστημα, όχι για να αντικατασταθεί από κάποιο άσπιλο από τις αμαρτίες μας, βασισμένο στην ‘κοινή λογική’. Θα αλλάξει ως αποτέλεσμα της κρίσης, για να διαχειρισθεί τη λιτότητα και τις αντιστάσεις της κοινωνίας στις νέες διευθετήσεις. Για αυτό τόση συζήτηση για ένα πολιτικό σύστημα που δεν θα εξαρτάται από το «πολιτικό κόστος», δηλαδή θα είναι πιο συγκεντρωτικό, λιγότερο εξαρτημένο από την κοινωνική του βάση, περισσότερο συνδεδεμένο με τους υπερεθνικούς οργανισμούς, και τους θεσμούς που κατευθύνουν την οικονομία. Το πολιτικό σύστημα είναι το στοιχείο σταθερότητας στη μεταβολή. Αλλά αν αυτό ισχύει κατεξοχήν για τον 19ο αιώνα, τον αιώνα των συνταγμάτων, ο 20ος ήταν ο αιώνας των εξαιρέσεων και των καταστάσεων έκτακτης ανάγκης (δικτατορίες, πραξικοπήματα, κλπ). Πώς θα είναι το πολιτικό σύστημα του 21ου αιώνα; Πιθανόν θα χαρακτηρίζεται από πλήρη ρευστότητα. Εκείνο που προβλέπεται τη μια μέρα, ανατρέπεται την επόμενη. Το μνημόνιο μας δίνει ένα καλό παράδειγμα. Υποτίθεται ότι είναι μια πάγια συμφωνία. Βλέπουμε όμως ότι οι όροι της συνεχώς αλλάζουν. Το μνημόνιο, δήλωσε κάποια στιγμή, ο επικεφαλής της Τρόικας, είναι ζωντανός οργανισμός. Τι σημαίνει επομένως ρευστοποίηση των θεσμών; Σημαίνει ότι οι αλλαγές είναι πολύ πιο δυναμικές από την δυνατότητα αποκρυστάλλωσής τους. Σημαίνει όμως και απελευθέρωση της εξουσίας από τις συνταγματικές της δεσμεύσεις. Η εποχή μας έχει ως γενικευμένο αίτημα την ευελιξία. Αλλά μερικοί έχουν τη δυνατότητα να είναι πιο ευέλικτοι από τους άλλους, και βέβαια τα όρια ανάμεσα ευελιξία και αυθαιρεσία γίνονται δυσδιάκριτα. Υπάρχουν εκείνοι που μπορούν να αλλάζουν τους όρους του παιχνιδιού, και εκείνοι που δεν μπορούν. Εκεί βρίσκεται το κλειδί του ερωτήματος για το νέο πολιτικό σύστημα. Θα τα δούμε όλα αυτά στα δημοψηφίσματα που ετοιμάζει η κυβέρνηση για το χειμώνα. Θα τα δούμε με αλλαγές της ίδιας της γλώσσας, με τη δημιουργία μιας νέο-γλώσσας, δείγμα της οποίας είναι η ονομασία της ανεργίας σε εφεδρεία.






Είπαμε ότι η εποχή μας είναι εποχή γεωλογικών μεταβολών, και η σύγκρουση τεκτονικών πλακών, όπως είπαμε, σημαίνει πολλούς αστάθμητους παράγοντες. Η κρίση του 1929, είχε ως συνέπεια στην Αμερική τον Ρούσβελτ, αλλά στη Γερμανία τον Χίτλερ, στη Γαλλία το Λαϊκό Μέτωπο, αλλά στην Ελλάδα τον Μεταξά. Αν υπάρχει μια αρχή για την ιστορική σκέψη, είναι η ετερογονία σκοπών και αποτελεσμάτων, οι αθέλητες και απρόβλεπτες συνέπειες των ανθρωπίνων πράξεων.




γιατι πουλανε τα συνομωσιολογικά βιβλια για την Κριση ( του τυπου φταιει ο Ροτσιλντ , ο Σορος , ο Μωρος και το Κακό συναπάντημα ;( σχόλιο

είναι απλό : ο συνομωσιολογικές θεωρίες είναι εύκολες και ..αναγνώσιμες .

Μιλάνε με συγκεκριμένα
συνδέουν - αυθαίρετα η όχι - γεγονότα , δίνουν μια απλή και ευκολοχώνευτη εξήγηση των συμβάντων .. 


Γι αυτό και όλα τα βιβλία του Τύπου ''ΤΥΧΑΙΟ ; ΔΕΝ ΝΟΜΊΖΩ '

' Πουλάνε ... από τα βιβλία τύπου Φον Ντενικεν για τα Ουφο και τα Νιου εητζ μέχρι τα εδώ των δημοσιογραφικών αποκαλύψεων τύπου Χαρδαβέλα ..

Ειναι απλά και πουλάνε και είναι απλό γιατί πουλάνε ..
Το Κεφάλαιο του Μαρξ ΔΕΝ πουλάει και δεν διαβάζεται εύκολα  .. 

φυσικό κι αυτό  ανθρώπινο
Και το Κεφάλαιο δεν δίνει   μια εύκολη συνομωσιολογική εξήγηση ..


Δίνει όμως μια αληθινή , επιστημονική εξήγηση ...
Όμως δυστυχώς Δεν θα διαβαστεί παρά την Κρίση..

Η κρίση είχε τη δική της ιστορία Του Γιάννη Βούλγαρη(απο τα Νεα)

Η κρίση είχε τη δική της ιστορία

Του Γιάννη Βούλγαρη

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013


Πέντε χρόνια μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας και τρία μετά την εκρηκτική εκδήλωσή της στην Ελλάδα, η κρίση έχει πια τη δική της ιστορία, τους δικούς της σταθμούς, τις δικές της αλλαγές φάσης. Η εξέλιξή της καθορίστηκε από τον τρόπο που συναρθρώθηκαν στη ζωή και στις αντιλήψεις των πολιτών η παγκόσμια και η ευρωπαϊκή κρίση με την εθνική. Μπορούμε να διακρίνουμε τρεις ώς τώρα φάσεις, αναλόγως με ποια διάσταση προείχε κάθε φορά στον δημόσιο λόγο και στον τρόπο που οι πολίτες προσλαμβάνανε την κρίση. Και η σειρά ήταν η παγκόσμια, η εθνική και τέλος η ευρωπαϊκή. Η βαρύτητα που κάθε διάσταση προσέλαβε δεν ήταν ένα αντικειμενικό μέγεθος, αλλά αποτέλεσμα της συγκυρίας, των λύσεων που δίνονταν ή επιχειρούνταν, του κομματικού ανταγωνισμού και της επικοινωνιακής προπαγάνδας.

Η πρώτη φάση ήταν εκείνη της υποτιθέμενης ελληνικής «ανοσίας» που λανσαρίστηκε τη διετία 2008-09 από τους κυβερνητικούς ιθύνοντες της ΝΔ. Κατ' αυτήν, η κρίση ήταν παγκόσμια αλλά οι επιπτώσεις της στην Ελλάδα θα ήταν περιορισμένες γιατί η οικονομία της δεν ήταν «ανοιχτή» και οι τράπεζες δεν είχαν εμπλακεί στα τοξικά παράγωγα. Ο δημόσιος λόγος εστιαζόταν κυρίως στην παγκόσμια διάσταση της κρίσης και οι μαρξιστικές ή κεϊνσιανές ερμηνείες αναζωογονήθηκαν για να σηματοδοτήσουν την «αλλαγή εποχής» και το τέλος του «νεοφιλελευθερισμού». Στο εθνικό επίπεδο η πεποίθηση ή το πρόσχημα της «ανοσίας» επέφερε την κυβερνητική απραξία και παράλληλα ενθάρρυνε τη δημαγωγία των αντιπολιτεύσεων.

Η δεύτερη φάση που διατρέχει χοντρικά το 2010 ήταν η βίαιη αφύπνιση και η συνειδητοποίηση της άτυπης χρεοκοπίας της χώρας - αν και δεν έγιναν αμέσως αντιληπτές η ένταση και η διάρκεια του προβλήματος. Η εθνική διάσταση της κρίσης ήρθε στο προσκήνιο. Ο δημόσιος λόγος διαπίστωνε αναδρομικά τις δομικές ανισορροπίες του «μεταπολιτευτικού μοντέλου», οι οποίες ανατράπηκαν όταν άλλαξε το διεθνές οικονομικό περιβάλλον. Η ευρωπαϊκή διάσταση της κρίσης ήταν ακόμα υποβαθμισμένη στον δημόσιο λόγο. Εξάλλου, οι ορθές διαπιστώσεις για τις εθνικές ανισορροπίες συμπαρασύρθηκαν συχνά από μια μηδενιστική και ισοπεδωτική καταγγελία της «Μεταπολίτευσης» ως «κλεπτοκρατίας», γεγονός που θα τροφοδοτήσει συν τω χρόνω την «αντιπολιτική» και θα σχετικοποιήσει τη δημοκρατία ως κατάκτηση. Το Μνημόνιο έχει ασφαλώς ξεσηκώσει μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης, αλλά δεν έχει ακόμα ανατάξει το κομματικό σκηνικό, εξού και το κυβερνών κόμμα ΠΑΣΟΚ διατηρεί ακόμα δυνάμεις.

Η τρίτη φάση διαρκεί χοντρικά το 2011 και φτάνει ώς τις πρώτες εκλογές, τον Μάιο του 2012. Σημαδεύεται πρακτικά από την αναστροφή της προηγούμενης. Το «φάρμακο» υποσκελίζει την ασθένεια ή, αλλιώς, η κριτική στο Μνημόνιο περιθωριοποιεί τις αναφορές στα αίτια της χρεοκοπίας. Πράγματι, οι αλλεπάλληλες διαπραγματεύσεις με τους δανειστές και οι επιπτώσεις των περικοπών του Μνημονίου μονοπωλούν τον εθνικό δημόσιο λόγο. Η μαζική πρόσληψη της κρίσης μεταβάλλεται καθώς έρχεται σε πρώτο πλάνο η ευρωπαϊκή της διάσταση τόσο για το μερτικό της ευθύνης που είχε η λειψή «αρχιτεκτονική του ευρώ» όσο και για τις «συνταγές» που επέβαλαν οι ευρωπαίοι εταίροι. Ο λόγος περί «κατοχής» διαχέεται, τα αντιγερμανικά στερεότυπα ανασύρονται από το σεντούκι. Η τομή Μνημόνιο - Αντιμνημόνιο καθιερώνεται και αποδιαρθρώνει τον δικομματισμό, ετοιμάζοντας τον εκλογικό σεισμό του 2012. Ο χώρος και το λόμπι της δραχμής ενισχύονται, όπως και ο ευρωσκεπτικισμός, χωρίς όμως να πάρουν το πάνω χέρι. Πράγματι, οι δεύτερες εκλογές τον Ιούνιο του 2012 θα πιστοποιήσουν την υπεροχή και την αντοχή της φιλοευρωπαϊκής Ελλάδας.
Η συνάρθρωση της παγκόσμιας, της ευρωπαϊκής και της εθνικής διάστασης της κρίσης περιπλέχτηκε στην περίπτωση της Ελλάδας, λόγω της ιδιαίτερης μορφής ή, καλύτερα, του διαφορετικού «προσήμου» που προσέλαβε η εθνική σε σχέση με την παγκόσμια κρίση. Πράγματι, η παγκόσμια καταγράφηκε ως κρίση του παγκοσμιοποιημένου χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού και είχε επίκεντρο τις ΗΠΑ όπου μπλοκαρίστηκε αν δεν εξαντλήθηκε, ο νεοφιλελεύθερος κύκλος συσσώρευσης 1980-2008. Η κρίση διαχύθηκε ως κρίση των τραπεζών και φούσκα της οικοδομής σε όλη την Ευρώπη, περιλαμβανομένου του Νότου (διαφοροποιημένα στην Πορτογαλία). Αντίθετα στην Ελλάδα το «πρόσημο» της εθνικής κρίσης ήταν διαφορετικό, σχεδόν αντίθετο. Κρίση του κράτους. Κρίση του κρατικιστικού - συντεχνιακού μοντέλου που δομικά είχε φτάσει στα όριά του, αλλά κατέρρευσε μόλις στέρεψε η διεθνής χρηματοδότησή του. Σε αυτή την αντινομία προστέθηκαν η ιδιομορφία και η περιπλοκή της ευρωζώνης. Ενα κοινό νόμισμα ορφανό, χωρίς κράτος και κανονική Κεντρική Τράπεζα πίσω του, ώστε να αντιμετωπίσει ενιαία και έγκαιρα την κρίση. Κι από την άλλη, μια κοινή θεσμική μορφή που δεν επιτρέπει την κλασική χρεοκοπία σε χώρα-μέλος, ακόμα και αν ο πλούσιος Βορράς θα το επιθυμούσε πολύ - μαζί με κάποιους ιθαγενείς που αναπολούσαν το παράδειγμα της Αργεντινής. Η επιστημονική και πολιτική ανάλυση προσφέρει ασφαλώς ερμηνείες που συνδυάζουν τον ενιαίο χαρακτήρα της παγκόσμιας κρίσης με τη «διαφοροποιημένη ανάλυση» για κάθε χώρα και περιοχή. Αλλά η πρόσληψη αυτής της συνάρθρωσης από την κοινωνία είναι πολύ πιο αντιφατική, ασυνεχής, μεταβαλλόμενη και συγκρουσιακή, πόσω μάλλον που δεν πρόκειται για διανοητική άσκηση, αλλά για σκληρή πραγματικότητα.
Σε κάθε περίπτωση, πολλά δείχνουν ότι τώρα έχει ανοίξει η τέταρτη φάση της κρίσης η οποία μπορεί να σημάνει την οριστική έξοδο από τη συγκαλυμμένη χρεοκοπία και την απαρχή μιας ανάκαμψης. Η ΕΕ δήλωσε καθαρά την πρόθεσή της να μείνει η Ελλάδα στο ευρώ. Η ελληνική κοινή γνώμη επιβεβαιώνει καθαρά τη φιλοευρωπαϊκή επιλογή της. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να αποδεσμευτεί από τις προηγούμενες ακρότητες της αριστερής εθνικοφροσύνης και του αντιμνημονιακού λαϊκισμού, να βρει διεθνή νομιμοποίηση και με κινήσεις στο εξωτερικό να «περικυκλώσει» κατά τη μαοϊκή τακτική την κομματική της βάση στο εσωτερικό. Οι εξαλλοσύνες περί «εθνικής προδοσίας» και «ξένης κατοχής» περιορίζονται όλο και περισσότερο εκεί που ταιριάζουν. Στη φασιστική Χρυσή Αυγή και στον παρανοϊκό ακροδεξιό λαϊκισμό των ΑΝΕΛ. Δυστυχώς όμως και σε κρίσιμους κρατικούς μηχανισμούς, όπως δείχνει η περίπτωση των δικαστών που επιχειρούν επανειλημμένα να ποινικοποιήσουν την πολιτική ζωή.
Υπάρχουν πλέον οι προϋποθέσεις ώστε η ελληνική κοινωνία να συγκλίνει σε μια πιο συνεκτική αντίληψη για την κρίση και να διαμορφώσει ένα εθνικό σχέδιο για το μέλλον συναρθρώνοντάς το δυναμικά με την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια διάσταση.
 Αλλά η ισορροπία είναι ασταθής όπως δείχνει η επικαιρότητα.

Σάββατο 18 Απριλίου 2015

Η ιστορία δεν είναι η διαδοχή έξυπνων gadgets από επινοητικούς «αριστερούς» διαχειριστές, αλλά μια διαδικασία χωρίς υποκείμενο και τέλος-σκοπό και με κινητήρια δύναμη την πάλη των τάξεων. Όχι των εθνών, ούτε των νομισμάτων.. αποσπασμα απο το editorial του περιοδικού ΘΕΣΕΙΣ

  1. ΠΗΓΗ 

    ''Το «όπλο» του νομίσματος
Η μάχη των «εθνών» συμπληρώνεται αναγκαστικά και από τον πόλεμο των νομισμάτων. Μετά την κρίση στην Κύπρο τα εθνικά ανακλαστικά συμπληρώνονται από την «επιβεβαίωση» των «αριστερών» εθνικιστών για την προσήλωσή τους στην εθνική αναδίπλωση που αναγκαστικά σημαίνει και την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα. Η «συμμαχία της δραχμής» έχει κάνει πάλι φανερή και ηχηρή την παρουσία της με συμπορεύσεις που ξεκινούν από την άκρα Δεξιά και φτάνουν στην «άκρα Αριστερά», σε έναν παραγωγικό «συνασπισμό» που ήδη «μελετάει» και προτείνει μοντέλα «παραγωγικής ανασυγκρότησης» της χώρας.
Η αναπαραγωγή αυτών των δοξασιών δεν είναι ούτε νέα, ούτε γεννήθηκε μέσα στην κρίση. Είναι η μορφή που λαμβάνουν μέσα στη συγκεκριμένη συγκυρία τάσεις και πολιτικές διαφωνίες εντός της Αριστεράς, οι οποίες έχουν θεωρητικές ρίζες που ανάγονται στην ιστορία του μαρξισμού και των κοινωνιών που οικοδομήθηκαν στο όνομά του. Είναι «αριστερά» ρεύματα που έχουν υποκύψει διαχρονικά στη γοητεία της «εθνικής αναδίπλωσης», της πρωτοκαθεδρίας των παραγωγικών δυνάμεων και του πλάνου, της διοικητικής ρύθμισης της αγοράς, με την «καθοδήγηση» του «παραγωγικού» σε αντίθεση με το «παρασιτικό» χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο να συμβάλει ήδη από τώρα στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.
Για να γίνει όμως η εθνική αναδίπλωση απαιτείται το νόμισμα που θα μας διαχωρίσει από τους «ξένους», αυτό το εργαλειακό μέσο που μπορεί να δώσει υλική υπόσταση στη νέα «παραγωγική» κοινωνική συμμαχία. Το όπλο της υποτίμησης μπορεί να συμβάλει στην «αναγκαία» σύμπλευση της μεγάλης «αντιμονοπωλιακής» ενότητας (και το αντίστοιχο «στάδιο» φυσικά, μην ξεχνάμε τη θεωρία των σταδίων!), στο δρόμο που θα βγάλει τη χώρα από τον «παρασιτισμό» και την αναξιοπιστία. Ο «δρόμος της αρετής» είναι ορατός, αφού πλέον δεν θα προσκρούει σε οποιοδήποτε ανυπέρβλητο «ευρωπαϊκό» συσχετισμό δύναμης. Όσο για τα ζητήματα που θέτουν οι κοινωνικοί συσχετισμοί κεφαλαίου-εργασίας, αυτά θα εξαλειφθούν πάραυτα, όταν θα πάψει να υπάρχει ο «ξένος ζυγός»!
  1. Η φυγή από την πραγματικότητα
Η «λύση» του εθνικού νομίσματος, είναι τόσο παλιά όσο και η φυγή της Αριστεράς από τη συγκυρία: όταν η μάχη που οφείλει να δοθεί είναι δύσκολη, τότε επιλέγεται να ανοίξει ένα άλλο μέτωπο που μπορεί να κερδηθεί εικονικά, γιατί απλά ο αντίπαλος είναι απών.
Είναι δύσκολο να αντιμετωπιστεί η αγορά; Επιλέγεται η νομική μορφή της κρατικής επιχείρησης και «λύνεται» το πρόβλημα.
Είναι γρίφος η συμμαχία με μερίδες του κεφαλαίου; Επιλέγεται η «αντιμονοπωλιακή ενότητα» και κλείνει το ζήτημα πριν καν ανοίξει.
Είναι αβέβαιη η παραμονή του κυβερνητικού συνασπισμού στη διαχείριση του κράτους και των μηχανισμών του μετά την επανάσταση; Επιλέγεται το μονοκομματικό σύστημα και «διορθώνεται» αυτή η διαχειριστική ατέλεια.
Δυσκολεύει η πολυπλοκότητα των ευρωπαϊκών μηχανισμών; Επιλέγεται η έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στενεύει το περιθώριο νομισματικών ελιγμών με το ευρώ; Επιλέγεται ως «λύση» η έξοδος από το ευρώ, η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα.
Τι ενδιαφέρει αν αυτή η «λύση» θα οξύνει ακόμη περισσότερο τα αρνητικά στοιχεία της κρίσης, συμπληρώνοντας την πολιτική της επιλεκτικής χρεωκοπίας και απομονώνοντας τις δυνάμεις που μάχονται τον νεοφιλελευθερισμό από τους φυσικούς συμμάχους τους, τις εργατικές τάξεις σε ολόκληρη την Ευρώπη; Αρκεί που η «αριστερή» αυτάρκεια βρίσκει πάντα μια «εύκολη» και «πρακτική» λύση που καλλιεργεί τις βεβαιότητες και επικροτεί τις ταυτολογίες.
Η θεωρία της «ειδικής περίπτωσης» που προωθεί κάθε φορά η νεοφιλελεύθερη πολιτική βρίσκει ως κατοπτρικό είδωλο την «εθνική αναδίπλωση» και τον απομονωτισμό που προωθεί η έξοδος από το ευρώ. Μια αντίληψη που αντιλαμβάνεται τη διαχείριση του κράτους με «αριστερούς» όρους, δηλαδή κρατικοποιήσεις, γραφειοκρατία, «εθνική» ανάπτυξη (την «επανάσταση» ως πλάνο, κομματική ιεραρχία, κλπ. στον «σοσιαλισμό»).3 Αποδέχεται το δίλημμα ευρώ ή δραχμή και επιλέγει ανεπιφύλακτα τη δεύτερη. Δε βλέπει τη σύγκρουση μέσα στη χώρα (αλλά και στην Ευρώπη) ως σύγκρουση τάξεων, αλλά ως σύγκρουση ή συμμαχία χωρών, ψάχνει το σύγχρονο «σύμφωνο της Κομεκόν» ή έστω μια άλλη «αριστερή» κυβερνητική δύναμη για να γίνει η πολυπόθητη ενότητα χωρών που θα αντισταθεί στον «ιμπεριαλισμό της Γερμανίας».
Ενώ αντίθετα μια πολιτική που θα μεταφέρει τον «πόλεμο» μέσα στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, αξιοποιεί όλες τις διαθέσιμες συμμαχίες, προτείνει την εφικτή μεταρρύθμιση που θα ανοίξει το δρόμο για αλλαγές χωρίς επιστροφή, μπορεί να αναγκάσει τα σήμερα πανίσχυρα νεοφιλελεύθερα κέντρα εξουσίας να αναδιπλωθούν ώστε να ξεκινήσει μια πορεία αντιστροφής της αρνητικής πορείας της τελευταίας πενταετίας.
  1. Αριστερός φετιχισμός;
Ενώ λοιπόν ξετυλίγεται μια πρωτοφανής επίθεση από την πλευρά του κεφαλαίου με τον συνδυασμό εσωτερικής υποτίμησης και «εσωτερικής διάσωσης» (bail-in), μια συγκεκριμένη «Αριστερά» κυνηγάει τα φαντάσματα του έθνους και της δραχμής, της εξόδου από την ΕΕ και της αυτοδύναμης ανάπτυξης. Αναζητά τη φυγή στο εκτός της συγκυρίας για να αποφύγει την αναμέτρηση με τη δυσκολία του σήμερα, του εδώ και τώρα. Ο πολιτικός φετιχισμός αυτής της «αριστερής» πολιτικής, είναι ότι υπάρχουν μηχανισμοί που μπορούν να γεμίσουν με «αριστερό περιεχόμενο» και είναι σε θέση να οδηγήσουν στην «άλλη διαχείριση», έξω από τα δύσκολα διλήμματα του σήμερα. Και κυρίως ικανοί να ορίσουν ένα άλλο εικονικό πεδίο, όπου η αναμέτρηση με τον «αντίπαλο» είναι εφικτή.
Ο Ιούλιος Καίσαρας είχε στρατοπεδεύσει κατά την επιστροφή του από τη Γαλατία στο Ρουβίκωνα και γνώριζε ότι η πορεία προς τη Ρώμη θα ήταν ενδεχομένως η αρχή εμφυλίου πολέμου ανάμεσα σε εκείνον και τον Πομπήιο. Θα περνούσε τον Ρουβίκωνα όταν βεβαιωνόταν ότι οι όροι της σύγκρουσης ήταν υπέρ του και θα είχε μεγάλη πιθανότητα να αναδειχθεί νικητής. Όταν διέβη τον ποταμό τίποτε δεν ήταν πλέον όπως πριν.
Τελικά η πορεία στη Ρώμη ήταν εύκολη, ο Πομπήιος διέφυγε στην Ελλάδα, η σύγκρουση ήταν νικηφόρα για τον Ιούλιο και ο Πομπήιος εκτελέστηκε από Ρωμαίο Λεγεωνάριο στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Η επιλογή του στέφθηκε από επιτυχία, αν και η νίκη του ήταν βέβαια εφήμερη γιατί ακολούθησε και η δική του δολοφονία.
Αυτά είναι μερικά διδάγματα που αφορούν σε σχέσεις μεταξύ ανθρώπων, για τους οποίους βεβαίως ισχύει το περί του εφήμερου απόφθεγμα του Κέϋνς.4 Και δεν μεταφέρονται αυτόματα σε ζητήματα κοινωνικών αναμετρήσεων, συσχετισμών δυνάμεων, διότι εδώ οι ανατροπές είναι δυσχερέστερες και οι ισορροπίες μακροβιότερες. Και κυρίως είναι αποτέλεσμα επίπονων κοινωνικών διεργασιών και όχι επίπλαστων «νομοτελειών», που θέλουν τον καπιταλισμό να «σαπίζει», να «καταρρέει» και να «αυτοκαταστρέφεται».
Εδώ ο αντίπαλος έκανε την κίνησή του διαβαίνοντας τον δικό του Ρουβίκωνα και επιλέγοντας ακόμη επιθετικότερη στρατηγική εκκαθάρισης στην κρίση. Ο μόνος τρόπος να απαλλαγεί η κοινωνία από τον καπιταλισμό είναι η ανατροπή, η οποία δυστυχώς για τους «αριστερούς διαχειριστές» δεν ισοδυναμεί με «έξυπνες» κινήσεις, όπως την έξοδο από την ΕΕ ή την υιοθέτηση της δραχμής. Απαιτεί δουλειά υποδομής στους κοινωνικούς συσχετισμούς, όπως για παράδειγμα οικοδόμηση κοινωνικών συμμαχιών, ενίσχυση των κοινωνικών αντιστάσεων, προετοιμασία και υλοποίηση μικρών και μεγάλων ρήξεων, όλα ζητήματα που λίγη επαφή και συμβατότητα έχουν με τα όνειρα του «εθνικού νομίσματος» ή της «εθνικής αναπτυξιακής πολιτικής».
Η ιστορία δεν είναι η διαδοχή έξυπνων gadgets από επινοητικούς «αριστερούς» διαχειριστές, αλλά μια διαδικασία χωρίς υποκείμενο και τέλος-σκοπό και με κινητήρια δύναμη την πάλη των τάξεων.
Όχι των εθνών, ούτε των νομισμάτων.''

Τα url του θείου Ισιδώρα