Μέσα στον ορυμαγδό σκέψεων και αντιδράσεων για την έκβαση των
προεδρικών εκλογών στις Ηνωμένες Πολιτείες νομίζω ότι πρέπει να
κρατήσουμε μία λέξη: again. Η λέξη αυτή ήταν το εμφατικό συμπλήρωμα του κεντρικού συνθήματος της εκστρατείας του Ντόναλντ Τραμπ (Make America Great Again)
και συμπυκνώνει την πρόταση του εκλεκτού του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος:
τη δυνατότητα επιστροφής σε έναν απολεσθέντα παράδεισο. Μέσα στην
ασάφειά του, το σύνθημα ήταν εξαιρετικά επιτυχημένο. Κινητοποιούσε τους
μηχανισμούς της νοσταλγίας για μία ακαθόριστη, μα μακρινή, εποχή χαμηλών
ποσοστών ανεργίας, σταθερής εργασίας, και κοινωνικής κινητικότητας.
Λίγη σημασία έχει να αντιτάξει κανείς ότι ο απολεσθείς αυτός παράδεισος
δεν υπήρξε ποτέ. Αυτό που υπενθυμίζει η δυναμική της υποψηφιότητας του
Τραμπ είναι ότι η νοσταλγία για το παρελθόν αναδεικνύεται σε ένα
πανίσχυρο όπλο. Αυτό δεν αφορά μόνο τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αντιμέτωπες
με ένα γενικό αίσθημα αδιεξόδου οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες φαίνεται
να αναζητούν στο παρελθόν μία παρηγορητική αφήγηση για τις πολλαπλές
προκλήσεις του παρόντος.
Στον αντίποδα, η εκστρατεία της Κλίντον στερούνταν κινητοποιητικού οράματος. Η ένδεια των συνθημάτων είναι ενδεικτική. Το Hillary for America και το I am with her περιγράφουν
μία αυτοαναφορική λειτουργία, όπου το μόνο που έχει σημασία είναι το
πρόσωπο, και δευτερευόντως το φύλο, της υποψηφίας. Το δε κεντρικό
σύνθημα Stronger Together εκτός από το ότι θα μπορούσε να
παραπέμπει σε οποιοδήποτε εταιρικό σλόγκαν αποπνέει την καθήλωση στο
παρόν – αν μείνουμε ενωμένοι θα είμαστε πιο δυνατοί. Και μετά; Θα ήταν
αφελές να θεωρήσει κανείς, ειδικά αν σκεφτούμε τις οικονομικές
διαστάσεις της εκστρατείας της Κλίντον, ότι πρόκειται απλά για
επικοινωνιακά ζητήματα ή τακτικές αστοχίες. Η απουσία του οραματικού
στοιχείου αντανακλά την ουσιαστική ένδεια των φιλελεύθερων προτάσεων που
είναι εγκλωβισμένες ανάμεσα στην υπεράσπιση της υπάρχουσας τάξης
πραγμάτων και τη δαιμονοποίηση των όποιων προσδοκιών για το μέλλον μέσα
από το γνωστό σχήμα του «λαϊκισμού». Η πρόταση της Κλίντον ήταν φοβική
στην αλλαγή· φοβική στην υπόσχεση της αλλαγής που είχε εκτοξεύσει τον
Μπάρακ Ομπάμα το 2008 και φοβική στην κοινωνική δυναμική που εξέφρασε ο
Μπέρνι Σάντερς το προηγούμενο διάστημα (ας θυμηθούμε εδώ το σύνθημα του
Σάντερς: a future to believe in) .
Ο λόγος είναι πολιτικός. Ο κόσμος του αμερικανικού φιλελευθερισμού
και της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας τη δεκαετία του 1990
πειραματίστηκε, υποσχέθηκε και ενέπνευσε σημαντικούς κοινωνικούς
μετασχηματισμούς. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και το τέλος του
Ψυχρού Πολέμου φάνταζαν να εγγυώνται δύο μεγάλες μεταβολές: την οριστική
ρύθμιση του κοινωνικού ζητήματος και την προώθηση υπερεθνικών ενώσεων
πέρα από τον παραδοσιακό διπολισμό του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα.
Από τις αναζητήσεις της γαλλικής σοσιαλδημοκρατίας (ποιος θυμάται το
35ωρο του Ζοσπέν;) και το θρίαμβο των Νέων Εργατικών έως την κυριαρχία
του Μπιλ Κλίντον στις αναμετρήσεις του 1992 και του 1996 υπάρχει ένα
κοινό νήμα: ότι ο παλιός κόσμος ανήκει οριστικά στο παρελθόν και ότι ο
εκσυγχρονισμός –ο οποίος μεταφραζόταν στην ελευθερία κίνησης κεφαλαίου
και εργασίας, στην ευελιξία, και στην απελευθέρωση από τα δεσμά του
εθνικού κράτους– μπορούσε να εγγυηθεί την κοινωνική ευημερία και την
οικονομική ανάπτυξη του μέλλοντος.
Σήμερα, σχεδόν δύο δεκαετίες μετά, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τα
αδιέξοδα της υπόσχεσης αυτής. Όλοι; Μάλλον όχι. Σε διαδοχικές
αναμετρήσεις, οι κερδισμένοι του προηγούμενου διαστήματος αναγνωρίζουν
στερεότυπα στις δυσκολίες, απευθύνονται με συμπάθεια στους πάσχοντες,
και στη συνέχεια περιγράφουν την «επόμενη μέρα» περίπου σαν τη μέρα της
μαρμότας – εκεί όπου τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει. Αυτή η πολιτική
πρόταση θα ήταν ίσως πειστική σε συνθήκες κοινωνικής σταθερότητας και
οικονομικής αισιοδοξίας. Σε συνθήκες ανασφάλειας και όξυνσης της
κοινωνικής ανισότητας αποκτά χαρακτηριστικά αναχωρητισμού και αδυναμίας
διαλόγου με τους πολλούς και τις πολλές. «Δεν νιώθει» είναι μια έκφραση
της ελληνικής νεολαίας που περιγράφει όχι τόσο τον ανάλγητο, αλλά αυτόν
που δεν αντιλαμβάνεται νοητικά, όσο και συναισθηματικά αυτό που
συμβαίνει γύρω του. Ανεξάρτητα από τις λεπτομέρειες και το ίδιο το
–οριακό εν τέλει– εκλογικό αποτέλεσμα της Τρίτης, ο πολιτικός
φιλελευθερισμός εμφανίζεται αποστασιοποιημένος και οι εκπρόσωποί του
ικανοποιημένοι μέσα στα προνόμιά τους. Η επιτυχία του Τραμπ συνοψίζεται
στο ότι παρότι ο ίδιος είναι ζάπλουτος κατάφερε να πείσει ότι το βλέμμα
του ακουμπάει σε εκείνους που τόσο καιρό ήταν σιωπηλοί. Και αυτοί
αποδείχθηκαν αρκετοί.
Η εκλογή του Τραμπ θέτει ένα οριστικό –ελπίζω– τέλος στην περιόδο του
«αδιανόητου». Από την απαρχή της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, σε
διαδοχικές στιγμές βρισκόμαστε αντιμέτωποι με εξελίξεις καινοφανείς που
ανατρέπουν ριζικά τις σταθερές του μεταπολεμικού και πρώιμου
μεταψυχροπολεμικού κόσμου. Θα πρέπει να συνηθίσουμε ότι βρισκόμαστε εν
μέσω ενός μεγάλου μετασχηματισμού, στον οποίο δεν είναι ορατό, ούτε
άμεσο, το αποτέλεσμα. Αν δεχτούμε τη βασική αυτή θέση, μιας
«μεσοβασιλείας» όπως την περιγράφει ο Wolfgang Streeck, τίποτα δεν
πρέπει να φαντάζει πλέον ως «αδιανόητο». Προφανώς η νίκη του Τραμπ είναι
μία αρνητική εξέλιξη για ολους εκείνους του λόγους που ξέρουμε.
Ταυτόχρονα όμως είναι μια υπόμνηση των δικών μας, ευρωπαϊκών εφόσον δεν
είμαστε αμερικανοί πολίτες, αδυναμιών. Της αδυναμίας μας –και της
απροθυμίας μας– να φανταστούμε και να περιγράψουμε ένα διαφορετικό
μέλλον που να περιλαμβάνει τομές και ρήξεις· συχνά επειδή, ας το
παραδεχτούμε επιτέλους, πολλοί και πολλές από όσους διαμορφώνουν τα
προγράμματα της αριστεράς και της κεντροαριστεράς είναι ικανοποιημένοι ή
έστω ασφαλείς στο παρόν ως έχει. Το επόμενο επεισόδιο στη σειρά αυτή
αναμένεται να έχει γαλλικούς υπότιτλους. Στην κοιτίδα του ευρωπαϊκού
διαφωτισμού η μόνη που φαντάζει να έχει μια υπόσχεση για το μέλλον είναι
η Μαρί Λε Πεν υπό τη μορφή της αναδίπλωσης στο ένδοξο παρελθόν της
χώρας. Ποιος αμφιβάλει ότι σύντομα η μορφή του Τραμπ, του Πούτιν, και
της ΛεΠεν θα έχει το ελληνικό της ομόλογο;
(πρώτη δημοσίευση: περιοδικό ΧΡΟΝΟΣ, 11 Noεμβρίου 2016)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου