τον Κοραή άσε τον κατά μέρους, γιατί αν είναι ν’ αποδεχτεί κανείς ό,τι λέει (π.χ. και για το βυζάντιο) ο Κοραής, τότε θα αποδεχτεί ότι:
-οι Μακεδόνες ήταν ληστές και υποδουλωτές των Ελλήνων (π.χ. Διάλογος περί των ελληνικών συμφερόντων, 1824, Α’ Καποδιστριακός διάλογος, 1827 και υπερτριπλάσιες παρόμοιες αναφορές στο σύνολο του έργου του),
-οι Σπαρτιάτες «καυσοκαλυβίτες» (επιστ. 22-10-1816) και «επαράδιδαν ασπλάγχνως εις τροφήν των θηρίων όσα τέκνα εγεννώντο ασθενή»(Αριστοτέλους Ηθικά (Πρόλογος) (1822)),
-ο Κολοκοτρώνης άμυαλος βουνίσιος παλικαράς (επιστ. 19-12-1831) και κλέφτης δημοσίου χρήματος μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια,
-ο Καποδίστριας τύραννος,
-ο Αλέξανδρος Υψηλάντης μωρός (επιστ. 20-1-1831),
-οι της Φιλικής Εταιρείας μωροί και μόλις άξιοι συγχώρεσης (Α’ Καποδιστριακός διάλογος, 1827). Επίσης
-«Η επανάστασις της Ελλάδος (…) έγινεν ακαίρως. Ο καιρός της ήτο το 1850 έτος» (επιστ. 20-1-1831)· «η επανάστασις έγινε άωρος» (Αρριανού των Επικτήτου διατριβών μέρος πρώτον).
και βέβαια ο κοραής ήταν… ανένταχτος πατριώτης, όχι σαν τους κοτζαμπάσηδες: «Ας ελπίζωμεν, ότι η Γαλλία, (…) θέλει φιλοτιμηθήν να προσθέση εις τα πολλά και λαμπρά της κατορθώματα, και τον ενδοξότατον τίτλον να επονομασθή ΠΡΟΣΤΑΤΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑΣ» (Προλεγόμενα στους Αρχαίους Έλληνες συγγραφείς (Αρριανού των Επικτήτου διατριβώνμέρος δεύτερον (1827)), ΜΙΕΤ, τ. Γ., σ. 640).
Και παλιότερα γράφει: «οι Γραικοί πρέπει να προσκολληθώσιν εις τους Γάλλους. Τώρα μάλιστα συμφέρει εις ημάς η φιλία των Γάλλων, όταν ηρχίσαμεν να φωτιζόμεθα» (Τι πρέπει να κάμωσιν οι Γραικοί εις τας παρούσας περιστάσεις. Διάλογος δύο Γραικών (1805)).
Αλλού όμως γράφει: «Τοιαύτας ελπίδας χρηστάς τρέφοντες, φίλοι ομογενείς, επροκρίνετε των Άγγλων την υπεράσπισιν» (Προλεγόμενα εις Ξενοφώντος «Απομνημονεύματα» και Πλάτωνος «Γοργίαν» (1825)), αλλά
οι Άγγλοι είναι «Φίλαυτοι, φιλέμποροι και φιλάργυροι περισσότερον παρά τους παλαιούς Καρχηδονίους, νύκτα και ημέραν εις άλλο δεν καταγίνονται παρά να αυξήσωσι την ιδίαν αυτών ευτυχίαν, και αν ήτον χρεία να ποτίζεται με τα αίματα όλου του κόσμου η ευτυχία των» (Τι πρέπει να κάμωσιν οι Γραικοί εις τας παρούσας περιστάσεις. Διάλογος δύο Γραικών (1805)), αν και
«Μόνο η Αγγλία εξεύρει να τιμά την αρετήν, μόνη η Αγγλία ηξεύρει να αμοίβη την αρετήν, εις μόνην την Αγγλία ευρίσκονται άνθρωποι» (επιστ. 11-7-1786).
όσο για το επιχείρημά του, που αναφέρεις, ότι από τους νόμους στηρίζεται η διάρκεια της ευημερίας ενός λαού, ας το εφάρμοζε ο κ. στους αρχαίους έλληνες και ειδικά στους οθωμανούς, που είχαν κατ’ αυτόν νόμους θηριώδεις.
τώρα, όσο και να προσπαθείς το άσπρο να το κάνεις μαύρο, τα επαναστατικά κείμενα, όπως επικυρώθηκαν από όλες τις εθνοσυνελεύσεις, κάνουν λόγο για βυζαντινούς ως έλληνες. οι εθνοσυνελεύσεις, δημοκρατικές και μη-αδιάφορο-, δεν έκαναν λόγο απλώς περί «χριστιανών αυτοκρατόρων της Ελλάδος», όπως εσύ λες, αλλά ημέτερους=δικούς μας, αείμνηστους αυτοκράτορες της Ελλάδας. το αν λέγονται στο α και όχι στο β κείμενο, στο χ και όχι στο ψ, λίγο έχει σημασία, διότι οι επαναστάτες δεν έγραφαν εμπεριστατωμένα ιστορικά εγχειρίδια, έλεγαν ό,τι πίστευαν.
το τί λέει ο κοραής ή εμείς τώρα δεν αλλάζει την πραγματικότητα, ότι για τους επαναστάτες του 1821 οι βυζαντινοί ήταν έλληνες, ο κολοκοτρώνης δηλώνει.. βυζαντινή φρουρά του κωνσταντίνου παλαιολόγου, μαζί με τη μάνη και το σούλι.
όσο για τον δαυλό, έχω να σημειώσω ότι συγχέεις κείμενα 25 αιώνων με σχεδόν σημερινά κείμενα (του 1980), για να αποδείξεις ότι επειδή πριν 25 αιώνες δεν μπορούσε να γίνει λόγος για ακροδεξιά, γι’ αυτό και, τώρα, ο λάμπρου δεν είναι ακροδεξιός. αλλά ο πλάτων μιλά με βάση την εποχή του, ενώ ο λάμπρου μιλά σε μια εποχή όπου υπάρχουν και επικρατούν οι ιδέες της γαλλικής επανάστασης. ο πρώτος δεν μπορεί να κριθεί με τα σημερινά κριτήρια, ενώ ο δεύτερος μπορεί να κριθεί με τα σημερινά κριτήρια, ως παιδί της εποχής του.
αν γνωρίζεις ότι ο λάμπρου αναίρεσε τις προ 27 ετών ιδέες του τις οποίες αναφέραμε, τότε έχεις δίκαιο να γράφεις “είναι ανήθικο να αποσπάς από τον λόγο και τον πολιτικό προβληματισμό 27 ετών, αποσπάσματα που σε βολεύουν”, αλλιώς -αν δεν τις αναίρεσε καταδικάζοντάς τες ρητά- έχεις άδικο για το λαθεμένο του χαρακτηρισμού “ακροδεξιός”.
αναφέρεσαι στην “άρνηση της πολιτικής ισότητας ως δογματικό προαπαιτούμενο για τις πολιτικές διαδικασίες”, “και όχι στην ισότητα δικαιωμάτων”
αλλά η δημοκρατία, ανεξάρτητα από αν σε αυτήν ψηφίζουν όλοι ή μόνο λ.χ. οι ενήλικες ελεύθεροι άνδρες, ακριβώς στην ισότητα της ψήφου και των πολιτικών δικαιωμάτων στηρίζεται.
για εμένα η δημοκρατία δεν είναι θέμα τήρησης των ίδιων κανόνων με αυτούς της αρχαίας δημοκρατίας. αντίθετα με τον λάμπρου, για τονκαστοριάδη το αρχαιοαθηναϊκό πολιτειακό παράδειγμα είναι ένα “σπέρμα”, όχι κάτι που πρέπει να ακολουθήσουμε στα τυφλά. ακριβώς όμως η αντίρρηση π.χ. πως “είναι δογματική η πολιτική ισότητα” συνιστά τέτοια τυφλή υιοθέτηση του αρχαίου παραδείγματος. βέβαια, στα πλαίσια του αρχαιοκεντρισμού ακόμη και η έννοια της δημοκρατίας (ως “αληθινή δημοκρατία” – ενν. σε αντίθεση προς την “σημερινή ψεύτικη”, δηλ. ολιγαρχία κατά τα σημερινά κριτήρια) γίνεται αντικείμενο ιδιοποίησης από την ακροδεξιά.
πάντως, δεν είναι μόνο η πολιτική ισότητα αυτό εναντίον του οποίου αναφέρεται ο λάμπρου,
είναι ο πολιτικός πλουραλισμός (κακό) είναι και ο συνδικαλισμός. αν αυτό στον 4ο αι. π.χ. ήταν καλό, δε σημαίνει ότι δεν είναι ακροδεξιό τώρα.
φυσικά, στην συλλογιστική των αρχαιοκεντρικών (και… αριστερών) όλα αυτά είναι εντάξει, δεν συνιστούν πρόβλημα ούτε ακροδεξιά αντίληψη, διότι “τα ίδια είπε και ο πλάτων και ο αριστοτέλης”.
Μια παρατηρηση μόνο.. Πραγματι στη διαρκεια της επαναστασης αλλά και μερι τα 1840-ή και αργότερα
Το Βυζαντιο ειναι σχετικά απαξιωμενο και κατα καποιο τροπο Παιζεται ακομα η σχεση του με τον επαναστατημενο ελληνισμό.
Αυτό δεν ειναι ασχετο με τις προβολές που κανει εκεινη την περιοδο η Δυση( η οποια ουτως η αλλως ειχε απαξιωσει το Βυζαντιο) και την εσωτερικευση αυτών των προβολών απο τους επαναστατημενους Ελληνες
…Αλλά και η Αργοτερα υιοθετηση της συνεχειας του Ελληνισμου- Βυζαντιου”τρισημης ενοτητας ” κλπ δεν ειναι ασχετη με ενα ασιθημα αμοιβαιας διψευσης τοσο απογοητευμένων Φιλελλήνων που δεν βρηκαν αυτο που γυρευαν ” Αρχαιος..ελληνες ” στην επανασταημένη ελλάδα ..
Οσο και του ελληνικιου εθνικισμου που προσπαθει να βρει ενα σχημα που να το διαφοροποιει και απο τη Δυση καθως εχει επέλθει αυτή η Ματαιωση ..
Ελληνες, Βούλγαροι, Σέρβοι, Ρώσοι, Αλβανοί, Ρουμάνοι, Τούρκοι και τα κομμάτια της βυζαντινής πίτας
του ΑΝΤΩΝΗ ΛΙΑΚΟΥ
Το πρόβλημα της χρονικής συγκρότησης και της συνέχειας του ελληνικού έθνους βρέθηκεστο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης πριν από μερικά χρόνια. Το όνομα της Μακεδονίας και η σχετική αντιπαράθεση έθεσαν επίσης το πρόβλημα της νομιμοποίησης διεκδίκησης ιστορικών περιόδων από σύγχρονα έθνη. Ποιο είναι όμως το ιστορικό βάθος των συζητήσεων αυτών;
Ο Δημήτρης Σταματόπουλος, μέσα από μια μεγάλη έρευνα που περιλαμβάνει ένα κύκλο ξεχασμένων ιστορικών και διανοουμένων του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού, ανοίγει ένα νέο παράθυρο στις συζητήσεις και στις διαφωνίες μέσα από τις οποίες συγκροτήθηκε και παγιώθηκε η εικόνα που έχουμε σήμερα για το εθνικό παρελθόν, και όχι μόνο το ελληνικό. Μέσα από ανάλογες συζητήσεις, διαφωνίες, αλλαγές πολιτικών προτεραιοτήτων συγκρότησαν την εθνική τους ιστορία και τα άλλα βαλκανικά έθνη.
Ο ένας πόλος της συζήτησης ήταν ο μεγάλος κύκλος θιασωτών της αυτοκρατορίας γύρω από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Ενας πολυεθνικός κύκλος με διαπραγματεύσιμες και ρευστές εθνικές επωνυμίες. Ο άλλος πόλος αποτελούνταν από τους εθνικούς ιστορικούς. Για όλους αυτούς, σε μια εποχή που την ατζέντα της συζήτησης την καθόριζαν τα αναδυόμενα έθνη τα οποία αναζητούσαν να συγκροτήσουν μια ιστορική γενεαλογία που να στηρίζει την ύπαρξη και τις φιλοδοξίες τους, το πρόβλημα του Βυζαντίου είχε κομβική σημασία. Σε ποιον ανήκε, ποιος θα το διεκδικούσε, αποτελούσε συνέχεια ή ασυνέχεια με τις προηγούμενες ιστορικές περιόδους;
Σπαράγματα παραδόσεων
Για να καταλάβουμε πώς ετίθεντο τα ερωτήματα τότε, θα πρέπει να πάρουμε υπόψη μας δύο ζητήματα. Αν μιλάμε τώρα για «Βυζάντιο» και«βυζαντινή περίοδο», αυτό οφείλεται στην επίδραση της ακαδημαϊκής ιστοριογραφίας που ενιαιοποίησε και υποστασιοποίησε ένα τεράστιο άνυσμα χρόνου, από την ύστερη Ρωμαϊκή αρχαιότητα ως τα πρώιμα νεώτερα χρόνια.
Τι ήταν όλα αυτά πριν από την επέλαση της βυζαντινολογίας;Εκκλησιαστική παράδοση και «δίκαιο των πιστών ημών βασιλέων»(Εξάβιβλος του Αρμενόπουλου), σπαράγματα παραδόσεων αλλά τίποτε ενιαίο, επίσημο, συμπαγές όπως αυτό που ονομάστηκε, περιχαρακώθηκε και κατοχυρώθηκε στον 19ο αιώνα ως ιστορική περίοδος και επιστημονικός κλάδος.
Το Βυζάντιο όπως το έχουμε στο μυαλό μας είναι μια κατασκευή των λογίων και ανταποκρινόταν στα ζητούμενά τους τον 19ο αιώνα. Αυτό όμως το Βυζάντιο είχε εξοριστεί από τον κανόνα της ιστορίας της Ευρώπης, ως η μακρά παρακμή του αρχαίου πολιτισμού που απομάκρυνε την Ανατολική Ευρώπη από την κοινή ευρωπαϊκή εξέλιξη. Μετά τον Γίββωνα, τον Βολταίρο, τον Χέγκελ η εκδοχή αυτή έγινε κοινός τόπος της ευρωπαϊκής ιστορίας.
Oσοι ιστορικοί επομένως λογάριαζαν να συμπεριλάβουν το Βυζάντιο στις εθνικές ιστορίες που κατασκεύαζαν, έπρεπε να τολμήσουν να αναμετρηθούν με αυτά τα δύο ζητήματα. Πώς, από πότε και με ποιους όρους να το αναδείξουν ως δικό τους, και με ποια πιστοποιητικά να το παρουσιάσουν ως ισότιμο με το δυτικό παρελθόν;
Ο Ζαμπέλιος βρήκε στο Βυζάντιο τη συνέχεια του Ελληνισμού στο πλήρωμα της Εκκλησίας, που υποτίθεται ότι ενσάρκωνε την παράδοση του δήμου. Αντίθετα ο Παπαρρηγόπουλος αναζήτησε την ελληνική επιβίωση στις αιρέσεις. Εκεί μάλιστα βρήκε και το κλειδί για να παρουσιάσει το Βυζάντιο στη Δύση. Η εικονομαχία ονομάστηκε πρώιμη Μεταρρύθμιση. Επομένως το Βυζάντιο μπορούσε να συγκροτήσει κρίκο του ελληνικού παρελθόντος, χωρίς να διακινδυνέψει απόρριψη από τον δυτικό κανόνα. Ολα αυτά δεν γίνονταν χωρίς λογικές και ιστοριογραφικές ακροβασίες. Εκείνος όμως που αναδείχτηκε η εναλλακτική φωνή στους εθνικούς ιστοριογράφους της Ελλάδας ήταν ο Μανουήλ Γεδεών, επίσημος χρονικογράφος του Πατριαρχείου.
Ο Σταματόπουλος παρουσιάζει πολύ ωραία τον κύκλο των λογίων οι οποίοι μπροστά στα ανερχόμενα εθνικά κινήματα υπερασπίζουν το πνεύμα της αυτοκρατορίας μέσα από την καταδίκη του εθνοφυλετισμού, που απορρίπτει και την «ελληνορθοδοξία», αλλά επινοεί τον οικουμενισμό, κατ΄ αντιστοιχία της ισλαμικής Ούμμα . Στο πνεύμα αυτό, και συστοιχώντας την ιστορία με την εκκλησιαστική συνέχεια, ο Γεδεών παρουσιάζει την Οθωμανική αυτοκρατορία ως συνέχεια της Βυζαντινής.
Η ιδεατή συζήτηση ανάμεσα στους τρεις ιστοριογράφους, δηλαδή τον Ζαμπέλιο, τον Παπαρρηγόπουλο και τον Γεδεών, από τους οποίους ο καθένας κρατάει μια διαφορετική σύνθεση των ελληνικών παρελθόντων, αναμειγνύοντας σε διαφορετική δοσολογία θρησκεία, εθνικότητα και εξουσία, δείχνει κάτι που δεν έχει τονιστεί επαρκώς ως τώρα: τη διάσταση της αυτοκρατορικής επιλογής.
Παρατηρώντας από τη σημερινή κατάληξη της σταδιακής διεύρυνσης του εθνικού κράτους, δεν μπορούμε να διακρίνουμε τα διαφορετικά ενδεχόμενα, και προπαντός πώς αυτά τα ενδεχόμενα υπαγόρευαν διαφορετικές συνθέσεις του παρελθόντος. Τα πράγματα όμως ήταν πολύ λιγότερο ξεκάθαρα τον καιρό που αυτές οι ιστορίες γράφονταν.
Χριστιανικό αφήγημα
Στη βουλγαρική περίπτωση το ζήτημα του Βυζαντίου αναμειγνυόταν με το ερωτηματικό της «εθνογένεσης» των Βουλγάρων, πηγές για την οποία αναζητούνταν στη βυζαντινή γραμματεία, και με την αντιπαλότητα εναντίον των Ελλήνων, η χειραφέτηση από τους οποίους ήταν προαπαιτούμενο της βουλγαρικής εθνικής συγκρότησης. Η βουλγαρική ιστορία δεν μπορούσε παρά να αντανακλά τις τάσεις της βουλγαρικής κοινωνίας. Συμφιλίωση με το χριστιανικό αφήγημα και την παράδοση της Εκκλησίας; Συμμόρφωση με την ιδεολογία της «αναβίωσης» του πολιτισμού, επομένως με τα στάνταρ του δυτικού αφηγήματος και αναζήτηση μιας θέσης και σχέσης με την ελληνική αρχαιότητα; Υπέρβασή τους ώστε να αναζητηθεί μια αυτόνομη θέση στον δυτικό πολιτισμό μέσω της ινδοευρωπαϊκής παράδοσης;
Ευφάνταστες λύσεις δεν έλειπαν. Κάποια στιγμή το όνομα Μακεδόνες διεκδικήθηκε από όλους τους Βαλκάνιους.
Διαφορετικό ήταν το πρόβλημα των Ρουμάνων. Αν ήθελαν να δείξουν τη συνάφειά τους με τη Δύση, μπορούσαν να περηφανεύονται για τη ρωμαϊκή τους καταγωγή, αλλά κάτι τέτοιο ενίσχυε τους καθολικούς και τους ουνίτες, υπονομεύοντας την εθνική ενότητα. Αν επεδίωκαν να αναδείξουν την ιστορική τους συνέχεια, έπεφταν πάνω στους Σλάβους και κυρίως στους Φαναριώτες. Τα Βαλκάνια τους στένευαν, καθώς αναζητούσαν και αυτοί μια θέση στην παραδουνάβια Ευρώπη.
Ετσι, για τον Νικολάι Ιόργκα, το «Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο», η μεταθανάτια δηλαδή επιβίωση του Βυζαντίου ως πολιτισμικού και δικαιακού μοντέλου, σήμαινε την κυριαρχία του «πολιτισμού» πάνω στον σλαβικό και οθωμανικό «Μεσαίωνα» και βεβαίως μια συνηγορία για την ένταξη της Ρουμανίας και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης στον δυτικό κανόνα ιστορίας. Η μεταβυζαντινή εποχή, συνέχιζε τη βυζαντινή, που με τη σειρά της συνέχιζε τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, όπερ έδει δείξαι.
Από την οπτική των Σέρβων, που κληρονομούν και αυτοί ένα κομμάτι της βυζαντινής κληρονομιάς ενώ θέλουν να αποδείξουν και τη σλαβικότητα του πληθυσμού της Μακεδονίας, το πρόβλημα ήταν κατά πόσον το ελληνικό κράτος νομιμοποιούνταν να διεκδικεί για τον εαυτό του ολόκληρη τη βυζαντινή πίτα.
Για τα νεοσύστατα βαλκανικά έθνη, περιλαμβανομένων και των Αλβανών, που ήθελαν να αποδείξουν αφενός καταγωγή από την αρχαιότητα (Πελασγούς, Ιλλυριούς) αλλά και συνέχεια στον Μεσαίωνα (Στέφανος Ντουσάν, Σκεντέρμπεης), η Βυζαντινή αυτοκρατορία θα ΄πρεπε να τους χωράει όλους, χωρίς να ανήκει σε κανέναν ξεχωριστά. Οι δυσκολίες συγκρότησης εθνικής ταυτότητας φαίνονται στην περίπτωση του Σαμί Φράσερι, ταυτόχρονα διάσημου οθωμανού συγγραφέα και αλβανού πατριώτη, που από την εξύμνηση του ισλαμικού οικουμενισμού περνάει στην αναζήτηση συγκρότησης αλβανικής εθνότητας, αναζητώντας την υπέρβαση των διαχωρισμών που επέβαλαν οι διαφορετικές θρησκείες.
Το πρότυπο της Ρωσίας
Το Βυζάντιο ήταν βεβαίως το μεγάλο διακύβευμα της ρωσικής ιστοριογραφίας, ανάμεσα στους οπαδούς και στους αντιπάλους του δυτικού ιστοριογραφικού κανόνα. Ο συγγραφέας δεν επεκτείνεται, θα χρειαζόταν μιαν άλλη, αντίστοιχου μεγέθους μελέτη. Η αναφορά όμως στον Κωνσταντίνο Λεόντιεφ είναι ενδεικτική. Πρόοδος σημαίνει αποσύνθεση, τα εθνικά κράτη, ο κοινοβουλευτισμός, τα δυτικά ήθη υπονομεύουν τις μεγάλες αυτοκρατορίες που μέσα από μια ισορροπία ανάμεσα στη θρησκεία, στο κράτος και στην κοινωνία εξασφαλίζουν την ειρηνική διαβίωση και την προκοπή των υπηκόων τους, χωρίς τις ακρότητες του φιλελεύθερου ατομικισμού. Από την προοπτική αυτή το Βυζάντιο ήταν το πρότυπο αυτού του κοινωνικού ιδεώδους, το οποίο μεταλαμπαδεύτηκε στη Ρωσία, αλλά με τον τρόπο του συνέχιζε να ζει στην Ανατολή με την Οθωμανική αυτοκρατορία. Οι νέοι βάρβαροι ήταν τα έθνη που απειλούσαν να αιματοκυλίσουν τα Βαλκάνια.
Αλλά το Βυζάντιο δεν ήταν το μήλον της Εριδος μόνον ανάμεσα στους χριστιανούς των Βαλκανίων. Ο δυτικός οριενταλισμός καταδίκαζε την Οθωμανική αυτοκρατορία ως το κράτος των βαρβάρων νομάδων εισβολέων. Η εσωτερίκευση της κατηγορίας από τον νεοτουρκικό εθνικισμό τον έστρεψε στην καταδίκη του οθωμανικού παρελθόντος και στην αναζήτηση της χρυσής εποχής στην αυγή της προϊστορίας στην Κεντρική Ασία.
Τούρκοι ιστορικοί, που κατάγονταν άλλωστε από τις οθωμανικές ελίτ, επιστράτευσαν άλλη μία φορά το Βυζάντιο, τούτη τη φορά για να υπερασπίσουν την υπόληψη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο Φουάντ Κιουπρουλού δεν χρειαζόταν να αποδείξει, όπως ο Παπαρρηγόπουλος, τη συμβολή του Βυζαντίου στον πολιτισμό. Και μόνον η επίκλησή του ήταν αυτονόητη. Το ζητούμενο ήταν η απόδειξη της συνέχειας Βυζαντινής και Οθωμανικής αυτοκρατορίας για να πιστοποιηθεί ο πολιτισμός της τελευταίας.
Να επισημάνω, τέλος, ότι το βιβλίο αυτό δεν αναφέρεται μόνο σε κείμενα, αλλά επίσης στα δίκτυα των διανοουμένων αυτών και στις διαδρομές τους, στις συγκλίσεις και στις αποκλίσεις τους, στις εθνικές διαφοροποιήσεις κατά τη διάρκεια του βίου τους. Παράδειγμα συγκριτικής ιστορίας και ώριμος καρπός μεταεθνικής ιστοριογραφίας.
Νοσφεράτε,
προσωπικά θα διέκρινα ανάμεσα σε 2 εναλλακτικούς τύπους αλυτρωτισμού στα 1832: έναν μη βυζαντινό (στηριζόμενο απλώς στην ύπαρξη ελλήνων, όπως κι αν οριστούν αυτοί, εκτός των τοτινών συνόρων) και έναν που χωρίς να παραβλέπει την πραγματικότητα τής ύπαρξης τέτοιων ελληνικών πληθυσμών την συσχετίζει με την αίσθηση συνέχειας των επαναστατών του 1821 με το βυζάντιο. πιστεύω ότι ευκολότερα τεκμηριώνεται η β’ παρά η α’ πιθανότητα.
από εκεί και πέρα ασφαλώς κατά τη βασιλεία του όθωνα επικράτησε η ολοκληρωτική απαξίωση του βυζαντίου. ο παπαρρηγόπουλος ως θεωρητικός μιλά με τεχνικούς όρους σε σχέση με τα επαναστατικά κείμενα, αλλά ουσιαστικά λέει αυτό που εννοούσαν ή άφηναν να εννοηθεί, με 1-2 φράσεις, στο 1821, και μάλλον ως αντίδραση στο κλίμα της δεκαετίας του 1830/αρχών του 1840 μπορούν αυτά να θεωρηθούν. ο φαλμεράιερ ήταν, βέβαια, σημαντική αφορμή, ίσως έκανε το ποτήρι του νεοελληνικού, επίσημου κοραϊσμού να ξεχειλίσει.
-οι Μακεδόνες ήταν ληστές και υποδουλωτές των Ελλήνων (π.χ. Διάλογος περί των ελληνικών συμφερόντων, 1824, Α’ Καποδιστριακός διάλογος, 1827 και υπερτριπλάσιες παρόμοιες αναφορές στο σύνολο του έργου του),
-οι Σπαρτιάτες «καυσοκαλυβίτες» (επιστ. 22-10-1816) και «επαράδιδαν ασπλάγχνως εις τροφήν των θηρίων όσα τέκνα εγεννώντο ασθενή»(Αριστοτέλους Ηθικά (Πρόλογος) (1822)),
-ο Κολοκοτρώνης άμυαλος βουνίσιος παλικαράς (επιστ. 19-12-1831) και κλέφτης δημοσίου χρήματος μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια,
-ο Καποδίστριας τύραννος,
-ο Αλέξανδρος Υψηλάντης μωρός (επιστ. 20-1-1831),
-οι της Φιλικής Εταιρείας μωροί και μόλις άξιοι συγχώρεσης (Α’ Καποδιστριακός διάλογος, 1827). Επίσης
-«Η επανάστασις της Ελλάδος (…) έγινεν ακαίρως. Ο καιρός της ήτο το 1850 έτος» (επιστ. 20-1-1831)· «η επανάστασις έγινε άωρος» (Αρριανού των Επικτήτου διατριβών μέρος πρώτον).
«Ας ελπίζωμεν, ότι η Γαλλία, (…) θέλει φιλοτιμηθήν να προσθέση εις τα πολλά και λαμπρά της κατορθώματα, και τον ενδοξότατον τίτλον να επονομασθή ΠΡΟΣΤΑΤΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑΣ» (Προλεγόμενα στους Αρχαίους Έλληνες συγγραφείς (Αρριανού των Επικτήτου διατριβώνμέρος δεύτερον (1827)), ΜΙΕΤ, τ. Γ., σ. 640).
οι Άγγλοι είναι «Φίλαυτοι, φιλέμποροι και φιλάργυροι περισσότερον παρά τους παλαιούς Καρχηδονίους, νύκτα και ημέραν εις άλλο δεν καταγίνονται παρά να αυξήσωσι την ιδίαν αυτών ευτυχίαν, και αν ήτον χρεία να ποτίζεται με τα αίματα όλου του κόσμου η ευτυχία των» (Τι πρέπει να κάμωσιν οι Γραικοί εις τας παρούσας περιστάσεις. Διάλογος δύο Γραικών (1805)), αν και
«Μόνο η Αγγλία εξεύρει να τιμά την αρετήν, μόνη η Αγγλία ηξεύρει να αμοίβη την αρετήν, εις μόνην την Αγγλία ευρίσκονται άνθρωποι» (επιστ. 11-7-1786).
αν γνωρίζεις ότι ο λάμπρου αναίρεσε τις προ 27 ετών ιδέες του τις οποίες αναφέραμε, τότε έχεις δίκαιο να γράφεις “είναι ανήθικο να αποσπάς από τον λόγο και τον πολιτικό προβληματισμό 27 ετών, αποσπάσματα που σε βολεύουν”, αλλιώς -αν δεν τις αναίρεσε καταδικάζοντάς τες ρητά- έχεις άδικο για το λαθεμένο του χαρακτηρισμού “ακροδεξιός”.
αλλά η δημοκρατία, ανεξάρτητα από αν σε αυτήν ψηφίζουν όλοι ή μόνο λ.χ. οι ενήλικες ελεύθεροι άνδρες, ακριβώς στην ισότητα της ψήφου και των πολιτικών δικαιωμάτων στηρίζεται.
είναι ο πολιτικός πλουραλισμός (κακό) είναι και ο συνδικαλισμός. αν αυτό στον 4ο αι. π.χ. ήταν καλό, δε σημαίνει ότι δεν είναι ακροδεξιό τώρα.
Το Βυζαντιο ειναι σχετικά απαξιωμενο και κατα καποιο τροπο Παιζεται ακομα η σχεση του με τον επαναστατημενο ελληνισμό.
Αυτό δεν ειναι ασχετο με τις προβολές που κανει εκεινη την περιοδο η Δυση( η οποια ουτως η αλλως ειχε απαξιωσει το Βυζαντιο) και την εσωτερικευση αυτών των προβολών απο τους επαναστατημενους Ελληνες
Οσο και του ελληνικιου εθνικισμου που προσπαθει να βρει ενα σχημα που να το διαφοροποιει και απο τη Δυση καθως εχει επέλθει αυτή η Ματαιωση ..
του ΑΝΤΩΝΗ ΛΙΑΚΟΥ
προσωπικά θα διέκρινα ανάμεσα σε 2 εναλλακτικούς τύπους αλυτρωτισμού στα 1832: έναν μη βυζαντινό (στηριζόμενο απλώς στην ύπαρξη ελλήνων, όπως κι αν οριστούν αυτοί, εκτός των τοτινών συνόρων) και έναν που χωρίς να παραβλέπει την πραγματικότητα τής ύπαρξης τέτοιων ελληνικών πληθυσμών την συσχετίζει με την αίσθηση συνέχειας των επαναστατών του 1821 με το βυζάντιο. πιστεύω ότι ευκολότερα τεκμηριώνεται η β’ παρά η α’ πιθανότητα.
από εκεί και πέρα ασφαλώς κατά τη βασιλεία του όθωνα επικράτησε η ολοκληρωτική απαξίωση του βυζαντίου. ο παπαρρηγόπουλος ως θεωρητικός μιλά με τεχνικούς όρους σε σχέση με τα επαναστατικά κείμενα, αλλά ουσιαστικά λέει αυτό που εννοούσαν ή άφηναν να εννοηθεί, με 1-2 φράσεις, στο 1821, και μάλλον ως αντίδραση στο κλίμα της δεκαετίας του 1830/αρχών του 1840 μπορούν αυτά να θεωρηθούν. ο φαλμεράιερ ήταν, βέβαια, σημαντική αφορμή, ίσως έκανε το ποτήρι του νεοελληνικού, επίσημου κοραϊσμού να ξεχειλίσει.