Αναγνώστες

Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2013

Ο νανοειδής Νίτσε: Ο μικροαστικός αντικομφορμισμός ως φασισμός/αναδημοσιευση αποσπασματος απο τον lenin Reloaded

Ο νανοειδής Νίτσε: Ο μικροαστικός αντικομφορμισμός ως φασισμός

AΠΟΣΠΑΣΜΑ 

'
Κάποτε, στα τέλη του 19ου αιώνα, έγραφε στην Γερμανία κάποιος με το όνομα Φρίντριχ Νίτσε. Ενσάρκωσε, ανάμεσα σε άλλα, το πρότυπο του διανοουμένου που τα βάζει με όλους ανεξαιρέτως, που απορρίπτει τους πάντες και τα πάντα: τη Γερμανία αλλά και την Ευρώπη ευρύτερα, τον πασιφισμό αλλά και τον παραδοσιακό μιλιταρισμό, την αστική τάξη και τον σοσιαλισμό, τον υλισμό του χρήματος αλλά και την χριστιανική ηθική. Είναι ο άνθρωπος- "αντί", ο άνθρωπος ως αντί: ο αντι-Βάγκνερ, ο αντι-Παύλος, ο αντι-Καντ, ο αντι-Χέγκελ, ο αντί-Χριστος. Αυτή του η εχθρότητα προς κάθε έκφανση της εποχής ανεξαίρετα βασίζεται, στο τέλος, σε μια ατέλειωτη δύναμη κατάφασης του εαυτού, σε ένα διονυσιακό ντελίριο αυτοκατάφασης: σε τελική ανάλυση, στον "υπεράνθρωπο" που προσπάθησε να είναι ο ίδιος ο Νίτσε για τον εαυτό του πληρώνοντας, τελικά, το βαρύ αντίτιμο της τρέλας.
Πάντοτε μου έκανε εντύπωση η τεράστια απήχηση του έργου του Νίτσε στην Ελλάδα· φαντάζομαι ότι κάποιοι θα θεωρούν ότι οφείλεται στην μεγάλη απήχηση του Καζαντζάκη, αλλά αναρωτιέμαι αν τα πράγματα δεν έχουν στην πραγματικότητα την ανάστροφη μορφή, και αν η δημοφιλία του Καζαντζάκη δεν οφείλεται στην πρότερη απήχηση όχι τόσο του Νίτσε ως φιλοσόφου, αλλά του είδους αντίληψης για τον κόσμο και τον εαυτό που αυτός θεμελίωσε για ένα ακροατήριο που ταξικά βρίσκεται στους αντίποδες του φαντασιακού του αριστοκρατισμού: τους μικροαστούς.
Η δημοφιλία αυτή μου φαίνεται αποκαλυπτική όχι για τον Νίτσε, αλλά για την ελληνική κοινωνία των τελευταίων 50 περίπου ετών: υπάρχει μια ενστικτώδης τάση της μικροαστικής ιδεολογίας στην Ελλάδα να "αναγνωρίζει" τον εαυτό της στο έργο του Γερμανού. H καθολική του εχθρότητα σε όλες τις τάξεις και τις ιδεολογικές τάσεις της εποχής του διαμεσολαβεί την επιθυμία του μικροαστού για μια εξιδανικευμένη ανεξαρτησία από τις σχέσεις παραγωγής και από τις άλλες τάξεις. Όσο μεγαλύτερη είναι η αντικειμενική εξάρτηση του μικροαστού από το κεφάλαιο και η απειλή που νιώθει από την οργάνωση και τις διεκδικήσεις των "κάτω", τόσο πιο σφοδρή και εμμονική είναι η τάση του να ταμπουρώνεται πίσω από κίβδηλες διακηρύξεις ανεξαρτησίας από το χρήμα και το κέρδος, από τα "οργανωμένα συμφέροντα" και τα "λόμπι."

Η καχυποψία του Νίτσε για τα πάντα, για όλες τις αξίες και αρχές που πηγάζουν από μια κοινωνία που έχει φτάσει να φαίνεται εντελώς εξωγενής και αυθαίρετη, η ευαίσθητή του μύτη για κάθε τι το σάπιο και υποκριτικό στις ιδέες της εποχής του, προσφέρει στον μικροαστό την ψευδαίσθηση ότι είναι η πηγή και έκφραση ενός διαβρωτικού, σχεδόν επαναστατικού κυνισμού· δίνει στην νοητική μιζέρια του και την μικρόνοιά του μια λάμψη ρομφαίας, αν όχι λυτρωτικής, τουλάχιστον αρκούντως εκδικητικής. Η πίστη του Γερμανού στην δύναμη του εαυτού του ως μοναδική πηγή της κατάφασης που απαιτεί η υπέρβαση της εποχής γίνεται για τον μικροαστό μιας πρώτης τάξεως απολογητική για τον αντικοινωνικό αυτισμό του. Και τέλος, η ηρωϊκή πόζα του μοναχικού και παρεξηγημένου εχθρού της εποχής τον εμπνέει με κάθε είδους φαντασιώσεις μοναδικότητας και αντικομφορμιστικού σθένους, επιτρέποντάς του να αναποδογυρίσει τον κόσμο ως είδωλο μέσα στο κεφάλι του, μετατρέποντας έτσι την πραγματικότητα της ταξικής του ανασφάλειας σε θρίαμβο κατά των νεφελωδών και αδιευκρίνιστων εχθρών της επικράτησης και δικαίωσής του.
Πριν πολλά χρόνια, ο μεγάλος αυστριακός πεζογράφος Χέρμαν Μπροχ αποκάλυψε πως αυτός ο μπάσταρδος, εκφυλισμένος νιτσεϊσμός αποτελεί στην ουσία το γόνιμο έδαφος της --μετά βαϊων και κλάδων δικής του κοπής-- παράδοσης του μικροαστού στην φασιστική σαγήνη. Ο δάσκαλος γυμνασίου Ζαχαρίας αυτοκολακεύεται πως είναι φορέας μιας φωτισμένης καχυποψίας απέναντι στις δεσπόζουσες αντιλήψεις της εποχής του την στιγμή που στην ουσία είναι ο ίδιος ο απόλυτος κομφορμιστής, ένας άνθρωπος βαθιά διαβρωμένος από το μίσος και την ορμή θανάτου που του εμπνέει η αντικειμενική διάβρωση των πνευματικών έστω προνομίων δια των οποίων θεωρούσε πως εξασφάλιζε την ταξική του θέση.

Hermann Broch-Οι τέσσερις ομιλίες του καθηγητή γυμνασίου Ζαχαρία (Ι)

Ο ΠΑΠΑΝΟΥΤΣΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΚΗ ΤΗΣ ΟΛΜΕ (ΤΑ ΝΕΑ 28-5-1980)

ΤΟ ΒΗΜΑ - Ρολάν Μπαρτ -

κατω τα χέρια απο τις Συντάξεις και ΤΙΜΗΜΕΝΟ ΚΚΕ

H Ηθική του Σπινόζα www.lifo.gr

Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013

Εγκληματολογική Θεωρία Κείμενα 3ης συνάντησης, 2/1/ 2012/αναδημοσιευση απο το Μπλογκ http://crimevssocialcontrol.blogspot.gr

Εγκληματολογική Θεωρία

http://crimevssocialcontrol.blogspot.gr/2013/01/blog-post_30.html

Κείμενα 3ης συνάντησης, 2/1/ 2012
1. Η ποινή, ως κοινωνική δράση, επιτελεί την άμεση λειτουργία της ρύθμισης της συμπεριφοράς. Ταυτόχρονα, όμως, απευθύνεται και ρυθμίζει έμμεσα τη σκέψη και τις στάσεις του συνόλου, άρα κατ’ επέκταση και πάλι τη συμπεριφορά, διαμέσου ενός άλλου εργαλείου, του νοήματος. Η ποινή κοινοποιεί νοήματα όχι μόνον σε σχέση με το έγκλημα και την τιμωρία του, αλλά και σε σχέση με την εξουσία, τις αρχές, τη νομιμότητα, την ομαλότητα, την ηθική, την προσωπικότητα, τις κοινωνικές σχέσεις και πολλά άλλα σχετικά θέματα […] Προκειμένου να κατανοήσουμε τα κοινωνικά αποτελέσματα της ποινής είναι, λοιπόν, αναγκαίο να αναλύσουμε όχι μόνον την αρνητική της λειτουργία του ελέγχου της παρέκκλισης, αλλά και τη θετική της ικανότητα να παράγει νοήματα και να κατασκευάζει την «ομαλότητα» (D. Garland, 1993 /1999: 291 κ.ε., Punishment and modern society, Chicago: University of Chicago Press. Ιταλική έκδοση: Pena e societa moderna, Milano: il Saggiatore)
2. Με περισσότερη ή λιγότερη έμφαση, λοιπόν, οι φυλακές υποκατέστησαν το ικρίωμα της αγχόνης ή της γκιλοτίνας, όπου το σώμα του καταδικασμένου πρωταγωνιστούσε στο θέατρο της απονομής δικαιοσύνης και αναγόταν σε επίκεντρο μιας τελετουργίας υποταγής προς την όποια εξουσία. Αντί του περιστασιακού ικριώματος, οι φυλακές έδωσαν μια ακόμα πιο επιβλητική αρχιτεκτονική: περίκλειστη, σύνθετη, ιεραρχημένη –ταυτόχρονα ύλη και σύμβολο της κρατικής μηχανής. Και ηθελημένα ή όχι, όλο το παρελθόν της «ποιητικής» των μαρτυρίων καθοδήγησε συστηματικά τον σχεδιασμό τους, χωρίς ποτέ να αίρεται ο συμπαγώς συμμετρικός όγκος. Από τις δημόσιες εκτελέσεις, που γίνονταν συνήθως στους τόπους όπου είχαν τελεστεί τα αντίστοιχα εγκλήματα (με απίστευτες ενδυματολογικές επινοήσεις για τους καταδικασμένους, σταδιακά αυξανόμενους βασανισμούς και χρήσεις των ίδιων οργάνων δια των οποίων είχε διαπραχθεί το αρχικό έγκλημα), η αρχιτεκτονική των φυλακών εμπνεύστηκε μια αντίστοιχη «ποιητική» (Foucault 1975: 134-5). Τα ψηλά τείχη, λ.χ., δεν παρέπεμπαν ούτε στο κάστρο που περιβάλλει και προστατεύει ούτε σ’ εκείνο που συμβολίζει τον πλούτο και το κύρος. Ήταν το μεθοδικά αδιαπέραστο και μυστηριώδες περίβλημα, που στηνόταν στις παρυφές ή κοντά στα κέντρα μεγάλων πόλεων και πίσω από το οποίο συν­τελείτο το αδιάγνωστο έργο του σωφρονισμού. Σκληρό για όσους διέπραξαν σκληρότητες, καταπονητικό για όσους απέφευγαν τον μόχθο της εργασίας, ατιμωτικό για όσους αφέθηκαν σε έκφυλα πάθη… Πίσω από αυτούς τους κλειστούς τοίχους αναπτύχθηκε μια «ποιητική» νέων μαρτυρίων. Με την ιεραρχία και τις διαβαθμίσεις της, τα προνόμια ή τις επιδεινώσεις της, τα στάδια της ανάνηψης και τις εκτροπές των ομαδικών εξεγέρσεων. Ανάλογα με τις ποινές και οι στολές, ανάλογα με τις στολές και τα δικαιώματα, ανάλογα με τα δικαιώματα οι χώροι κι ανάλογα με τους χώρους το σύστημα επίβλεψης των ποινών. Όποια κι αν ήταν η διευθέτηση των «σωφρονιστικών καταστημάτων» που εγείρονταν από τον 16ο μέχρι τον 20ό αιώνα, εξαντλώντας τις συμμετρικές διατάξεις καθαρών τετραγώνων, κανονικών οκταγώνων ή εξαγώνων, τέλειων κύκλων και «πανοπτικών» ημικυκλίων, δεν έπαυε να υποθάλπει την μαρτυρική «ποιητική», μεταφράζοντάς την σε ειδικές χωρικές ρυθμίσεις [Μαρτινίδης, Π. «Φυλακές. Οι περιορισμοί μιας περιοριστικής αρχιτεκτονικής», στο Κουκουτσάκη, Α. (2006) (εισαγωγή, επιμέλεια) Εικόνες φυλακής, Αθήνα: Πατάκης]
3. «Είχε την τόλμη να τεμαχίσει το πλάσμα που αγαπούσε περισσότερο από κάθε τι άλλο στη ζωή του και δεν θα τολμήσει, όταν βρει άλλες αντίξοες συνθήκες αργότερα, να διαπράξει άλλο βαρύτερο ή ελαφρότερο αδίκημα; Δεν δείχνει η ενέργειά του αυτή μια ροπή προς το έγκλημα; Αυτή τη ροπή εμείς οι νομικοί την ονομάζουμε ιδιαίτερη επικινδυνότητα του δράστη» (από την αγόρευση του Εισαγγελέα κατά την εκδίκαση σε πρώτο βαθμό της υπόθεσης του φόνου της Ζωής Φραντζή από το σύζυγό της Παναγιώτη, όπως αναφέρεται στην εφημερίδα Έθνος της 1/10/1988)
4. Οι εγκληματικές ενέργειες παρέχουν άμεση ικανοποίηση των επιθυμιών. Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό των ανθρώπων με χαμηλό αυτοέλεγχο είναι επομένως μια τάση να απαντούν σε απτά ερεθίσματα του άμεσου περιβάλλοντος, να έχουν ένα συγκεκριμένο προσανατολισμό προς το «εδώ και τώρα» […] Συγκρατείστε ότι το έγκλημα περιλαμβάνει την επιδίωξη της άμεσης ευχαρίστησης. Συνεπάγεται ότι τα άτομα που στερούνται αυτοελέγχου θα τείνουν επίσης να επιδιώκουν τις άμεσες μορφές ικανοποίησης που δεν είναι εγκληματικές: θα τείνουν προς το κάπνισμα, το ποτό, τη χρήση ναρκωτικών, το τζόγο, την απόκτηση παιδιών έξω από τα δεσμά του γάμου και τη συμμετοχή σε παράνομο σεξ (M.P. Gottfredson, T. Hirschi (1990), A General Theory of Crime, Stanford: Stanford University Press, σελ. 89-90, όπως αναφέρεται στο D. Melossi (1999: 44)
5.Οι τοξικομανείς, συνήθως, έχουν καλή και ευγενική εμφάνιση και συμπεριφορά, μέχρις ότου γίνουν τοξικομανείς […] Μετά την απόκτηση της ιδιότητας του τοξικομανούς, προκαλείται, σιγά-σιγά, αισθητή αλλοίωση όχι, φυσικά, των χαρακτηριστικών, αλλά της όλης εμφάνισης και κυρίως της συμπεριφοράς. Η δυσμενής επίδραση των ναρκωτικών προκαλεί πρόωρο γέρασμα, ασπρίζουν τα μαλλιά πολλών, στην κυριολεξία, παιδιών. Ακόμα και οι ρυτίδες τους προσθέτουν δεκαετίες. Παραμελούν την εμφάνισή τους και κάποιοι και την καθαριότητα του σώματος και των ενδυμάτων τους και των χώρων διαμονής τους (Λ. Καράμπελας, 1991, «Ο σύγχρονος έλληνας τοξικομανής. Πρώτη προσέγγιση από την μελέτη, κυρίως, διακοσίων περιπτώσεων που απασχόλησαν την ελληνική δικαιοσύνη», στο Αφιέρωμα στη μνήμη Ηλία Δασκαλάκη, Αθήνα: Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, σελ. 243)
6.H εγκληματολογία της περιόδου μεταξύ των δεκαετιών του 1970 και 1990 πήρε φυσικά πολλές μορφές, διαφορετικές μεταξύ τους σε ότι αφορά τη θεωρητική έμπνευση, την πολιτική, τις προτάσεις σχετικά με την αντεγκληματική πολιτική. Παρόλα αυτά, θα υποστήριζα ότι το κοινό τους στοιχείο (και το οποίο τις διαφοροποιούσε από προγενέστερες εγκληματολογίες) ήταν μία στάση απόστασης, αντιπάθειας, ακόμη και περιφρόνησης, για το αντικείμενο της ανάλυσής τους […] Eπομένως, το στοιχείο που κατέστησε την εγκληματολογία αυτής της περιόδου αυτό που αποκαλώ μία εγκληματολογία της εκδίκησης εντοπίζεται στην ιδεολογική αποσύνδεση του ζητήματος του εγκλήματος από αυτές τις συνθήκες, στην επικέντρωση στο τελικό προϊόν του εγκλήματος και στους εγκληματίες,  ανάγοντας τα  σε φυσική κατάσταση, κατά τρόπο που δε διαφέρει πολύ από ότι είχε κάνει ο Lombroso σχεδόν ένα αιώνα νωρίτερα, δίχως να φωτίζονται οι τρόποι με τους οποίους αυτά τα τελικά προϊόντα έχουν, στην πραγματικότητα, κατασκευαστεί κοινωνικά (Melossi, 1999).
7. Τα αίτια του αποκλεισμού μπορεί να διαφέρουν αλλά, για όλους όσοι τον εισπράττουν, τα αποτελέσματα είναι ακριβώς τα ίδια. Αντιμέτωποι με τον τιτάνιο άθλο να εξασφαλίσουν τους πόρους για την βιολογική τους επιβίωση (τη στιγμή που τους έχει αφαιρεθεί η αυτοπεποίθηση και ο αυτοσεβασμός που απαιτείται για να επιβιώσουν κοινωνικά) δεν έχουν κανένα λόγο να αναλογιστούν και να εκτιμήσουν τη λεπτή διάκριση ανάμεσα στα δεινά που υποφέρει κανείς εκ προθέσεως και την αθλιότητα κατά παράλειψη […] Οι υπεράριθμοι άνθρωποι βρίσκονται σε αδιέξοδο. Αν επιχειρήσουν να συμμορφωθούν με τον ευνοούμενο σήμερα τρόπο ζωής, κατηγορούνται αμέσως για ανήθικη έπαρση, ψευδή προσχήματα και θράσος, [Bauman, Z. (2005), Σπαταλημένες ζωές. Οι απόβλητοι της νεοτερικότητας, Κατάρτι]
8. Είναι κοινή μοίρα για αυτά τα τμήματα της «εργατικής τάξης υπό διαμόρφωση», να περιγράφονται συχνά – από τη δυσφορία των «παλιών» εργατικών ζωνών, συνεπικουρούμενη από διάφορες κατηγορίες πολυπραγμόνων, καθώς και «έγκυρων» σχολιαστών, οι οποίοι αναλαμβάνουν να επιχειρηματολογήσουν υπέρ αυτής της άποψης – ως «κατακάθια», «επικίνδυνη τάξη», υποπρολεταριάτο, underclass σύμφωνα με τον πρόσφατο βορειοαμερικανικό όρο ή, ακριβώς, όχλος. Αυτές οι περιγραφές βασίζονται και σε «πραγματικά» «γεγονότα», καθώς η πορεία της καπιταλιστικής ανάπτυξης συντελείται γενικά κατά τρόπο μάλλον άναρχο και παράλογο και η μετακίνηση των μελλοντικών εργατών από την περιφέρεια στις πόλεις δεν είναι ούτε αυτόματη, ούτε ανώδυνη, καθόσον προκαλεί φαινόμενα τόσο ένταξης μερικών από τους νεοφερμένους στις αγορές της λεγόμενης «παρανομίας» (οι οποίες, εξάλλου, αποτελούν μέρος της «πραγματικής» αγοράς, για την οποία χρειάζεται επίσης εργατικό δυναμικό, όπως συμβαίνει σήμερα στην Ιταλία για τα ναρκωτικά και την πορνεία), όσο και απόρριψης και εχθρότητας από τα προγενέστερα κοινωνικά στρώματα, ακόμα και τα εργατικά. Έτσι λοιπόν τα κατακάθια, η επικίνδυνη τάξη, η underclass θα εγκλειστεί (και «καλλιεργηθεί») στο εσωτερικό του συστήματος της φυλακής το οποίο, ξαναβρίσκοντας τους αγαπημένους φιλοξενούμενους που είχε πάντα – πρώην χωρικούς που κατευθύνονται στις πόλεις, αλλά που το χρώμα τους, η ομιλία τους και η θρησκεία τους είναι τώρα διαφορετικά – θα νιώσει να ξαναγεννιέται, αναγνωρίζοντας στους νεοφερμένους τους «αιώνιους φιλοξενούμενούς» του, τη ζωτική λύμφη, θα λέγαμε, με την οποία τρέφεται το σύστημα" [Dario Melossi, «Ποινικές πρακτικές και «διακυβέρνηση των πληθυσμών» στους Marx και Foucault», στο Κουκουτσάκη, Α. (2006), (εισαγωγή, επιμέλεια), Αθήνα: Πατάκης]

ενα παλιο αρθρο στο περοδικο της ΟΛΜΕ

Amacord του Φελίνι ..Πέτρος Θεοδωρίδης

 Για την ταινια  Αmacord ------------------------------ Πετρος Θεοδωριδης Στο επίκεντρο της ταινίας Αmacord,  είναι ένας νεαρός έφηβος, και ...