Η ταπείνωση του Πυγμαλίωνα
Αχ, αυτοί οι γεροντοέρωτες! Τι
ευτυχία, έστω και πρόσκαιρη, προκαλούν. Πόσες παρηγορητικές
ψευδαισθήσεις γεννάνε. Αλλά και τι ταπεινώσεις επιφυλάσσουν σ' εκείνους
που γαντζώνονται πάνω στο αντικείμενο του πόθου τους στα τυφλά, δίχως
ίχνος ορθολογισμού, ενώ νιώθουν στο σβέρκο τους την ανάσα του θανάτου...
Το χρονικό μιας τέτοιας συντριβής απλώνεται στο νέο, σύντομο
μυθιστόρημα «Η ταπείνωση», του Φίλιπ Ροθ, που θα φιλοξενείται στις
προθήκες από τις αρχές Ιουνίου (μετ. Κ. Σχινά, εκδ. Πόλις), πριν ακόμα
ξεκινήσουν τα γυρίσματα της βασισμένης σ' αυτό ταινίας του Μπάρι
Λέβινσον, με πρωταγωνιστή τον Αλ Πατσίνο. Τοποθετημένο από τον αμερικανό
συγγραφέα στην ίδια ευθεία που ενώνει τον «Καθένα» και το «Φεύγει το
φάντασμα» με το ανέκδοτο «Νέμεσις» που θα κυκλοφορήσει το φθινόπωρο στις
ΗΠΑ, το τριακοστό μυθιστόρημα του Ροθ είναι κεντημένο πάνω στην
απελπισία των γηρατειών, από τα πιο προσφιλή του μοτίβα τελευταία. Κι
έχει για κεντρικό ήρωα έναν σπουδαίο κάποτε θεατρικό ηθοποιό, τον Σάιμον
Αξλερ, πεπεισμένο στα 65 του ότι έχει χάσει οριστικά το ταλέντο, τη
γοητεία, την αυτοπεποίθησή του.
Ο πειρασμός εισβάλλει
«Τώρα είμαι ανίκανος να παίξω. Κάτι θεμελιώδες έχει εξανεμιστεί. Ισως δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Δεν μπορώ πια να κάνω ένα θεατρικό έργο πραγματικό για τον κόσμο. Δεν μπορώ πια να κάνω έναν ρόλο πραγματικά για τον εαυτό μου»... Οσο κι αν ενθαρρύνεται από τον ατζέντη του να μπει και πάλι στο πετσί του Πρόσπερου ή του Μάκβεθ, ο γιγαντιαίων διαστάσεων Σάιμον «με το μεγάλο φαλακρό κεφάλι και το δυνατό, τριχωτό κορμί πυγμάχου», που σ' όλη του την καριέρα Σέξπιρ έπαιζε, αρνείται. Παρατημένος κι απ' τη γυναίκα του («δεν άντεχε πια να τον φροντίζει»...), βρίσκεται ξαφνικά ολομόναχος στο σπίτι του στην εξοχή, αλλά στην προοπτική της αυτοκτονίας τρομοκρατείται. Αφήνει λοιπόν ήσυχη την καραμπίνα στη σοφίτα και φροντίζει να εισαχθεί σε ψυχιατρική κλινική. Αν μη τι άλλο, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης δεν τον έχει εγκαταλείψει.
Η τέλεια φαντασίωση
Στην καρδιά του βιβλίου, ωστόσο, ο Ροθ προσφέρει στον ήρωά του όλα τ' απαιτούμενα για να θεριέψει μέσα του η τέλεια φαντασίωση: μια νέα αρχή, συντροφιά με μια γυναίκα είκοσι πέντε χρόνια νεότερή του, κι έναν ρόλο εκτός σκηνής, του Πυγμαλίωνα, που σαν τρελός θα θελήσει να τον υποδυθεί. Ο πειρασμός που εισβάλλει στην καθημερινότητα του Σάιμον μοιάζει με ζόρικο χαμίνι και ακούει στο όνομα Πεγκίιν. Είναι η κόρη δυο παλιών του συναδέλφων που ο ίδιος τη θυμάται ως βρέφος. Μια λυγερή, καλοφτιαγμένη πανεπιστημιακός πια, μ' έναν διαλυμένο δεσμό πίσω της, όπως κι εκείνος. Μόνο που η Πεγκίιν, από τα φοιτητικά της χρόνια, δεν κοιμάται παρά μόνο με γυναίκες. Για την ακρίβεια δεν κοιμόταν. Γιατί, με το που πασπατεύει ο Σάιμον τα βαριά της στήθη και χουφτώνει τον σκληρό της πισινό, του παραδίνεται χωρίς δεύτερη σκέψη -«γιατί όχι;».
Ο παροπλισμένος ηθοποιός θα βαλθεί να μεταμορφώσει το ζόρικο χαμίνι σε μια σαγηνευτική, όλο θηλυκότητα Νεοϋορκέζα, με πολυτελή εσώρουχα αντί για αθλητικά σουτιέν, με ψηλοτάκουνα μποτίνια και κομψότατα πανωφόρια. Τι κι αν οι γονείς της δυσανασχετούν; Τι κι αν η πληγωμένη, πρώην ερωμένη της τον προειδοποιεί ότι όσο τολμηρή κι ελκυστική φαίνεται η Πεγκίιν τόσο ανελέητη κι εγωίστρια είναι; Τι κι αν μια ενοχλητική φωνούλα στο κεφάλι του προσπαθεί να τον συνεφέρει; Ο Σάιμον Αξλερ είναι και πάλι ευτυχισμένος. Κι όχι μόνο σχεδιάζει την επιστροφή του στη σκηνή, αλλά ονειρεύεται πως, στο λυκόφως της ζωής του, θα γίνει και πατέρας!
Η πτώση θα 'ναι απότομη. Κι ώσπου να συμβεί, ο Ροθ θα 'χει δώσει λίγες μεν, αλλά εντελώς αφτιασίδωτες σεξουαλικές περιγραφές, με τους πρωταγωνιστές του πότε μόνους, πότε με τυχαία ερωτική παρέα. Περιγραφές που μπορεί να τον έχρισαν υποψήφιο για το ειρωνικό βραβείο Bad sex in fiction του βρετανικού «Litaraty Review» (τελικά το πήρε ο Τζόναθαν Λίτελ των «Ευμενίδων»), αλλά απολύτως ταιριαστές με το περιεχόμενο του βιβλίου του. Κι όσο απαιτείται ωμές για να ζωντανέψουν δυο σώματα που παλεύουν να εξουσιάσουν το ένα το άλλο.
Στη διάρκεια της τελευταίας δεκαπενταετίας, ο Ροθ εξέπληξε τους πάντες με την πληθωρική του παραγωγή. Η αλήθεια όμως είναι πως με την «Ταπείνωση» δίχασε. Αλλος τη βρήκε εξαιρετική, άλλος φτωχή, κι άλλος τον προέτρεψε να... χαμηλώσει ταχύτητα και να βγαίνει λίγο συχνότερα από την απομόνωσή του. Ομως ας το παραδεχτούμε. Θέλει μεγάλη μαστοριά για να γράψεις ένα τόσο απολαυστικό βιβλίο με τόσο καταθλιπτικό θέμα. Κι ο Φίλιπ Ροθ έχει αποδείξει πως διαθέτει πολύ περισσότερα αποθέματα αυτοπεποίθησης και δημιουργικών δυνάμεων από τον εύθραυστο ήρωά του. *
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου