Η χώρα μου είναι αποικία μιας πιο μεγάλης αποικίας»
Ανατομία του χρέους: Η εξουσία της ηθικής και το ανήθικο της εξουσίας
Γιάννης Σταυρακάκης
Στον οξυμμένο δημόσιο διάλογο, που συνοδεύει την ολοένα και
μεγαλύτερη βύθιση της Ελλάδας στο βάραθρο της οικονομικής και κοινωνικής
κρίσης, τα ηθικολογικά και θεραπευτικά επιχειρήματα κατέλαβαν εξαρχής
προνομιακή θέση. Στο ένα άκρο, το κυρίαρχο, συναντά κανείς την
αυτομαστίγωση της ελληνικής ιδιαιτερότητας που παρουσιάζεται ως μοναδική
παραφωνία στην ευρωπαϊκή «οικογένεια» και χρεώνεται με κάθε είδους
παρεκτροπή από ένα εξιδανικευμένο μοντέλο ευρωπαϊκής κανονικότητας.
Πρόκειται για το συμμετρικό είδωλο της αναπαράστασης που διαδόθηκε
αρχικά και διεθνώς: η ελληνική κρίση ως μια εξαπλούμενη νόσος που
απειλεί να μολύνει τον κατά τα άλλα υγιή ευρωπαϊκό κορμό. Στο άλλο άκρο,
συναντούμε την απόδοση κάθε ευθύνης σε εξωτερικούς παράγοντες που
κακόβουλα επιχειρούν την αποικιακή άλωση της Ελλάδας. Εδώ οι νοσογόνοι
παράγοντες εισβάλλουν έξωθεν και απειλούν την ίδια την επιβίωση ενός
ηθικά άμεμπτου και κλινικά υγιούς εθνικού σώματος.
Είναι προφανές ότι, ιδίως στις πιο ακραίες διατυπώσεις τους,
και οι δύο αυτοί ισχυρισμοί πάσχουν από την ίδια επιλεκτική στόχευση:
αγνοούν ή υποβαθμίζουν τις πολύπλοκες και βαθύτατες σχέσεις που συνδέουν
από δεκαετίες, αν όχι αιώνες, το μέσα με το έξω. Ας μην ξεχνούμε τα
αυτονόητα: η Ελλάδα υπήρξε μια χώρα ενταγμένη στο διεθνές καπιταλιστικό
σύστημα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη με λίγο-πολύ λειτουργικό
τρόπο, κάτι για το οποίο επαίρονταν μέχρι πολύ πρόσφατα τόσο οι
ελληνικές ελίτ όσο και οι ευρωπαϊκές. Γι’ αυτό, εξάλλου, στις
περισσότερες περιπτώσεις, οι παρεκτροπές που αποδίδονται στην ελληνική
ιδιαιτερότητα δεν έγιναν ερήμην της «κανονικής» Ευρώπης αλλά με την
ενεργητική εμπλοκή της: έτσι, π.χ., η απόδοση της διαπλοκής στο ηθικό
και πολιτισμικό έλλειμμα της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας αποσιωπά
τόσο τα οφέλη που αποκόμισαν οι κρατικοί προμηθευτές –ευρωπαϊκές
επιχειρήσεις και κράτη-ατζέντηδες– όσο και τη σταδιακή μετάλλαξη
ολόκληρου του ευρωπαϊκού μοντέλου, όπου πλέον η διαπλοκή όχι απλώς
ανθεί, αλλά και νομιμοποιείται θεσμικά, καθώς η λαϊκή κυριαρχία και η
δημοκρατική αντιπροσώπευση έχουν, σε μεγάλο βαθμό, υποκατασταθεί από ένα
σύστημα μεταδημοκρατικό. Ένα σύστημα όπου, σύμφωνα με τη διατύπωση του
Βρετανού κοινωνιολόγου Κόλιν Κράουτς (Colin Crouch), «μολονότι
διεξάγονται εκλογές και οι κυβερνήσεις μπορούν να αλλάξουν [...] πίσω
από το θέαμα του προεκλογικού παιχνιδιού, η πολιτική διαμορφώνεται
ουσιαστικά στον ιδιωτικό χώρο, με διαπραγματεύσεις και συνδιαλλαγές
ανάμεσα στις εκλεγμένες κυβερνήσεις και τα κυρίαρχα στρώματα που
εκπροσωπούν σχεδόν αποκλειστικά τα συμφέροντα των επιχειρήσεων».
Αν, λοιπόν, ενδημεί κάποια «νόσος» εδώ, αυτή δεν είναι άλλη από
την πολυοργανική κρίση ολόκληρου του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, η οποία
βέβαια εμφανίζει διαφορετική συμπτωματολογία ανάλογα με το
(κράτος-)μέλος που ερευνούμε και την (ιδιαίτερη κάθε φορά) τροπή της
ένταξής του στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική. Αυτό επιβεβαιώνει, εξάλλου,
και η ίδια η δυναμική της κρίσης, καθώς δεν περιορίστηκε φυσικά στην
ελληνική περίπτωση, ούτε καν στα λεγόμενα P.I.I.G.S., αλλά αγγίζει πλέον
τον πυρήνα της ένωσης. Η νόσος, με άλλα λόγια, έχει προσβάλει όλα τα
μέλη του υποτιθέμενου υγιούς σώματος, με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς
μάλιστα –για τους οποίους η επιεικέστερη διάγνωση αναφέρεται στο
διαβόητο «δημοκρατικό έλλειμμα»– να λειτουργούν ως κατεξοχήν ξενιστές
της. Για να χρησιμοποιήσουμε το αποικιακό/μετααποικιακό λεξιλόγιο που
ξανάγινε της μόδας, προσθέτοντας μια χαμπερμασιανή νότα, αν επιχειρείται
κάποια αποικιοποίηση, αυτή αφορά μάλλον ολόκληρο τον ευρωπαϊκό
βιόκοσμο. Η καταγγελία ότι η Ελλάδα μετατρέπεται σε αποικία της
γερμανικής Ευρώπης είναι πρόδηλα ανεπαρκής στον βαθμό που δεν
συλλαμβάνει ότι ολόκληρη η Ευρώπη (συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας της
Γερμανίας, από την οποία ξεκίνησε η εφαρμογή της λιτότητας και στην
οποία, αργά ή γρήγορα, θα επιστρέψει) μοιάζει να έχει μετατραπεί σε
«αποικία» του πιο νοσηρού νεοφιλελεύθερου ζηλωτισμού και της
μεταδημοκρατικής, αν όχι αντιδημοκρατικής πια, δυναμικής του. Με άλλα
λόγια, μετά από μια εικοσαετία, επιβεβαιώνεται ο προφητικός ίσως στίχος
των Stereo Nova από το 1992: «η χώρα μου είναι αποικία μιας πιο μεγάλης
αποικίας».
Παράδοξα του χρέους
Περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο, το ελληνικό χρέος έχει
αναδειχθεί σε κατεξοχήν τεκμήριο της ελληνικής ιδιαιτερότητας, ως
κατεξοχήν σύμπτωμα της ελληνικής ασθένειας. Έτσι, η υπερχρέωση, η
συσσώρευση του χρέους, χρησιμοποιείται κατά κόρον ως βάση μιας διάχυτης
και συγχρόνως εξατομικευμένης ενοχοποίησης, με σκοπό την ευρύτερη
νομιμοποίηση της επιβαλλόμενης, άδικης όσο και αναποτελεσματικής,
πολιτικής. Σε αυτό ακριβώς το σημείο, όμως, εμφανίζονται ορισμένοι
δυσεξήγητοι γρίφοι που αξίζουν την προσοχή μας. Κατά πρώτο λόγο, δεν
πρέπει να ξεχνούμε ότι το ίδιο το τεκμήριο της παρεκτροπής –η
υπερχρέωση– μέχρι πρότινος αποτελούσε κοινωνικά επιβεβλημένο καθήκον
κάθε καταναλωτή που σεβόταν τον εαυτό του, αλλά και κάθε κρατικής
οντότητας – με το ελληνικό κράτος να σπεύδει να επωφεληθεί των χαμηλών
επιτοκίων που εξασφάλισε η είσοδος στο ευρώ. Κατά δεύτερο λόγο, πώς
εξηγείται το γεγονός ότι οι πολιτικές που εφαρμόζονται με δεδηλωμένο
σκοπό τη θεραπεία αυτού του συγκεκριμένου προβλήματος –της οικονομικής
και ηθικής αστοχίας της υπερχρέωσης–, ενώ φαίνεται να χαλιναγωγούν το
έλλειμμα, υπόσχονται να «σταθεροποιήσουν» το χρέος (ως ποσοστό του
Α.Ε.Π.) σε ορίζοντα δεκαετίας σχεδόν στα ίδια επίπεδα που είχε με το
ξέσπασμα της κρίσης; Δεν αποκαλύπτει αυτή η ομολογία ότι, τουλάχιστον σε
τούτη την ευαίσθητη φάση, το χρέος δεν λειτουργεί μόνο ως πρόβλημα ή
παθολογία που χρήζει θεραπείας, αλλά επίσης και ως ένας μηχανισμός
ελέγχου που, ως τέτοιος, οφείλει να διαιωνιστεί για να μπορεί και να
χρησιμοποιείται ποικιλοτρόπως;
Τούτο είναι, εν ολίγοις, το παράδοξο με το οποίο είμαστε
αντιμέτωποι. Από τη μια μεριά, η συσσώρευση χρέους καταγγέλλεται
αναδρομικά ως ανήθικη πρακτική ενώ για δεκαετίες αποτέλεσε την κεντρική
ηθική προσταγή του ύστερου καπιταλισμού της κατανάλωσης. Κατόπιν,
ξεκινάει το «διαίρει και βασίλευε»: το φταίξιμο εξατομικεύεται και
αποδίδεται κατά σειρά σε συγκεκριμένα κράτη (αρχικά στην Ελλάδα και
κατόπιν στα P.I.I.G.S.), συγκεκριμένες ομάδες στο εσωτερικό των κρατών
(αρχικά στους δημόσιους υπαλλήλους πριν περιλάβει ο οδοστρωτήρας και τον
ιδιωτικό τομέα), αλλά και σε μεμονωμένα άτομα (εδώ το μέλος της
επάρατης συντεχνίας θα συναντήσει το ανήθικο γκόλντεν μπόι, με τη
διαφορά ότι ενώ ο πρώτος χάνει μαζί με τα όποια προνόμια και το έδαφος
κάτω από τα πόδια του, το δεύτερο συνεχίζει, λίγο-πολύ, να επιβραβεύεται
ακόμα και σήμερα με τα διαβόητα μπόνους για τις μνημειώδεις αστοχίες
του)· τέλος, μία «λίτρα κρέας» ζητείται απ’ όλους – με την αυτονόητη
εξαίρεση της ελίτ των υπερπλουσίων. Από την άλλη μεριά, ωστόσο, το χρέος
προβάλλει σαν κάτι που πρέπει παντοιοτρόπως να προστατευτεί, έτσι ώστε
να μπορεί να λειτουργεί, όπως του αρμόζει, σαν εργαλείο εκβιασμού,
υποταγής και ελέγχου.
Πώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε αυτή τη διττή λειτουργία; Αποτελεί
προνόμιο των χωρών που έχουν τεθεί υπό επιτροπεία και των κατοίκων τους
ή μήπως πρόκειται για γενικευμένο μηχανισμό, ενδεικτικό της διάχυτης αποικιοποίησης
στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω; Οφείλουμε να συλλάβουμε το ευρύτερο
πλαίσιο, ξεφεύγοντας από τα περιοριστικά δίπολα από τα οποία ξεκινήσαμε.
Μήπως, πριν απ’ όλα, αποτελεί σύμπτωμα της νεοφιλελεύθερης, μεταδημοκρατικής ηγεμονίας; Ένα σύμπτωμα που εσχάτως μετατρέπεται επιδέξια και σε εργαλείο
αναπαραγωγής της; Εργαλείο ιδιαίτερα αποτελεσματικό στον βαθμό που δρα
τόσο στο επίπεδο των οικονομικών κύκλων όσο και σε εκείνο του κοινωνικού
ελέγχου και της υποκειμενικής συμμόρφωσης;
σελ. 1 (από: 3) | ΧΡΟΝΟΣ 01 (05.2013) | < προηγ. άρθρο | επόμ. σελίδα > |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου