του Πέτρου
Θεοδωρίδη
Στη
ταινία Memento[2]
o ήρωας φαίνεται να πάσχει από μια σπάνια ψυχική ασθένεια: την απώλεια
πρόσφατης μνήμης. Καθημερινά ξεχνά τα πρόσωπα και τα πράγματα πού του συμβαίνουν
και τα ξαναθυμάται με "βοηθητικές μνήμες" -με υπομνήματα, ξέθωρες
φωτογραφίες και τατουάζ στο σώμα του ως ντοκουμέντα της προσωπικής του ζωής.
Έτσι ο διάσπαρτος χρόνος της πραγματικής ζωής του ανασυγκροτείται διαρκώς. Η
ταινία μπορεί να ιδωθεί και ως δοκίμιο πάνω στη σύγχρονη εκρηκτικά
εξατομικευμένη ταυτότητα
Στη
μεσαιωνική σκέψη "άτομο “σήμαινε " αδιαίρετος’’ και χρησιμοποιείτο κυρίως
μέσα στα συμφραζόμενα της θεολογικής αντιπαράθεσης για τη φύση της Αγίας
Τριάδας. «Η ταυτότητα του μεσαιωνικού ανθρώπου
δεν ήταν ατομική, καθοριζόταν κυρίως από τη θέση του μέσα στην κοινωνική
οργάνωση. Η κοινωνική και η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη νεωτερικότητα οδήγησε
σε επανακαθορισμό του ατόμου: η φράση "αυτό που είμαι" επεκτάθηκε και
έγινε "αυτό που θέλω να γίνω"»[3].
Ωστόσο
το
άτομο στο κοσμοθεωρητικό πλαίσιο του 19ου και 20ου αιώνα
προσπαθούσε να εναρμονίσει τις αντιφάσεις των επιμέρους στοιχείων της ταυτότητάς
του, συνθετικά και ιεραρχικά με μια σειρά που θύμιζε το αστικό μυθιστόρημα:
αρχή, μέση και τέλος.
Η έννοια της
σύγχρονης μετανεωτερικής εξατομίκευσης είναι διαφορετική. Ο εξατομικευμένος
μετανεωτερικός άνθρωπος -σε αντίθεση με το νεωτερικό άτομο- καλείται να
διαλέξει μέσα από ένα καλειδοσκόπιο άπειρων επιλογών.
Αυτή η
καθημερινή ανασφάλεια καταργεί τον «κανονικό τρόπο ζωής που γίνεται πια δυνητικός,
ευέλικτος, κατασκευάσιμος. Έτσι το γεγονός ότι έχουμε νικήσει τη μοίρα, καταντά
απρόσμενο μειονέκτημα της σύγχρονης ζωής. Από μας περιμένουν να αποφασίζουμε
για πολλά, σχεδόν για όλα. Οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν σε τέτοιες αποφάσεις
είναι διαρκείς και πάντα παραμονεύει η αποτυχία»[4].
Αυτή η διαρκής
αναζήτηση της ατομικής εμπειρίας δεν αποτελεί ελεύθερη επιλογή. Αντίθετα, οι
άνθρωποι είναι "καταδικασμένοι στην εξατομίκευση"[5],
σε μια αναζήτηση "χειροτεχνημένης" βιογραφίας, στην αναζήτηση της
ταυτότητας τους και στην ανάγκη να μετατρέψει κανείς τις ξένες-οικείες
θρυμματισμένες επιλογές σε μια "ενότητα" για τον εαυτό του και τους
άλλους επιλογές[6].
«Χειροτεχνημένη βιογραφία» ανάμεσα
στα άλλα σημαίνει και καθημερινή, προσωπική επιλογή και ανασκευή του χρόνου
μας, όχι μόνο του παροντικού ή μελλοντικού, αλλά και του προσωπικού μας
παρελθόντος. Ο καθένας καλείται να επιλέξει την προσωπική ιστορία του με τον
αποκλεισμό εικόνων που ενοχλούν και απωθούνται, να κατασκευάσει ένα "παρελθόν"
αναπλασμένο έτσι ώστε να ταιριάζει στο παρόν ως "ενθυμούμενο παρόν"[7]. Το άτομο γίνεται πια σκηνοθέτης της βιογραφίας του, της ταυτότητάς του, της
κοινωνικής του δικτύωσης, των δεσμών,
των πεποιθήσεων του.
Εξατομίκευση
σήμερα σημαίνει και αποσύνθεση των βιομηχανικών κοινωνικών αυτονόητων καθώς και
την ανάγκη να βρει κανείς και να επινοήσει για τον εαυτό του και με άλλους νέα
αυτονόητα[8].
Σημαίνει και πως η διάκριση του "φίλου από τον εχθρό" μετατρέπεται σε
καθημερινό επίπονο εγχείρημα. Και για το λόγο αυτό αναγορεύεται η "προδοσία"
ως καθημερινό καθήκον και απόλαυση μαζί, η προδοσία ως «πανταχού
παρούσα, προσιτή, επιτρεπτή παράβαση»[9].
Προδοσία που δεν καλύπτεται πια κάτω από το πέπλο της υποκρισίας της πρώτης
νεωτερικότητας του καπιταλισμού και του μοντέρνου ατόμου. Η υποκρισία
αντιστοιχούσε στην νεωτερική συνθετική εικόνα του κόσμου (Π. Κονδύλης), η
σύνταξη των επιχειρημάτων ήταν ιεραρχική, η επίκληση των καλών προφάσεων
συγκάλυπτε την κόλαση των προθέσεων.
Στη
μετανεωτερική πολυπρισματική εποχή όμως αντιστοιχεί ο ειρωνεία «ως υποκρισία με
"υπερβολική μετριοφροσύνη",
κατά τον Πλάτωνα, ως "λεπτός χαμηλότονος
τρόπος για να κοροϊδεύει κανείς τους ανθρώπους" σύμφωνα με τον
Αριστοτέλη[10] και
ο κυνισμός ως "αυτοεξυμνούμενη
πανουργία"[11].
Τα επιχειρήματα παρατάσσονται αποϊεραρχημένα, σκωπτικά, ασυντόνιστα σε ένα
είδος λόγου που περισσότερο αποκαλύπτει παρά συγκαλύπτει[12].
H
σύγχρονη ταυτότητα μοιάζει όλο και περισσότερο με τον χαμαιλέοντα,[13] αφορά
στον πρωτεϊκό άνθρωπο
της νέας εποχής ο οποίος όλο και περισσότερο ζει σε προσομοιωμένα περιβάλλοντα
και αναπτύσσει πολλαπλούς χαρακτήρες-ρόλους, που πορεύεται χωρίς Εγώ και εαυτό,
αλλά με θρύμματα μιας βραχύβιας συνείδησης που χρησιμοποιούνται γα την εκάστοτε
επικοινωνία του με τους εικονικούς του κόσμους[14].
Ο Πέτρος Θεοδωρίδης είναι
συγγραφέας-δοκιμιογράφος.
[1] βλ και Πέτρος Θεοδωρίδης, Οι μεταμορφώσεις της Ταυτότητας,
έθνος νεωτερικότητα και εθνικιστικός λόγος, εκδ. Αντιγόνη 2004, επίμετρο.
[2] σκηνοθέτης ο Κρίστοφερ Νόλαν, 2000
[3] Raymond Williams: Κουλτούρα και Ιστορία ,Μετάφραση Βενετία Αποστολίδου, εκδ.
Γνώση, σ. 180,182.
[7] αναφορά στο Peter A. Levine, Ann Frederick, "Το
Ξύπνημα Της Τίγρης", θεραπεύοντας τις τραυματικές εμπειρίες, Ελληνικά
Γράμματα, Αθήνα 1999, σ. 259.
[9] Να υπονομεύεις αγαπημένους. Να υπονομεύεις
ανταγωνιστές. Να υπονομεύεις φίλους. Όλοι αυτοί οι ανταγωνισμοί και μετά ο
χείμαρρος της προδοσίας. Κάθε ψυχή και το δικό της εργοστάσιο προδοσίας. Για
όποιο λόγο θες: επιβίωση, συγκίνηση, πρόοδο, ιδεαλισμό (Ροθ Φ., Παντρεύτηκα Έναν Κομμουνιστή, μτφ Τ.
Παπαϊωάνου, εκδ Πόλις, Αθήνα (1998) 2000 σ. 345-346).
[10] αναφορά στο D.C Muecke, Ειρωνεία, μτφ. Κώστας Πύρζας, εκδ Ερμής, Αθήνα 1974, σ. 27.
[13] «ζώο που αλλάζει
χρώμα ανάλογα με τον τρόπο που βρίσκεται και μπορεί να γίνει από μαύρο ως απαλό
πράσινο, ενώ το μόνο χρώμα πού δεν μπορεί να πάρει είναι το λευκό, το χρώμα της
αθωότητας" (Ουμπέρτο Έκο, Μπαουντολίνο, μτφ. Εφη Καλλιφατίδου, Ελληνικά
Γράμματα, Αθήνα 2001, σ. 417-418.
[14] Jeremy Rifkin, H νέα εποχή της πρόσβασης, μτφ. Αριάδνη
Αλαβάνου, Νέα Σύνορα, Αθήνα 2001, σ. 365 κ.ε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου