ένα απόσπασμα από την ιστορία
πηγη: http://www.peri-grafis.com/ergo.php?id=1070
Όταν την ετοίμασαν και τη μακίγιαραν, με τα βλέφαρα ελαφρά βαμμένα σκούρα, το στόμα κατακόκκινο, οι ρόγες κι ο περίγυρός τους κοκκινισμένα, το κάτω μέρος της κοιλιάς κόκκινο κι αυτό, με άρωμα κάτω από τις μασχάλες και στο φύλο της, ανάμεσα από τα μπούτια, ανάμεσα από τα στήθια και στις παλάμες, τη πήγαν σ' ένα δωμάτιο όπου ένας καθρέφτης με τρεις όψεις κι ένα τέταρτο στον τοίχο, βοηθούσαν να κοιταχτεί κανείς από κάθε πλευρά. Της είπαν να καθήσει σ' ένα σκαμνάκι ανάμεσα στους καθρέφτες και να περιμένει. Το ταμπουρέ ήτανε σκεπασμένο με μαύρη γούνα που κάπως την αγκύλωνε, το χαλί μαύρο, οι τοίχοι κόκκινοι. Είχε στα πόδια κόκκινα πασούμια. Σε μιαν από τις πλευρές του μπουντουάρ, υπήρχε ένα μεγάλο παράθυρο που έβλεπε σ' ένα σκοτεινό πάρκο. Είχε πάψει να βρέχει, τα δέντρα κουνιόνταν από τον άνεμο, το φεγγάρι έτρεχε ψηλά, μέσα από τα σύννεφα. Δε ξέρω πόσο καιρόν έμεινε έτσι μέσα στο κόκκινο μπουντουάρ, ούτε κι αν ήταν εντελώς μόνη όπως το πίστευε, ή αν κάποιος τη κοίταζε πίσω από ένα καμουφλαρισμένο άνοιγμα του τοίχου. Μα αυτό που γνωρίζω είναι ότι, όταν οι δυο γυναίκες ξαναγύρισαν, η μια κρατούσε ένα μέτρο ράφτρας κι η άλλη ένα καλάθι. Ένας άντρας τις συνόδευε, ντυμένος με μια μακριά ρόμπα σε χρώμα βιολέ, με στενά μανίκια στους καρπούς και φαρδιά στους αγκώνες και που άνοιγε στη μέση, όταν περπατούσε. Κάτω από τη ρόμπα φαινόταν ένα εφαρμοστό εσώβρακο που κάλυπτε τις κνήμες και τα μπούτια κι άφηνε ανοιχτό το φύλο. Κι αυτό είδε πρώτα απ' όλα η Ο, στο πρώτο του βήμα, κι έπειτα το μαστίγιο από δερμάτινες λουρίδες, περασμένο στη μέση του κι έπειτα ότι ο άντρας αυτός είχε σκεπασμένο το πρόσωπό του με μια μαύρη κουκούλα όπου ένα μαύρο τούλι σκέπαζε ως και τα μάτια -και τέλος, φορούσε μαύρα γάντια από λεπτό δέρμα. Της είπε να μη κινηθεί, μιλώντας της στον ενικό και στις γυναίκες να βιαστούν να φύγουν. αυτή που κρατούσε το μέτρο, μέτρησε το λαιμό της Ο και τους καρπούς της. Ήτανε συνηθισμένες οι διαστάσεις αν και κάπως μικρότερες. Εύκολα βρέθηκαν στο καλάθι που κρατούσε η άλλη γυναίκα, το κολιέ και τα βραχιόλια που της ταιριάζανε και να πως ήτανε καμωμένα: σε πολλά δερμάτινα πάχη (κάθε πάχος αρκετά λεπτό, συνολικά όχι περισσότερο από ένα δάχτυλο), που κλείναν με μιαν αλυσίδα, όταν τη κλείνουνε δε μπορεί ν' ανοίξει παρά μόνο με κλειδί. Στο αντίθετο ακριβώς μέρος από το κούμπωμα, μες στα διάφορα πέτσινα κομμάτια, σχεδόν με τέλειαν εφαρμογή, υπήρχε μεταλλικός χαλκάς που μπορούσε να στερεωθεί στο βραχιόλι, αν το επιθυμούσαν, γιατί ήτανε σφιχτοβαλμένο στο χέρι και το κολιέ πολύ σφιγμένο στο λαιμό, αν κι αρκετά λεύτερο ώστε να μη προκαλεί πληγή και να μπορεί να περάσει μέσα του ένα λεπτό δέσιμο.
Της έβαλαν λοιπόν τούτο το κολιέ κι αυτά τα βραχιόλια στο λαιμό και τους καρπούς της κι έπειτα ο άντρας της είπε να σηκωθεί. Κάθισε στη θέση της πάνω στο σκαμνί με τη γούνα και την έφερε κοντά προς τα γόνατά του, πέρασε το γαντοφορεμένο χέρι του ανάμεσα στα μπούτια της κι επάνω στα στήθη της και της εξήγησε πως το ίδιο βράδυ θα τη παρουσίαζαν, έπειτα από το δείπνο που θα το 'παιρνε μόνη της. Πράγματι, δείπνησε μόνη της, πάντα γυμνή, σ' ένα είδος μικρού γραφείου, όπου έν αόρατο χέρι της έφερνε φαγητά από μια θυρίδα. Όταν τέλειωσε το δείπνο οι δυο γυναίκες ήρθαν να τη πάρουν. Στο μπουντουάρ, τοποθέτησαν μαζί πίσω στη πλάτη της, τους δυο χαλκάδες των βραχιολιών της, της έβαλαν πάνω στους ώμους πιασμένη μ' ένα κολιέ, μια μακριά κόκκινη κάπα, που τη κάλυπτε ολάκερη, αλλά που άνοιγε όταν περπατούσε, αφού δε μπορούσε να τη συγκρατήσει γιατί είχε δεμένα τα χέρια της πίσω στη πλάτη. Μια γυναίκα προχωρούσε μπροστά της κι άνοιγε τις πόρτες, η άλλη την ακολουθούσε και τις ξανάκλεινε. Διασχίσαν ένα διάδρομο, δυο σαλόνια και μπήκανε στη βιβλιοθήκη, όπου τέσσερεις άντρες παίρνανε τον καφέ τους. Φορούσαν τις ίδιες μεγάλες ρόμπες όπως κι ο πρώτος, ήσαν όμως δίχως μάσκες. Ωστόσο δε πρόφτασε η Ο να διακρίνει αν ήταν κι ο εραστής της ανάμεσά τους (ήτανε πράγματι) γιατί ένας εξ αυτών έστρεψε προς το μέρος της ένα προβολέα που τη τύφλωνε.
Όλοι μείναν ακίνητοι, οι δυο γυναίκες ζερβόδεξα κι οι άντρες απέναντι που τη κοίταζαν. Έπειτα ο προβολέας έσβησε κι οι γυναίκες φύγανε. Ξανάβαλαν όμως πάλι ένα πανί στα μάτια της Ο. Τότε τη βάλανε να περπατήσει, κάπως σκοντάφτοντας κι αισθάνθηκε να βρίσκεται μπρος σε μεγάλη φωτιά, εκεί που κάθονταν οι τέσσερεις άντρες: αισθανόταν τη θερμότητα κι άκουγε στη σιγαλιά το θόρυβο που κάμανε καίγοντας τα ξύλα. Ήταν απέναντι από τη φωτιά. Δυο χέρια σηκώσανε τη κάπα της, άλλα δυο γλυστρήσανε κατά μήκος του κορμιού για να ελέγξουνε το δέσιμο των βραχιολιών: δεν ήτανε γαντοφορεμένα κι έν απ' αυτά μπήκε μέσα της κι από τις δυο μεριές ταυτόχρονα, τόσον απότομα που 'βγαλε μια κραυγή. Κάποιος γέλασε. Κάποιος άλλος είπε:
-"Ας τη γυρίσουμε να δούμε τα στήθη και τη κοιλιά".
Τη γυρίσανε κι η ζέστη της φωτιάς γινόταν αισθητή στη μέση της. Ένα χέρι της έπιασε το 'να στήθος, ένα στόμα της έπιασε την άκρη του άλλου. Όμως ξαφνικά έχασε την ισορροπία της κι έπεδε προς τα πίσω, κρατημένη -από ποιά άραγε χέρια;- ενώ εντωμεταξύ τις άνοιγαν τα πόδια και τα χείλη, ελαφρά, αισθάνθηκε μαλλιά ανάμεσα στα μπούτια της. 'Ακουσε να λένε πως έπρεπε να τη βάλουνε να γονατίσει. Έτσι κι έγινε. Αισθανόταν πολύ άσχημα έτσι γονατιστή και πιότερο γιατί δεν έπρεπε να πλησιάσει τα γόνατά της και γιατί τα δεμένα στη πλάτη χέρια της τη κάνανε να γέρνει κάπως εμπρός. Της επέτρεψαν τότε να σκύψει λίγο προς τα πίσω, μισοκαθισμένη στις φτέρνες, όπως κάμουν οι καλόγριες.
-"Δεν την έχετε ποτέ δέσει";
-"Όχι ποτέ".
-"Ούτε μαστιγώσει";
-"Ποτέ, αλλ' ακριβώς...", απαντούσεν ο εραστής της.
-"Ακριβώς", είπεν η άλλη φωνή, "αν τη δένατε που και που, αν τη μαστιγώνατε λιγάκι κι αν αυτό της άρεσε!... Αυτό που χρειάζεται είναι να ξεπεραστεί η στιγμή όπου θα αισθανόταν ευχαρίστηση για να προκληθούνε δάκρυα".
-------------------------------------------------------------------------------------------
απόσπασμα από το βιβλίο Εκδόσεων Μαστορίδη σε μετάφραση του ίδιου του Δανιήλ Μαστορίδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου