Δευτέρα, 5 Οκτωβρίου 2009
Η έννοια της επιθυμίας στην λακανική θεωρία
Η έννοια της επιθυμίας στην λακανική θεωρία
Κυβέλου Ευαγγελία
MSc Κλινικής Ψυχολογίας
και Ψυχοπαθολογίας
( Δημοσίευση στα Τετράδια Ψυχιατρικής, Νο 105, Αθήνα, Μάρτιος 2009, σσ 54-62)
Ανάγκη, Επιθυμία, Αίτημα
Σύμφωνα
με τον Lacan, η έννοια της επιθυμίας, του αιτήματος και της ανάγκης
διαφοροποιούνται. Η διάκριση αυτή αρχίζει να εμφανίζεται στο έργο του
από το 1957 και εκφράζεται με την πιο ώριμη μορφή της το 1958 στο
Σεμινάριο VI, Le désire et son interprétation.
Στα πλαίσια αυτής της διάκρισης, η έννοια της ανάγκης πλησιάζει στον όρο ένστικτο (instinct) έτσι όπως τον χρησιμοποιούσε ο Freud , δηλαδή σχετίζεται καθαρά με την βιολογική πλευρά, σε αντιπαράθεση με τις ενορμήσεις που αποτελούν μια σταθερή εσωτερική ψυχική διέγερση.
Η ενόρμηση, όπως λέει ο Freud, «εμφανίζεται σαν οριακή έννοια ανάμεσα στο ψυχικό και το σωματικό, σαν ψυχικός αντιπρόσωπος των διεγέρσεων που πηγάζουν στο εσωτερικό του σώματος και αναδύονται στο ψυχισμό». Η ενόρμηση είναι το «έργο» δηλαδή η διαφορά δυναμικού, που επιβάλλεται στο ψυχικό σαν συνέπεια του δεσμού του με το σωματικό. Σύμφωνα με την αρχή της ηδονής το δίπολο ηδονή- οδύνη, που ρυθμίζει τις ενορμητικές διεργασίες, έχει σαν σκοπό την μείωση της έντασης. Το αίσθημα της δυσαρέσκειας συνδέεται με την αύξηση της διέγερσης, ενώ το αίσθημα της ηδονής με την μείωση της.
Η ανάγκη σχετίζεται ολοκληρωτικά με τα βιολογικά ένστικτα και υποχωρεί τελείως, έστω και προσωρινά, όταν ικανοποιηθεί. Η ενόρμηση αρχικά εκδηλώνεται στο παιδί με την εμφάνιση μιας απαρέσκειας που προκλήθηκε από την κατάσταση έντασης, και είναι σύμφυτη με την πηγή πρόκλησης της. Το παιδί βρίσκεται σε κατάσταση ανάγκης, που απαιτεί ικανοποίηση σε ένα πλαίσιο βασικά οργανικό. Την πρώτη φορά που του προτείνεται ένα αντικείμενο προς ικανοποίηση της ανάγκης, δεν υπάρχει ακόμα ψυχική αναπαράσταση. Αυτή η πρώτη εμπειρία ικανοποίησης απορρέει από μια αμιγή ανάγκη, διότι έχουμε ικανοποίηση της ανάγκης χωρίς ψυχική διαμεσολάβηση. Εδώ βρίσκεται και η απαρχή της άμεσης ευχαρίστησης, η οποία επιτυγχάνει την μείωση της έντασης που είχε προκληθεί.
Αυτή η πρώτη εμπειρία ικανοποίησης αφήνει ένα μνημονικό ίχνος στο ψυχικό όργανο. Η ικανοποίηση πλέον θα συνδεθεί με την εικόνα του αντικειμένου που έδωσε την ικανοποίηση και θα αποτελέσει την αναπαράσταση του φαινομένου της ενόρμησης. Έκτοτε, όταν η κατάσταση έντασης επανεμφανίζεται, το μνημονικό ίχνος θα ενεργοποιείται μαζί με την εικόνα του αντικειμένου που παρείχε ικανοποίηση. Στην αρχή θα υπάρχει μια σύγχυση μεταξύ αναπαριστούμενου αντικειμένου και πραγματικού αντικειμένου ικανοποίησης, με έμφαση στην επένδυση της μνημονικής εικόνας. Αυτό θα αποτελέσει και τον «δείκτη πραγματικότητας» του υποκειμένου. Το παιδί αρχικά θα έχει την τάση να ικανοποιείται με ένα ψευδαισιακό τρόπο μια και ο πιο άμεσος τρόπος μείωσης της έντασης είναι αυτός. Με την επανάληψη όμως των πραγματικών ικανοποιήσεων των αναγκών του, το παιδί θα αποκτήσει την ικανότητα να διαφοροποιεί την μνημονική εικόνα ικανοποίησης από την πραγματική ικανοποίηση και θα στραφεί προς το πραγματικό αντικείμενο για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του.
Η μνημονική εικόνα, θα αποτελέσει το πρότυπο που θα αναζητήσει το παιδί για την κάλυψη των ενορμήσεων του και θα λειτουργήσει στο ψυχικό όργανο ως μια «προκαταβολική αναπαράσταση ικανοποίησης».
Για τον Freud, η επιθυμία γεννιέται από την ψυχική επανεπένδυση ενός μνημονικού ίχνους που συνδέεται με την αναγνώριση της ενόρμησης. Από την στιγμή που η ανάγκη του βρέφους αναπαρίσταται χάρη στη μνημονική εικόνα, επανασυστήνει την κατάσταση της πρώτης ικανοποίησης. Αυτή την κίνηση για επανασύσταση της πρώτης ικανοποίησης την ονομάζουμε: επιθυμία.
Το μωρό που όταν γεννιέται είναι σε μια παντελή κατάσταση ανημπόριας, για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του πρέπει να πάρει βοήθεια από τον Άλλον, δηλαδή την μητέρα. Για να πάρει αυτή την βοήθεια πρέπει να εκφράσει την ανάγκη του, δηλαδή πρέπει να αρθρώσει την ανάγκη του σε αίτημα.
Τα πρώτα αιτήματα του βρέφους εκδηλώνονται με άναρθρες κραυγές αλλά χρησιμεύουν για να κάνουν τον άλλον να φροντίσει της ανάγκες του. Η παρουσία του Άλλου όμως σύντομα αποκτά διπλή σημασία. Από την μια ικανοποιεί την ανάγκη του βρέφους και από την άλλη η παρουσία του έρχεται να συμβολίσει την αγάπη του για αυτό. Έτσι το αίτημα γρήγορα γίνεται η έκφραση για ικανοποίηση της ανάγκης και αίτημα για αγάπη. Αυτή η διττή λειτουργία του αιτήματος γεννά την επιθυμία. Ενώ οι ανάγκες που αρθρώνονται μέσα στο αίτημα μπορούν να ικανοποιηθούν, η δίψα για αγάπη είναι ακόρεστη, κι έτσι αφήνει πάντα ένα υπόλοιπο ακόμα και μετά την ικανοποίηση των αναγκών.
Το αίτημα συνδέεται άρρηκτα με την αρχική ανημπόρια του ανθρώπινου υποκειμένου.
Το αίτημα όσο αφορά την ικανοποίηση των αναγκών είναι δυνατόν να καλυφθεί από τον Άλλον, όσο αφορά όμως την απαίτηση για «απεριόριστη αγάπη» την οποία αναζητά το βρέφος, αυτή θα παραμείνει ανικανοποίητη. Διότι η ουσία της επιθυμίας βρίσκεται στην δυναμική τάση αναβίωσης της εμπειρία της πρώτης «αυτόματης» ικανοποίησης της ανάγκης του υποκειμένου. Συνεπώς η ικανοποίηση της επιθυμίας δεν μπορεί να υπάρξει μέσα στην πραγματικότητα αλλά μόνο μέσα στην διάσταση της ψυχικής πραγματικότητας.
Ο Lacan έλεγε: «Η επιθυμία δεν είναι ούτε η όρεξη για ικανοποίηση, ούτε το αίτημα για αγάπη, αλλά η διαφορά που προκύπτει αν αφαιρέσουμε την πρώτη από την δεύτερη»
Αυτό το υπόλοιπο, που προκύπτει μεταξύ της αίτησης για ικανοποίηση της ανάγκης και του αιτήματος για αγάπη, ονομάζουμε επιθυμία.
Για τον Lacan η επιθυμία εμφανίζεται συνδεδεμένη με μια έλλειψη που δεν μπορεί να ικανοποιηθεί από κανένα πραγματικό αντικείμενο. Ενώ η ενόρμηση έχει αντικείμενο, η επιθυμία στερείται αντικειμένου. Το αντικείμενο της ενόρμησης είναι πάντα ένα μετωνυμικό αντικείμενο της ίδιας της επιθυμίας.
Ο Lacan, στο Σεμινάριο XI, Οι τέσσερις θεμελιακές έννοιες της ψυχανάλυσης, υπενθυμίζει τις τέσσερις παραμέτρους της ενόρμησης έτσι όπως τις ανέπτυξε ο Freud : Την ώση, την πηγή, τον σκοπό και το αντικείμενο. Και θέτει το θέμα σε σχέση με την μετουσίωση, όπου η ενόρμηση δεν ικανοποιείται από το αντικείμενο της ούτε απωθείται και όμως επέρχεται ικανοποίηση. Επίσης αναφέρεται στην ικανοποίηση που αντλείται μέσω του συμπτώματος για να καταλήξει στην σαφή διάκριση μεταξύ ανάγκης και ενόρμησης. Η ανάγκη είναι μια βιολογική λειτουργία που ρυθμίζεται από την διαμεσολάβηση του αντικειμένου, ενώ η ενόρμηση υπόκειται σε μια σταθερή ώση όπου κατά τον Lacan, το αντικείμενο δεν έχει καμία σημασία ποιο θα είναι. Η επιθυμία δεν μπορεί ποτέ να ικανοποιηθεί, η πίεσή της είναι συνεχής και «αιώνια». Η πραγμάτωση της επιθυμίας δεν συνίσταται στην ικανοποίηση της, αλλά στην αναπαραγωγή της επιθυμίας καθεαυτής .
Το αντικείμενο της ενόρμησης δεν μπορεί να είναι αντικείμενο ανάγκης. Το μόνο αντικείμενο το οποίο μπορεί να ανταποκριθεί στην ενόρμηση είναι το αντικείμενο της επιθυμίας. Δηλαδή το χαμένο αντικείμενο, αυτό που πάντα λείπει και που λόγο του κενού που δημιουργεί η απουσία του, οποιοδήποτε αντικείμενο καταλαμβάνει την θέση του. Αυτό το αντικείμενο της επιθυμίας, το χαμένο αντικείμενο, που κατέχει ταυτόχρονα την θέση του αίτιου και του αντικειμένου της επιθυμίας, ο Lacan το ονόμασε μικρό αντικείμενο α.
Το αντικείμενο α καθώς είναι αιωνίως ελλείπον, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η επιθυμία δεν σχετίζεται με ένα αντικείμενο αλλά με μια «έλλειψη».
Επίσης η επιθυμία με την έννοια που έχει προσεγγισθεί, προϋποθέτει πέραν της ανάγκης, την παρουσία του Άλλου. Η ανικανότητα του παιδιού να ικανοποιήσει το ίδιο της σωματικές του ανάγκες καθιστά αναγκαία προϋπόθεση την παρουσία του Άλλου. Οι σωματικές εκδηλώσεις αποκτούν την αξία που ο Άλλος εκτιμά και αποφασίζει για το παιδί. Δηλαδή αυτές αποκτούν νόημα εφ’ όσον ο Άλλος τους αποδίδει κάτι τέτοιο. Αν οι εκδηλώσεις αυτές αποκτούν νόημα για τον Άλλον το παιδί τοποθετείται σε ένα κόσμο επικοινωνίας, όπου η παρέμβαση του άλλου γίνεται απάντηση στην αρχική σωματική εκδήλωση που υποτίθεται ότι ήταν «αίτημα». Με αυτόν τον τρόπο το παιδί εγγράφεται στον χώρο της συμβολικής αναγωγής. Όμως δεν μπορούμε να μη θεωρήσουμε αυτό το υποτιθέμενο αίτημα και ως προβολή της επιθυμίας του Άλλου.
Κατά τον Lacan, η έννοια της επιθυμίας γεννιέται σε σχέση με τον Άλλον και μέσω της επιθυμίας του Άλλου και εγγράφεται στην συμβολική τάξη.
Η φράση που συχνά διατύπωνε ήταν : «η επιθυμία του ανθρώπου είναι η επιθυμία του Άλλου» (Lacan, 1964). Αυτό είναι δυνατόν να γίνει κατανοητό με τους εξής τρόπους:
α) Η επιθυμία είναι «η επιθυμία της επιθυμίας του Άλλου». Κάτι που σημαίνει ότι η επιθυμία είναι να είναι κανείς το αντικείμενο της επιθυμίας κάποιου άλλου και να «αναγνωρίζεται» από αυτόν τον άλλον.
Η επιθυμία της επιθυμίας του Άλλου, παραπέμπει στην πρωταρχική ικανοποίηση της ανάγκης του, εκείνη την πρώτη φορά που ούτε το ζήτησε ούτε το περίμενε, συμπεριλαμβανομένου κάτι «επί πλέον».
Αύτή η επιθυμία για αναγνώριση, λέει ο Lacan, έχει τις ρίζες της στην αναγνώριση και στην σηματοδότηση από την πλευρά της μητέρας, αυτών των πρώτων αντιδράσεων σωματικής εκτόνωσης που η μητέρα «αναγνώρισε» ως αίτημα, ανταποκρίθηκε σε αυτό, εισάγοντας έτσι το παιδί στη γλώσσα του συμβολικού. Όμως, αυτό σημαίνει ότι το παιδί υποτάσσεται στην έννοια του νοήματος και για να κάνει την επιθυμία του να ακουστεί είναι υποχρεωμένο να ζητήσει μέσω του αιτήματος. Αυτή η λεκτική μεσολάβηση εισαγάγει μια αναντιστοιχία μεταξύ της επιθυμίας της πρώτης ικανοποίησης και του αιτήματος. Διότι από την στιγμή που εισήχθηκε το αίτημα δεν μπορεί να βρεθεί ξανά η πρωταρχική ικανοποίηση, με αποτέλεσμα το παιδί να επιθυμεί την επιθυμία η οποία δεν μπορεί να σηματοδοτηθεί ποτέ επαρκώς. Η επιθυμία θα βρίσκεται πάντα εγγεγραμμένη ανάμεσα στο αίτημα και την ανάγκη.
Ο Lacan ακολουθεί τα χνάρια του Kojève και του Hegel, διατυπώνοντας ότι η επιθυμία για επίτευξη της αναγνώρισης του υποκειμένου, φθάνει στο σημείο της διακινδύνευσης της ίδιας του της ζωής μέσα από έναν αγώνα καθαρά γοήτρου. Η επιθυμία αυτή, συνιστά την επιθυμία να γίνει κανείς το αντικείμενο της επιθυμίας του άλλου, και φαίνεται στην αρχή του Οιδιπόδειου συμπλέγματος, όταν το παιδί επιθυμεί να είναι ο φαλλός για την μητέρα.
β) «Το αντικείμενο της επιθυμίας του ανθρώπου… είναι να επιθυμείται από κάποιον άλλον» (Lacan, 1951). Αυτός ο τρόπος επιθυμίας μέσω της επιθυμίας του άλλου, μας είναι ιδιαίτερα γνώριμος στην υστερία. Το υποκείμενο υιοθετεί την επιθυμία αυτού με τον οποίο ταυτίζεται. Βλέπουμε και εδώ ότι το αντικείμενο της επιθυμίας δεν παίζει κανένα ρόλο, αλλά αυτό το οποίο έχει σημασία είναι ότι όταν κάποιος επιθυμεί το υποκείμενο, αυτό αποκτά αξία δηλ. αναγνωρίζεται, ακριβώς επειδή είναι επιθυμητό.
γ) «Η επιθυμία είναι πάντοτε η επιθυμία για κάτι άλλο» (Lacan, 1957). Λόγω του ότι η επιθυμία καθορίζεται από το αδύνατον της ανεύρεσης της πρώτης απόλαυσης με τον Άλλον, το αντικείμενο της επιθυμίας είναι «το αντικείμενο που λείπει αιώνια». Αφού είναι αδύνατον κανείς να βρει αυτό που εξ ορισμού αιώνια λείπει, το αντικείμενο της επιθυμίας μετατίθεται διαρκώς μετονομαζόμενο.
δ) «Η επιθυμία ανακύπτει αρχικά στο πεδίο του Άλλου». Αυτή την φράση του Lacan μπορούμε να την αντιληφθούμε με την έννοια ότι ο πρώτος άνθρωπος που καταλαμβάνει την θέση του τόπου του Άλλου είναι η μητέρα που το παιδί στην αρχή βρίσκεται στο έλεος της επιθυμίας της. Όταν το παιδί περάσει στην οιδιπόδεια διαλεκτική και αναγνωρίσει την έλλειψη στον Άλλον, δύναται να αποδεχτεί την έλλειψη, και το ότι η επιθυμία. του θα μένει πάντα ανεκπλήρωτη. Η επιθυμία του να «είναι» απωθήθηκε προς όφελος της επιθυμίας του να «έχει» δια μέσου του λόγου και γίνεται αίτημα. Γινόμενη όμως αίτημα χάνεται όλο και πιο πολύ μέσα σε μια αλυσίδα σημαινόντων του λόγου.
Η επιθυμία παραπέμπει πάντα σε μια σειρά υποκατάστατων επιθυμιών με υποκατάστατα συμβολικά αντικείμενα που παραπέμπουν στην πρωταρχική επιθυμία, ασυνείδητα.
Η επιθυμία θα μετονομάζεται διαρκώς μένοντας πάντα ανικανοποίητη, λόγω της αναγκαιότητας να γίνει λόγος. Εγκαταλείπει δηλαδή την θέση του αντικειμένου της επιθυμίας και γίνεται το ίδιο υποκείμενο το οποίο είναι ελλειμματικό και μπορεί να επιθυμεί.
Η επιθυμία στην αναλυτική διαδικασία
Όταν αναφερόμαστε στην επιθυμία του αναλυτή μπορούμε να αναγνωρίσουμε δύο καταστάσεις. Η πρώτη αφορά την επιθυμία που ο αναλυόμενος προσδίδει στον αναλυτή και η δεύτερη σχετίζεται με την επιθυμία που κινητοποιεί τον αναλυτή μέσα στην ψυχανάλυση.
Όσο αφορά τον αναλυόμενο, η θέση που τοποθετεί τον αναλυτή είναι αυτή «του υποκειμένου που υποτίθεται ότι γνωρίζει», αλλά επίσης και του υποκειμένου «που υποτίθεται ότι επιθυμεί». Ο αναλυόμενος θέτει το ερώτημα « Τι θέλεις από μένα;». Αυτό κινητοποιεί την εμφάνιση της θεμελιακής φαντασίωσης του υποκειμένου στο επίπεδο της μεταβίβασης, που καθίσταται η κινητήριος δύναμη της αναλυτικής διαδικασίας (Lacan, 1965).
Κατά τον Lacan, η επιθυμία του αναλυτή οφείλει να παραμένει άγνωστος χ για τον αναλυόμενο, προκειμένου ο τελευταίος να μην προβεί σε μια ταύτιση με την επιθυμία του αναλυτή, αλλά να βρει την δική του σχέση με την επιθυμία.
Σχετικά με την επιθυμία του αναλυτή και την μη-προβολή της πάνω στον αναλυόμενο, η ουσιαστική προϋπόθεση είναι η δική του προσωπική ανάλυση, συνθήκη sine qua non για να γίνει κανείς αναλυτής. Μέσα από την επεξεργασία που έχει κάνει ο ίδιος στην δική του ανάλυση, καλείται να πραγματοποιήσει μια οικονομική μετάλλαξη της επιθυμίας του, τέτοια ώστε να είναι σε θέση να λειτουργήσει σαν αναλυτής, έχοντας αναδιοργανώσει την επιθυμία του.
Η επιθυμία δεν αντικατοπτρίζεται, αποτελεί μια άδεια θέση.
O Freud, στο «Εγώ και το Εκείνο» , παρουσιάζει το Ιδεώδες του Εγώ και το Υπερεγώ σχεδόν αδιαφοροποίητα.
Αργότερα (1914) στο «Εισαγωγή στο Ναρκισσισμό» εμφανίζει το Ιδεώδες του Εγώ να παίζει ένα ρόλο προτύπου σε σχέση με το Εγώ. Ο Freud φαίνεται να πιστεύει ότι το Ιδεώδες του Εγώ ανήκει βασικά στο ναρκισσιστικό πεδίο και είναι ένα πλεόνασμα του παιδικού Εγώ. Η γονική καταπίεση ενάντια στις ιδέες μεγαλείου ενδοβάλεται και παίζει ένα ρόλο λογοκρισίας και αυτοελέγχου δηλαδή έχουμε την δημιουργία του Υπερεγώ. Το Εγώ λοιπόν έρχεται σε αντιπαράθεση με την ναρκισσιστική ιδεώδη αξία που συνιστά τη βάση του Ιδεώδους του Εγώ.
Κατά τον Lacan αυτά τα τρία «μορφώματα του εγώ» αποτελούν διακριτές έννοιες που δεν πρέπει να συγχέονται μεταξύ τους. Στα μεταπολεμικά κείμενα του δίνει έμφαση στη διάκριση του ιδεώδους του εγώ (idéal du moi) από το ιδεώδες εγώ (moi idéal).
Το ιδεώδες του εγώ και το υπερεγώ σχετίζονται με το τέλος του οιδιπόδειου συμπλέγματος και συνιστούν προϊόντα ταύτισης με τον πατέρα. Το υπερεγώ αποτελεί ασυνείδητη οργάνωση και η λειτουργία του είναι να απωθεί τη σεξουαλική επιθυμία για την μητέρα. Το ιδεώδες του εγώ ασκεί μια συνειδητή πίεση προς την κατεύθυνση της μετουσίωσης και την θέση που παίρνει το υποκείμενο σε σχέση με το φύλο του.
Ο Daniel Lagache κάνει τη διάκριση ως εξής: «Το Υπερεγώ αντιστοιχεί στην εξουσία του Ιδεώδους του Εγώ με τον τρόπο που το υποκείμενο οφείλει να συμπεριφερθεί για να ανταποκριθεί στην προσδοκία της εξουσίας.»
Το ιδεώδες του εγώ είναι η εσωτερικευμένη μορφή του νόμου και λειτουργεί σαν οδηγός για να βρει το υποκείμενο την θέση του στην συμβολική τάξη. Από την άλλη, το ιδεώδες εγώ είναι η πηγή μιας φαντασιακής προβολής που έχει την καταγωγή της στην κατοπτρική εικόνα του σταδίου του καθρέφτη και συνδέεται με την παντοδυναμία της προοιδιπόδειας δυαδικής σχέσης.
«Η ιστορία του υποκειμένου είναι η εξέλιξη μιας σειράς περισσότερο ή λιγότερο τυπικών ιδεωδών ταυτίσεων που αντιπροσωπεύουν τα πιο καθαρά ψυχικά φαινόμενα, διακινώντας βασικά την λειτουργία των imago. Δεν γίνεται να αντιληφθούμε με άλλο τρόπο το Εγώ παρά σαν ένα κεντρικό σύστημα αυτών των δημιουργιών και μπορούμε να το κατανοήσουμε μέσα από την φαντασιακή και λιβιδινιακή δομή του» .
O Lacan για να δείξει ότι η συμβολική σχέση του υποκειμένου με τον Άλλον μπλοκάρεται πάντοτε, σε κάποιο βαθμό, από τη φαντασιακή σχέση, δημιούργησε το σχήμα L
Ανάμεσα στο εγώ και την κατοπτρική εικόνα παρεμβαίνει ο φαντασιακός άξονας. Ο λόγος του Άλλου φθάνει στο υποκείμενο με μια διακεκομμένη και αντεστραμμένη μορφή επειδή πρέπει να περάσει μέσα από το φαντασιακό τοίχος της γλώσσας. Η ομιλία όπως ο ίδιος ο Freud έδειξε, εμπεριέχει τμήμα του μηνύματος που είναι ασυνείδητο στον ομιλητή. Όταν κάποιος απευθύνει ένα μήνυμα σε κάποιον άλλον το απευθύνει συγχρόνως και στον ίδιο του τον εαυτό, χωρίς όμως να το συνειδητοποιεί. Αυτό έχει μεγάλη σημασία στην αναλυτική διαδικασία όπου έργο του αναλυτή είναι να επιστρέψει στον αναλυόμενο την ασυνείδητη διάσταση του μηνύματος του, στο συμβολικό και όχι στο φαντασιακό επίπεδο.
Όσον αφορά την κατοπτρική εικόνα, γνωρίζουμε από το στάδιο του καθρέφτη ότι χάρη σε αυτήν συγκροτείται το εγώ του υποκειμένου και ότι είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το φαντασιακό.
O Lacan λέει, ότι το υποκείμενο συγκροτείται μέσα στον άλλον με μια φαντασιακή διάσταση σαν ιδανικό εγώ. Το σχήμα που παραθέτει και όπου και εμείς αναπαράγουμε εδώ, φανερώνει ότι το υποκείμενο βλέπει τον εαυτό του και παίρνει για πραγματική μια αντιστραμμένη εικόνα του ίδιου του τού σώματος. Το υποκείμενο « δεν είναι εκεί απ’ όπου κοιτάζεται. Αλλά είναι, σίγουρα, μέσα στο χώρο του Άλλου που βλέπει τον εαυτό του, και το σημείο απ’ όπου κοιτάζεται κι αυτό επίσης είναι μέσα στον ίδιο χώρο. Λοιπόν, ακριβώς εδώ βρίσκεται και το σημείο απ’ όπου μιλάει, αφού, εφόσον μιλάει, στον τόπο του Άλλου είναι που αρχίζει να συγκροτεί αυτό το αληθοφανές ψέμα απ’ όπου ξεκινά εκείνο που μετέχει της επιθυμίας στο επίπεδο του ασυνειδήτου.»
Στα πλαίσια αυτής της διάκρισης, η έννοια της ανάγκης πλησιάζει στον όρο ένστικτο (instinct) έτσι όπως τον χρησιμοποιούσε ο Freud , δηλαδή σχετίζεται καθαρά με την βιολογική πλευρά, σε αντιπαράθεση με τις ενορμήσεις που αποτελούν μια σταθερή εσωτερική ψυχική διέγερση.
Η ενόρμηση, όπως λέει ο Freud, «εμφανίζεται σαν οριακή έννοια ανάμεσα στο ψυχικό και το σωματικό, σαν ψυχικός αντιπρόσωπος των διεγέρσεων που πηγάζουν στο εσωτερικό του σώματος και αναδύονται στο ψυχισμό». Η ενόρμηση είναι το «έργο» δηλαδή η διαφορά δυναμικού, που επιβάλλεται στο ψυχικό σαν συνέπεια του δεσμού του με το σωματικό. Σύμφωνα με την αρχή της ηδονής το δίπολο ηδονή- οδύνη, που ρυθμίζει τις ενορμητικές διεργασίες, έχει σαν σκοπό την μείωση της έντασης. Το αίσθημα της δυσαρέσκειας συνδέεται με την αύξηση της διέγερσης, ενώ το αίσθημα της ηδονής με την μείωση της.
Η ανάγκη σχετίζεται ολοκληρωτικά με τα βιολογικά ένστικτα και υποχωρεί τελείως, έστω και προσωρινά, όταν ικανοποιηθεί. Η ενόρμηση αρχικά εκδηλώνεται στο παιδί με την εμφάνιση μιας απαρέσκειας που προκλήθηκε από την κατάσταση έντασης, και είναι σύμφυτη με την πηγή πρόκλησης της. Το παιδί βρίσκεται σε κατάσταση ανάγκης, που απαιτεί ικανοποίηση σε ένα πλαίσιο βασικά οργανικό. Την πρώτη φορά που του προτείνεται ένα αντικείμενο προς ικανοποίηση της ανάγκης, δεν υπάρχει ακόμα ψυχική αναπαράσταση. Αυτή η πρώτη εμπειρία ικανοποίησης απορρέει από μια αμιγή ανάγκη, διότι έχουμε ικανοποίηση της ανάγκης χωρίς ψυχική διαμεσολάβηση. Εδώ βρίσκεται και η απαρχή της άμεσης ευχαρίστησης, η οποία επιτυγχάνει την μείωση της έντασης που είχε προκληθεί.
Αυτή η πρώτη εμπειρία ικανοποίησης αφήνει ένα μνημονικό ίχνος στο ψυχικό όργανο. Η ικανοποίηση πλέον θα συνδεθεί με την εικόνα του αντικειμένου που έδωσε την ικανοποίηση και θα αποτελέσει την αναπαράσταση του φαινομένου της ενόρμησης. Έκτοτε, όταν η κατάσταση έντασης επανεμφανίζεται, το μνημονικό ίχνος θα ενεργοποιείται μαζί με την εικόνα του αντικειμένου που παρείχε ικανοποίηση. Στην αρχή θα υπάρχει μια σύγχυση μεταξύ αναπαριστούμενου αντικειμένου και πραγματικού αντικειμένου ικανοποίησης, με έμφαση στην επένδυση της μνημονικής εικόνας. Αυτό θα αποτελέσει και τον «δείκτη πραγματικότητας» του υποκειμένου. Το παιδί αρχικά θα έχει την τάση να ικανοποιείται με ένα ψευδαισιακό τρόπο μια και ο πιο άμεσος τρόπος μείωσης της έντασης είναι αυτός. Με την επανάληψη όμως των πραγματικών ικανοποιήσεων των αναγκών του, το παιδί θα αποκτήσει την ικανότητα να διαφοροποιεί την μνημονική εικόνα ικανοποίησης από την πραγματική ικανοποίηση και θα στραφεί προς το πραγματικό αντικείμενο για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του.
Η μνημονική εικόνα, θα αποτελέσει το πρότυπο που θα αναζητήσει το παιδί για την κάλυψη των ενορμήσεων του και θα λειτουργήσει στο ψυχικό όργανο ως μια «προκαταβολική αναπαράσταση ικανοποίησης».
Για τον Freud, η επιθυμία γεννιέται από την ψυχική επανεπένδυση ενός μνημονικού ίχνους που συνδέεται με την αναγνώριση της ενόρμησης. Από την στιγμή που η ανάγκη του βρέφους αναπαρίσταται χάρη στη μνημονική εικόνα, επανασυστήνει την κατάσταση της πρώτης ικανοποίησης. Αυτή την κίνηση για επανασύσταση της πρώτης ικανοποίησης την ονομάζουμε: επιθυμία.
Το μωρό που όταν γεννιέται είναι σε μια παντελή κατάσταση ανημπόριας, για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του πρέπει να πάρει βοήθεια από τον Άλλον, δηλαδή την μητέρα. Για να πάρει αυτή την βοήθεια πρέπει να εκφράσει την ανάγκη του, δηλαδή πρέπει να αρθρώσει την ανάγκη του σε αίτημα.
Τα πρώτα αιτήματα του βρέφους εκδηλώνονται με άναρθρες κραυγές αλλά χρησιμεύουν για να κάνουν τον άλλον να φροντίσει της ανάγκες του. Η παρουσία του Άλλου όμως σύντομα αποκτά διπλή σημασία. Από την μια ικανοποιεί την ανάγκη του βρέφους και από την άλλη η παρουσία του έρχεται να συμβολίσει την αγάπη του για αυτό. Έτσι το αίτημα γρήγορα γίνεται η έκφραση για ικανοποίηση της ανάγκης και αίτημα για αγάπη. Αυτή η διττή λειτουργία του αιτήματος γεννά την επιθυμία. Ενώ οι ανάγκες που αρθρώνονται μέσα στο αίτημα μπορούν να ικανοποιηθούν, η δίψα για αγάπη είναι ακόρεστη, κι έτσι αφήνει πάντα ένα υπόλοιπο ακόμα και μετά την ικανοποίηση των αναγκών.
Το αίτημα συνδέεται άρρηκτα με την αρχική ανημπόρια του ανθρώπινου υποκειμένου.
Το αίτημα όσο αφορά την ικανοποίηση των αναγκών είναι δυνατόν να καλυφθεί από τον Άλλον, όσο αφορά όμως την απαίτηση για «απεριόριστη αγάπη» την οποία αναζητά το βρέφος, αυτή θα παραμείνει ανικανοποίητη. Διότι η ουσία της επιθυμίας βρίσκεται στην δυναμική τάση αναβίωσης της εμπειρία της πρώτης «αυτόματης» ικανοποίησης της ανάγκης του υποκειμένου. Συνεπώς η ικανοποίηση της επιθυμίας δεν μπορεί να υπάρξει μέσα στην πραγματικότητα αλλά μόνο μέσα στην διάσταση της ψυχικής πραγματικότητας.
Ο Lacan έλεγε: «Η επιθυμία δεν είναι ούτε η όρεξη για ικανοποίηση, ούτε το αίτημα για αγάπη, αλλά η διαφορά που προκύπτει αν αφαιρέσουμε την πρώτη από την δεύτερη»
Αυτό το υπόλοιπο, που προκύπτει μεταξύ της αίτησης για ικανοποίηση της ανάγκης και του αιτήματος για αγάπη, ονομάζουμε επιθυμία.
Για τον Lacan η επιθυμία εμφανίζεται συνδεδεμένη με μια έλλειψη που δεν μπορεί να ικανοποιηθεί από κανένα πραγματικό αντικείμενο. Ενώ η ενόρμηση έχει αντικείμενο, η επιθυμία στερείται αντικειμένου. Το αντικείμενο της ενόρμησης είναι πάντα ένα μετωνυμικό αντικείμενο της ίδιας της επιθυμίας.
Ο Lacan, στο Σεμινάριο XI, Οι τέσσερις θεμελιακές έννοιες της ψυχανάλυσης, υπενθυμίζει τις τέσσερις παραμέτρους της ενόρμησης έτσι όπως τις ανέπτυξε ο Freud : Την ώση, την πηγή, τον σκοπό και το αντικείμενο. Και θέτει το θέμα σε σχέση με την μετουσίωση, όπου η ενόρμηση δεν ικανοποιείται από το αντικείμενο της ούτε απωθείται και όμως επέρχεται ικανοποίηση. Επίσης αναφέρεται στην ικανοποίηση που αντλείται μέσω του συμπτώματος για να καταλήξει στην σαφή διάκριση μεταξύ ανάγκης και ενόρμησης. Η ανάγκη είναι μια βιολογική λειτουργία που ρυθμίζεται από την διαμεσολάβηση του αντικειμένου, ενώ η ενόρμηση υπόκειται σε μια σταθερή ώση όπου κατά τον Lacan, το αντικείμενο δεν έχει καμία σημασία ποιο θα είναι. Η επιθυμία δεν μπορεί ποτέ να ικανοποιηθεί, η πίεσή της είναι συνεχής και «αιώνια». Η πραγμάτωση της επιθυμίας δεν συνίσταται στην ικανοποίηση της, αλλά στην αναπαραγωγή της επιθυμίας καθεαυτής .
Το αντικείμενο της ενόρμησης δεν μπορεί να είναι αντικείμενο ανάγκης. Το μόνο αντικείμενο το οποίο μπορεί να ανταποκριθεί στην ενόρμηση είναι το αντικείμενο της επιθυμίας. Δηλαδή το χαμένο αντικείμενο, αυτό που πάντα λείπει και που λόγο του κενού που δημιουργεί η απουσία του, οποιοδήποτε αντικείμενο καταλαμβάνει την θέση του. Αυτό το αντικείμενο της επιθυμίας, το χαμένο αντικείμενο, που κατέχει ταυτόχρονα την θέση του αίτιου και του αντικειμένου της επιθυμίας, ο Lacan το ονόμασε μικρό αντικείμενο α.
Το αντικείμενο α καθώς είναι αιωνίως ελλείπον, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η επιθυμία δεν σχετίζεται με ένα αντικείμενο αλλά με μια «έλλειψη».
Επίσης η επιθυμία με την έννοια που έχει προσεγγισθεί, προϋποθέτει πέραν της ανάγκης, την παρουσία του Άλλου. Η ανικανότητα του παιδιού να ικανοποιήσει το ίδιο της σωματικές του ανάγκες καθιστά αναγκαία προϋπόθεση την παρουσία του Άλλου. Οι σωματικές εκδηλώσεις αποκτούν την αξία που ο Άλλος εκτιμά και αποφασίζει για το παιδί. Δηλαδή αυτές αποκτούν νόημα εφ’ όσον ο Άλλος τους αποδίδει κάτι τέτοιο. Αν οι εκδηλώσεις αυτές αποκτούν νόημα για τον Άλλον το παιδί τοποθετείται σε ένα κόσμο επικοινωνίας, όπου η παρέμβαση του άλλου γίνεται απάντηση στην αρχική σωματική εκδήλωση που υποτίθεται ότι ήταν «αίτημα». Με αυτόν τον τρόπο το παιδί εγγράφεται στον χώρο της συμβολικής αναγωγής. Όμως δεν μπορούμε να μη θεωρήσουμε αυτό το υποτιθέμενο αίτημα και ως προβολή της επιθυμίας του Άλλου.
Κατά τον Lacan, η έννοια της επιθυμίας γεννιέται σε σχέση με τον Άλλον και μέσω της επιθυμίας του Άλλου και εγγράφεται στην συμβολική τάξη.
Η φράση που συχνά διατύπωνε ήταν : «η επιθυμία του ανθρώπου είναι η επιθυμία του Άλλου» (Lacan, 1964). Αυτό είναι δυνατόν να γίνει κατανοητό με τους εξής τρόπους:
α) Η επιθυμία είναι «η επιθυμία της επιθυμίας του Άλλου». Κάτι που σημαίνει ότι η επιθυμία είναι να είναι κανείς το αντικείμενο της επιθυμίας κάποιου άλλου και να «αναγνωρίζεται» από αυτόν τον άλλον.
Η επιθυμία της επιθυμίας του Άλλου, παραπέμπει στην πρωταρχική ικανοποίηση της ανάγκης του, εκείνη την πρώτη φορά που ούτε το ζήτησε ούτε το περίμενε, συμπεριλαμβανομένου κάτι «επί πλέον».
Αύτή η επιθυμία για αναγνώριση, λέει ο Lacan, έχει τις ρίζες της στην αναγνώριση και στην σηματοδότηση από την πλευρά της μητέρας, αυτών των πρώτων αντιδράσεων σωματικής εκτόνωσης που η μητέρα «αναγνώρισε» ως αίτημα, ανταποκρίθηκε σε αυτό, εισάγοντας έτσι το παιδί στη γλώσσα του συμβολικού. Όμως, αυτό σημαίνει ότι το παιδί υποτάσσεται στην έννοια του νοήματος και για να κάνει την επιθυμία του να ακουστεί είναι υποχρεωμένο να ζητήσει μέσω του αιτήματος. Αυτή η λεκτική μεσολάβηση εισαγάγει μια αναντιστοιχία μεταξύ της επιθυμίας της πρώτης ικανοποίησης και του αιτήματος. Διότι από την στιγμή που εισήχθηκε το αίτημα δεν μπορεί να βρεθεί ξανά η πρωταρχική ικανοποίηση, με αποτέλεσμα το παιδί να επιθυμεί την επιθυμία η οποία δεν μπορεί να σηματοδοτηθεί ποτέ επαρκώς. Η επιθυμία θα βρίσκεται πάντα εγγεγραμμένη ανάμεσα στο αίτημα και την ανάγκη.
Ο Lacan ακολουθεί τα χνάρια του Kojève και του Hegel, διατυπώνοντας ότι η επιθυμία για επίτευξη της αναγνώρισης του υποκειμένου, φθάνει στο σημείο της διακινδύνευσης της ίδιας του της ζωής μέσα από έναν αγώνα καθαρά γοήτρου. Η επιθυμία αυτή, συνιστά την επιθυμία να γίνει κανείς το αντικείμενο της επιθυμίας του άλλου, και φαίνεται στην αρχή του Οιδιπόδειου συμπλέγματος, όταν το παιδί επιθυμεί να είναι ο φαλλός για την μητέρα.
β) «Το αντικείμενο της επιθυμίας του ανθρώπου… είναι να επιθυμείται από κάποιον άλλον» (Lacan, 1951). Αυτός ο τρόπος επιθυμίας μέσω της επιθυμίας του άλλου, μας είναι ιδιαίτερα γνώριμος στην υστερία. Το υποκείμενο υιοθετεί την επιθυμία αυτού με τον οποίο ταυτίζεται. Βλέπουμε και εδώ ότι το αντικείμενο της επιθυμίας δεν παίζει κανένα ρόλο, αλλά αυτό το οποίο έχει σημασία είναι ότι όταν κάποιος επιθυμεί το υποκείμενο, αυτό αποκτά αξία δηλ. αναγνωρίζεται, ακριβώς επειδή είναι επιθυμητό.
γ) «Η επιθυμία είναι πάντοτε η επιθυμία για κάτι άλλο» (Lacan, 1957). Λόγω του ότι η επιθυμία καθορίζεται από το αδύνατον της ανεύρεσης της πρώτης απόλαυσης με τον Άλλον, το αντικείμενο της επιθυμίας είναι «το αντικείμενο που λείπει αιώνια». Αφού είναι αδύνατον κανείς να βρει αυτό που εξ ορισμού αιώνια λείπει, το αντικείμενο της επιθυμίας μετατίθεται διαρκώς μετονομαζόμενο.
δ) «Η επιθυμία ανακύπτει αρχικά στο πεδίο του Άλλου». Αυτή την φράση του Lacan μπορούμε να την αντιληφθούμε με την έννοια ότι ο πρώτος άνθρωπος που καταλαμβάνει την θέση του τόπου του Άλλου είναι η μητέρα που το παιδί στην αρχή βρίσκεται στο έλεος της επιθυμίας της. Όταν το παιδί περάσει στην οιδιπόδεια διαλεκτική και αναγνωρίσει την έλλειψη στον Άλλον, δύναται να αποδεχτεί την έλλειψη, και το ότι η επιθυμία. του θα μένει πάντα ανεκπλήρωτη. Η επιθυμία του να «είναι» απωθήθηκε προς όφελος της επιθυμίας του να «έχει» δια μέσου του λόγου και γίνεται αίτημα. Γινόμενη όμως αίτημα χάνεται όλο και πιο πολύ μέσα σε μια αλυσίδα σημαινόντων του λόγου.
Η επιθυμία παραπέμπει πάντα σε μια σειρά υποκατάστατων επιθυμιών με υποκατάστατα συμβολικά αντικείμενα που παραπέμπουν στην πρωταρχική επιθυμία, ασυνείδητα.
Η επιθυμία θα μετονομάζεται διαρκώς μένοντας πάντα ανικανοποίητη, λόγω της αναγκαιότητας να γίνει λόγος. Εγκαταλείπει δηλαδή την θέση του αντικειμένου της επιθυμίας και γίνεται το ίδιο υποκείμενο το οποίο είναι ελλειμματικό και μπορεί να επιθυμεί.
Η επιθυμία στην αναλυτική διαδικασία
Όταν αναφερόμαστε στην επιθυμία του αναλυτή μπορούμε να αναγνωρίσουμε δύο καταστάσεις. Η πρώτη αφορά την επιθυμία που ο αναλυόμενος προσδίδει στον αναλυτή και η δεύτερη σχετίζεται με την επιθυμία που κινητοποιεί τον αναλυτή μέσα στην ψυχανάλυση.
Όσο αφορά τον αναλυόμενο, η θέση που τοποθετεί τον αναλυτή είναι αυτή «του υποκειμένου που υποτίθεται ότι γνωρίζει», αλλά επίσης και του υποκειμένου «που υποτίθεται ότι επιθυμεί». Ο αναλυόμενος θέτει το ερώτημα « Τι θέλεις από μένα;». Αυτό κινητοποιεί την εμφάνιση της θεμελιακής φαντασίωσης του υποκειμένου στο επίπεδο της μεταβίβασης, που καθίσταται η κινητήριος δύναμη της αναλυτικής διαδικασίας (Lacan, 1965).
Κατά τον Lacan, η επιθυμία του αναλυτή οφείλει να παραμένει άγνωστος χ για τον αναλυόμενο, προκειμένου ο τελευταίος να μην προβεί σε μια ταύτιση με την επιθυμία του αναλυτή, αλλά να βρει την δική του σχέση με την επιθυμία.
Σχετικά με την επιθυμία του αναλυτή και την μη-προβολή της πάνω στον αναλυόμενο, η ουσιαστική προϋπόθεση είναι η δική του προσωπική ανάλυση, συνθήκη sine qua non για να γίνει κανείς αναλυτής. Μέσα από την επεξεργασία που έχει κάνει ο ίδιος στην δική του ανάλυση, καλείται να πραγματοποιήσει μια οικονομική μετάλλαξη της επιθυμίας του, τέτοια ώστε να είναι σε θέση να λειτουργήσει σαν αναλυτής, έχοντας αναδιοργανώσει την επιθυμία του.
Η επιθυμία δεν αντικατοπτρίζεται, αποτελεί μια άδεια θέση.
O Freud, στο «Εγώ και το Εκείνο» , παρουσιάζει το Ιδεώδες του Εγώ και το Υπερεγώ σχεδόν αδιαφοροποίητα.
Αργότερα (1914) στο «Εισαγωγή στο Ναρκισσισμό» εμφανίζει το Ιδεώδες του Εγώ να παίζει ένα ρόλο προτύπου σε σχέση με το Εγώ. Ο Freud φαίνεται να πιστεύει ότι το Ιδεώδες του Εγώ ανήκει βασικά στο ναρκισσιστικό πεδίο και είναι ένα πλεόνασμα του παιδικού Εγώ. Η γονική καταπίεση ενάντια στις ιδέες μεγαλείου ενδοβάλεται και παίζει ένα ρόλο λογοκρισίας και αυτοελέγχου δηλαδή έχουμε την δημιουργία του Υπερεγώ. Το Εγώ λοιπόν έρχεται σε αντιπαράθεση με την ναρκισσιστική ιδεώδη αξία που συνιστά τη βάση του Ιδεώδους του Εγώ.
Κατά τον Lacan αυτά τα τρία «μορφώματα του εγώ» αποτελούν διακριτές έννοιες που δεν πρέπει να συγχέονται μεταξύ τους. Στα μεταπολεμικά κείμενα του δίνει έμφαση στη διάκριση του ιδεώδους του εγώ (idéal du moi) από το ιδεώδες εγώ (moi idéal).
Το ιδεώδες του εγώ και το υπερεγώ σχετίζονται με το τέλος του οιδιπόδειου συμπλέγματος και συνιστούν προϊόντα ταύτισης με τον πατέρα. Το υπερεγώ αποτελεί ασυνείδητη οργάνωση και η λειτουργία του είναι να απωθεί τη σεξουαλική επιθυμία για την μητέρα. Το ιδεώδες του εγώ ασκεί μια συνειδητή πίεση προς την κατεύθυνση της μετουσίωσης και την θέση που παίρνει το υποκείμενο σε σχέση με το φύλο του.
Ο Daniel Lagache κάνει τη διάκριση ως εξής: «Το Υπερεγώ αντιστοιχεί στην εξουσία του Ιδεώδους του Εγώ με τον τρόπο που το υποκείμενο οφείλει να συμπεριφερθεί για να ανταποκριθεί στην προσδοκία της εξουσίας.»
Το ιδεώδες του εγώ είναι η εσωτερικευμένη μορφή του νόμου και λειτουργεί σαν οδηγός για να βρει το υποκείμενο την θέση του στην συμβολική τάξη. Από την άλλη, το ιδεώδες εγώ είναι η πηγή μιας φαντασιακής προβολής που έχει την καταγωγή της στην κατοπτρική εικόνα του σταδίου του καθρέφτη και συνδέεται με την παντοδυναμία της προοιδιπόδειας δυαδικής σχέσης.
«Η ιστορία του υποκειμένου είναι η εξέλιξη μιας σειράς περισσότερο ή λιγότερο τυπικών ιδεωδών ταυτίσεων που αντιπροσωπεύουν τα πιο καθαρά ψυχικά φαινόμενα, διακινώντας βασικά την λειτουργία των imago. Δεν γίνεται να αντιληφθούμε με άλλο τρόπο το Εγώ παρά σαν ένα κεντρικό σύστημα αυτών των δημιουργιών και μπορούμε να το κατανοήσουμε μέσα από την φαντασιακή και λιβιδινιακή δομή του» .
O Lacan για να δείξει ότι η συμβολική σχέση του υποκειμένου με τον Άλλον μπλοκάρεται πάντοτε, σε κάποιο βαθμό, από τη φαντασιακή σχέση, δημιούργησε το σχήμα L
Ανάμεσα στο εγώ και την κατοπτρική εικόνα παρεμβαίνει ο φαντασιακός άξονας. Ο λόγος του Άλλου φθάνει στο υποκείμενο με μια διακεκομμένη και αντεστραμμένη μορφή επειδή πρέπει να περάσει μέσα από το φαντασιακό τοίχος της γλώσσας. Η ομιλία όπως ο ίδιος ο Freud έδειξε, εμπεριέχει τμήμα του μηνύματος που είναι ασυνείδητο στον ομιλητή. Όταν κάποιος απευθύνει ένα μήνυμα σε κάποιον άλλον το απευθύνει συγχρόνως και στον ίδιο του τον εαυτό, χωρίς όμως να το συνειδητοποιεί. Αυτό έχει μεγάλη σημασία στην αναλυτική διαδικασία όπου έργο του αναλυτή είναι να επιστρέψει στον αναλυόμενο την ασυνείδητη διάσταση του μηνύματος του, στο συμβολικό και όχι στο φαντασιακό επίπεδο.
Όσον αφορά την κατοπτρική εικόνα, γνωρίζουμε από το στάδιο του καθρέφτη ότι χάρη σε αυτήν συγκροτείται το εγώ του υποκειμένου και ότι είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το φαντασιακό.
O Lacan λέει, ότι το υποκείμενο συγκροτείται μέσα στον άλλον με μια φαντασιακή διάσταση σαν ιδανικό εγώ. Το σχήμα που παραθέτει και όπου και εμείς αναπαράγουμε εδώ, φανερώνει ότι το υποκείμενο βλέπει τον εαυτό του και παίρνει για πραγματική μια αντιστραμμένη εικόνα του ίδιου του τού σώματος. Το υποκείμενο « δεν είναι εκεί απ’ όπου κοιτάζεται. Αλλά είναι, σίγουρα, μέσα στο χώρο του Άλλου που βλέπει τον εαυτό του, και το σημείο απ’ όπου κοιτάζεται κι αυτό επίσης είναι μέσα στον ίδιο χώρο. Λοιπόν, ακριβώς εδώ βρίσκεται και το σημείο απ’ όπου μιλάει, αφού, εφόσον μιλάει, στον τόπο του Άλλου είναι που αρχίζει να συγκροτεί αυτό το αληθοφανές ψέμα απ’ όπου ξεκινά εκείνο που μετέχει της επιθυμίας στο επίπεδο του ασυνειδήτου.»
(Σχήμα αντεστραμμένης ανθοδέσμης από το Σεμινάριο XI)
Στην οπτική, σε κάθε σημείο του πραγματικού, αντιστοιχεί ένα μόνο σημείο του φανταστικού. Το φανταστικό και το πραγματικό έτσι συγχέονται ενώ είναι διαφορετικά. Αυτό έχει μεγάλη σημασία όσο αφορά την ψυχική οικονομία του υποκειμένου.
Στο σχήμα της ανεστραμμένης ανθοδέσμης, το αντικείμενο αναπαριστάται από τη διατομή όλων των ακτίνων που συγκλίνουν στο οπτικό νεύρο, ενώ το είδωλο, αποτελείται από το σημείο διατομής των ακτίνων που αποκλίνουν από αυτό. Αν το σημείο διατομής των ακτίνων βρίσκεται μπροστά από το οπτικό όργανο, το αντικείμενο θα είναι πραγματικό, αν βρίσκεται πίσω, έχουμε ένα φανταστικό αντικείμενο.
Στην περίπτωση του επίπεδου καθρέφτη έχουμε λόγω της ιδιαιτερότητας του οπτικού φακού του ματιού την δημιουργία ενός φανταστικού ειδώλου ενός πραγματικού αντικειμένου.
Στην περίπτωση του κοίλου καθρέφτη παρουσιάζεται ένα πραγματικό είδωλο αντεστραμμένο και συμμετρικό του αντικειμένου.
Όλες αυτές οι αναφορές στην οπτική έχουν βέβαια αξία, για τον Lacan, ως μεταφορά που του επιτρέπει να διευκρινίσει τη θέση του υποκειμένου και την εξάρτηση του απ’ το Φαντασιακό, το Συμβολικό και το Πραγματικό, αλλά και τη δομή που προκύπτει αναφορικά με την εικόνα σε σχέση με το Ιδεώδες Εγώ και το Ιδεώδες του Εγώ.
Γιατί όπως αναφέρει ο ίδιος: «Το ανθρώπινο ον δεν βλέπει τη μορφή του πραγματωμένη, ολική, αντικατοπτρισμό του εαυτού του, παρά μόνο έξω από αυτό» Και προσθέτει: « Ο άλλος έχει για τον άνθρωπο δεσμευτική αξία, διότι η ενοποιημένη εικόνα, όπως γίνεται αντιληπτή στον καθρέφτη, υπάρχει ως πραγματικότητα του όμοιου» Με άλλα λόγια η ανάδυση του πραγματικού ειδώλου εξαρτάται από τον τρόπο που το υποκείμενο θα τοποθετηθεί ιδεωδώς μέσα στον άλλον.
Το οπτικό μοντέλο φωτίζει, επίσης τον τρόπο με τον οποίο το υποκείμενο παίρνει θέση σε σχέση με την συμβολική τάξη. « Η θέση μου στο φαντασιακό… είναι νοητή μόνο στον βαθμό που κανείς βρίσκει ένα οδηγό πέρα από το φαντασιακό, στο επίπεδο του συμβολικού πεδίου.» Το οπτικό μοντέλο δείχνει επομένως την πρωταρχική σημασία της συμβολικής τάξης στη δόμηση του φαντασιακού.
Το οπτικό μοντέλο εξηγεί επίσης τη λειτουργία του ιδεώδους εγώ, που αντιπροσωπεύεται στο διάγραμμα ως η πραγματική εικόνα, σε αντίθεση με το ιδεώδες του εγώ, που είναι ο συμβολικός οδηγός που ρυθμίζει τη γωνία του καθρέφτη και έτσι και τη θέση του υποκειμένου.
Ο άνθρωπος προβάλει αυτήν την εικόνα του σε όλα τα αντικείμενα που τον περιβάλλουν στον κόσμο. Ωστόσο υπάρχουν και πράγματα που δεν διαθέτουν κατοπτρική εικόνα και αυτά είναι ο φαλλός και το αντικείμενο μικρό α.
Αυτό συμβαίνει διότι ο φαλλός είναι ένα σημαίνον . Είναι «το σημαίνον που δεν έχει σημαινόμενο» . Συγκεκριμένα είναι το «σημαίνον της επιθυμίας» και συμμετέχει στο φαντασιακό του καθρέφτη μόνο υπό την μορφή της έλλειψης. Όσο δε αφορά τον συμβολικό φαλλό πρόκειται για το σημαίνον της έλλειψης στον Άλλον. Το αντικείμενο α , δηλαδή το αντικείμενο της επιθυμίας- έλλειψης, καθώς και το σημαίνον της, δεν είναι δυνατόν να αναπαρασταθεί διότι η έλλειψη δεν κατοπτρίζεται. Η έλλειψη αποτελεί μια άδεια θέση. Συνεπώς δεν υπάρχει εικόνα της έλλειψης.
Το αντικείμενο μικρό α. Αντικείμενο/ αίτιο της επιθυμίας.
Ο Lacan το 1955, χρησιμοποιεί για πρώτη φορά το μικρό γράμμα α σαν αλγεβρικό σύμβολο στο σχήμα L. Το μικρό α αφορά τον μικρό άλλο σε αντιπαράθεση με το Α που αντιπροσωπεύει τον μεγάλο Άλλο. Ο μεγάλος Άλλος αναφέρεται στην ριζική ετερότητα που υπερβαίνει την απατηλή ετερότητα του φαντασιακού. Ο Lacan εξισώνει αυτή την ετερότητα με την γλώσσα και τον νόμο. Για αυτό ο μεγάλος Άλλος εγγράφεται στην τάξη του συμβολικού. Είναι επίσης για τον Lacan, ο «τόπος στον οποίο συγκροτείται ο λόγος». Αντίθετα ο μικρός άλλος είναι «ο άλλος που δεν είναι καθόλου άλλος, αφού τον συμπληρώνει κατ’ ουσία το εγώ, σε μια σχέση που είναι πάντοτε αντανακλαστική, εναλλακτική». Στο σχήμα L, τα σύμβολα α κα α΄ αντιστοιχούν στο Εγώ και στο όμοιο/καταπτρική εικόνα, και ανήκουν καθαρά στην φαντασιακή τάξη.
Το 1957, το σύμβολο α αρχίζει να γίνεται αντιληπτό ως αντικείμενο της επιθυμίας. Πρόκειται για το φαντασιακό μερικό αντικείμενο που φαντασιώνεται ως κάτι που μπορεί να χωριστεί από το υπόλοιπο του σώματος. Ο Lacan αρχίζει να διακρίνει το α, το αντικείμενο της επιθυμίας, από την κατοπτρική εικόνα του υποκειμένου που συμβολίζει πλέον με το i(α).
Το 1960-1961, θα ορίσει το αντικείμενο μικρό α ως το αντικείμενο της επιθυμίας που αναζητούμε στον άλλο. Είναι ότι ήταν για τους αρχαίους έλληνες το άγαλμα, που σημαίνει ένα κόσμημα ή ένα γλυπτό που απεικονίζει ένα Θεό. Είναι το πολύτιμο αντικείμενο που είναι κρυμμένο μέσα στον άλλον.
Από το 1963 και μετά, το μικρό α συμβολίζει το αντικείμενο που δεν μπορεί ποτέ να αποκτηθεί. Είναι το αίτιο της επιθυμίας και όχι αυτό στο οποίο τείνει η επιθυμία. Για αυτό ο Lacan το ονομάζει «αντικείμενο-αίτιο της επιθυμίας». Το μικρό α είναι κάθε αντικείμενο που θέτει σε κίνηση την επιθυμία, ιδίως τα μερικά αντικείμενα που καθορίζουν τις ορμές. Οι ορμές όμως δεν επιδιώκουν την απόκτηση του μικρού α, αλλά περιστρέφονται γύρω από αυτό.
Το 1974, ο Lacan θέτει το μικρό α στο επίκεντρο του κόμβου των Borromeo (Βορρόμβιος κόμβος). Στον τόπο που αλληλοδιασταυρώνονται οι τρεις τάξεις, το Πραγματικό (Réel), το Συμβολικό (Symbolique), και το Φαντασιακό (Imaginaire).
Κόμβος των Borromeo
Στον Βορρόμβιο κόμβο ή κόμβο των Borromeo, κάθε δακτυλίδι αντιπροσωπεύει μια τάξη. Ο κόμβος των Borromeo πρέπει να γίνει αντιληπτός περισσότερο σαν αλυσίδα τριών νημάτων, παρά κυριολεκτικά ως κόμβος ο οποίος σχηματίζεται συνήθως από ένα νήμα. Τα νήματα αυτά είναι συνδεδεμένα με τέτοιο τρόπο που όποιο από τα τρία κοπεί, διαλύεται ολόκληρη η αλυσίδα και αυτό έχει σαν συνέπεια την παθολογία της ψύχωσης.
Η σύνδεση των τριών τάξεων γίνεται στο μικρό α.
Διότι:
α) Όσο αφορά την Συμβολική τάξη, μπαίνουμε στην γλώσσα, δηλαδή στο συμβολικό, λόγω της έλλειψης. Πρέπει να χαθεί το αντικείμενο για να υπάρξει ανάγκη να συμβολοποιηθεί. Το μικρό α, είναι το κάθε αντικείμενο που έρχεται μέσω της μεταφοράς να καταλάβει την θέση αυτής της έλλειψης. Είναι η προσπάθεια να ονομαστεί η έλλειψη.
β) Σε σχέση με την Πραγματική τάξη, το μικρό α είναι το μη επικοινωνήσιμο. Είναι η διαφορά που προκύπτει μεταξύ του αιτήματος και της ανάγκης. Είναι το άρρητο.
γ) Σε συνάρτηση με την Εικονοφαντασιακή τάξη, είδαμε ότι το εγώ του υποκειμένου και το ομοίωμα του, ο άλλος, τείνει σε μια αυταπάτη ενότητας των ιδεωδών εγώ σαν μια προσπάθεια ανάκτησης της προοιδιπόδειας δυαδικής σχέσης. Το φαντασιακό μερικό αντικείμενο, που καθορίζει τις ορμές, θέτει σε κίνηση την επιθυμία γύρω από το μικρό α, που φαντασιακά μπορεί να είναι όποιο από τα μερικά αντικείμενα, και φτιάχνει το ομοίωμα του εγώ ή του άλλου.
Στο κέντρο όλων αυτών, σύμφωνα με την λακανική τοπολογία, βρίσκεται το αίτιο της επιθυμίας το οποίο συγκρατεί της τρεις τάξεις στην δομή του υποκειμένου.
Συμπεράσματα
Για τον Lacan, όπως παλαιότερα και για τον Freud, η επιθυμία είναι η καρδιά της ανθρώπινης ύπαρξης και το κύριο ενδιαφέρον της ψυχανάλυσης.
Ο Lacan διαχωρίζει την επιθυμία από την ανάγκη και το εκφερόμενο αίτημα.
Η ανάγκη είναι άμεσα συνδεδεμένη με την βιολογική υπόσταση του ανθρώπου και μπορεί να ικανοποιηθεί.
Το αίτημα που εκφέρει το υποκείμενο έχει διπλή υπόσταση: από την μια είναι η έκφραση της ανάγκης και από την άλλη είναι πάντα ένα αίτημα για απεριόριστη αγάπη.
Η επιθυμία είναι το περίσσευμα που παράγεται από την άρθρωση της ανάγκης σε αίτημα. Η επιθυμία δεν μπορεί ποτέ να ικανοποιηθεί, είναι η συνεχής αναζήτηση της πρώτης εκείνης άμεσης ικανοποίησης του βρέφους όταν δεν υπήρχε ακόμα αναπαράσταση της ικανοποίησης. Τότε, η κάλυψη της ανάγκης του βρέφους ήρθε αναπάντεχα χωρίς την διατύπωση αιτήματος, φέροντας μαζί της ένα πλεόνασμα, αυτό της φροντίδας και της αγάπης. Το άτομο, αυτήν την ικανοποίηση την οποία δεν ζήτησε αλλά του δόθηκε χωρίς άλλο προηγούμενο, θα την αναζητά σε όλη του την ζωή θέτοντας στην θέση της διάφορα αντικείμενα που ποτέ όμως δεν θα μπορέσουν να καλύψουν την επιθυμία. Το υποκείμενο θα κυνηγάει πάντα την ίδια την επιθυμία του να το επιθυμούν.
«Η επιθυμία του ανθρώπου βρίσκει το νόημα της μέσα στην επιθυμία του άλλου, όχι επειδή ο άλλος έχει το κλειδί για το επιθυμητό αντικείμενο, όσο γιατί το αντικείμενο της επιθυμίας είναι το ν’ αναγνωριστεί απ’ τον άλλον»
Ο άλλος όμως ως υποκείμενο είναι και αυτός ελλειμματικός.
Το υποκείμενο βρίσκεται αντιμέτωπο με αυτή την έλλειψη. Διότι η επιθυμία δεν συνιστά σχέση με κανένα αντικείμενο αλλά με την ίδια την έλλειψη. Η έλλειψη και η μετωνυμία του αντικειμένου της επιθυμίας ανοίγει στο υποκείμενο τον δρόμο της συμβολικής τάξης.
Το αντικείμενο/αίτιο της επιθυμίας ο Lacan το ονόμασε μικρό α και το έθεσε στο κέντρο της ένωσης των τριών τάξεων που απαρτίζουν την ανθρώπινη υπόσταση.
Σκοπός κάθε ψυχαναλυτικής θεραπείας, σύμφωνα με την λακανική θεωρία, είναι να οδηγήσει τον αναλυόμενο να αναγνωρίσει και να διατυπώσει παρουσία του άλλου την επιθυμία του.
«…Ονοματίζοντας την, το υποκείμενο δημιουργεί, φέρνει στο προσκήνιο, μια νέα παρουσία στον κόσμο»
Στην ανάλυση, ο αναλυτής για τον αναλυόμενο δεν κατέχει μόνο την θέση του «υποκείμενου που υποτίθεται ότι γνωρίζει» αλλά και του «υποκειμένου που υποτίθεται ότι επιθυμεί». Έργο του αναλυτή είναι να εξασφαλίσει ότι η επιθυμία του μένει αινιγματική οδηγώντας με αυτόν τον τρόπο τον αναλυόμενο, όχι στο να ταυτισθεί με τον αναλυτή και τις επιθυμίες του, αλλά να μπορέσει να εκφέρει στον τόπο του συμβολικού, την δική του επιθυμία.
Βιβλιογραφία
- Darmon. M., Essais sur la topologie lacanienne, Paris, Association freudienne, 1990.
- Dor, J. 1985. Εισαγωγή στην ανάγνωση του Λακάν 1.Το ασυνείδητο δομημένο σαν γλώσσα, Αθήνα, Πλέθρον, 1994.
- Dor, J. 1985. Εισαγωγή στην ανάγνωση του Λακάν 2. Η δομή του υποκειμένου, Αθήνα, Πλέθρον, 1996.
- Freud, S. 1914 « Pour introduire le narcissisme », στο La vie sexuelle, Paris, P.U.F., 1969.
- Freud, S. 1915. «Ενορμήσεις και πεπρωμένα των ενορμήσεων», στα Δοκίμια Μεταψυχολογίας, Αθήνα, Καστανιώτης, 2000.
- Freud, S. 1920. «Au-delà du principe de plaisir», στο Essais de psychanalyse, Paris, Payot, 1981.
- Evans, D. 1996. Εισαγωγικό λεξικό της λακανικής ψυχανάλυσης, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2005.
- Lacan, J. 1946. « Propos sur la causalité psychique », στα Écrits Ι, Paris, Petite Bibliothèque Seuil, 1999.
- Lacan, J. 1949. « Le stade du miroir comme formateur de la fonction du Je telle qu’elle nous est révélée dans l’expérience psychanalytique », στα Écrits I, Paris, Petite Bibliothèque Seuil, 1999.
- Lacan J. 1953. «Fonction et champ de la parole en psychanalyse», στα Écrits I, Paris, Petite Bibliothèque Seuil, 1999.
- Lacan, J. 1953-1954 Le Séminaire, Livre Ι, Les écrits techniques de Freud, Paris, Seuil, 1975.
- Lacan, J. 1954-1955 Le Séminaire, Livre ΙΙ, Le moi dans la théorie de Freud et dans la technique de la psychanalyse, Paris, Seuil, 1978.
- Lacan, J. 1955-1956. Le Séminaire, Livre III Les Psychoses, Paris, Seuil, 1981.
- Lacan, J. 1956-1957. Le Séminaire, Livre IV, La relation d’objet, Paris, Seuil, 1994.
- Lacan, J. 1957-1958. Le Séminaire, Livre V, Les formations de l’inconscient, Paris, Seuil, 1998.
- Lacan, J. 1958. «D’une question préliminaire à tout traitement possible de la psychose», στο Écrits, Paris, Seuil, 1999.
- Lacan, J. 1958. « La signification du phallus », στα Écrits II, Paris, Petite Bibliothèque Seuil, 1999.
- Lacan, J. 1958-1959 Le Séminaire, Livre VΙ, Le désire et son interprétation, (ανέκδοτο).
- Lacan, J. 1960. « Subversion du sujet et dialectique du désir dans l΄ inconscient freudien », στα Écrits II, Paris, Petite Bibliothèque Seuil, 1999.
- Lacan, J. 1961-1962 Le Séminaire, Livre IX, L’identification (ανέκδοτο).
- Lacan, J. 1964. «Αποσυναρμολόγηση της παρόρμησης», στο Το Σεμινάριο βιβλίο ΧΙ, Οι τέσσερις θεμελιακές έννοιες της ψυχανάλυσης, Αθήνα, Ράππα, 1982.
- Lacan, J.1964. «Η μερική παρόρμηση και το κύκλωμα της», στο Το Σεμινάριο βιβλίο ΧΙ, Οι τέσσερις θεμελιακές έννοιες της ψυχανάλυσης, Αθήνα, Ράππα, 1982.
- Lacan, J. 1972-1973. Le Séminaire, Livre XX, Encore, Paris, Seuil, 1975.
- Lagache, D. « Psychanalyse et structure de la personnalité » στο περ. La Psychanalyse, αρ. 6, Perspectives structurales. Colloque international de Royaumont, Paris, PUF, 1961.
- Laplanche, J.- Pontalis, J.B. 1967. Vocabulaire de la psychanalyse, Quadrige/ Presse Universitaire de France, Paris, 2e édition, 1998.
- Saussure, F. de, Cours de linguistique générale, Paris, Payot, 1980.
[Για κάτι περισσότερο μπορείτε να επισκεφτείτε στο παρών blog τα άρθρα:
Φαντασιακό- Συμβολικό- Πραγματικό:
http://e-psychotherapia.blogspot.com/2010/09/blog-post.html
Το στάδιο του καθρέφτη:
http://e-psychotherapia.blogspot.com/2010/09/blog-post_19.html
Η Πατρική Λειτουργία και η Επιθυμία της μητέρας:
Φαντασιακό- Συμβολικό- Πραγματικό:
http://e-psychotherapia.blogspot.com/2010/09/blog-post.html
Το στάδιο του καθρέφτη:
http://e-psychotherapia.blogspot.com/2010/09/blog-post_19.html
Η Πατρική Λειτουργία και η Επιθυμία της μητέρας:
Η έννοια της επιθυμίας στην Λακανική θεωρία:
J. Lacan και η εποχή που αναπτύσσονται οι ιδέες του:
http://e-psychotherapia.blogspot.com/2010/11/jacques-lacan.html
Το έργο το Ζ. Λακάν:
http://e-psychotherapia.blogspot.com/2010/06/blog-post_3220.html
Βιογραφικά στοιχεία του Ζ. Λακάν:
http://e-psychotherapia.blogspot.com/2010/06/blog-post_27.htm ]
http://e-psychotherapia.blogspot.com/2010/11/jacques-lacan.html
Το έργο το Ζ. Λακάν:
http://e-psychotherapia.blogspot.com/2010/06/blog-post_3220.html
Βιογραφικά στοιχεία του Ζ. Λακάν:
http://e-psychotherapia.blogspot.com/2010/06/blog-post_27.htm ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου