Μετά την κρίση
Δευτέρα, 14 Νοεμβρίου 2016
© The Financial Times - Wolfgang Münchau: How to quell the politics of insurrection, 6.11.2016
Ό,τι και να συμβεί στις ΗΠΑ [το άρθρο γράφτηκε δυό μέρες πριν τις εκλογές που ανέδειξαν πρόεδρο τον Ντόναλντ Τραμπ], οι κατεστημένοι πολιτικοί στις οικονομικά ισχυρές χώρες της Δύσης αναγκαστικά θα έχουν μπροστά τους να ξεδιαλύνουν ένα δύσκολο πρόβλημα: να βρούν πώς θα αντιδράσουν πιο αποτελεσματικά στην πολιτική της ανταρσίας. Η εκστρατεία της Brexit ήταν ένα καλό παράδειγμα για το πώς να μην το καταφέρουν: αρνήθηκαν ότι υπάρχει πρόβλημα, προσπάθησαν να τρομάξουν τους ψηφοφόρους και έβαλαν μια φούχτα οικονομολόγους να γράφουν επιστολές σε εφημερίδες.
Το μεγαλύτερο βάρος θα πέσει στα καθιερωμένα κεντρο-αριστερά κόμματα. Στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά και στη Γερμανία και σε άλλες χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης, τα κεντρο-αριστερά κόμματα αγκάλιασαν την οικονομική φιλελευθεροποίηση, εφάρμοσαν ανοιχτή πολιτική για τη μετανάστευση και συντηρητικές μακροοικονομικές στρατηγικές. Αυτό το μείγμα παρήγαγε μεγάλες περιόδους αστάθειας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, στασιμότητα στην πραγματική οικονομία και αύξηση της ανισότητας. Χωρίς αυτές τις τοξικές πολιτικές, ίσως η Βρετανία δεν θα είχε οδεύσει προς την έξοδο από την ΕΕ και ο Ντόναλντ Τραμπ θα έμενε στην κατηγορία εκείνων που είναι διάσημοι απλά και μόνον επειδή είναι «διάσημοι» και δεν θα γινόταν ποτέ σοβαρός υποψήφιος για την προεδρία των ΗΠΑ.
Όταν ξεκίνησε η οικονομική κρίση, οι κεντρο-αριστερές κυβερνήσεις επέλεξαν να διασώσουν τις τράπεζες και τους ομολογιούχους, «έσφιξαν» την δημοσιονομική πολιτική και στήριξαν πιο χαλαρές νομισματικές πολιτικές. Για τη Νότια Ευρώπη, αυτό αποδείχθηκε καταστροφικό. Η Ελλάδα βρίσκεται σε συνεχή ύφεση εδώ και οκτώ χρόνια. Η Ιταλία είχε και έχει αμελητέα οικονομική ανάπτυξη εδώ και 16 χρόνια. Η Ισπανία πάει καλύτερα, αλλά το ένα πέμπτο του εργατικού δυναμικού της εξακολουθεί να παραμένει εκτός εργασίας.
Μεταξύ των λαθών στη μακροοικονομική διαχείριση, το μεγαλύτερο ήταν η πολιτική της λιτότητας. Στη Γερμανία, οι Σοσιαλδημοκράτες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εκπόνηση μιας συνταγματικής τροπολογίας που δεσμεύει τους ηγέτες της χώρας σε ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς. Ο Μάριο Μόντι, ο τεχνοκράτης πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας ο οποίος υποστηρίχτηκε από το κεντρο-αριστερό Δημοκρατικό κόμμα αύξησε τους φόρους στη μέση μιας ύφεσης. Ο Φρανσουά Ολάντ παρέπεμψε στον Νόμο του Σαι (Jean Battiste Say), το μάντρα των δεξιών οικονομολόγων, σύμφωνα με τον οποίο η προσφορά δημιουργεί από μόνη της ζήτηση. Όταν πολιτικοί όπως ο Γάλλος πρόεδρος τάσσονται με την πλευρά της προσφοράς, τι χρειάζονται οι συντηρητικοί; Στις μέρες μας, τα μόνα κόμματα στην Ευρώπη που υποστηρίζουν Κεϋνσιανές πολιτικές είναι της σκληρής Αριστεράς και της σκληρής Δεξιάς, πράγμα που ωθεί σε παραλληλισμό του σήμερα με τη δεκαετία του 1930.
Υπερασπιζόμενοι τις πολιτικές λιτότητας, οι κεντρο-αριστεροί πολιτικοί μετέτρεψαν τους εαυτούς τους σε αντιδραστικούς, σε κάτι έντονα αντίθετο με το πώς βλέπουν οι ίδιοι τον εαυτό τους. Ο χλευασμός για τους «ξεδοντιάρηδες φτωχούς» από τον πρόεδρο Ολάντ σε ιδιωτική του συζήτηση - για όσους δεν έχουν τα οικονομικά μέσα για οδοντιατρική φροντίδα - είναι ένα ταιριαστό παράδειγμα για το πόσο απόμακροι και κυνικοί έχουν γίνει οι Σοσιαλιστές της Γαλλίας. Η βαθμολογία αυτού του σοσιαλιστικής έκδοσης πομπώδους Βουρβώνου αντιβασιλέα έχει πέσει στο 4 % του κοινού που απέμεινε να τον επιδοκιμάζει. Το κόμμα του ουσιαστικά έχει από τώρα παραδώσει τα όπλα για τις προεδρικές εκλογές του επόμενου έτους, πράγμα που είναι πρωτοφανές για κυβερνών κόμμα στη Γαλλία.
Ένα άλλο παράδειγμα κεντρο-αριστερού κόμματος που καταρρέει είναι το κάποτε αξιοσέβαστο Ολλανδικό Εργατικό Κόμμα, ο μικρός συνεταίρος στον κυβερνητικό συνασπισμό με το φιλελεύθερο VVD του Μαρκ Ρούτε (Mark Rutte). Στο πιο πρόσφατες εκλογές είχε 38 από τις 150 έδρες της βουλής. Οι δημοσκοπήσεις τους δίνουν τώρα μεταξύ 8 και 11 %. Το γερμανικό SPD δημοσκοπικά βρίσκεται γύρω στο 20 %, δηλαδή στο μισό όσου είχε όταν τελευταία φορά σχημάτισε κυβέρνηση ως πρώτο κόμμα, το 2002.
Τι οδήγησε την Κεντρο-Αριστερά σε μια τέτοια αυτοκαταστροφική πορεία; Η απάντηση είναι ένας συνδυασμός από τα ακόλουθα: Μια ψευδής πεποίθηση ότι οι εκλογές κερδίζονται από το Κέντρο. Το δέλεαρ της υπουργικής λιμουζίνας. Ένα κόμπλεξ κατωτερότητας, εκείνων που κατηγορούνται από τους αντιπάλους τους ότι δεν είναι σε θέση να ασκήσουν «υπεύθυνες δημοσιονομικές πολιτικές». Και μια σφαλερή πεποίθηση, ότι οι ψηφοφόροι της Αριστεράς δεν έχουν πού αλλού να πάνε.
Έχοντας λοιπόν σφάλλει τόσο φρικτά, τι πρέπει να κάνουν τώρα; Ως πρώτο βήμα, θα πρέπει να σταματήσουν να επιμένουν στά ίδια λάθη. Θα πρέπει να εκλέξουν ηγέτες πρόθυμους να απορρίψουν τις συμφωνίες για το διεθνές εμπόριο. Αν και αυτό, από μόνο του, δεν θα έλυνε κανένα πρόβλημα, θα ήταν μια συμβολική ρήξη με το παρελθόν. Η μεγάλη ελάφρυνση, πάντως, θα προέλθει από μια αλλαγή στις μακροοικονομικές πολιτικές. Το ελάχιστο που απαιτείται για να κατασταλεί η δεξιά ανταρσία είναι να διορθωθεί το μείγμα στις δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές, μέσω της αύξησης των επενδύσεων του δημόσιου τομέα και μείωσης της φορολογίας για αύξηση της κατανάλωσης.
Αυτή η χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής θα πρέπει να αντισταθμίζεται από μια μετριοπαθή σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής.
Για τα κεντρο-αριστερά κόμματα στην Ευρώπη, μια τέτοια αλλαγή θα έχει δυσκολίες, επειδή τα κόμματα αυτά περιορίζονται από τους δημοσιονομικούς κανόνες που συναποφασίστηκαν και με δική τους συμμετοχή. Ακόμα κι αν θελήσουν να προχωρήσουν στην αλλαγή αυτή, δεν μπορεί να εξασφαλίσουν τις απαραίτητες πλειοψηφίες, δεδομένου ότι οι εν λόγω κανόνες έχουν ενσωματωθεί σε συνθήκες και σε συντάγματα. Η αίσθησή μου είναι ότι δεν θέλουν καν να το κάνουν. Η σημερινή ρητορική τους τους είναι ότι πρέπει να εξηγήσουν καλύτερα τις ισχύουσες πολιτικές τους.
Το κύριο ζήτημα δεν είναι αν μια απάντηση με Κεϋνσιανές πολιτικές είναι οικονομικά σωστή. Το πιο σημαντικό σημείο είναι το εξής: εάν η Κεντρο-Αριστερά δεν την προσφέρει, οι λαϊκιστές θα το κάνουν. Νομίζω ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα η πολιτική της δεξιάς ανταρσίας να επιτύχει το στόχο της, εκτός εάν η Κεντρο-Αριστερά επιστρέψει στις Κεϋνσιανές ρίζες της.
Όταν ξεκίνησε η οικονομική κρίση, οι κεντρο-αριστερές κυβερνήσεις επέλεξαν να διασώσουν τις τράπεζες και τους ομολογιούχους, «έσφιξαν» την δημοσιονομική πολιτική και στήριξαν πιο χαλαρές νομισματικές πολιτικές. Για τη Νότια Ευρώπη, αυτό αποδείχθηκε καταστροφικό. Η Ελλάδα βρίσκεται σε συνεχή ύφεση εδώ και οκτώ χρόνια. Η Ιταλία είχε και έχει αμελητέα οικονομική ανάπτυξη εδώ και 16 χρόνια. Η Ισπανία πάει καλύτερα, αλλά το ένα πέμπτο του εργατικού δυναμικού της εξακολουθεί να παραμένει εκτός εργασίας.
Μεταξύ των λαθών στη μακροοικονομική διαχείριση, το μεγαλύτερο ήταν η πολιτική της λιτότητας. Στη Γερμανία, οι Σοσιαλδημοκράτες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εκπόνηση μιας συνταγματικής τροπολογίας που δεσμεύει τους ηγέτες της χώρας σε ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς. Ο Μάριο Μόντι, ο τεχνοκράτης πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας ο οποίος υποστηρίχτηκε από το κεντρο-αριστερό Δημοκρατικό κόμμα αύξησε τους φόρους στη μέση μιας ύφεσης. Ο Φρανσουά Ολάντ παρέπεμψε στον Νόμο του Σαι (Jean Battiste Say), το μάντρα των δεξιών οικονομολόγων, σύμφωνα με τον οποίο η προσφορά δημιουργεί από μόνη της ζήτηση. Όταν πολιτικοί όπως ο Γάλλος πρόεδρος τάσσονται με την πλευρά της προσφοράς, τι χρειάζονται οι συντηρητικοί; Στις μέρες μας, τα μόνα κόμματα στην Ευρώπη που υποστηρίζουν Κεϋνσιανές πολιτικές είναι της σκληρής Αριστεράς και της σκληρής Δεξιάς, πράγμα που ωθεί σε παραλληλισμό του σήμερα με τη δεκαετία του 1930.
Υπερασπιζόμενοι τις πολιτικές λιτότητας, οι κεντρο-αριστεροί πολιτικοί μετέτρεψαν τους εαυτούς τους σε αντιδραστικούς, σε κάτι έντονα αντίθετο με το πώς βλέπουν οι ίδιοι τον εαυτό τους. Ο χλευασμός για τους «ξεδοντιάρηδες φτωχούς» από τον πρόεδρο Ολάντ σε ιδιωτική του συζήτηση - για όσους δεν έχουν τα οικονομικά μέσα για οδοντιατρική φροντίδα - είναι ένα ταιριαστό παράδειγμα για το πόσο απόμακροι και κυνικοί έχουν γίνει οι Σοσιαλιστές της Γαλλίας. Η βαθμολογία αυτού του σοσιαλιστικής έκδοσης πομπώδους Βουρβώνου αντιβασιλέα έχει πέσει στο 4 % του κοινού που απέμεινε να τον επιδοκιμάζει. Το κόμμα του ουσιαστικά έχει από τώρα παραδώσει τα όπλα για τις προεδρικές εκλογές του επόμενου έτους, πράγμα που είναι πρωτοφανές για κυβερνών κόμμα στη Γαλλία.
Ένα άλλο παράδειγμα κεντρο-αριστερού κόμματος που καταρρέει είναι το κάποτε αξιοσέβαστο Ολλανδικό Εργατικό Κόμμα, ο μικρός συνεταίρος στον κυβερνητικό συνασπισμό με το φιλελεύθερο VVD του Μαρκ Ρούτε (Mark Rutte). Στο πιο πρόσφατες εκλογές είχε 38 από τις 150 έδρες της βουλής. Οι δημοσκοπήσεις τους δίνουν τώρα μεταξύ 8 και 11 %. Το γερμανικό SPD δημοσκοπικά βρίσκεται γύρω στο 20 %, δηλαδή στο μισό όσου είχε όταν τελευταία φορά σχημάτισε κυβέρνηση ως πρώτο κόμμα, το 2002.
Τι οδήγησε την Κεντρο-Αριστερά σε μια τέτοια αυτοκαταστροφική πορεία; Η απάντηση είναι ένας συνδυασμός από τα ακόλουθα: Μια ψευδής πεποίθηση ότι οι εκλογές κερδίζονται από το Κέντρο. Το δέλεαρ της υπουργικής λιμουζίνας. Ένα κόμπλεξ κατωτερότητας, εκείνων που κατηγορούνται από τους αντιπάλους τους ότι δεν είναι σε θέση να ασκήσουν «υπεύθυνες δημοσιονομικές πολιτικές». Και μια σφαλερή πεποίθηση, ότι οι ψηφοφόροι της Αριστεράς δεν έχουν πού αλλού να πάνε.
Έχοντας λοιπόν σφάλλει τόσο φρικτά, τι πρέπει να κάνουν τώρα; Ως πρώτο βήμα, θα πρέπει να σταματήσουν να επιμένουν στά ίδια λάθη. Θα πρέπει να εκλέξουν ηγέτες πρόθυμους να απορρίψουν τις συμφωνίες για το διεθνές εμπόριο. Αν και αυτό, από μόνο του, δεν θα έλυνε κανένα πρόβλημα, θα ήταν μια συμβολική ρήξη με το παρελθόν. Η μεγάλη ελάφρυνση, πάντως, θα προέλθει από μια αλλαγή στις μακροοικονομικές πολιτικές. Το ελάχιστο που απαιτείται για να κατασταλεί η δεξιά ανταρσία είναι να διορθωθεί το μείγμα στις δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές, μέσω της αύξησης των επενδύσεων του δημόσιου τομέα και μείωσης της φορολογίας για αύξηση της κατανάλωσης.
Αυτή η χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής θα πρέπει να αντισταθμίζεται από μια μετριοπαθή σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής.
Για τα κεντρο-αριστερά κόμματα στην Ευρώπη, μια τέτοια αλλαγή θα έχει δυσκολίες, επειδή τα κόμματα αυτά περιορίζονται από τους δημοσιονομικούς κανόνες που συναποφασίστηκαν και με δική τους συμμετοχή. Ακόμα κι αν θελήσουν να προχωρήσουν στην αλλαγή αυτή, δεν μπορεί να εξασφαλίσουν τις απαραίτητες πλειοψηφίες, δεδομένου ότι οι εν λόγω κανόνες έχουν ενσωματωθεί σε συνθήκες και σε συντάγματα. Η αίσθησή μου είναι ότι δεν θέλουν καν να το κάνουν. Η σημερινή ρητορική τους τους είναι ότι πρέπει να εξηγήσουν καλύτερα τις ισχύουσες πολιτικές τους.
Το κύριο ζήτημα δεν είναι αν μια απάντηση με Κεϋνσιανές πολιτικές είναι οικονομικά σωστή. Το πιο σημαντικό σημείο είναι το εξής: εάν η Κεντρο-Αριστερά δεν την προσφέρει, οι λαϊκιστές θα το κάνουν. Νομίζω ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα η πολιτική της δεξιάς ανταρσίας να επιτύχει το στόχο της, εκτός εάν η Κεντρο-Αριστερά επιστρέψει στις Κεϋνσιανές ρίζες της.
O Wolfgang Münchau είναι συντάκτης των Financial Times με έδρα τη Μ. Βρετανία.
Wolfgang Münchau - Financial Times, αρθρογραφία
Στον ιστότοπο Μετά την Κρίση - Wolfgang Münchau, η αρθρογραφία
Wolfgang Münchau - Financial Times, αρθρογραφία
Στον ιστότοπο Μετά την Κρίση - Wolfgang Münchau, η αρθρογραφία
Τα πιο πρόσφατα γραπτά του Wolfgang Münchau στον ιστότοπο Μετά την Κρίση:
Ο αργός μαρασμός της Ευρώπης - «Όχι με βρόντο, αλλά μ' έναν λυγμό» (29.01.2016)
Μεγάλη Μετανάστευση των λαών: Το λάθος της Μέρκελ - ανήθικη πολιτική για την προσφυγική κρίση
Κίνα: Σκάει η τρίτη φούσκα; Τέλος οι ψευδαισθήσεις και τα χρόνια της αφθονίας;
Γερμανικά πλεονάσματα και διαλυτική ανισορροπία. Τρία σενάρια για το μέλλον της νομισματικής ένωσης
Ο αργός μαρασμός της Ευρώπης - «Όχι με βρόντο, αλλά μ' έναν λυγμό» (29.01.2016)
Μεγάλη Μετανάστευση των λαών: Το λάθος της Μέρκελ - ανήθικη πολιτική για την προσφυγική κρίση
Κίνα: Σκάει η τρίτη φούσκα; Τέλος οι ψευδαισθήσεις και τα χρόνια της αφθονίας;
Γερμανικά πλεονάσματα και διαλυτική ανισορροπία. Τρία σενάρια για το μέλλον της νομισματικής ένωσης
Αναρτήθηκε από
aftercrisis
στις
4:01:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου