Αναγνώστες

Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2010

Αναδημοσιευση απο παλιοτερο Ιο ...Ο "μαύρος" του κ. Μεϊμαράκη...διαβαστε το ...εχει ενδιαφερον


Το δεξί χέρι του κ. Μεϊμαράκη στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας, ο επίσημος εκπρόσωπός του, αναπτύσσει μια ιδιότυπη "αντιφιλελεύθερη" θεωρία και καλλιεργεί προνομιακές σχέσεις μ' αυτό που ο πρωθυπουργός μέχρι τον Σεπτέμβριο ονόμαζε "άκρα".
 
Η Κεντροαριστερά κερδίζει τις εκλογές στην Ελλάδα, ύστερα από ένα κύμα μαζικών απολύσεων κι εργατικές ταραχές στις οποίες έχουν παίξει σημαντικό ρόλο οι ξένοι μετανάστες, ενώ οι απογοητευμένοι εθνικόφρονες το ρίχνουν στην αποχή.

Σχηματίζει κυβέρνηση κι εφαρμόζει ένα πρόγραμμα «άκρατης φιλελευθεροποίησης των κοινωνικών σχέσεων» κι «εθνικού και θρησκευτικού αποχρωματισμού» της ελληνικής κοινωνίας. Επιτρέπει στους μετανάστες να ψηφίζουν και να είναι υποψήφιοι στις δημοτικές εκλογές, ποινικοποιεί το ρατσισμό, προσλαμβάνει Αλβανούς και Πακιστανούς στα σώματα ασφαλείας, αποποινικοποιεί τα ναρκωτικά, θεσμοθετεί το γάμο των ομοφυλόφιλων, θεσπίζει θετικές διακρίσεις υπέρ μειονεκτουσών κοινωνικών ομάδων, καταργεί την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, στηρίζει νομοθετικά την ελεύθερη συμβίωση, προβάλλει τη σύγχρονη τέχνη, εξομοιώνει «τις παραδοσιακές θρησκείες με τις σέκτες της Νέας Εποχής», καταργεί το άβατο του Αγ. Ορους, διώκει τις χριστιανικές Εκκλησίες και ...απαγορεύει την ελληνική σημαία και τον εθνικό ύμνο!

Ευτυχώς όμως, σε τούτη τη χώρα υπάρχουν πατριώτες – για την ακρίβεια, άνθρωποι που «επιμένουν στους παλιούς τρόπους» κι αποφασίζουν να σώσουν την πατρίδα από «τη φασιστική εξουσία των φιλελευθέρων κηρύκων της πολυπολιτισμικής κοινωνίας». Συγκροτούν μια ένοπλη οργάνωση (τους «μαύρους») κι αρχίζουν το αντάρτικο κατά του ανθελληνικού καθεστώτος και της «εμποροκρατίας» του. Απολαμβάνουν την υπόγεια στήριξη των ελλήνων αστυνομικών και κυρίως των ενόπλων δυνάμεων που, «παρά τις οχλήσεις της κυβέρνησης», αρνούνται να πάρουν μέρος στη σύγκρουση. Τελικά, χάρη στην αποφασιστική συμμαχία τους με τα «σκληρά καρύδια» της ρώσικης μαφίας, καταλαμβάνουν την εξουσία ύστερα από ένα εικοσιτετράωρο οδομαχιών με «ένοπλους αλλοδαπούς και μέλη ένοπλων αριστερών οργανώσεων».

Ακολουθεί η εκκαθάριση των αντεθνικών και «διεφθαρμένων» στοιχείων κι η ανατολή μιας καινούριας εποχής για τον τόπο: «Οι Εθνικιστές είχαν επικρατήσει, είχαν σώσει τη χώρα από έναν εφιάλτη. Ο ραγιαδισμός, ο μισελληνισμός και η υποτέλεια αποτελούσαν παρελθόν και οι Έλληνες ατένιζαν το μέλλον με αισιοδοξία».

Δεν πρόκειται για το καινούριο λογοτεχνικό πόνημα του χρυσαυγίτη «Περίανδρου», ούτε για το σενάριο κάποιου φασιστικού wargame. Την ιστορία που παραθέσαμε, τοποθετημένη μάλιστα χρονικά στο εξαιρετικά κοντινό «2015 - 2021 μ.Χ», αφηγείται υπό μορφήν μυθιστορήματος ο ίδιος ο εκπρόσωπος Τύπου του Βαγγέλη Μεϊμαράκη στο Υπουργείο Εθνικής Αμυνας, Νίκος Χιδίρογλου. Οπως εξηγούμε παραδίπλα, το εν λόγω βιβλίο («Οχι στην Παλιά Πόλη», εκδ. Ερωδιός, Θεσ/νίκη 2007) έχει μετατραπεί -και δίκαια- σε παντιέρα και όργανο ζύμωσης της εγχώριας ακροδεξιάς στην πάλη της κατά του «εσωτερικού εχθρού».

Θα μπορούσε βέβαια να ισχυριστεί κανείς ότι το περιεχόμενο ενός μυθιστορήματος δεν συνδέεται απαραίτητα με την πολιτική δραστηριότητα του δημιουργού του. Ας μας επιτραπεί να διαφωνήσουμε: υπάρχει μια τουλάχιστον κατηγορία λογοτεχνικών έργων που φιλοδοξούν ν’ αποτελέσουν άτυπα πολιτικά προγράμματα, διατυπώνοντας με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια αναλύσεις και προτάγματα που -για διάφορους λόγους- δεν μπορούν να ειπωθούν με άλλη μορφή. Παραδείγματα υπάρχουν άφθονα: οι «Ακυβέρνητες Πολιτείες» και το «Ζ», η «Κάθοδος των Εννιά» και η «Ορθοκωστά», η «Φάρμα των Ζώων» και το «1984».

Η σύγκρισή τους με το πόνημα του κ. Χιδίρογλου μπορεί να είναι βέβαια κάπως ιερόσυλη όσον αφορά τη λογοτεχνική πλευρά, δεν υπάρχει όμως η παραμικρή αμφιβολία ότι σ’ αυτή την κατηγορία εντάσσει ο ίδιος το έργο του.

«Σάλπισμα εγρήγορσης»

«Το κείμενο ξεχειλίζει από αγωνία για το αύριο ενός κόσμου, όπου τα παιδιά όλων μας θα κληθούν να ζήσουν», εξηγεί χαρακτηριστικά ο συγγραφέας σε συνέντευξή του στο χουντικό «Ελεύθερο Κόσμο» (22.7.2007). «Αν δεν υπήρχε αυτή η διάχυτη αγωνία, ίσως το κείμενο να μην είχε την επιτυχία που έχει, τουλάχιστον μέχρι στιγμής». Και παρακάτω: «Πολλοί δημοσιογράφοι γράφουμε βιβλία. Ωρες ώρες αισθανόμαστε την ανάγκη να εκφραστούμε εκτός του πλαισίου των άνωθεν επιταγών ή σκοπιμοτήτων, της γραμμής του εκδότη και των έμμεσων λογοκρισιών».

Εξίσου σαφώς προσδιορίζει την ταυτότητα του κακού: «Οσοι απεργάζονται τη δημιουργία μιας κοινωνίας απαλλαγμένης από τα συστατικά της εθνικά στοιχεία έχουν όνομα, κ. συνάδελφε. Κι εγώ δεν είχα ποτέ πρόβλημα να το βροντοφωνάξω».

Χαρακτηριστική είναι τέλος η στιχομυθία με την οποία κλείνει η συνέντευξη:

ΕΡ: «Στο βιβλίο λέτε ότι ‘μόνο οι μαύροι είχαν όνειρα’. Πιστεύεις ότι στο μέλλον θα υπάρχουν από τη μία οι πατριώτες κάθε είδους και από την άλλη η διεθνιστική Αριστερά και ο κοσμοπολίτικος καπιταλισμός που θα εκπροσωπούν την Νέα Τάξη;»

Ν.Χ.: «Αυτή θα είναι μια εξέλιξη που δεν θα δύναται να αποτραπεί, αν συνεχιστούν οι απόπειρες κάποιων να μετασχηματίσουν τις δυτικές κοινωνίες. Δεν μπορώ να γνωρίζω ποιές θα είναι στο μέλλον οι ακριβείς συνισταμένες του προβλήματος, δεν είμαι προφήτης. Ομως, μια τέτοια κατάσταση τείνει να διαμορφωθεί. Οσοι έχουν όνειρα, εντρυφούν στις παραδόσεις μας και επιζητούν μια ζωή με ελευθερία, υψηλή αισθητική και την απαραίτητη δόση ανορθολογισμού που θα τους επιτρέψει να ελπίζουν και να υπερβαίνουν τον ματεριαλισμό και τον καταναλωτισμό. Αλλιώς η εμποροκρατία, η πολιτιστική ομογενοποίηση και η ισοπέδωση, ελλοχεύουν για να τους καταστήσουν δεσμώτες».

Η πολιτική στόχευση του βιβλίου επιβεβαιώθηκε και κατά την επίσημη παρουσίασή του στη Θεσσαλονίκη, με ομιλητές επώνυμα στελέχη της ΝΔ. Από το ρεπορτάζ της «Ελεύθερης Ωρας», τακτικός αρθρογράφος της οποίας είναι ο Χιδίρογλου, διαπιστώνουμε ότι δεν δίστασαν να ευθυγραμμιστούν με το πολιτικό μήνυμά του.

Ο βουλευτής Θεσ/νίκης Κώστας Γκιουλέκας «σημείωσε ότι στο βιβλίο γίνεται μια προβολή στο μέλλον καταστάσεων, ψήγματα των οποίων υπάρχουν ήδη σήμερα», ενώ ο δήμαρχος Λαγκαδά Γιάννης Καραγιάννης το χαρακτήρισε «κάλεσμα σε εγρήγορση και συνέστησε στους νέους να το διαβάσουν». «Σάλπισμα για όσους εφησυχάζουν» το αποκάλεσε κι ο αναπληρωτής γραμματέας πολιτικού σχεδιασμού της Ν.Δ. Γιάννης Χατζής. Ο ίδιος ο συγγραφέας, τέλος, δήλωσε ότι φιλοδοξεί «να συγκινήσει όσους έχουν έστω και ψήγματα εθνικών ευαισθησιών» κι «εξέφρασε την άποψη ότι ‘τα μαντάτα δεν είναι καλά’ αλλά άφησε και μια νότα αισιοδοξίας, τονίζοντας ότι ‘ποτέ δεν έλειψαν από την Ελλάδα στρατιώτες’» («Ελ. Ωρα» 24.1.08).

Ο κ. Χατζής παρουσίασε το βιβλίο και στο Ναύπλιο, μαζί με το νομάρχη Αργολίδας Βασίλη Σωτηρόπουλο ("Ελ. Ωρα" 17.10.07). Στην Αθήνα, πάλι, το βιβλίο φέρεται να παρουσιάστηκε από το συγγραφέα του στα γραφεία του «Πατριωτικού Συλλόγου Θερμοπύλες». Από το σάιτ του συλλόγου, που φιλοξενεί τη σχετική είδηση, πληροφορούμαστε ότι τα εν λόγω γραφεία εγκαινιάστηκαν απ’ τον Κων/νο Πλεύρη, που αποτελεί κι έναν από τους συνήθεις ομιλητές εκεί, μαζί με τους Μάκη Βορίδη, Αδωνι Γεωργιάδη, Γεώργιο Γεωργαλά και Σία.

Ενδιαφέρον είναι τέλος το επίσημο βιογραφικό του κ. Χιδίρογλου, απ’ το οποίο διαπιστώνουμε ότι πρόκειται για γνήσιο τέκνο του κυβερνώντος κόμματος κι όχι για μέλος κάποιας φασιστικής γκρούπας που κάνει εισοδισμό στη μεγάλη παράταξη του «μεσαίου χώρου».

Γεννημένος το 1969 στη Γερμανία, γιος του εμπειρογνώμονα του ΥΠΕΞ για τα ελληνοτουρκικά Παύλου Χιδίρογλου και της πορτογαλίδας μεταφράστριας Μαρίας Ντε Τζέσους Φερρέιρα, «είναι στέλεχος της ΝΔ από το 1984» (σε ηλικία 15 ετών) και «το 2000 διετέλεσε Τομεάρχης Οργανωτικού του κόμματος». Σπούδασε πολιτικές επιστήμες (στην Αγγλία) κι ως δημοσιογράφος έχει εργαστεί στην «Ακρόπολη», στο «Metrorama», στο ραδιόφωνο του ΑΝΤ1, στο «Μακεδονία TV» και το «TV Πειραιάς», στον «Αντιφωνητή» της Κομοτηνής καθώς και σε κάποιο «Απόρρητο Δελτίο». Αγνωστό γιατί, στα βιογραφικά του αποσιωπά τη συνεργασία του με τη χουντοβασιλική «Ελεύθερη Ωρα» του Γρηγόρη Μιχαλόπουλου.

«Ολοκληρωτισμός» τίνος;

Ας επανέλθουμε, ωστόσο, στο μυθιστόρημα. Ενα πρώτο πράγμα που βγάζει μάτι, είναι το προκλητικό αναποδογύρισμα της πραγματικότητας απ’ τον εκπρόσωπο του ΥΠΕΘΑ, στην προσπάθειά του να φορτώσει τη ρετσινιά του «ολοκληρωτισμού» στους πολιτικούς του αντιπάλους.

Βασικά συστατικά στοιχεία του «φιλελεύθερου» καθεστώτος που γελοιογραφεί είναι οι ηλεκτρονικές κάμερες στους δρόμους (σ.19, 256, 29, 48 κ.εξ.), οι διαρκείς έλεγχοι βιομετρικών στοιχείων (σ.28, 47-49), η χαφιεδοκρατία (σ.49), η δρακόντεια αντιτρομοκρατική νομοθεσία (σ.23) και τα λευκά κελιά (σ.76).

Οι συντηρητικοί, αντίθετα, σπάζουν συστηματικά τις κάμερες (σ.29) και τα βιομετρικά μηχανήματα (σ.161). Δεν λείπουν ούτε τα περίφημα «τσιπάκια» (τρέμε Λιακόπουλε!), που οι «προοδευτικοί» περνάνε στο χέρι «όσων συνεργάζονται με συγκεκριμένες δημόσιες υπηρεσίες» (σ.103)...

Ο πολιτικός έλεγχος των μαζών, πάλι, επιτυγχάνεται χάρη «στην επιχείρηση αποπολιτικοποίησης την οποία είχαν ενορχηστρώσει επί μακρόν η ανανεωτική Αριστερά μαζί με τους φιλελεύθερους» (σ.108) – λάτρεις, ως γνωστόν, και οι δυο της δημοσιογραφίας τύπου Espresso.

Οι ιδεολογικοί φορείς του κακού κατονομάζονται τέλος ρητά κι είναι πρόσωπα υπαρκτά. Η αρχή τοποθετείται στο 2005, με «τα κείμενα των Τάκη Μίχα και Δημήτρη Σκάλκου» για «παραγωγική σύνθεση της φιλελεύθερης και της σοσιαλιστικής σοσιαλδημοκρατικής θεωρίας», τα οποία οδήγησαν στη διαμόρφωση και την εκλογική νίκη «των κατ’ επίφαση ‘δημοκρατικών’ δυνάμεων» (σ.39). Πρόκειται για υπαρκτό βιβλίο, με τον τίτλο «Φιλελεύθερη Σοσιαλδημοκρατία»!

Λίγο παρακάτω, ο συγγραφέας θέλει τους «προοδευτικούς» να βγάζουν εκτός νόμου το ...ΚΚΕ δυο χρόνια μετά την επικράτησή τους, για λόγους που παραμένουν αδιευκρίνιστοι (σ.35-6). Σαν καλός δεξιός, ο Χιδίρογλου φροντίζει βέβαια να επισημάνει πως οι κομμουνιστές απλώς «πληρώνουν την ίδια ανελευθερία που κάποτε θέλησαν και προσπάθησαν να επιβάλουν» (σ.34).

Εξίσου εύγλωττη είναι και η περιγραφή των γεγονότων που ανέτρεψαν την «κυβέρνηση συνεργασίας» των «κατ’ επίφασιν, όπως αποδείχθηκε, Εθνικιστών» (σ.70) κι οδήγησαν στην εκλογική νίκη της Κεντροαριστεράς: «Οι ταραχές είχαν οργανωθεί από εργάτες του συστήματος, συνδικαλιστές, αυτούς που κάποτε οι συντηρητικοί αποκαλούσαν υποτιμητικά ‘εργατοπατέρες’. Είχαν βγάλει στο δρόμο τους αλλοδαπούς εργάτες, μετά διαπραγματεύθηκαν μαζί τους και τους έδωσαν μερίδιο στην εξουσία» (σ.36).

Ολο το βιβλίο το διαπερνά ένας απροκάλυπτος αντικοινοβουλευτισμός και μια ελάχιστα συγκαλυμένη απέχθεια για τη δημοκρατία. Το διαπιστώνουμε, μεταξύ άλλων, και από τα διάσπαρτα τσιτάτα μεγάλων ανδρών που δίνουν στο πόνημα το χαρακτήρα σχολικής έκθεσης.

Ο ήρωας π.χ. του μυθιστορήματος «δεν ήταν πλασμένος να ζει ως υποτελής του συστήματος. Δεν ξεχνούσε τη ρήση του Αριστοτέλη, ότι ‘από τη στιγμή που θα γεννηθούμε, είναι καθορισμένο αν θα κυβερνήσουμε ή θα κυβερνηθούμε’. Αυτός γνώριζε ότι απλά δεν ανήκε στη δεύτερη κατηγορία» (σ.25). Κάποια στιγμή, μάλιστα, θυμάται «το Γάλλο ποιητή Λαμαρτίνο, που είχε πει ότι όσο περισσότερο γνωρίζει τους εκπροσώπους του λαού, τόσο περισσότερο θαυμάζει το σκύλο του» (σ.121).

Υπάρχουν άλλωστε και σαφέστερες ιστορικές αναφορές. Ο «στρατηγός Γρίβας» (της «Χ» και της ΕΟΚΑ Β΄) περιγράφεται σαν «η σπουδαιότερη φυσιογνωμία που είχε βγάλει ο Ελληνισμός στη Νεότερη Ιστορία του» (σ.102), διαβάζουμε για «την καταστρεπτική για την ελληνική κοινωνία διακυβέρνηση της χώρας από τη ‘Γενιά του Πολυτεχνείου’» (σ.59), ενώ για τη χούντα υπάρχει μόνο μια λακωνική -και κυρίως αμφίσημη- αναφορά: «Μια φορά την πάτησε ο στρατός και δεν την ξαναπατάει» (σ.138).

Εν οίκω και εν δήμω

Εκτός απ’ το «ιστορικό πλαίσιο», το βιβλίο περιλαμβάνει φυσικά και μια στοιχειώδη δραματική πλοκή. Κεντρική αντίθεση του έργου, δίπλα στην αναμέτρηση των «μαύρων» με «το σύστημα», είναι η σύγκρουση του ήρωα με τη γυναίκα του.

Αυτός: «Είχε τελειώσει γνωστό πρότυπο σχολείο των Αθηνών. Ηταν μακεδονικής καταγωγής και προερχόταν από μεγαλοαστική οικογένεια. Πρόγονοί του είχαν μετάσχει στον Μακεδονικό Αγώνα» (σ.55). «Ήταν ανέκαθεν κοινωνικός, λάτρης του ευ ζην, αγαπούσε να περιτριγυρίζεται από ανθρώπους που έλαμπαν» (σ.13-4). «Η βιβλιοθήκη του είχε πάνω από τρεις χιλιάδες βιβλία» (σ.16) και, φυσικά, «η γλώσσα του δεν ήταν του πεζοδρομίου. Ηταν γλώσσα μορφωμένου ανθρώπου» (σ.20). «Εξέπεμπε ακόμα έναν αέρα διαφορετικό, σχεδόν αριστοκρατικό» (σ.16).

Οργανωμένος ως φοιτητής «στους Εθνικιστές», διέκοψε τη δράση του «μετά το πανεπιστήμιο» (σ.78-9). Εκ των υστέρων, δικαιώνει τις προειδοποιήσεις «του συντηρητικού συγκατοίκου του»: «Η πατρίδα δεν πρέπει να πέσει στα χέρια της Αριστεράς. Αυτό είναι επικίνδυνο, δεν πρέπει να το επιτρέψουμε» (σ.59).

Αυτή: «Γόνος μικροαστικής οικογένειας, με καταγωγή από την Ηλεία, είχε καταφέρει να μπει στο Πανεπιστήμιο κάτω από αντίξοες συνθήκες. Οι γονείς της, δημόσιοι υπάλληλοι, ήταν στελέχη αριστερών οργανώσεων και την είχαν εμποτίσει με αντιλήψεις σοσιαλιστικές, που ενισχύθηκαν κατά τη φοίτησή της σε σχολείο των δυτικών συνοικιών. Εκεί είχε διαπρέψει στη διοργάνωση αποχών, καταλήψεων και γενικότερα εκδηλώσεων διαμαρτυρίας, με τη στήριξη μάλιστα των γονιών της. Έτσι είχε μάθει, έτσι λειτουργούσε. Τα ίδια και στο πανεπιστήμιο» (σ.55-6).

Μετά την επικράτηση των «μαύρων», η σύζυγος συλλαμβάνεται και «κρατείται προσωρινά σε γήπεδο μπάσκετ, μαζί με άλλα στελέχη» (σ.164). Ακόμη κι εκεί παραμένει αδιάλλακτη, κάνοντας τον άντρα της ν’ αναλογιστεί τα λόγια του Αποστόλου Παύλου: «Οσοι διέπραξαν ανομίες, θα χαθούν χωρίς λύπηση» (σ.168). Τελικά καταδικάζεται σε κάθειρξη 20 χρόνων (σ.181). «Στη δίκη της απευθύνθηκε με τρόπο προσβλητικό στους δικαστές» κι αυτοί ζήτησαν ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη «που απέδειξε τη βεβαρυμένη κατάσταση της ψυχικής υγείας της» (σ.199). Μετά από ένα εγκεφαλικό, θα αποφυλακιστεί «λόγω ανηκέστου βλάβης» (σ.200).

Η καθοριστική στιγμή της ρήξης στις σχέσεις του ζευγαριού ήρθε όταν η σοσιαλίστρια σύζυγος συνυπέγραψε αίτημα «των φεμινιστικών οργανώσεων αλλά και της Γραμματείας Ισότητας» για την κατάργηση του αβάτου του Αγ. Ορους: «Η γυναίκα του εκφράστηκε απρεπώς για τους Αγιορείτες μοναχούς, όταν εκείνος διαπίστωσε ότι η υπογραφή της δέσποζε ανάμεσα σε αυτές εκείνων που είχαν υποβάλει τη σχετική πρόταση στην κυβέρνηση και της ζήτησε εξηγήσεις. Εκείνη του είπε ότι δεν τον παντρεύτηκε επειδή έψαχνε καθοδηγητή. ‘Κοιμάμαι με ένα διάβολο, αισθάνομαι αηδία’ της απάντησε, αφήνοντάς την αποσβολωμένη και τσουρουφλισμένη. [...] Χτύπησε την πόρτα κι έφυγε. [...] Κάθε φορά που σκεπτόταν τη σύζυγό του, τον έπιανε ναυτία. Τη μισούσε» (σ.62).

Μετά το χωρισμό από τραπέζης και κοίτης, ο ήρωας απολύει τη ...γραμματέα του, αφήνει τις εκκρεμείς υποθέσεις του στους συνεργάτες του, σηκώνει λεφτά κι εξαφανίζεται (σ.63-4). Υστερα από ένα χρόνο παλιοζωής μεταξύ των αστέγων, προσχωρεί στους «μαύρους» (σ.68-96) για ν’ αναδειχθεί σε μυστικό πράκτορα κι αργότερα Υπουργό Δικαιοσύνης του νέου καθεστώτος. Προς μεγάλη του χαρά, τα δυο παιδιά του έχουν ενταχθεί κι αυτά στην οργάνωση (σ.168).

Στη διάρκεια του αγώνα, ο ήρωας γνωρίζει άλλωστε εκ νέου τον έρωτα στο πρόσωπο μιας συναγωνίστριας. «Ηταν δασκάλα σε πολυπολιτισμικό σχολείο και είχε εγκαταλείψει το πόστο της, λόγω των αφόρητων πιέσεων που δεχόταν στην υπηρεσία της από τους συναδέλφους της, που δεν της συγχωρούσαν την εθνική της ιδεολογία» (σ.136). «Δεν απέκρουσε το ενδιαφέρον του, ούτε του έδωσε γη και ύδωρ. Αφησε τα πράγματα να εξελιχθούν» (σ.135). Τελικά, μετά την επικράτηση της οργάνωσης, παντρεύονται στη μητρόπολη «σε πολύ στενό κύκλο» (σ.200).

Τα δικά μας παιδιά

Τι ακριβώς είναι όμως οι «μαύροι»; Χρησιμοποιούν κινεζικά δορυφορικά τηλέφωνα (σ.75, 125, 151-2), ρώσικα αντιαεροπορικά που τους προμηθεύει η μαφία (σ.101) και «χρωστούσαν πολλά στον πρέσβη της Ρωσικής Ομοσπονδίας» (σ.131). Κυρίως όμως διακρίνονται για τη βαθιά θρησκευτικότητά τους. Κεντρικό τους σύνθημα είναι «μια ρήση του Ιωάννη Χρυσόστομου» (σ.24), ενώ τη νύχτα πριν από την τελική αναμέτρηση «άλλοι περιεργάζονταν τα όπλα τους, άλλοι έπαιζαν με τα κομποσκοίνια τους» (σ.146).

Ο ηγέτης τους αποκαλείται «μπροστάρης», θεωρεί τους αντιπάλους του «παράσιτα» κι ο λόγος του ηχεί ανατριχιαστικά γνώριμος: «Ο τόπος θα λευτερωθεί οριστικά από τους αχρείους απάτριδες και τους κήρυκες της ανοχής, της ηθικής εξαχρείωσης και της εμποροκρατίας. Ζήτω το Εθνος! Κάτω η εμποροκρατία! Κάτω η Νέα Τάξη Πραγμάτων!» (σ.77-8).

«Το σύστημα», αντίθετα, στηρίζεται στην «πολυεθνική αστυνομία» του και σε πολιτοφυλακές αλλοδαπών μεταναστών κι «ένοπλων αριστεριστών». Μετά τη μάχη της Αθήνας, εστίες αντίστασης «προοδευτικών» απομένουν «μονάχα στην Κρήτη και σε κάποια νησιά του Ιονίου» (σ.163-4).

Αποκαλυπτική της εικόνας που ο εκπρόσωπος του ΥΠΕΘΑ έχει για τον «εσωτερικό εχθρό» είναι ωστόσο η διάταξη των συμμαχιών στη Βόρεια Ελλάδα, όπου «η Νέα Πορεία είχε στην κυριολεξία συμμαχήσει με το διάβολο»: στην Ήπειρο με τις «οργανώσεις των Τσάμηδων» και «Αλβανούς κακοποιούς» (σ.84), στη Φλώρινα και την Πέλλα «με τη συνεργασία Σλάβων και στελεχών της Νέας Πορείας να είναι απροκάλυπτη» (σ.85), στη Θράκη «με σωβινιστικά στοιχεία της μουσουλμανικής μειονότητας. Παντού προδοσία και μισελληνισμός» (σ.85).
Εξίσου εύγλωττα είναι τα συστατικά στοιχεία της εθνικής αναγέννησης που ευαγγελίζεται ο κ. Χιδίρογλου: οι «μαύροι» απαγορεύουν τις αμβλώσεις (σ.187), καταργούν τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων (σ.191), απαγορεύουν τις «εθνικά ύποπτες» ΜΚΟ (σ.192-3), αποχωρούν απ’ τη ζώνη του ευρώ (σ.186), αναπτύσουν στενές οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία και την Κίνα (σ.187), εκκαθαρίζουν δικαστικά «τους κόλπους της βιομηχανίας του θεάματος» από τη «διαφθορά» (σ.195), επανεξετάζουν τις «ελληνοποιήσεις» του παρελθόντος (σ.169) και προχωρούν σε «συνεχόμενες δίκες και καταδίκες» όσων «ήταν υπόλογοι για σωρεία εγκλημάτων κατά της εθνικής παράδοσης» (σ.197), θεσπίζοντας προφανώς νέα ιδιώνυμα εγκλήματα.

Εντυπωσιακή είναι, τέλος, η εκδοχή «επανίδρυσης του κράτους» που μας υπόσχεται ο εκπρόσωπος του κ. Μεϊμαράκη (σ.175): «Ο ‘μπροστάρης’, έχοντας την εμπειρία από προηγούμενες κυβερνήσεις των συντηρητικών, πρόσεξε πολύ αυτή τη φορά: όσοι είχαν πολεμήσει στις γραμμές της ‘Μάχης’, συμμετείχαν στη νέα προσπάθεια από διάφορα πόστα. ‘Ουδείς από τα στελέχη μας θα μείνει αναξιοποίητος, δικαιούνται όλοι ηθικά να συμμετέσχουν στην προσπάθεια ανοικοδόμησης της χώρας’, είπε. ‘Εγώ δεν είμαι άφιλος, δεν ξεχνώ όσους πρόσφεραν, όσους κινδύνεψαν για να λευτερωθεί η χώρα από το ζυγό του ολοκληρωτισμού’. Το τήρησε μάλιστα με θρησκευτική ευλάβεια».
 

«Μαυρίλα» Non Fiction


Ο εκπρόσωπος του κ. Μεϊμαράκη δεν γράφει μόνο μυθιστορήματα. Τις ίδιες ακριβώς απόψεις (εκτός από το κάλεσμα σε ένοπλο αγώνα) διατυπώνει και σε προηγούμενο πόνημά του, με τίτλο «Ποια Αριστερά;», που κυκλοφόρησε το 2005 απ’ τον ακροδεξιό οίκο «Πελασγός».

Οχι μόνο η επιχειρηματολογία αλλά και η ορολογία του βιβλίου θυμίζουν έντονα τα έντυπα της ακροδεξιάς. Από τις πρώτες π.χ. σελίδες καταγγέλλει «το νοσηρό κατεστημένο» που συγκροτούν «η ‘γενιά του Πολυτεχνείου’» και οι «αρνησιπάτριδες και ριψάσπιδες δήθεν ‘αντιστασιακοί’», «ένα ‘ευγενές’ και συνάμα διεφθαρμένο και διαπλεκόμενο συνάφι» που «εφαρμόζει συστηματικά το λίαν επιτυχές στην παραγωγή ιδεολογικοπολιτικών παραισθήσεων δόγμα του ‘φασισμού του αντιφασισμού’» (σ.16). Ιδιαίτερο πρόβλημα θεωρείται η εκ μέρους τους υπεράσπιση των ατομικών δικαιωμάτων, «αγνοώντας επιδεικτικά το κοινό καλό» (σ.15). «Συστηματικοί παραχαράκτες της ιστορίας, μορφωμένοι-αμόρφωτοι, ανεπάγγελτοι και αστράτευτοι, δήθεν διανοούμενοι και φυσικά άθεοι, όλοι οι ανωτέρω δηλώνουν αριστεροί» (σ.16) και προωθούν την «εκκοσμίκευση», τη «χαλάρωση των ηθών» και την «ανοχή» (σ.17).

Η «Ε» αποκαλείται «η αγαπημένη των τρομοκρατών» (σ.103 & 215), σύμφωνα με την ορολογία που επινόησε -κι ώς τώρα χρησιμοποιούσε κατ’ αποκλειστικότητα- ο νεοφασιστικός «Στόχος». Κατηγορείται επιπλέον ότι «μπολιάζει με απαράδεκτα πρότυπα την ελληνική κοινωνία», επειδή δημοσίευσε άρθρο αμερικανού πανεπιστημιακού με τίτλο «ο μύθος της μονογαμίας» (σ.46-7). Οσο για τον «Ιό», «τον απηνή διώκτη των απανταχού εθνικοφρόνων» (σ.92), έχει φυσικά την τιμητική του.

Το κεφάλαιο «εθνικά ζητήματα» φέρει ως προμετωπίδα την πολεμική του Γρίβα κατά της «συμβιβαστικής» κυβέρνησης Καραμανλή το 1958 (σ.197). Παπανδρέου και Σημίτης κατηγορούνται για «εθνικές μειοδοσίες» (σ.199) και «ρεσιτάλ αρνησιπατρίας» (σ.209), ενώ ανακαλύπτεται ακόμη και «τεχνηέντως επίκτητη ανικανότητα προστασίας της χώρας μας, που προκύπτει από την εσκεμμένη απονεύρωση των σωμάτων ασφαλείας και των ενόπλων δυνάμεων από το ΠΑΣΟΚ» (σ.16).

Ο συγγραφέας θρηνεί για την ειρηνοφιλία του ελληνικού λαού: «Και μόνο η ιδέα ενός πολέμου, που κάποτε, αν ήταν αμυντικός και δίκαιος θα προκαλούσε θύελλα πατριωτικού ενθουσιασμού και εγρήγορση, σήμερα προκαλεί στο μέσο Ελληνα ρίγη. Ετσι τον έμαθαν οι ‘προοδευτικοί’...» (σ.199).

«Σε τι ακριβώς βοηθούν οι ‘ομοφυλόφιλοι’ σύμβουλοι στο Υπουργείο Εξωτερικών;», αναρωτιέται αλλού (σ.90). Οσο για το αίτημα επαναφοράς της θανατικής ποινής και τη «μηδενική ανοχή έναντι των μεταναστών και των ομοφυλόφιλων», τα θεωρεί «κατανοητές και δικαιολογημένες αντιδράσεις στις ακρότητες των ‘προοδευτικών’» (σ.225).

«Η αρνησιπατρία, τρόπος ζωής για την ελληνική Αριστερά και το δορυφόρο της τη δήθεν ‘διανόηση’, δεν είναι πρόσφατη ιστορία», υποστηρίζει. «Ξεκινά από πολύ παλιά» (σ.131). Μεταπολεμικά «συνεχίστηκε μέσω της διείσδυσης σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής, της εκπαίδευσης και της εργασίας», ενώ «από το 1981 και μετά» έχει επισημοποιηθεί, «με την ανοχή του κρατικού μηχανισμού να μετατρέπεται πλέον σε προστασία και ανοιχτή υποστήριξη» (σ.132). Διαχρονικός, άλλωστε, «στόχος της Αριστεράς είναι το εθνικό φρόνημα των Ελλήνων και η εδαφική ακεραιότητα της χώρας» (σ.212).

Απουσιάζει πάντως η παραμικρή αποτίμηση της προσπάθειας ν’ αναχαιτιστεί αυτή η εθνοκτόνα «διείσδυση» και «ανοχή» κατά την παρεξηγημένη επταετία 1967-1974. Η χούντα είναι ο μεγάλος απών του βιβλίου.

Στο κεφάλαιό του περί τρομοκρατίας, ο Χιδίρογλου προσπερνά τον Παύλο Μπακογιάννη και ξεχνά το Θάνο Αξαρλιάν. Η συμπάθειά του επικεντρώνεται αντίθετα στον αρχιβασανιστή «Αστυνόμο Μάλλιο» (σ.110 & 118) και τη χήρα του, που «ανέθρεψε μόνη της (και το έκανε καλά) τα δυο αγόρια που άφησαν ορφανά οι θρασύδειλοι δολοφόνοι» (σ.110). Ταυτίζει άλλωστε πλήρως την ένοπλη δράση με τις δυναμικές απεργιακές κινητοποιήσεις, όπου εντοπίζει «τη ρίζα του κακού» (σ.108-10).

Τελικό συμπέρασμα: «Ο αγώνας στη χώρα μας θα είναι σκληρός, αλλά αποτελεί μονόδρομο, προκειμένου να αντιστραφεί η πορεία απονεύρωσης της Ελλάδας και μετάλλαξής της από μια ομοιογενή εθνικά οντότητα σε ένα πολυεθνικό σκουπιδοτενεκέ και ένα λαϊκό [sic] κράτος γαλλικού ή ακόμα χειρότερα, ολλανδικού τύπου. Η επικράτηση της ΝΔ στις εκλογές της 7ης Μαρτίου 2004 αποτελεί μερική δικαίωση των αγώνων του ελληνικού λαού σ’ αυτή την κατεύθυνση». Μοναδική προϋπόθεση της εθνικής αναγέννησης συνιστά «η ριζοσπαστικοποίηση και ενεργοποίηση των υγιών αλλά εν ύπνω συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων της χώρας» (σ.18).
 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ

Χρήστος Χαρίτος
«Οχι στην Παλιά Πόλη»
Ενθουσιώδης βιβλιοπαρουσίαση από ένα στέλεχος του ΛΑΟΣ προερχόμενο απ’ το ΕΝΕΚ και το «Ελληνικό Μέτωπο» του Βορίδη: «Θέλει θάρρος για να γράψεις αυτό το βιβλίο, όταν είσαι στη ΝΔ και έχεις το γραφείο τύπου του κ. Μεϊμαράκη. Θα πρέπει να συγχαρούμε το Νίκο Χιδίρογλου που επέλεξε να συγκρουσθεί με την ιδεολογική δικτατορία της νεοταξικής Αριστεράς. Είναι μια καλή αρχή σ’ ένα δύσκολο δρόμο».

Greek Alert
Ακροδεξιό σάιτ. Το Νοέμβριο του 2007 διαφήμισε το «Οχι στην Παλιά Πόλη», κληρώνοντας πέντε αντίτυπα μεταξύ των σχολιογράφων του. Η «προσφορά» διαδόθηκε και μέσω του δημοφιλούς Press-GR, με τη συνηγορία πατριωτών που ζητούσαν «κατάργηση της εμφυλιοπολεμικής γιορτής του Πολυτεχνείου» και άλλα συναφή.

Αντεπίθεση
Το «νεολαιίστικο» σάιτ της «Χρυσής Αυγής» περιλαμβάνει και σελίδα διαλόγου για τα «σωστά» βιβλία. Το «Οχι στην Παλιά Πόλη» προτάθηκε από κάποιον ‘Χρήστο’ στις 26.6.07, ως «ένα μυθιστόρημα καθρέπτης της πραγματικότητας του παρόντος και του μέλλοντος», με αποτέλεσμα αμφίθυμες αντιδράσεις. Ο ‘Seth’ το συγκρίνει με τα «Ημερολόγια Τέρνερ», ενώ ο ‘Pogrom’ εκτιμά ότι «έχει πολλές αντιφάσεις. Δεν είναι καθαρά δικό μας, εννοείται, θέτει πολλούς προβληματισμούς πάντως».

Σάμουελ Χάντιγκτον
«Η σύγκρουση των πολιτισμών»
(εκδ. Terzo Βooks, Αθήνα 1998)
Ο «‘δαιμονοποιημένος’ από τους απανταχού ‘εκσυγχρονιστές’» υπερσυντηρητικός αμερικανός καθηγητής εκθειάζεται απ’ τον Χιδίρογλου («Ποια Αριστερά;», σ.44-46). Τον μπερδεύει βέβαια με το γάλλο Ζιλ Κεπέλ και το βιβλίο του «Η εκδίκηση του Θεού», ας μην έχουμε όμως υπερβολικές απαιτήσεις απ’ την οργανική διανόηση του «μη μεσαίου χώρου».

 
Ελευθεροτυπία, 2/11/2008

Δεν υπάρχουν σχόλια: