Ο Άιχμαν στην Αθήνα
Η Χάνα Άρεντ, το ’63, γράφει το βιβλίο
«ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ» στο οποίο περιγράφει στιγμές και σκέψεις που της
γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια της δίκης του, μέρος της οποία παρακολούθησε για
κάποιες μέρες ζωντανά. Όπως υποδηλώνει και η υποσημείωση
του τίτλου, «Η κοινοτοπία του κακού» ο Άιχμαν εκπλήσσει την Άρεντ διότι δεν
αναγνωρίζει στο πρόσωπό του τα χαρακτηριστικά εκείνα τα οποία περιμένει κανείς να
συναντήσει σ’ ένα τέρας, που επιβαρύνεται με εκατομμύρια δολοφονίες.
Ο Άιχμαν δεν στέλνει στα
στρατόπεδα τους Εβραίους επειδή τους μισεί. «Δεν νοιώθω μίσος για τους
Εβραίους» δηλώνει κατά τη διάρκεια της δίκης, «απλώς υπάκουα στις εντολές του
Φύρερ, απλώς υπάκουα στο Νόμο, απλώς ήθελα να είμαι καλός στη δουλειά μου».
Η Άρεντ βρίσκει τον Άιχμαν
εντελώς φυσιολογικό, ψυχολογικά ισορροπημένο και κοινότοπο και βγάζει το
συμπέρασμα ότι δεν υποκρίνεται όταν λέει ότι απλώς θέλει να κάνει καλά τη
δουλειά του εκτελώντας πιστά αυτό που υπαγορεύει ο Νόμος, δηλαδή ο Φύρερ. Ο
Άιχμαν δεν εκπροσωπεί παρά τον γραφειοκράτη, τον άνθρωπο ενδιάμεσο κρίκο, που έχει
το καθήκον να πάρει αυτή τη στοίβα με χαρτιά από το ένα τραπέζι και να τη
μεταφέρει στο άλλο, ή να μεταφέρει μια εντολή από το ένα γραφείο στο άλλο.
Η δουλειά του γραφειοκράτη δεν
είναι να σκέφτεται και να εκφράζει αμφιβολίες γιαυτό που του έχει ανατεθεί, δεν
είναι να προτάσσει την ηθική του συνείδηση, αντιπαραβάλλοντάς την με την ηθική
της εντολής, ούτε να προτείνει βελτιώσεις και αντιρρήσεις, παρά να παραλαμβάνει
και να εκτελεί τις εντολές, διατηρώντας ακέραιη την αλυσίδα μεταβίβασης από την
κεφαλή ίσαμε τον τελευταίο της κρίκο.
Ο Άιχμαν έχει αυτές ακριβώς τις
ιδιότητες, και μέχρι το τέλος δεν αισθάνεται ενοχή για τις πράξεις που του
αποδίδονται, μιας και δεν θεωρεί ότι τις έκανε. «Εγώ δεν σκότωσα ποτέ μου
κανέναν άνθρωπο», ομολογεί. Ο Άιχμαν μπορεί αργότερα να λυπηθεί για τους
Εβραίους που εξολοθρεύτηκαν στο Άουσβιτς, αλλά δυσκολεύεται να καταλάβει ότι κι
αυτός ο ίδιος συνέβαλλε στο έγκλημα.
Πριν από κάμποσο καιρό, έγραφα για
τον «Συναισθηματικό κόσμο της κ. Λαγκάρντ» την περίοδο που εξέφραζε τη συμπόνια
της για τα φτωχά παιδιά του Νίγηρα, σε αντιπαράθεση με τα ελληνόπουλα, τα οποία
θεωρούσε προνομιούχα και ανάξια να καταστούν λήπτες ευγενών συναισθημάτων.
Τότε, είχα εκφράσει την άποψη ότι η κ. Λαγκάρντ αποστασιοποιείται ακούσια και
αυθόρμητα, και ότι όντως νοιώθει συμπάθεια για τα φτωχά παιδιά του Νίγηρα, τα
οποία γνωρίζει μέσα από τις ιλλουστρασιόν εικόνες του National
Geographic, καθ’ ότι αδυνατεί να αναγνωρίσει ότι τα παιδιά αυτά έφτασαν στο
σημείο να προκαλούν συμπάθεια, όχι από κάποια φυσική θεομηνία, αλλά από τις πολιτικές
του οργανισμού του οποίου προεδρεύει. Αυτό η κ. Λαγκάρντ δεν μπορεί να το δει,
όχι γιατί παίζει άμυνα και κρύβεται, αλλά γιατί είναι ανήμπορη να αντιληφθεί και να σκεφτεί τις
παράπλευρες συνέπειες πίσω και πέρα από τις εντολές που μεταβιβάζει.
Η κ. Λαγκάρντ, καθώς και όλοι οι
όμοιοί της, όπως κι αυτοί που εκπροσωπούν την Τρόικα δεν είναι παρά μια τυπική
γραφειοκράτισσα, που μεταφέρει εντολές από τα γραφεία των οικονομικών
επιτελείων της στις κατά τόπους κυβερνητικές γραφειοκρατίες. Οι κάθε λογής
«μονόδρομοι» δεν είναι παρά η αλυσίδα, ο δίαυλος εντολών που πρέπει να κρατηθεί
ανέπαφος σε όλο του το μήκος, χωρίς να σπάσει.
Οι Λαγκάρντ, οι Τόμσεν, οι
Μαζούχ, οι Μορς και οι λοιποί τόσο εδώ, όσο κι από όπου αλλού πέρασαν, υπακούουν
σε ό,τι έχουν αποδεχτεί σαν αδήριτους και αναπόδραστους οικονομικούς νόμους και
διαπράττουν, υπακούοντάς τους, μαζικά εγκλήματα για τα οποία ουδέποτε ένοιωσαν ή
νοιώθουν υπεύθυνοι και ένοχοι. Προσπαθούν, απλά, να κάνουν τη δουλειά που τους ανατέθηκε
με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, ώστε να διατηρήσουν τη θέση τους, τα προνόμιά τους,
ίσως και για να πάρουν προαγωγή.
Όπως κι ο Άιχμαν τελικά…
ΥΓ. Η ταινία είναι της Μαργκερίτ
φον Τρόττα και παίζεται αυτές τις μέρες στην Αθήνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου