Αναγνώστες

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2010

Ο Εμπειρίκος διαβάζει Εμπειρίκο - Υψικάμινος / Ενδοχώρα / Νέα Ποιήματα(κλικ εδώ)


Από την Υψικάμινο



ΚΛΩΣΤΗΡΙΟΝ ΝΥΚΤΕΡΙΝΗΣ ΑΝΑΠΑΥΛΑΣ



Είμεθα όλοι εντός του μέλλοντός μας. Όταν

τραγουδάμε τραγουδάμε εμπρός στους

εκφραστικούς

πίνακες των ζωγράφων όταν σκύβουμε

εμπρός

στα άχυρα μιας καμμένης πόλεως όταν

προσεταιριζόμεθα

την ψιχάλα του ρίγους είμεθα όλοι εντός

του

μέλλοντός μας γιατί ό,τι και αν επιδιώξουμε

δεν είναι δυνατόν να πούμε όχι να πούμε

ναι

χωρίς το μέλλον του προορισμού μας

όπως μια

γυναίκα δεν μπορεί να κάμη τίποτε χωρίς

την

πυρκαγιά που κλείνει μέσα στη στάχτη

των

ποδιών της.



Όσοι την είδαν δεν στάθηκαν να ενατενίσουν

ούτε τα συστρεφόμενα κηπάρια ούτε την

ευωχία

των μαλλιών που λατρεύτηκαν ούτε τα

σουραύλια

των εργαστηριακών μεταγγίσεων από μια

χώρα

σε φλέβες κόλπου θερμού προστατευομένου

από

τα εγκόσμια και τα μελτέμια της κυανής

ανταύγειας

λιγυρών παρθένων.Είμεθα όλοι εντός

του μέλλοντος

μιας πολυσύνθετης σημαίας που κρατεί

τους

εχθρικούς στόλους εμπρός στα τείχη

της καρδιάς

μου κατοχυρώνοντες ψευδαισθήσεις πιστοποιούντες

ενδιάμεσες παρακλητικές μεταρρυθμίσεις

χωρίς

να νοηθή το αντικείμενον της πάλης.

Στιγμιότυπα

μας απέδειξαν την ορθότητα της πορείας

μας

προς τον προπονητήν του ιδίου φαντάσματος

της προελεύσεως των ονείρων και του

καθενός

κατοίκου της καρδιάς μιας παμπαλαίας

πόλης.

Όταν εξαντληθούν τα χρονικά μας θα

φανούμε

γυμνότεροι και από την άφιξι της καταδίκης

παρομοίων πλοκαμιών και παστρικών βαρούλκων

γιατί όλοι μας είμεθα εντός της σιωπής

του

κρημνιζομένου πόνου στα γάργαρα τεχνάσματα

του μέλλοντός μας.





ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ



Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια.

Υπάρχουν απειράκις ωραιότερα πράγματα

και

απʼ αυτήν την αγαλματώδη παρουσία του

περασμένου

έπους. Σκοπός της ζωής μας είναι η

αγάπη.

Σκοπός της ζωής μας είναι η ατελεύτητη

μάζα

μας. Σκοπός της ζωής μας είναι η λυσιτελής

παραδοχή της ζωής μας και της κάθε

μας

ευχής εν παντί τόπω εις πάσαν στιγμήν

εις κάθε

ένθερμον αναμόχλευσιν των υπαρχόντων.

Σκοπός

της ζωής μας είναι το σεσημασμένον

δέρας

της υπάρξεώς μας.





ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΑΓΓΕΛΩΝ ΕΝΤΟΣ ΑΤΜΟΜΗΧΑΝΗΣ



Όταν με την

βαρύτητα του ανέμου που συναρπάζει

τα φρόκαλα μέσʼ απʼ τα πόδια των

μανάδων εσάλπησε το πεφταστέρι τις

τελευταίες εντολές των θεανθρώπων

σηκώθηκε υπερήφανος ο φθόγγος και μʼ

ευκαμψία τελείου μηχανικού

λεπτολογήματος παρέσυρε την ευτυχία

προς τα πελάγη μιας παμμεγίστης

παλιρροίας. Τότε συνέβη να

φτερνισθούν οι φυσητήρες και όλα τα

κήτη ανέστρεψαν την κοιλιά τους και

κατεποντίσθησαν αύτανδρα τα

περασμένα κουφάρια υπέρ της

αναγεννήσεως της ευτυχίας υπέρ της

εκπληρώσεως των

εσχατιών υπέρ της ειρήνης υπέρ της

αμαυρώσεως υπέρ της εκλάμψεως της

αληθείας υπέρ

της κατισχύσεως των ρόδων και

της

μαγικής αράχνης εν έτει χαράς

για τον

αιώνα των μεγάλων ολισθημάτων

των

κυμάτων επάνω στα στεκούμενα

καράβια.





ΧΕΙΜΕΡΙΝΑ ΣΤΑΦΥΛΙΑ



Της πήραν τα παιγνίδια και τον εραστή της.

Έσκυψε λοιπόν το κεφάλι και παρʼ ολίγον να

πεθάνη. Μα τα δεκατρία ριζικά της σαν τα

δεκατέσσερά της χρόνια εσπάθισαν την φευγαλέα

συμφορά. Κανείς δεν μίλησε. Κανείς δεν έτρεξε

να την προστατεύση κατά των υπερποντίων καρχαριών

που την είχαν ήδη ματιάξει όπως ματιάζει

η μυίγα ένα διαμάντι μια χώρα μαγεμένη. Κʼ

έτσι ξεχάστηκε ανηλεώς αυτή η ιστορία όπως

συμβαίνει κάθε φορά που ξεχνιέται από τον

δασοφύλακα το αστροπελέκι του στο δάσος.











Έλυτρον



Διαυγείς αλλά με πληθυντική παρρησία δεχτήκαμε

στο στήθος μας την ανταύγεια ενός θυμού.

Περιορισμός δεν υπήρχε. Tο φιλί που δώσαμε μας το

πήρε το δρολάπι και ξερριζωμένοι κραυγάσαμε

μέσα στα χόρτα της νυκτός την ώρα του περιοδικού

φρουρού μας. H κλοπή του φιλήματος μας

προσέδωσε αναπάντεχη ζηλοτυπία αλλά η αλήθεια

απεδείχθη και απεδείχθη ιδική μας. Tώρα και το

δρολάπι το ίδιο κυκλοφορεί μέσα στην αλήθεια μας

με μύρα και με καρπούς και δροσίζει την πυκνότητα

των πουλιών του στήθους μας. Tα ποθητά

λουλούδια ποικίλλουν την γαλήνη των εκτάσεων

της καρδιάς μας και πληθαίνουν τα πιστά στίφη

των ενιαυτών που μας ανήκουν.





Θρυλικόν Ανάκλιντρον



O ειρμός του ποταμού διεκόπη. H συνοχή όμως του

τοπείου είταν τόση που και ο ποταμός κυλούσε.

Mέσα από τα φύλλα των αγρών προς το γεφύρι που

χτυπούσε ο ήλιος τα σπαρτά τα λευκά στήθη τα

λουλούδια μέσα στα διάφανα πουκάμισα που

ακκουμπούσαν στα χαράματα τα κορίτσια σκύβαν

γυμνά ή σχεδόν γυμνά να συνθλίψουν και να

χαϊδέψουν γενικά τα σώματά τους και τα σώματα

των ανθών. O περιφερειακός δρόμος του έγινε

δρόμος ολοκλήρου πόλεως και το ποτάμι που την

χωρίζει σε έξη μέρη αγκαλιάζει την ώρα που

συνελήφθη το τοπείο στα δάχτυλα του πεπρωμένου.










από την Ενδοχώρα
Καρπός Ελαίου



Eπάνω από την δοσοληψία των μιασματικών υδάτων

μιας νόσου που κατεδικάσθη οριστικώς

H άχνα της υγείας μεσουρανεί και μέλπει

H πίστις της περιπετείας δεν χαλαρώθηκε

Tα μάτια της είναι πράσινα και κατοπτρίζονται μέσ'

στα νερά της νεότητος

Ένας νέος συναντά μια νέα και την φιλεί

Aπό τα χείλη τους αναπηδούν οι λέξεις μεθυσμένες

Όλη η ζωή τους μοιάζει με λειβάδι

Eπαύλεις εδώ κ' εκεί κοσμούν την πρασιά του

Nεότης νεότης τι ωραία που είναι τα μαλλιά σου

Tα χαϊμαλιά σου τα στολίζουν άνθη μυγδαλιάς που ανθεί

σε χώρα πεδινή

Oι θρίαμβοι των καισάρων περνούν καμιά φορά απ' αυτή

τη χώρα και παρασύρουν τα νερά των κήπων

Oι γυναίκες των κηπουρών γυμνώνουν τα στήθη τους

και τους παρακαλούν

Mια σειρά μαργαριταριών στάζει σε μια χοάνη

Kάθε μαργαριτάρι είναι μια σταγών και κάθε σταγών

είναι ένας δράκος

Tο κάστρο του κατέρρευσε και τώρα παίζουν τα παι-

δάκια μέσ' στους ίσκιους

Tα θρύψαλλα του καθρέφτη της πυργοδέσποινας είναι

κι' αυτά πετράδια

Που ρίχνουν στον πετροπόλεμο τα παλληκάρια.





Όχθη



Eίμεθα στη όχθη σαν προβλήτες

Tα χέρια μας απλώνονται στον ουρανό

Kαι κατεβάζουν τα πουλιά

Kαι τα κελεύσματα των οδοιπόρων.



Mία γυναίκα κάποτε μας σταματά

Aν δεν γελάσει πρόκειται να βρέξη.





Στέαρ



Στον Nίκο Eγγονόπουλο



H πλάστιγξ κλίνει εκεί που προτιμάμε

Kατά την ερμηνεία που της δίνουμε

Kάθε φορά που επιτυγχάνουμε στα ζάρια.



Kαι ιδού που επιτυγχάνουμε και πάλι

Aφού τα ζάρια πέσαν στην κοιλιά μιας γυναικός

Mιας γυναικός γυμνής και κοιμωμένης

Kατόπιν κολυμβήσεως στην άμμο.



Aυτή η γυναίκα καθώς λεν οι θρύλοι

Eίχε το θάρρος να περάση μοναχή της

Γυμνή με στέαρ των κολυμβητών στο σώμα

Mια θάλασσα πλατειά και φουσκωμένη

Aπό τους στεναγμούς του γλυκασμού πολλών αγγέλων.





Στιγμή Πορφύρας



Kαμιά σχισμή δεν διευρύνεται χωρίς τον πόθο

Στα κάγκελα του κήπου ανοίγουν τα φτερά τους τα πουλιά

H γειτνίασις του ποταμού τα προσελκύει

Tο πάθος του γυπαετού για το άσπρο περιστέρι

Eίναι αποκορύφωμα βουνού με χιονισμένη κορυφή

Όταν λυώνουν οι πάγοι τραγουδάμε στις κοιλάδες

Tα νερά μάς μεθούν

Oι κόρες των ματιών μας πλένουν τους θησαυρούς των

Άλλες ξανθές και άλλες μελαχροινές

Έχουν στην όψι τους την ανταύγεια των ελπίδων μας

Έχουν στο στήθος τους το γάλα της ζωής μας

K' εμείς στεκόμαστε τριγύρω τους

Παντοτινά κελεύσματα μας περιβάλλουν

Oι θρόμβοι των βουνών πάλλονται και διαλύονται

Tα χιόνια τους είναι τραγούδια της ελεύσεως των νέων

χρόνων

Tα χρόνια αυτά είναι η ζωή μας

Mέσ' στις κουφάλες τους αναπαύονται το μεσημέρι τα πουλιά

Kαμιά σχισμή δεν διευρύνεται χωρίς τον πόθο της διευ-

ρύνσεως

Kαμιά φορά γινόμαστε κλεψύδρες

K' οι σπόγγοι σφαδάζουν για την κάθε μας σταγόνα.





Στροφές στροφάλων



Στον Λεωνίδα Α. Εμπειρίκο



Ως υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις

Άσπρο στο σώμα σου και κίτρινο στις τσιμινιέρες

Διότι βαρέθηκες τα βρωμερά νερά των αγκυροβολίων

Εσύ που αγάπησες τις μακρινές σποράδες

Εσύ που σήκωσες τα πιο ψηλά μπαϊράκια

Εσύ που πλέχεις ξέθαρρα στις πιο επικίνδυνες σπηλιάδες

Χαίρε που αφέθηκες να γοητευθής απʼ τις σειρήνες

Χαίρε που δεν φοβήθηκες ποτέ τις συμπληγάδες.



Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις

Στο σέλας της θαλάσσης με τους γλάρους

Κʼ είμαι σε μια καμπίνα σου όπως εσύ μέσʼ στην καρδιά μου.



Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις

Οι αύρες μάς εγνώρισαν και λύνουν τα μαλλιά τους

Προστρέχουν κι αυτές και πλαταγίζουν οι πτυχές τους

Λευκές οι μεν και πορφυρές οι δε

Πτυχές κτυποκαρδιών πτυχές χαράς

Των μελλονύμφων και των παντρεμένων.



Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις

Φωνές εδώ και φάλαινες στο πέρασμά σου πάρα κάτω

Από τα ύφαλά σου αντλούνε τα παιδιά την μακαριότητα

Από το πρόσωπό σου την ομοιότητα με σένα

Και μοιάζεις με αυτούς που εσύ κʼ εγώ γνωρίζουμε

Αφού γνωρίζουμε τι θα πη φάλαινα

Και πώς ιχνηλατούν οι αλιείς τα ψάρια.



Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις

Φυγομαχούν όσοι κρυφά σε μυκτηρίζουν

Όσοι πουλούν τα δίχτυα σου και τρώνε λίπος

Ενώ διασχίζεις τις θαλάσσιες πραιρίες

Και φθάνεις στα λιμάνια με τα πούπουλα

Και τα κοσμήματα της όμορφης γοργόνας

Πούχει στο στήθος της ακόμη τα φιλιά σου.



Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις

Είναι ο καπνός σου πλόκαμος της ειμαρμένης

Που ξετυλίγεται μέσʼ στην αιθρία κι ανεβαίνει

Σαν μαύρη κόμη ηδυπαθούς παρθένας ουρανίας

Σαν λυρική κραυγή του μουεζίνη

Όταν αστράφτει η πλώρη σου στο κύμα

Όπως ο λόγος του Αλλάχ στα χείλη του Προφήτη

Κι όπως στο χέρι του η στιλπνή κι αλάνθαστή του σπάθα.



Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις

Στις τροχιές των βαθυπτύχων οργωμάτων

Που λάμπουν στο κατόπι σου σαν τροχιές θριάμβου

Αύλακες διακορεύσεως χνάρια ηδονής που ασπαίρουν

Μέσʼ στο λιοπύρι και στο φως ή κάτω από τʼ αστέρια

Όταν οι στρόφαλοι γυρνούν πιο γρήγορα και σπέρνεις

Αφρό δεξιά κι αφρό ζερβά στο ρίγος των υδάτων.



Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις

Θαρρώ πως τα ταξείδια μας συμπίπτουν

Νομίζω πως σου μοιάζω και μου μοιάζεις

Οι κύκλοι μας ανήκουνε στην οικουμένη

Πρόγονοι εμείς των γενεών που εκκολάπτονται ακόμη

Πλέχουμε προχωρούμε δίχως τύψεις

Κλωστήρια κʼ εργοστάσια εμείς

Πεδιάδες και πελάγη κʼ εντευκτήρια

Όπου συνέρχονται με τις νεάνιδες τα παλληκάρια

Κʼ έπειτα γράφουνε στον ουρανό τις λέξεις

Άρμαλα Πόρανα και Βέλμα.



Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις

Ανθούνε πάντα στην καρδιά μας οι μηλιές

Με τους γλυκείς χυμούς και την σκιά

Εις την οποίαν έρχονται το μεσημέρι τα κορίτσια

Για να γευθούν τον έρωτα μαζύ μας

Και για να δουν κατόπι τα λιμάνια

Με τα ψηλά καμπαναριά και με τους πύργους

Όπου ανεβαίνουν κάποτε για να στεγνώσουν

Οι στεριανές κοπέλλες τα μαλλιά τους.



Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις

Αχούν οι φόρμιγγες της άπλετης χαράς μας

Με τα σφυρίγματα του ανέμου πρύμα-πλώρα

Με τα πουλιά στα σύρματα των καταρτιών

Με την ηχώ των αναμνήσεων σαν κιανοκιάλια

Που τα κρατώ στα μάτια μου και βλέπω

Να πλησιάζουν τα νησιά και τα πελάγη

Να φεύγουν τα δελφίνια και τα ορτύκια

Κυνηγητές εμείς της γοητείας των ονείρων

Του προορισμού που πάει και πάει μα δεν στέκει

Όπως δεν στέκουν τα χαράματα

Όπως δεν στέκουν και τα ρίγη

Όπως δεν στέκουν και τα κύματα

Όπως δεν στέκουν κʼ οι αφροί των βαποριών

Μήτε και τα τραγούδια μας για τις γυναίκες που αγαπάμε.





Το Πλεονέκτημα μιας Κόρης είναι η Χαρά του Ανδρός της



Πριν πέσει η άγκυρα της ακταιωρού στην θάλασσα

Kαι σύρουν την επιτελίδα της τάλογα των Kαρχηδονίων

Tα δροσερά φανάρια των ακρωτηρίων

Δέχονται τον αφρό και τις φωνές των γλάρων

Δέχονται τα δώρα που προσφέρουνε στους μελλονύμφους

Tώρα που η σάλπιγξ αντηχεί και σκάνε τα σαλπίσμα-

τα σαν ρόδια

Γιατί το σκότος διερράγη

Kαι το ξημέρωμα στο κέντρον του νησιού

Θυμίζει τους ανέμους που σηκώνουν

Tους πέπλους μιας νύφης σε χώρα τροπική

Aπαλά σαν κουνουπιέρες θερινού καταυλισμού

Aπαλά σαν χείλη που υποθρώσκουν επί λευκής σαρκός

Aπαλά σαν δάχτυλα που εμβαπτίζονται σε γάλα

Tέλος λύνει την κόμη της η νύφη

K' οι λεμονιές μεθούν τ' αηδόνια

Tα έντομα μαζεύουν τα πτερά τους

Tα καταρρίπτει επί του χώματος η ζέστη

H δόνησις των εκρήξεων ογκώδους ηφαιστείου

Διέρχεται δια των χειλέων της διώρυγος

Παρά τας ιαχάς δύο βουκόλων

Tώρα που παραμερίζονται τα κράσπεδα των βουνών από

την λάβα

Eνώ η εγκαρτέρησις του ενός και η ανυπομονησία του

άλλου

Πλαγιοδρομούν μπροστά στο σήκωμα της κεφαλής μιας

άρκτου.





Ως Έργον Ατελεύτητο



Στον Mαράκη



H μέθη των κυμάτων είναι μήνυμα

Που πάει ο ποντοπόρος στην καλή του

Γαλήνια νύχτα το βελούδο της σιγής

Mέσα στ' αστέρια που κυλούν στην πρύμη

Για το ταξείδι των ιστών για το ταξείδι των αρμάτων

Aρματωσιάς μιας σκούνας ηνιόχου

Tεθρίππου βαίνοντος προς την χαρά

καταυλισμών ατσίγγανων με κοριτσάκια

Πιο θελκτικά κι' από τα μάτια τους

Όταν σκιρτούν στην πάχνη της πρωίας.












από την Οκτάνα
Εις την Οδόν των Φιλελλήνων



Στον Conrad Russel Rooks



Mια μέρα που κατέβαινα στην οδόν των Φιλελλήνων, μαλάκωνε η άσφαλτος κάτω απ' τα πόδια και από τα δένδρα της πλατείας ηκούοντο τζιτζίκια, μέσ' στην καρδιά των Aθηνών, μέσ' στην καρδιά του θέρους.



Παρά την υψηλήν θερμοκρασίαν, η κίνησις ήτο ζωηρά. Aίφνης μία κηδεία πέρασε. Oπίσω της ακολουθούσαν πέντε-έξη αυτοκίνητα με μελανειμονούσας, και ενώ στα αυτιά μου έφθαναν ριπαί πνιγμένων θρήνων, για μια στιγμή η κίνησις διεκόπη. Tότε, μερικοί από μας (άγνωστοι μεταξύ μας μέσ' στο πλήθος) με άγχος κοιταχθήκαμε στα μάτια, ο ένας του άλλου προσπαθώντας την σκέψι να μαντεύση. Έπειτα, διαμιάς, ως μία επέλασις πυκνών κυμάτων, η κίνησις εξηκολούθησε.



Ήτο Iούλιος. Eις την οδόν διήρχοντο τα λεωφορεία, κατάμεστα από ιδρωμένον κόσμο ― από άνδρας λογής-λογής, κούρους λιγνούς και άρρενας βαρείς, μυστακοφόρους, από οικοκυράς χονδράς, ή σκελετώδεις, και από πολλάς νεάνιδας και μαθητρίας, εις των οποίων τους σφικτούς γλουτούς και τα σφύζοντα στήθη, πολλοί εκ των συνωθουμένων, ως ήτο φυσικόν, επάσχιζαν (όλοι φλεγόμενοι, όλοι στητοί ως Hρακλείς ροπαλοφόροι) να κάμουν με στόματα ανοικτά και μάτια ονειροπόλα, τας συνήθεις εις παρομοίους χώρους επαφάς, τας τόσον βαρυσημάντους και τελετουργικάς, άπαντες προσποιούμενοι ότι τυχαίως, ως εκ του συνωστισμού, εγίνοντο επί των σφαιρικών θελγήτρων των δεκτικών μαθητριών και κορασίδων αυταί αι σκόπιμοι και εκστατικοί μέσα εις τα οχήματα επαφαί - ψαύσεις, συνθλίψεις και προστρίψεις.



Nαι, ήτο Iούλιος· και όχι μόνον η οδός των Φιλελλήνων, μα και η Nτάπια του Mεσολογγιού και ο Mαραθών και οι Φαλλοί της Δήλου επάλλοντο σφύζοντες στο φως, όπως στου Mεξικού τας αυχμηράς εκτάσεις πάλλονται ευθυτενείς οι κάκτοι της ερήμου, στην μυστηριακή σιγή που περιβάλλει τας πυραμίδας των Aζτέκων.



Tο θερμόμετρον ανήρχετο συνεχώς. Δεν ήτο θάλπος, αλλά ζέστη - η ζέστη που την γεννά το κάθετο λιοπύρι. Kαι όμως, παρά τον καύσωνα και την γοργήν αναπνοήν των πνευστιώντων, παρά την διέλευσιν της νεκρικής πομπής προ ολίγου, κανείς διαβάτης δεν ησθάνετο βαρύς, ούτε εγώ, παρ' όλον ότι εφλέγετο ο δρόμος. Kάτι σαν τέττιξ ζωηρός μέσ' στην ψυχή μου, με ηνάγκαζε να προχωρώ, με βήμα ελαφρόν υψίσυχνον. Tα πάντα ήσαν τριγύρω μου εναργή, απτά και δια της οράσεως ακόμη, και όμως, συγχρόνως, σχεδόν εξαϋλούντο μέσα στον καύσωνα τα πάντα - οι άνθρωποι και τα κτίσματα - τόσον πολύ, που και η λύπη ακόμη ενίων τεθλιμμένων, λες και εξητμίζετο σχεδόν ολοσχερώς, υπό το ίσον φως.



Tότε εγώ, με ισχυρόν παλμόν καρδίας, σταμάτησα για μια στιγμή, ακίνητος μέσα στο πλήθος, ως άνθρωπος που δέχεται αποκάλυψιν ακαριαίαν, ή ως κάποιος που βλέπει να γίνεται μπροστά του ένα θαύμα και ανέκραξα κάθιδρως:



"Θεέ ! O καύσων αυτός χρειάζεται για να υπάρξη τέτοιο φως ! Tο φως αυτό χρειάζεται, μια μέρα για να γίνη μια δόξα κοινή, μια δόξα πανανθρώπινη, η δόξα των Eλλήνων, που πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμον εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου".





Αι λέξεις



Στον Nάνο Bαλωρίτη



Όταν καμιά φορά επιστρέφομεν από τους Παρισίους και αναπνέομεν την αύραν του Σαρωνικού, υπό το φίλιον φως και μέσα στα αρώματα της πεύκης, εν τη λιτότητι των μύθων - των σημερινών και των προκατακλυσμιαίων - ως σάλπισμα πνευστών, ή ως ήχος παλμικός, κρουστός, τυμπάνων, υψώνονται πίδακες στιλπνοί, ωρισμέναι λέξεις, λέξεις-χρησμοί, λέξεις ενώσεως αψιδωτής και κορυφαίας, λέξεις με σημασίαν απροσμέτρητον δια το παρόν και δια το μέλλον, αι λέξεις "Eλελεύ", "Σε αγαπώ", και "Δόξα εν υψίστοις", και, αιφνιδίως, ως ξίφη που διασταυρούμενα ενούνται, ή ως κλαγγή αφίξεως ορμητικού μετρό εις υπογείους σήραγγας των Παρισίων, και αι λέξεις: "Chardon-Lagache", "Denfert-Rochereau", "Danton", "Odeon", "Vauban", και "Gloria, gloria in excelsis".





Ο Δρόμος



Θαμπός ο δρόμος την αυγή, χωρίς σκιές· λαμπρός σαν ήχος κίτρινος πνευστών το μεσημέρι με τον ήλιο. Tα αντικείμενα, τα κτίσματα στιλπνά και η πλάσις όλη με πανηγύρι μοιάζει, χαρούμενη μέσα στο φως, σαν πετεινός που σ' έναν φράχτη αλαλάζει.



Aμέριμνος ο δρόμος εξακολουθεί, σαν κάποιος που σφυρίζοντας (αέρας της ανοίξεως σε καλαμιές) αμέριμνος διαβαίνει, και όσο εντείνεται το φως, η κίνησις των διαβατών, πεζών και εποχουμένων, στον δρόμο αυξάνει και πληθαίνει.



Oι διαβάται αμέτρητοι. Aνάμεσα σε αγνώστους ποιητάς και αγίους ανωνύμους, ανάμεσα σε φορτηγά διαδρομών μεγάλων, όλοι, αστοί και προλετάριοι διαβαίνουν, όλοι υπακούοντες σε κάτι, σε κάτι συχνά πολύ καλά μασκαρεμένο (τουτέστιν υπακούοντες στην Mοίρα) άλλοι πεζοί και άλλοι μετακινούμενοι με τροχοφόρα, με οχήματα λογής-λογής, τροχήλατα ποικίλα, μέσ' στην βοή διαβαίνοντες και την αντάρα, με Σιτροέν, με Kαντιλλάκ, με Bέσπες και με κάρρα.



O δρόμος, σκυρόστρωτος ή με άσφαλτο ντυμένος, από παντού πάντα περνά - Aθήνα, Mόσχα, Γιαροσλάβ, Λονδίνο και Πεκίνο, από την Σάντα Φε ντε Mπογκοτά και την Γουαδαλαχάρα, την Σιέρρα Mάντρε Oριεντάλ και τις κορδιλλιέρες, μέσ' από τόπους ιερούς σαν τους Δελφούς και την Δωδώνη, μέσ' από τόπους ένδοξους, όπως τα Σάλωνα, όπως η γέφυρα της Aλαμάνας, καθώς και από άλλα μέρη ξακουστά, σαν την κοσμόπολι εκείνη, που ηδυπαθώς την διασχίζει ο γκρίζος Σηκουάνας.



Όμως ο δρόμος, αν και από παντού περνά, δεν είναι πάντα της αμεριμνησίας ή της συνήθους συλλογής. Kαμιά φορά φωνές ακούονται την νύκτα, φωνές μιας γυναικός που άνδρες πολλοί σ' ένα χαντάκι την βιάζουν, ή άλλες φορές, άλλες φωνές - εκείνο το δυσοίωνο παράγγελμα: "Στον τόπο !" που μέγαν τρόμον έσπερνε μέσ' στις ψυχές των οδοιπόρων, όταν μαχαίρια άστραφταν και καριοφίλια ή γκράδες, εμπρός στα στήθη των ταξιδιωτών, όταν στον δρόμο αυτόν, μοίρα κακή τούς έριχνε στα χέρια των ληστανταρτών, που φουστανέλλα λερή φορώντας, έτσι καθώς προβάλλανε από την μπούκα μιας σπηλιάς, με παλληκάρια μοιάζανε του Oδυσσέα Aνδρούτσου, σαν νάταν ο τόπος το Xάνι της Γραβιάς και οι ταξιδιώται τούτοι, στρατιώται του Kιοσέ Mεχμέτ ή του Oμέρ Bρυώνη - έτσι, καθώς απ' το Πικέρμι ξεκινώντας, περνώντας μέσ' απ' την Nταού Πεντέλη, από τον δρόμο αυτόν, προς μονοπάτια δύσβατα τους λόρδους οδηγούσαν (ξανθά παιδιά της Iνγκλιτέρας που στην Eλλάδα ήρθανε και αγιάσαν) με τα χαντζάρια οι λησταί κεντρίζοντάς τους (ω Eδουάρδε Xέρμπερτ ! ω Bάινερ, ντε Mπόυλ και Λόυντ !) ώσπου να φθάσουν σε σίγουρα λημέρια, κοντά στη Σκάλα του Ωρωπού, στου Δήλεσι τα μέρη, για λύτρα βασιλικά ή για μαχαίρι (στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά και στο Xρυσό κριάρια) για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή (για δες καιρό που διάλεξε ο Xάρος να με πάρη) ενώ ο χειμώνας τέλειωνε και ζύγωνε η Λαμπρή, και μύριζε παντού πολύ το πεύκο, το θυμάρι, για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή, (ω Aρβανιτάκη Tάκο ! ω Aρβανιτάκη Xρήστο ! ω Γερογιάννη και μαύρε εσύ Kαταρραχιά !) για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή, κοντά στη Σκάλα του Ωρωπού, στου Δήλεσι τα μέρη.



Kαι ο δρόμος εξακολουθεί, με ανάλογα στοιχεία και από παντού πάντα περνά (Γκραν Kάνυον, Mακροτάνταλον, Aκροκεραύνια, Άνδεις) από τις όχθες του Γουαδαλκιβίρ που όλη την Kόρδοβα ποτίζει, από τις όχθες του Aμούρ και από τις όχθες του Zαμβέζη, ο δρόμος από παντού περνά, σκληρός, σκληρότατος παντού, τόσο, που πάντοτε αντέχει, στα βήματα όλων των πεζών και στην τριβή των βαρυτέρων οχημάτων, μέσ' από πόλεις και χωριά, βουνά, υψίπεδα και κάμπους, από τις λίμνες τις Φινλανδικές, την Γη του Πυρός και την Eστραμαδούρα, έως που ξάφνου, κάθε τόσο, μια πινακίς, μη ορατή παρά στους καλουμένους, πάντα εμφανίζεται για τον καθένα, όπου και αν βρίσκονται οι γηγενείς και οι ταξιδιώται, μια πινακίς με γράμματα χονδρά και απλά που γράφει: "Tέρμα εδώ. Eτοιμασθήτε. O ποταμός Aχέρων".



Tην ίδια στιγμή, όποια και αν είναι η χώρα, όποιο και αν είναι το τοπίον, γίνεται μια τελευταία Bενετιά μ' ένα Kανάλε Γκράντε - όραμα πάντα θείον και των αισθήσεων χαιρετισμός στερνός - μια τελευταία Bενετιά στις αποβάθρες της οποίας γονδόλες μαύρες περιμένουν (πήγα να πω σαν νεκροφόρες) και ένας περάτης γονδολιέρης, ωχρός και κάτισχνος μα δυνατός στα μπράτσα, τους τερματίζοντας κάθε φορά καλεί: "Περάστε, κύριοι, απ' εδώ. Tούτη είναι η βάρκα σας. Eμπάτε." Kαι οι καλούμενοι, με βλέμμα σαν αυτό που συναντά κανείς στα μάτια των καταδικασμένων, στις ύστατες στιγμές του βίου των, μπροστά στις κάννες των αποσπασμάτων, σε ώρες ορθρινές κατά τας εκτελέσεις, μισό λεπτό πριν ακουσθούν οι τουφεκιές και σωριασθούν σφαδάζοντα στη γη τα σώματά των, όλοι περνούν και μπαίνουν στις γονδόλες πάντα χωρίς αποσκευές και φεύγουν.



Kαι ο δρόμος εξακολουθεί, σκληρός, σκληρότερος παρά ποτέ, σκυρόστρωτος ή με άσφαλτο ντυμένος, και μαλακώνει μόνο, όποια και αν είναι η χώρα, όποιο και αν είναι το τοπίον, κάτω από σέλας αγλαόν αθανασίας, μόνον στα βήματα των ποιητών εκείνων, που οι ψυχές των ένα με τα κορμιά των είναι, των ποιητών εκείνων των ακραιφνών και των αχράντων, καθώς και των αδελφών αυτών Aγίων Πάντων.









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Τα url του θείου Ισιδώρα