Οικονομική κρίση: τότε και τώρα
Ημερομηνία δημοσίευσης: 28/10/2012
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΥ
Είναι πολύ πιθανό ότι η κρίση του 1930 θα είχε διαρκέσει πολύ περισσότερο χρόνο, και με ασύγκριτα βαρύτερο ανθρώπινο και οικονομικό κόστος, εάν ο πρόεδρος Ρούζβελτ δεν είχε εξ αρχής εντοπίσει και στοχοποιήσει τους υπεύθυνους γι’ αυτήν, χρηματιστήρια, κερδοσκόπους, τραπεζίτες, κι εάν δεν είχε λάβει εξ αρχής μέτρα που περιόρισαν αποφασιστικά την ασυδοσία τους, που θέσπισαν αυστηρές κανονιστικές ρυθμίσεις και υπεύθυνη δημόσια επιτήρηση πάνω στην ανευθυνότητα και ασυδοσία των αγορών. Όταν ο αμερικανός πρόεδρος αποφάσισε την αποσύνδεση του δολαρίου από τον χρυσό και τη διολίσθηση του αμερικανικού νομίσματος, είχε σαν κύριο στόχο να συντρίψει τις πληρωμές για τόκους στους πιστωτές του δημοσίου. Οι τελευταίοι κατήγγειλαν ότι με την προεδρική απόφαση επέρχεται το τέλος του δυτικού πολιτισμού... Μέχρι το 1934, όλοι οι οικονομικοί σύμβουλοι στον Λευκό Οίκο είχαν παραιτηθεί, καταγγέλλοντας τον πρόεδρο. Ο ίδιος, τους απέδωσε τη σύνθετη επωνυμία banksters (νεολογισμός, που συνδυάζει τις λέξεις τραπεζίτες και γκάνγκστερς) και αυτοί, με τη σειρά τους, τον ανακήρυξαν ως υπ’ αριθμόν ένα δημόσιο κίνδυνο. Ωστόσο, παρά τα νομισματικά μέτρα που κατέβασαν το κόστος του χρήματος σε μηδενικά επίπεδα, η ανεργία παρέμενε ακόμη υψηλή και δεν μειώθηκε παρά μόνον όταν ο Ρούζβελτ πέρασε στη δεύτερη φάση του «ανορθόδοξου» προγράμματός του, στη δημόσια χρηματοδότηση γιγαντιαίων δημοσίων έργων, με μαζικές προσλήψεις ανέργων. Σύμφωνα με τον βρετανό Κέυνς, ο οποίος επισκέφθηκε τον αμερικανό πρόεδρο στον Λευκό Οίκο το 1934, ο τελευταίος δεν είχε επαρκή οικονομική παιδεία, αλλά διέθετε λαϊκό αισθητήριο, παρά την αριστοκρατική καταγωγή του. Οι αγρότες και οι άνεργοι τον ενέπνεαν περισσότερο απ’ όλους μαζί τους οικονομολόγους, ενώ παράλληλα οι άνθρωποι του μεγάλου κεφαλαίου του προξενούσαν δυσπιστία και αηδία.
Σήμερα στην Ευρώπη, με γερμανική κυρίως έμπνευση, αλλά και πρόθυμη ανταπόκριση στις χώρες των εταίρων της, εκ των άνω καλλιεργείται και εκλαϊκεύεται στην κοινή γνώμη πνεύμα δυσπιστίας έναντι κάθε δημόσιας παρέμβασης. Σε αυτές τις δημόσιες παρεμβάσεις αποδίδονται όλες οι ευθύνες για την τρέχουσα στρέβλωση της ευρωπαϊκής οικονομίας και για το τρέχον αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει σήμερα η Ευρώπη, ενώ, από την άλλη πλευρά, οι προσδοκίες για απεμπλοκή και ανάκαμψη εναποτίθενται αποκλειστικά και μόνο στην εκχώρηση πρόσθετης ασυδοσίας σε αυτούς που πραγματικά ευθύνονται για το αδιέξοδο. Στη σημερινή Ευρώπη όλοι θεωρούνται ένοχοι, εκτός από τις αγορές, εκτός από τις τράπεζες, εκτός από τους χρηματιστές και τους κερδοσκόπους. Ακόμη και οι τελευταίοι θεωρούνται «ωφέλιμοι», επειδή με τη δράση τους εντοπίζουν τις αδυναμίες, αντιφάσεις και δυσλειτουργίες του οικονομικού συστήματος, επιτρέποντας έτσι σε αυτό να «εκλογικεύεται» και να «βελτιώνεται». Αυτοί που δεν φέρουν καμία πραγματική ευθύνη για το σημερινό αδιέξοδο υποχρεώνονται να συνεισφέρουν, ακόμη και από το υστέρημά τους, ώστε η ασυδοσία των υπευθύνων για την κρίση να παραμείνει αλώβητη, με την παραπλανητική και συσκοτιστική προσδοκία ότι μόνο οι ίδιοι είναι σε θέση να εξασφαλίσουν την απεμπλοκή από αυτήν, να χαράξουν νέους δρόμους για την ανάκαμψη.
Όπως είχε διαπιστώσει για τη Γερμανία του 1930 ο Βίλχελμ Ράιχ, ήταν τόση η κοινωνική απόγνωση, ώστε οι εργατικές και λαϊκές μάζες δεν παραδόθηκαν απλώς στον ναζισμό, αλλά κυριολεκτικά κρεμάσθηκαν από αυτόν, επενδύοντας εκεί τις ήδη ελαχιστοποιημένες προσδοκίες τους. Με αυτήν την έννοια, ο ναζισμός και ο φασισμός αποδείχθηκαν όχι μόνον δυνάμεις κρούσης του καπιταλισμού, αλλά και ιστορικές εφεδρείες για τη μεταγενέστερη σταθεροποίησή του. Με τη λήξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, έληξε επίσης και η περίοδος των συνεπειών από την οικονομική κρίση του 1930. Φυσικό επακόλουθο ήταν η σάρωση και απορρόφηση όλων των φαινομένων που είχαν ανθίσει από τις δεκαετίες του 1930 και του 1940, ως υποκατάστατα στην αδυναμία λειτουργίας του παγκόσμιου συστήματος. Ο γερμανικός άξων συνετρίβη στρατιωτικά, αλλά ισοδύναμης υφής συντριβή ήταν κι αυτή καθεστώτων, που είχαν εμφανισθεί ως υποκατάστατα κατά την προηγηθείσα περίοδο της κρίσης: με τον Περόν στην Αργεντινή, με τον Βάργκας στη Βραζιλία, με το πρόγραμμα Βαρβαρέσου στην Ελλάδα (1952). Με την αποκατάσταση της λειτουργίας της παγκόσμιας οικονομίας στη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, απορροφήθηκαν οι κάθε είδους εθνικισμοί που είχαν ανθίσει κατά την περίοδο της κρίσης, ενώ μοναδικό εργαλείο «προσαρμογής» των οικονομιών απέμεινε πλέον το νομισματικό, με τη σταθερή αλλά αναθεωρούμενη σε τακτά χρονικά διαστήματα ισοτιμία.
Σήμερα, η παγκόσμια κρίση επικεντρώνεται επί του παρόντος στις δυτικές περιοχές του πλανήτη, από τις οποίες άλλωστε πυροδοτήθηκε από το 2007-2008. Οι αναδυόμενες χώρες, όπως η Κίνα, η Ινδία, η Βραζιλία, η Ρωσία, αντί να επιλέγουν τη ρήξη με την παλαιά και εξαντλημένη παγκόσμια τάξη πραγμάτων, αντί να προσφέρουν νέες κατευθύνσεις για την περαιτέρω πορεία και ανάπτυξη του παγκόσμιου συστήματος, προτιμούν να παραμένουν «χρηματοδότες» της παλαιάς τάξης πραγμάτων, ακόμη και κατά τη σημερινή καθοδική πορεία της. Ωστόσο, εάν το σενάριο του 1930 ενεργοποιήθηκε με τις ανταγωνιστικές νομισματικές υποτιμήσεις μεταξύ των εμπορικών εταίρων, σήμερα το ισοδύναμο αποτέλεσμα εξασφαλίζεται με τη γενίκευση σε πλανητική κλίμακα της πολιτικής των ανταγωνιστικών υφέσεων, που μοιραία επισπεύδουν την παγκόσμια αποδυνάμωση. Εάν ο διεθνής ανταγωνισμός στο επίπεδο των νομισμάτων αποδείχθηκε επικίνδυνος στο παρελθόν, σήμερα αυτός ο παγκόσμιος ανταγωνισμός στο επίπεδο τής εκ των άνω διοργάνωσης των ανταγωνιστικών υφέσεων μπορεί να αποδειχθεί κατά πολύ επικινδυνωδέστερος. Με τις νομισματικές υποτιμήσεις περικόπτεται η ονομαστική αξία των εισοδημάτων, ενώ με τις ανταγωνιστικές υφέσεις περικόπτεται κάτι πολύ βαθύτερο και ουσιαστικότερο: η πραγματική αξία όλων των αγορών ταυτόχρονα.
Σύμφωνα με τον Στηβ Ρόουτς, με τους σημερινούς ρυθμούς το παγκόσμιο σύστημα δεν θα έχει επιστρέψει στις επιδόσεις του 2007 παρά μόνον το 2015. Ωστόσο, δεν ήταν αναγκαίο τα σημερινά υψηλά επίπεδα του χρέους να επιβάλουν την οικονομική επιβράδυνση, που παρατηρείται σήμερα στις δυτικές υπερχρεωμένες οικονομίες, ως δήθεν αναγκαία για την αποπληρωμή των χρεών. Αντίθετα, η διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης θα ήταν αναγκαία προϋπόθεση για την αποπληρωμή και την εξασφάλιση των πιστωτών. Αμέσως μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το αμερικανικό ομοσπονδιακό χρέος είχε ανέλθει σε 144% του αμερικανικού ΑΕΠ. Όμως, έπειτα από τρεις δεκαετίες, είχε κατέλθει σε 35% του ΑΕΠ. Η αμερικανική επίδοση έγινε εφικτή εξαιτίας της ταχύρρυθμης ανάπτυξης του ΑΕΠ κατά την αντίστοιχη περίοδο 1945-1975, αλλά επίσης και λόγω του πληθωρισμού, με τον οποίο υποτιμήθηκε η αξία του χρέους σε σχέση με εκείνη του ΑΕΠ. Σήμερα οι πιστωτές επιβάλλουν στους υπερχρεωμένους οφειλέτες τους υφεσιακές και αποπληθωριστικές πολιτικές, με συνέπεια να συμπιέζονται προς τα κάτω οι τιμές των αγαθών, των υπηρεσιών και των εισοδημάτων, ενώ παράλληλα οι αξίες των χρεών διατηρούνται ανέπαφες. Επιβαρύνεται έτσι το ειδικό βάρος των χρεών σε σχέση με τα πράγματι διαθέσιμα εισοδήματα, με αυτονόητη συνέπεια, και μόνο εξ αυτού του λόγου να είναι αδύνατο να τηρηθούν οι αποπληρωμές των χρεών.
Είναι ακριβές ότι οι υφεσιακές πολιτικές δυσχεραίνουν και συχνά καθιστούν ανέφικτη την αποπληρωμή των χρεών, όπως ακριβώς το είχε διαπιστώσει ο συντηρητικός αμερικανός οικονομολόγος της Σχολής του Σικάγου, Ίρβινγκ Φίσερ, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 19301. Ωστόσο, είναι επίσης ακριβές ότι με το σημερινό επίπεδο των χρεών, σε συνδυασμό με τις εφαρμοζόμενες πολιτικές λιτότητας, δεν θα μπορέσει πλέον να υπάρξει ανόρθωση των οικονομιών στο ορατό μέλλον. Αντιθέτως, θα πρέπει να αναμένεται μακρά περίοδος όχι μόνον στασιμότητας, αλλά, ακόμη χειρότερα, μείζονος οικονομικής και κοινωνικής καταστροφής, όπως ακριβώς το επισημαίνει ο Κένεθ Ρογκόφ από το Χάρβαρντ2. Σύμφωνα με αυτόν, η τρέχουσα κρίση δεν μπορεί να θεωρείται «κυκλική», αλλά είναι ασφαλώς «διαρθρωτική», δηλαδή προδιαγράφεται εξαιρετικά μακράς διαρκείας, καθόσον τίθεται σήμερα οξύ και επιτακτικό το αίτημα για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Ωστόσο, το πραγματικό ζήτημα είναι το εξής: ποια κατάσταση της οικονομίας είναι τελικά η πιο ευέλικτη και πιο εύπλαστη, ώστε οι απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις να πραγματοποιηθούν με τη μέγιστη αποτελεσματικότητα, αλλά και με το ελάχιστο ανθρώπινο και υλικό κόστος; Μια οικονομία σε επιτεινόμενη ύφεση και πτωτική δυναμική δύσκολα μεταρρυθμίζεται και αλλάζει, ενώ μια οικονομία με θετικούς αυξητικούς ρυθμούς παραμένει ασύγκριτα πιο ευέλικτη, περισσότερο δεκτική μεταρρυθμίσεων, πιο ευπροσάρμοστη στις νέες ανάγκες. Κι ακόμη, τα ελλείμματα δεν απορροφούνται με την ύφεση, αλλά μόνο με την ανάπτυξη. Μόνο αυτή διορθώνει τα ελλείμματα και διατηρεί τη δεκτικότητα και δυνατότητα προσαρμογής τής οικονομίας έναντι κάθε διαρθρωτικής αλλαγής.
1 Πρβλ. Irving FISCHER, «The Debt-Deflation Theory of Great Depressions», Econometrica 1933.
2 Πρβλ. Kenneth ROGOFF, «The Second Great Contraction», Project Syndicate, 2011/08.
Είναι πολύ πιθανό ότι η κρίση του 1930 θα είχε διαρκέσει πολύ περισσότερο χρόνο, και με ασύγκριτα βαρύτερο ανθρώπινο και οικονομικό κόστος, εάν ο πρόεδρος Ρούζβελτ δεν είχε εξ αρχής εντοπίσει και στοχοποιήσει τους υπεύθυνους γι’ αυτήν, χρηματιστήρια, κερδοσκόπους, τραπεζίτες, κι εάν δεν είχε λάβει εξ αρχής μέτρα που περιόρισαν αποφασιστικά την ασυδοσία τους, που θέσπισαν αυστηρές κανονιστικές ρυθμίσεις και υπεύθυνη δημόσια επιτήρηση πάνω στην ανευθυνότητα και ασυδοσία των αγορών. Όταν ο αμερικανός πρόεδρος αποφάσισε την αποσύνδεση του δολαρίου από τον χρυσό και τη διολίσθηση του αμερικανικού νομίσματος, είχε σαν κύριο στόχο να συντρίψει τις πληρωμές για τόκους στους πιστωτές του δημοσίου. Οι τελευταίοι κατήγγειλαν ότι με την προεδρική απόφαση επέρχεται το τέλος του δυτικού πολιτισμού... Μέχρι το 1934, όλοι οι οικονομικοί σύμβουλοι στον Λευκό Οίκο είχαν παραιτηθεί, καταγγέλλοντας τον πρόεδρο. Ο ίδιος, τους απέδωσε τη σύνθετη επωνυμία banksters (νεολογισμός, που συνδυάζει τις λέξεις τραπεζίτες και γκάνγκστερς) και αυτοί, με τη σειρά τους, τον ανακήρυξαν ως υπ’ αριθμόν ένα δημόσιο κίνδυνο. Ωστόσο, παρά τα νομισματικά μέτρα που κατέβασαν το κόστος του χρήματος σε μηδενικά επίπεδα, η ανεργία παρέμενε ακόμη υψηλή και δεν μειώθηκε παρά μόνον όταν ο Ρούζβελτ πέρασε στη δεύτερη φάση του «ανορθόδοξου» προγράμματός του, στη δημόσια χρηματοδότηση γιγαντιαίων δημοσίων έργων, με μαζικές προσλήψεις ανέργων. Σύμφωνα με τον βρετανό Κέυνς, ο οποίος επισκέφθηκε τον αμερικανό πρόεδρο στον Λευκό Οίκο το 1934, ο τελευταίος δεν είχε επαρκή οικονομική παιδεία, αλλά διέθετε λαϊκό αισθητήριο, παρά την αριστοκρατική καταγωγή του. Οι αγρότες και οι άνεργοι τον ενέπνεαν περισσότερο απ’ όλους μαζί τους οικονομολόγους, ενώ παράλληλα οι άνθρωποι του μεγάλου κεφαλαίου του προξενούσαν δυσπιστία και αηδία.
Σήμερα στην Ευρώπη, με γερμανική κυρίως έμπνευση, αλλά και πρόθυμη ανταπόκριση στις χώρες των εταίρων της, εκ των άνω καλλιεργείται και εκλαϊκεύεται στην κοινή γνώμη πνεύμα δυσπιστίας έναντι κάθε δημόσιας παρέμβασης. Σε αυτές τις δημόσιες παρεμβάσεις αποδίδονται όλες οι ευθύνες για την τρέχουσα στρέβλωση της ευρωπαϊκής οικονομίας και για το τρέχον αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει σήμερα η Ευρώπη, ενώ, από την άλλη πλευρά, οι προσδοκίες για απεμπλοκή και ανάκαμψη εναποτίθενται αποκλειστικά και μόνο στην εκχώρηση πρόσθετης ασυδοσίας σε αυτούς που πραγματικά ευθύνονται για το αδιέξοδο. Στη σημερινή Ευρώπη όλοι θεωρούνται ένοχοι, εκτός από τις αγορές, εκτός από τις τράπεζες, εκτός από τους χρηματιστές και τους κερδοσκόπους. Ακόμη και οι τελευταίοι θεωρούνται «ωφέλιμοι», επειδή με τη δράση τους εντοπίζουν τις αδυναμίες, αντιφάσεις και δυσλειτουργίες του οικονομικού συστήματος, επιτρέποντας έτσι σε αυτό να «εκλογικεύεται» και να «βελτιώνεται». Αυτοί που δεν φέρουν καμία πραγματική ευθύνη για το σημερινό αδιέξοδο υποχρεώνονται να συνεισφέρουν, ακόμη και από το υστέρημά τους, ώστε η ασυδοσία των υπευθύνων για την κρίση να παραμείνει αλώβητη, με την παραπλανητική και συσκοτιστική προσδοκία ότι μόνο οι ίδιοι είναι σε θέση να εξασφαλίσουν την απεμπλοκή από αυτήν, να χαράξουν νέους δρόμους για την ανάκαμψη.
Όπως είχε διαπιστώσει για τη Γερμανία του 1930 ο Βίλχελμ Ράιχ, ήταν τόση η κοινωνική απόγνωση, ώστε οι εργατικές και λαϊκές μάζες δεν παραδόθηκαν απλώς στον ναζισμό, αλλά κυριολεκτικά κρεμάσθηκαν από αυτόν, επενδύοντας εκεί τις ήδη ελαχιστοποιημένες προσδοκίες τους. Με αυτήν την έννοια, ο ναζισμός και ο φασισμός αποδείχθηκαν όχι μόνον δυνάμεις κρούσης του καπιταλισμού, αλλά και ιστορικές εφεδρείες για τη μεταγενέστερη σταθεροποίησή του. Με τη λήξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, έληξε επίσης και η περίοδος των συνεπειών από την οικονομική κρίση του 1930. Φυσικό επακόλουθο ήταν η σάρωση και απορρόφηση όλων των φαινομένων που είχαν ανθίσει από τις δεκαετίες του 1930 και του 1940, ως υποκατάστατα στην αδυναμία λειτουργίας του παγκόσμιου συστήματος. Ο γερμανικός άξων συνετρίβη στρατιωτικά, αλλά ισοδύναμης υφής συντριβή ήταν κι αυτή καθεστώτων, που είχαν εμφανισθεί ως υποκατάστατα κατά την προηγηθείσα περίοδο της κρίσης: με τον Περόν στην Αργεντινή, με τον Βάργκας στη Βραζιλία, με το πρόγραμμα Βαρβαρέσου στην Ελλάδα (1952). Με την αποκατάσταση της λειτουργίας της παγκόσμιας οικονομίας στη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, απορροφήθηκαν οι κάθε είδους εθνικισμοί που είχαν ανθίσει κατά την περίοδο της κρίσης, ενώ μοναδικό εργαλείο «προσαρμογής» των οικονομιών απέμεινε πλέον το νομισματικό, με τη σταθερή αλλά αναθεωρούμενη σε τακτά χρονικά διαστήματα ισοτιμία.
Σήμερα, η παγκόσμια κρίση επικεντρώνεται επί του παρόντος στις δυτικές περιοχές του πλανήτη, από τις οποίες άλλωστε πυροδοτήθηκε από το 2007-2008. Οι αναδυόμενες χώρες, όπως η Κίνα, η Ινδία, η Βραζιλία, η Ρωσία, αντί να επιλέγουν τη ρήξη με την παλαιά και εξαντλημένη παγκόσμια τάξη πραγμάτων, αντί να προσφέρουν νέες κατευθύνσεις για την περαιτέρω πορεία και ανάπτυξη του παγκόσμιου συστήματος, προτιμούν να παραμένουν «χρηματοδότες» της παλαιάς τάξης πραγμάτων, ακόμη και κατά τη σημερινή καθοδική πορεία της. Ωστόσο, εάν το σενάριο του 1930 ενεργοποιήθηκε με τις ανταγωνιστικές νομισματικές υποτιμήσεις μεταξύ των εμπορικών εταίρων, σήμερα το ισοδύναμο αποτέλεσμα εξασφαλίζεται με τη γενίκευση σε πλανητική κλίμακα της πολιτικής των ανταγωνιστικών υφέσεων, που μοιραία επισπεύδουν την παγκόσμια αποδυνάμωση. Εάν ο διεθνής ανταγωνισμός στο επίπεδο των νομισμάτων αποδείχθηκε επικίνδυνος στο παρελθόν, σήμερα αυτός ο παγκόσμιος ανταγωνισμός στο επίπεδο τής εκ των άνω διοργάνωσης των ανταγωνιστικών υφέσεων μπορεί να αποδειχθεί κατά πολύ επικινδυνωδέστερος. Με τις νομισματικές υποτιμήσεις περικόπτεται η ονομαστική αξία των εισοδημάτων, ενώ με τις ανταγωνιστικές υφέσεις περικόπτεται κάτι πολύ βαθύτερο και ουσιαστικότερο: η πραγματική αξία όλων των αγορών ταυτόχρονα.
Σύμφωνα με τον Στηβ Ρόουτς, με τους σημερινούς ρυθμούς το παγκόσμιο σύστημα δεν θα έχει επιστρέψει στις επιδόσεις του 2007 παρά μόνον το 2015. Ωστόσο, δεν ήταν αναγκαίο τα σημερινά υψηλά επίπεδα του χρέους να επιβάλουν την οικονομική επιβράδυνση, που παρατηρείται σήμερα στις δυτικές υπερχρεωμένες οικονομίες, ως δήθεν αναγκαία για την αποπληρωμή των χρεών. Αντίθετα, η διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης θα ήταν αναγκαία προϋπόθεση για την αποπληρωμή και την εξασφάλιση των πιστωτών. Αμέσως μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το αμερικανικό ομοσπονδιακό χρέος είχε ανέλθει σε 144% του αμερικανικού ΑΕΠ. Όμως, έπειτα από τρεις δεκαετίες, είχε κατέλθει σε 35% του ΑΕΠ. Η αμερικανική επίδοση έγινε εφικτή εξαιτίας της ταχύρρυθμης ανάπτυξης του ΑΕΠ κατά την αντίστοιχη περίοδο 1945-1975, αλλά επίσης και λόγω του πληθωρισμού, με τον οποίο υποτιμήθηκε η αξία του χρέους σε σχέση με εκείνη του ΑΕΠ. Σήμερα οι πιστωτές επιβάλλουν στους υπερχρεωμένους οφειλέτες τους υφεσιακές και αποπληθωριστικές πολιτικές, με συνέπεια να συμπιέζονται προς τα κάτω οι τιμές των αγαθών, των υπηρεσιών και των εισοδημάτων, ενώ παράλληλα οι αξίες των χρεών διατηρούνται ανέπαφες. Επιβαρύνεται έτσι το ειδικό βάρος των χρεών σε σχέση με τα πράγματι διαθέσιμα εισοδήματα, με αυτονόητη συνέπεια, και μόνο εξ αυτού του λόγου να είναι αδύνατο να τηρηθούν οι αποπληρωμές των χρεών.
Είναι ακριβές ότι οι υφεσιακές πολιτικές δυσχεραίνουν και συχνά καθιστούν ανέφικτη την αποπληρωμή των χρεών, όπως ακριβώς το είχε διαπιστώσει ο συντηρητικός αμερικανός οικονομολόγος της Σχολής του Σικάγου, Ίρβινγκ Φίσερ, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 19301. Ωστόσο, είναι επίσης ακριβές ότι με το σημερινό επίπεδο των χρεών, σε συνδυασμό με τις εφαρμοζόμενες πολιτικές λιτότητας, δεν θα μπορέσει πλέον να υπάρξει ανόρθωση των οικονομιών στο ορατό μέλλον. Αντιθέτως, θα πρέπει να αναμένεται μακρά περίοδος όχι μόνον στασιμότητας, αλλά, ακόμη χειρότερα, μείζονος οικονομικής και κοινωνικής καταστροφής, όπως ακριβώς το επισημαίνει ο Κένεθ Ρογκόφ από το Χάρβαρντ2. Σύμφωνα με αυτόν, η τρέχουσα κρίση δεν μπορεί να θεωρείται «κυκλική», αλλά είναι ασφαλώς «διαρθρωτική», δηλαδή προδιαγράφεται εξαιρετικά μακράς διαρκείας, καθόσον τίθεται σήμερα οξύ και επιτακτικό το αίτημα για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Ωστόσο, το πραγματικό ζήτημα είναι το εξής: ποια κατάσταση της οικονομίας είναι τελικά η πιο ευέλικτη και πιο εύπλαστη, ώστε οι απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις να πραγματοποιηθούν με τη μέγιστη αποτελεσματικότητα, αλλά και με το ελάχιστο ανθρώπινο και υλικό κόστος; Μια οικονομία σε επιτεινόμενη ύφεση και πτωτική δυναμική δύσκολα μεταρρυθμίζεται και αλλάζει, ενώ μια οικονομία με θετικούς αυξητικούς ρυθμούς παραμένει ασύγκριτα πιο ευέλικτη, περισσότερο δεκτική μεταρρυθμίσεων, πιο ευπροσάρμοστη στις νέες ανάγκες. Κι ακόμη, τα ελλείμματα δεν απορροφούνται με την ύφεση, αλλά μόνο με την ανάπτυξη. Μόνο αυτή διορθώνει τα ελλείμματα και διατηρεί τη δεκτικότητα και δυνατότητα προσαρμογής τής οικονομίας έναντι κάθε διαρθρωτικής αλλαγής.
1 Πρβλ. Irving FISCHER, «The Debt-Deflation Theory of Great Depressions», Econometrica 1933.
2 Πρβλ. Kenneth ROGOFF, «The Second Great Contraction», Project Syndicate, 2011/08.