Ο νανοειδής Νίτσε: Ο μικροαστικός αντικομφορμισμός ως φασισμός
AΠΟΣΠΑΣΜΑ
'
Κάποτε, στα τέλη του 19ου αιώνα, έγραφε στην Γερμανία κάποιος με το
όνομα Φρίντριχ Νίτσε. Ενσάρκωσε, ανάμεσα σε άλλα, το πρότυπο του
διανοουμένου που τα βάζει με όλους ανεξαιρέτως, που απορρίπτει τους
πάντες και τα πάντα: τη Γερμανία αλλά και την Ευρώπη ευρύτερα, τον
πασιφισμό αλλά και τον παραδοσιακό μιλιταρισμό, την αστική τάξη και τον
σοσιαλισμό, τον υλισμό του χρήματος αλλά και την χριστιανική ηθική.
Είναι ο άνθρωπος- "αντί", ο άνθρωπος ως αντί: ο αντι-Βάγκνερ, ο
αντι-Παύλος, ο αντι-Καντ, ο αντι-Χέγκελ, ο αντί-Χριστος. Αυτή του η
εχθρότητα προς κάθε έκφανση της εποχής ανεξαίρετα βασίζεται, στο τέλος,
σε μια ατέλειωτη δύναμη κατάφασης του εαυτού, σε ένα διονυσιακό ντελίριο
αυτοκατάφασης: σε τελική ανάλυση, στον "υπεράνθρωπο" που προσπάθησε να
είναι ο ίδιος ο Νίτσε για τον εαυτό του πληρώνοντας, τελικά, το βαρύ
αντίτιμο της τρέλας.
Πάντοτε μου έκανε εντύπωση η τεράστια απήχηση του έργου του Νίτσε στην
Ελλάδα· φαντάζομαι ότι κάποιοι θα θεωρούν ότι οφείλεται στην μεγάλη
απήχηση του Καζαντζάκη, αλλά αναρωτιέμαι αν τα πράγματα δεν έχουν στην
πραγματικότητα την ανάστροφη μορφή, και αν η δημοφιλία του Καζαντζάκη
δεν οφείλεται στην πρότερη απήχηση όχι τόσο του Νίτσε ως φιλοσόφου, αλλά
του είδους αντίληψης για τον κόσμο και τον εαυτό που αυτός θεμελίωσε
για ένα ακροατήριο που ταξικά βρίσκεται στους αντίποδες του φαντασιακού
του αριστοκρατισμού: τους μικροαστούς.
Η δημοφιλία αυτή μου φαίνεται αποκαλυπτική όχι για τον Νίτσε, αλλά για
την ελληνική κοινωνία των τελευταίων 50 περίπου ετών: υπάρχει μια
ενστικτώδης τάση της μικροαστικής ιδεολογίας στην Ελλάδα να
"αναγνωρίζει" τον εαυτό της στο έργο του Γερμανού. H καθολική του
εχθρότητα σε όλες τις τάξεις και τις ιδεολογικές τάσεις της εποχής του
διαμεσολαβεί την επιθυμία του μικροαστού για μια εξιδανικευμένη
ανεξαρτησία από τις σχέσεις παραγωγής και από τις άλλες τάξεις. Όσο
μεγαλύτερη είναι η αντικειμενική εξάρτηση του μικροαστού από το κεφάλαιο
και η απειλή που νιώθει από την οργάνωση και τις διεκδικήσεις των
"κάτω", τόσο πιο σφοδρή και εμμονική είναι η τάση του να ταμπουρώνεται
πίσω από κίβδηλες διακηρύξεις ανεξαρτησίας από το χρήμα και το κέρδος,
από τα "οργανωμένα συμφέροντα" και τα "λόμπι."
Η καχυποψία του Νίτσε για τα πάντα, για όλες τις αξίες και αρχές που
πηγάζουν από μια κοινωνία που έχει φτάσει να φαίνεται εντελώς εξωγενής
και αυθαίρετη, η ευαίσθητή του μύτη για κάθε τι το σάπιο και υποκριτικό
στις ιδέες της εποχής του, προσφέρει στον μικροαστό την ψευδαίσθηση ότι
είναι η πηγή και έκφραση ενός διαβρωτικού, σχεδόν επαναστατικού
κυνισμού· δίνει στην νοητική μιζέρια του και την μικρόνοιά του μια λάμψη
ρομφαίας, αν όχι λυτρωτικής, τουλάχιστον αρκούντως εκδικητικής. Η πίστη
του Γερμανού στην δύναμη του εαυτού του ως μοναδική πηγή της κατάφασης
που απαιτεί η υπέρβαση της εποχής γίνεται για τον μικροαστό μιας πρώτης
τάξεως απολογητική για τον αντικοινωνικό αυτισμό του. Και τέλος, η
ηρωϊκή πόζα του μοναχικού και παρεξηγημένου εχθρού της εποχής τον
εμπνέει με κάθε είδους φαντασιώσεις μοναδικότητας και αντικομφορμιστικού
σθένους, επιτρέποντάς του να αναποδογυρίσει τον κόσμο ως είδωλο μέσα
στο κεφάλι του, μετατρέποντας έτσι την πραγματικότητα της ταξικής του
ανασφάλειας σε θρίαμβο κατά των νεφελωδών και αδιευκρίνιστων εχθρών της
επικράτησης και δικαίωσής του.
Πριν πολλά χρόνια, ο μεγάλος αυστριακός πεζογράφος Χέρμαν Μπροχ
αποκάλυψε πως αυτός ο μπάσταρδος, εκφυλισμένος νιτσεϊσμός αποτελεί στην
ουσία το γόνιμο έδαφος της --μετά βαϊων και κλάδων δικής του κοπής--
παράδοσης του μικροαστού στην φασιστική σαγήνη. Ο δάσκαλος γυμνασίου Ζαχαρίας
αυτοκολακεύεται πως είναι φορέας μιας φωτισμένης καχυποψίας απέναντι
στις δεσπόζουσες αντιλήψεις της εποχής του την στιγμή που στην ουσία
είναι ο ίδιος ο απόλυτος κομφορμιστής, ένας άνθρωπος βαθιά διαβρωμένος
από το μίσος και την ορμή θανάτου που του εμπνέει η αντικειμενική
διάβρωση των πνευματικών έστω προνομίων δια των οποίων θεωρούσε πως
εξασφάλιζε την ταξική του θέση.