Αναγνώστες

Κυριακή 10 Απριλίου 2011

Κυνόδοντας (Dogtooth) (2009) . ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ECO CINEMA

Κυνόδοντας (Dogtooth) (2009)

Δεν κατόρθωσε να πάρει το Οσκαρ. Μάλλον καλύτερα, αφού είναι μια δύσπεπτη και αναρχική ταινία, η οποία δεν ταιριάζει καθόλου με τις κατά κανόνα κλισέ και γκλαμουράτες ταινίες που βραβεύονται σε αυτή την γιαλαντζί διοργάνωση. Η προηγούμενη ελληνική ταινία που έφτασε σε αυτή την θέση ήταν η Ιφιγένεια του 1977 και παλιότερα, άλλες τέσσερις δραματικές, όπως Τα κόκκινα φανάρια, Το χώμα βάφτηκε κόκκινο, κλπ. Επίσης, εδώ στην Ελλάδα δεν εκτιμήθηκε σχεδόν καθόλου και ακόμα εκφράζονται έντονα συναισθήματα αποστροφής και καταδίκης από τον μέσο Ελληνα, ο οποίος συνεχίζει όλο και πιο πολύ να βυθίζεται σε μια συντηρητική μιζέρια και να εξακολουθεί να τιμά κατά κανόνα εύπεπτες, μελό και χαζοχαρούμενες ταινίες.

Η ταινία λέγεται πως έιναι ρημέηκ μιας παλιάς του 1973, το «Κάστρο της Αθωότητας», κάτι που δεν αναφέρθηκε στα credits. Δεν την έχω δει, αλλά από όσα διάβασα για αυτήν, υπάρχουν σημαντικές ομοιότητες αλλά και θεμελιώδεις διαφορές. Σίγουρα πάντως βασίστηκε στο κόνσεπτ της.

Η υπόθεση, λίγο πολύ γνωστή: Ενας πατέρας κρατάει σε απόλυτη απομόνωση από τον έξω κόσμο μέσα σε μια έπαυλη στην εξοχή τα τρία του παιδιά από τότε που γεννήθηκαν μέχρι την εφηβική τους ηλικία. Η μητέρα συναινεί σε αυτή την παρανοϊκή παιδαγωγική επιλογή, ελέγχοντας και οι δυο στην κυριολεξία απόλυτα τι πληροφορία μπαίνει στο σπίτι, καθώς και το τι πρέπει και τι όχι να μάθουν τα παιδιά τους. Αυτά φθάνοντας στην εφηβεία λειτουργούν σαν καθυστερημένα με νοημοσύνη 4-5 χρονών, παίζοντας παιχνίδια νηπιακής ηλικίας, όπου μερικές φορές η παιδική αφέλεια και η κακόβουλη βία συνυπάρχουν και εναλλάσσονται.

Με ένα τυποποιημένο τρόπο αποστήθισης των επιτρεπτών γνώσεων, έχουν δημιουργήσει έναν λειτουργικό για αυτά, αλλά παρανοϊκό για εμάς κόσμο νοηματοδοτήσεων με λέξεις και σημασίες συχνά φαιδρά παραποιημένες, ειδικά για αντικείμενα ή ιδέες που, ξεφεύγοντας από τον αυστηρό έλεγχο, τύχαινε να φτάσουν στα αυτιά των τριών παιδιών. Ετσι, μαθαίνουν ότι «ζόμπι» είναι τα μικρά κίτρινα λουλουδάκια, «πληκτρολόγιο» είναι το αιδοίο και «μουνί» λέμε την λάμπα. Ότι στον έξω κόσμο καραδοκούν επικίνδυνα σαρκοφάγα ζώα όπως οι γάτες (αλιανιάρικα ζώα που δεν ελέγχονται με τίποτε), τις οποίες οφείλουμε να σκοτώσουμε πάραυτα μόλις «εισβάλουν» στον χώρο μας, τα δε περαστικά αεροπλάνα πάνω από τον ουρανό της έπαυλης είναι πολύ μικρά και ενίοτε πέφτουν στην αυλή και παίζουν με αυτά τα παιδιά. Αντιθέτως, ο «πιστός» σκύλος είναι αποδεκτό ζώο και σκοπεύει ο πατέρας να φέρει έναν αυστηρά εκπαιδευμένο, το οποίο υποτίθεται πως θα το «γεννήσει» η μάνα τους!

Όμως, η επί πληρωμή εκδιδόμενη υπάλληλος του πατέρα, για να ικανοποιεί τις ορμές του γιού, μεταφέρει άθελά της «απαγορευμένη» γνώση σε μια από τις κόρες, οπότε αρχίζει για αυτήν η προσωπική της ανταρσία. Όμως η αδυναμία σωστής επεξεργασίας αυτών των αποσπασματικών γνώσεων και η ένταξή τους στο δικό της γνωστικό και συναισθηματικό διαστροφικό σύμπαν καταντάει το επαναστατικό αυτό εγχείρημα μια φαιδρότητα, η κατάληξη του οποίου αφήνεται ανοιχτή στο τέλος και με συμβολικό τρόπο, ως η επαφή με «την έρημο του Πραγματικού», αυτού δηλαδή που είναι έξω από το νοηματοδοτικό μας σύμπαν και αδυνατούμε να το συλλάβουμε και επεξεργαστούμε.

Η ταινία βρίθει από συμβολισμούς και συσχετισμούς, από την Σπηλιά του Πλάτωνα, το θέατρο του παραλόγου, τον τρόπο νοηματοδότησης του κόσμου από την οικογένεια, την υπερβολή μιας αυταρχικής προστατευτικής πατριαρχικής οικογένειας και το πόσο διαστροφικό είναι ένα τέτοιο εγχείρημα, μέχρι τον παραλληλισμό αυτής της κατάστασης με ένα σύγχρονο αυταρχικό κράτος που επιβάλλει την εθνική του ιδεολογία και μυθολογία, δημιουργώντας έναν ευνουχισμένο, ετεροκαθορισμένο και αυτιστικό λαό, φυλακισμένο και χειραγωγούμενο μέσα από τους μύθους και τον λόγο της εξουσίας. Ο Ριζοσπάστης επιτέθηκε σφοδρά στην ταινία με μια μακροσκελή κριτική που αξίζει να διαβαστεί, όπου ο κριτικός ισχυρίζεται ότι στην ταινία χλευάζεται ουσιαστικά ο πάλαι ποτέ υπαρκτός σοσιαλισμός, αλλά σε αυτή του την προσπάθεια δικαιώνει απόλυτα την γνωστή παροιμία «όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται».

Οι «ανάρμοστες» σεξουαλικές σκηνές της ταινίας, που προκάλεσαν και σάλο στους εδώ ηθικολόγους, δείχνουν αθώες μέσα στην διαστροφικότητά τους, διακατεχόμενες πιο πολύ από περιέργεια και άγνοια των υποκειμένων, και καθόλου από λαγνεία και σχετική προκλητικότητα. Οι ερμηνείες είναι πολύ καλές με ένα νοσηρό και γκροτέσκο αυθορμητισμό των πρωταγωνιστών, προφανώς ενοχλητικό και σοκαριστικό για ένα συντηρητικό κοινό που έχει άλλη γνώμη για την αυστηρή οικογένεια και δε γνωρίζει τίποτε για το πόσο δυνητικά διαστροφικούς χαρακτήρες δημιουργεί η αυταρχική και απαγορευτική διαπαιδαγώγηση. Αλλά η τέχνη μπορεί να είναι και ενοχλητική, να προκαλεί δυσαρέσκεια και πόνο ταράζοντας τα νερά, δεν είναι μόνο ο ύμνος του ωραίου.

Δείτε trailer στο youtube

1 σχόλιο:

ο δείμος του πολίτη είπε...

Σε ανάλογα συμπεράσματα είχα καταλήξει κι εγώ. Πολύ ωραίο κείμενο.

Τα url του θείου Ισιδώρα