Αναγνώστες

Κυριακή 10 Απριλίου 2011

ΕΝΑ ΠΟΛΎ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΚΕΙΜΕΝΟ ΓΙΑ ΤΗ ΚΡΙΣΗ :ΑΝΤΩΝΗ ΛΙΑΚΟΥ:Μερικές ιδέες για να σκεφτούμε την κρίση διαφορετικά

 ΠΗΓΗ:

http://antonisliakos.gr/2011/04/09/%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%BA%CE%AD%CF%82-%CE%B9%CE%B4%CE%AD%CE%B5%CF%82-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CE%BD%CE%B1-%CF%83%CE%BA%CE%B5%CF%86%CF%84%CE%BF%CF%8D%CE%BC%CE%B5-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%BA%CF%81%CE%AF/

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ :

[....]
2
Η   κρίση παράγει την περιγραφή της



Ας εξετάσουμε  το   αφήγημα που εσωτερικεύει την ενοχή, και το οποίο είναι το ηγεμονικό στην Ελλάδα.  Τι υποστηρίζει; Εκτεταμένο και σπάταλο κράτος, χαμηλή παραγωγικότητα, τεράστια φοροδιαφυγή, μαύρη οικονομία, συντεχνιακά στεγανά, χαριστικές ρυθμίσεις, γραφειοκρατία, διαφθορά, αποτελούν όλες εκείνες τις αιτίες των οποίων η συσσώρευση θα οδηγούσε αναπόφευκτα στην κρίση γιατί η χώρα ζούσε πάνω από τις δυνατότητές της, και ξόδευε περισσότερα από τα διαθέσιμα εισοδήματά της.  Eκείνο το οποίο θεωρείται ότι βρίσκεται στις αιτίες της δημιουργίας ελλειμμάτων, είναι ο τρόπος με τον οποίο συγκροτήθηκε το πολιτικό σύστημα μετά την μεταπολίτευση: πελατειακότητα και λαϊκισμός.       Για τους αισιόδοξους,   η οικονομική κρίση θεωρήθηκε ως αρχή μιας   Νέας Μεταπολίτευσης. Δεν είναι λίγοι μάλιστα όσοι υπερασπίζουν   ότι αν δεν μας είχε επιβληθεί από το ΔΝΤ και το μηχανισμό στήριξης της ΕΕ η πολιτική του Μνημονίου, θα έπρεπε να την εφαρμόσουμε μόνοι μας. Μερικοί μάλιστα προεκτείνουν αναδρομικά αυτή τη σωστική χειρονομία, επιστρέφοντας σε  ένα μοντέλο ελληνικής εξέλιξης το οποίο νομίζαμε ότι στις ιστορικο-κοινωνικές τουλάχιστον  αναλύσεις είχε εγκαταλειφθεί από καιρό. Σύμφωνα με το ερμηνευτικό αυτό σχήμα,   Ελλάδα και   Ευρώπη ανήκουν σε ένα δίπολο όπου  η πρώτη εκφράζει τις αδράνειες, η δεύτερη τον δυναμισμό. Κάθε φορά που η Ελλάδα καταφέρνει κάτι, αυτό οφείλεται στην πίεση της Ευρώπης. Κάθε φορά που εκτροχιάζεται, πάλι προσκρούει στις μπάρες της Ευρώπης και ξαναμπαίνει επομένως στην σωστή ρώτα. Αυτό το διπολικό σχήμα περιγράφει και το εσωτερικό της χώρας. Υπάρχουν δυο πολιτικές κουλτούρες, η underdog  και η εξορθολογιστική, δυο εθνικισμοί, ο εσωστρεφής και ο εξωστρεφής, δυο πολιτισμικές τάσεις, η μία που κοιτάζει ανατολικά και η άλλη δυτικά. 

Εδώ μια παρένθεση: Από την εποχή της εισόδου στη ζώνη του Ευρώ  και έως τους Ολυμπιακούς,  το επικρατούν ερμηνευτικό σχήμα της ελληνικής ιστορίας ήταν ακριβώς αντίθετο από το σημερινό: Το ζήτημα τότε ήταν πώς τα κατάφερε η Ελλάδα να πηδήξει στο τελευταίο βαγόνι, του τελευταίου τραίνου την τελευταία στιγμή.  Πώς   κατάφερε και από μια χώρα της βαλκανικής περιφέρειας ξεχώρισε και μπήκε στον εσωτερικό πυρήνα της Ευρώπης, στο club των ισχυρών. Αυτά λέγονταν και γράφονταν, στα ίδια έντυπα, σε μεγάλο βαθμό από τους ίδιους ανθρώπους πριν δέκα χρόνια. Τώρα φαίνεται ότι το βαγόνι αποκόπηκε  από την ατμομηχανή. Είναι πάντως ενδιαφέρουσα η αιώρηση του λόγου των Ελλήνων διανοουμένων ανάμεσα σε δυο  εκδοχές της ελληνικής ιστορίας, μια αισιόδοξη και μια απαισιόδοξη.      

Η κριτική για την παθολογία της ελληνικής κοινωνίας φαίνεται πειστική, κρίνοντας από την καθημερινή  εμπειρία. Πράγματι κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τα φαινόμενα διαφθοράς, αλλά και ένα ολόκληρο πλέγμα απομύζησης πόρων από ομάδες με ειδικές προσβάσεις στους μηχανισμούς   της πολιτικής  εξουσίας.  Ωστόσο, αξίζει να μας βάλει σε σκέψεις μια αποσιώπηση  για τις αιτίες της αιμορραγίας των πόρων που γονάτισαν τη χώρα: Οι αμυντικές δαπάνες. Οι κατά κεφαλήν  εξοπλιστικές δαπάνες στην Ελλάδα και το   ποσοστό τους επί του ΑΕΠ είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη.    Την περίοδο 2005-2009 η Ελλάδα ήταν ο πέμπτος μεγαλύτερος εισαγωγέας όπλων στον κόσμο! Η Ελλάδα έχει τον πέμπτο σε μέγεθος  στόλο πολεμικών αεροπλάνων Μιράζ στον πλανήτη, και έναν από τους μεγαλύτερους στόλους   F16 στην Ευρώπη.   Παρά τη βύθιση της χώρας στην κρίση, το 2009 ο αμυντικός προϋπολογισμός της Ελλάδας ανέβηκε κατά 6.9% σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο και έφτασε  από τα  5.81 δις € στα    6.24 δις. Ενώ το 2010 υπήρξαν πολλές περικοπές στις συντάξεις, στους μισθούς, στην υγεία και στην εκπαίδευση, δεν υπήρξαν περικοπές στις αμυντικές δαπάνες μετά το δάνειο των 110 δις. Την ίδια χρονιά μόνο έξι από τις 26 ευρωπαϊκές χώρες έπιασαν τους στόχους που είχε βάλει το ΝΑΤΟ, να μην μειωθούν οι εξοπλισμοί σε ποσοστό μεγαλύτερο του 2%. Ανάμεσά τους βέβαια η βαριά χρεωμένη Ελλάδα.      Το 2009, η Ελλάδα ήταν ο δεύτερος μεγαλύτερος  πελάτης της Γερμανίας σε όπλα, ακολουθώντας την Τουρκία στην πρώτη θέση, και ο τρίτος σημαντικότερος πελάτης της Γαλλίας.[3] Συνήθως οι αποσιωπήσεις λένε περισσότερα από όσα θέλουν να κρύψουν. Η αποσιώπηση των στρατιωτικών δαπανών μας εξηγεί πολύ καλύτερα από οποιαδήποτε ανάλυση λόγου, την προθετικότητα της κριτικής που ασκείται στις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας που οδήγησαν στην κρίση.  Μας εξηγεί το μη προφανές ‘γιατί’ αυτής της κριτικής.

Ας συζητήσουμε όμως κάπως συστηματικότερα το φαινόμενο «παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας». Στην   ιστοριογραφία, η κυρίαρχη τάση, εδώ και δυο δεκαετίες, είναι η συγκριτική ιστορία. Οι ιστορικοί έχουν αναπτύξει διάφορες μεθόδους και θεωρίες σύγκρισης, των οποίων κοινό υπόβαθρο είναι πως οι εξηγήσεις για τα φαινόμενα τα οποία μελετούμε πρέπει να είναι αναγώγιμες.  Θεωρώντας δηλαδή ότι οι κοινωνίες δεν αναπτύσσονται σε απομόνωση, αναζητούν τις εξηγήσεις τους σε συγκρίσιμες πλευρές οι οποίες δεν είναι απλώς παράλληλες, αλλά μερικές φορές διαπλέκονται η μια με την άλλη. Αναζητούν τις μεταφορές, οι οποίες μπορεί να είναι ιδέες, τεχνολογίες, θεσμοί, πολιτισμικά στοιχεία, και οι οποίες συγκροτούν    φαινόμενα δια-εθνικά. Χρησιμοποιούν τον όρο transnational (δια-εθνικός) που αναφέρεται σε φαινόμενα τα οποία  διαπερνούν, κατά κάποιο τρόπο, οριζόντια τις κοινωνίες. Από την άποψη αυτή τα διάφορα εξηγητικά σχήματα που επικαλούνται παθογένειες,  ιδιοπροσωπείες και    ιδιαιτερότητες, δεν μας εξηγούν τίποτε, γιατί όλες οι κοινωνίες και παθογένειες έχουν και ιδιαιτερότητες. Παρόμοιες εξηγήσεις όχι πια μέσα, ούτε καν   έξω από τις αίθουσες των ιστορικών σεμιναρίων δεν ακούγονται πια.  Πώς έχει παραδοθεί ο δημόσιος λόγος σ’ αυτές;

Αλήθεια, μπορεί κανείς σήμερα να εξηγήσει το φαινόμενο Μπερλουσκόνι στην Ιταλία με την θεωρία  του ανολοκλήρωτου εκσυγχρονισμού με την οποία ερμηνεύτηκε η περίοδος από το Risorgimento  έως τον Μουσσολίνι με γκραμσιανούς όρους; Μπορεί να  χρησιμοποιήσει την θεωρία του Sonderweg   για τη γερμανική ιστορία, από  την Μέρκελ, έως πίσω στον  Μπίσμαρκ;  Είναι δυνατόν   να ερμηνεύονται στην   σύγχρονη Ελλάδα  φαινόμενα όπως   η φοροδιαφυγή, με την αμφισβήτηση της νομιμότητας από τους  Κλεφταρματωλούς και τον  Μακρυγιάννη;   Το σκάνδαλο Siemens  οφείλεται στο πεσκέσι και στην κουμπαριά της προνεωτερικής Ελλάδας; Η διχοτόμηση της ιστορίας της ελληνικής πολιτικής σε εκσυγχρονιστικές και αντι-εκσυγχρονιστικές  γενεαλογίες , όπου από τη μια   παρατάσσονται   Καποδίστριας, Τρικούπης,   Βενιζέλος,  Καραμανλής (θείος) και   Σημίτης, και από την άλλη, υποθέτω,  όλοι οι υπόλοιποι, από τον Θεόδωρο Δηληγιάννη    έως   τον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Κώστα Καραμανλή-ανηψιό, μπορεί να μας προσφέρει πειστικές εξηγήσεις για την πορεία στην κρίση; Μετά τη δημοσίευση του Λεξικού της Δεκαετίας του ’80 (με την επιμ. των Παναγιωτόπουλου-Βαμβακά), είναι δυνατόν να επαναλαμβάνονται ακόμη οι θεωρίες για το λαϊκισμό που ακούγονταν πριν από 30 χρόνια;  Στις ιστορικές μελέτες, παρόμοια διχοτομικά σχήματα έχουν υποστεί κριτική και  έχουν εγκαταλειφθεί, από κοινού με σχήματα τύπου «κέντρο–πρότυπο versus  περιφέρεια-κεκέκτυπο». Βέβαια, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι παρά τον διανοητικό κόρο που μας δημιουργούν τα σχήματα αυτά, έχουν συνυφανθεί στενά με τον τρόπο που σκεπτόμαστε, έχουν γίνει κάτι σαν το δέρμα της σκέψης μας.   Εκφράζουν ένα βαθύ αυτό-οριενταλισμό, έναν διχασμό δηλαδή του υποκειμένου που αναπαράγει στο εσωτερικό του   διακρίσεις, των οποίων είναι ήδη θύμα.

«Αν η Ελλάδα δεν προσέξει, κινδυνεύει να επιστρέψει στα Βαλκάνια», έγραφε ο Λ. Τσούκαλης  (Καθημ. 23.1.2011). Η φράση    θυμίζει τη φράση με την οποία ο Βούλγαρος πρωθυπουργός Ζελιου Ζέλεφ    προσφώνησε τον Μιτεράν: «Κάντε  μας   γρήγορα Ευρωπαίους για να μην βαλκανιοποιηθείτε» ( Le Monde, 26.11.1994). Προφανώς   η μεγάλη συζήτηση για τον Οριενταλισμό, τις μετα-αποικιακές σπουδές, καθώς και τα Βαλκάνια ως αντικείμενο οριενταλιστικής προσέγγισης, εδώ και δυο δεκαετίες, δεν προβλημάτισε την εφαρμοσμένη πολιτική επιστήμη στην Ελλάδα.[4] Ο αυτό-οριενταλιστικός λόγος ενδημεί σ’ αυτήν ως συστατικό μέρος του σκεπτικού της.  Είναι γεγονός βέβαια ότι ο δυτικοκεντρικός κανονιστικός λόγος, παρά την κριτική που υπέστη,  επέστρεψε επί των πτερύγων της νέας οικονομικής διευθέτησης και των διεθνών οργανισμών που ανέλαβαν να την επιβάλλουν, από τη δεκαετία του ’90, και όχι μόνο στην Αφρική, την Ασία και τη Λ. Αμερική, αλλά και στην ίδια τη Δύση, όπου η έννοια του «εκσυγχρονισμού» απέκτησε το νόημα των μεταρρυθμίσεων που απαιτούσε η συνθήκη της παγκοσμιοποίησης. [5]

Επομένως  η επιβίωση παρόμοιων εξηγητικών σχημάτων σήμερα, ιδιαίτερα σε περιβάλλοντα πολιτικών επιστημόνων δεν  βασίζεται σε ανεπαρκή γνώση των προβληματισμών της ιστοριογραφίας. Οι εξηγήσεις αυτές διατυπώνονται σε ένα ρητορικό  πλαίσιο, σε αντιπαράθεση με τις «μεταρρυθμίσεις».  Φτάσαμε στην κρίση επειδή αυτές τις αρχαϊκότητες  δεν τις αναίρεσαν οι μεταρρυθμίσεις. Δηλαδή φτάσαμε ως εδώ ακριβώς γιατί τέτοιου είδους αρχαϊκότητες χρειάζονται οι ‘μεταρρυθμίσεις’. Συμπέρασμα:  ο λόγος των μεταρρυθμίσεων, για να υπάρξει και να νομιμοποιηθεί, χρειάζεται να ονομάσει και να περιγράψει τέτοιου είδους αρχαϊκότητες.

Αλλά τι είναι οι μεταρρυθμίσεις;  Οι ιστορικοί έχουν μια αρχή: Αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις. Ας δούμε τις λέξεις που χρησιμοποιούμε.   Κάθε φορά ο όρος μεταρρυθμίσεις αντλούσε   διαφορετικό νόημα από το μοντέλο κοινωνίας στο οποίο αναφερόταν. Πες μου τι κοινωνία θέλεις για να καταλάβω που με πάνε οι μεταρρυθμίσεις που μου προτείνεις.    Επομένως, τις  μεταρρυθμίσεις  δεν θα πρέπει να τις δούμε γενικά, ως διορθώσεις ή βελτιώσεις εν γένει, ως «διόρθωση των κακώς κειμένων», αλλά ως στοιχεία μιας ολοκληρωμένης πολιτικής πρότασης η οποία εμπεριέχει και ένα τρόπο να αντιλαμβάνεται κανείς την κοινωνία και την οικονομία, επομένως και τα κακώς κείμενα. Κάθε φορά πρέπει να ‘από-φυσικοποιούμε’ τους όρους και τις έννοιες, για να μπορούμε να καταλαβαίνουμε τι παίζει. Διαφορετικά θα έχουμε παγιδευτεί στις προθέσεις εκείνου που τις χρησιμοποιεί. Ακόμη και αν  συμφωνούμε, πρέπει να καταλαβαίνουμε, προκειμένου  να παραχωρήσουμε τη συγκατάθεσή μας. Θα δούμε παρακάτω τί μεταρρυθμίσεις και για ποιο λόγο. Εδώ όμως θα κλείσουμε αυτή την πρώτη ενότητα με το εξής ερώτημα: Μας   επαρκούν για να καταλάβουμε το γιατί της κρίσης, οι εξηγήσεις που συγκεντρώνουν επιλεκτικά την προσοχή τους στην ελληνική κοινωνία, ή, αντίστροφα,   η περιγραφή της κρίσης είναι μέρος της κρίσης;



3

Οι ενέσεις κορτιζόνης  

Αν κοιτάξουμε σήμερα το χάρτη της κρίσης στην Ευρώπη,  βλέπουμε ότι το μεγαλύτερο βάρος της πέφτει σε  μια ζώνη που περιλαμβάνει Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία, Ελλάδα (εντός ευρωζώνης) και Ρουμανία, Ουγγαρία, Λετονία (εκτός). Δεν είναι πολλές από τις υπόλοιπες χώρες, εκείνες που βρίσκονται εκτός του κύκλου της κρίσης, παίρνοντας οδυνηρά μέτρα λιτότητας. Πρόκειται για μια γεωγραφική περιφέρεια, με χώρες που είχαν πρόσφατα πολύ διαφορετική μεταξύ τους ιστορία και οικονομική πολιτική. Κοινό είναι το εξωτερικό χρέος, αλλά  οι αιτίες δημιουργίας του ποικίλουν. Σε μερικές περιπτώσεις  προέρχεται από δημόσιες δαπάνες, σε άλλες  από χρέη στον ιδιωτικό τομέα. 

Αλλά τόσο τα χρέη του δημοσίου όσο και του ιδιωτικού τομέα έχουν κάτι κοινό. Ανεξαρτήτως του  τρόπου με τον οποίο δημιουργούνται, έχουν μια κοινή λειτουργία: είναι πόροι που αυξάνουν τη ζήτηση. Δεν εξετάζουμε εδώ την προέλευση τους. Χωρίς αυτούς η κίνηση της αγοράς θα ήταν μικρότερη. Επομένως οι πρόσθετοι αυτοί πόροι  ενισχύουν και  αυξάνουν τη ζήτηση, πέρα από τα όρια που θα επέτρεπε η λειτουργία της αγοράς, χωρίς αυτούς.  Είτε το κράτος δανείζεται από το εξωτερικό για να πληρώσει περισσότερους υπαλλήλους και με μεγαλύτερους μισθούς από τον ιδιωτικό τομέα, είτε   οι τράπεζες δανείζονται και δίνουν με περισσή ευκολία πιστώσεις και δάνεια στους ιδιώτες, είτε άμεσα είτε μέσω του πλαστικού χρήματος ή  τη χρήση παραγώγων,   το κοινό αποτέλεσμα είναι ένα: ενέσεις   ενίσχυσης της ζήτησης στην αγορά για καινούργια σπίτια, αυτοκίνητα, υπηρεσίες, καταναλωτικά προϊόντα.  Υπάρχει βεβαίως διαφορά ανάμεσα στην κατευθυνόμενη κρατική χρηματοδότηση της οικονομίας και στην ανεξέλεγκτη ιδιωτική. Κάθε μια έχει τα προβλήματά της, κάθε μια λειτουργεί ως το αντίδοτο στην κρίση που δημιουργεί η άλλη, αλλά και για αυτό το λόγο, επειδή λειτουργούν συμπληρωματικώς ανταγωνιστικά, και οι δυο αποτελούν εν δυνάμει αιτίες  κρίσης. Αλλά αν η ενίσχυση της  ζήτησης θεωρείται  μια τυπικά κεϋνσιανή πολιτική, τότε αυτή η πολιτική, με ή χωρίς κρατικό σχεδιασμό, με ή χωρίς αναφορές στον Κέϋνς, με ή χωρίς κράτος πρόνοιας, είναι πολύ ευρύτερη, και λειτουργεί όπως η κορτιζόνη στον οργανισμό. Δεν ήταν κορτιζόνη για την αμερικανική οικονομία η επινόηση  των χρηματοπιστωτικών παραγώγων, που είχαν σαν αποτέλεσμα την κατάρρευση της Lehman Brothers to 2008; Αλλά και οι ασιατικές οικονομίες  που δείχνουν πολύ μεγαλύτερο δυναμισμό, δεν έχουν λιγότερη κορτιζόνη στο αίμα τους.   Στην Κίνα, επειδή ακριβώς το χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει ντοπάρει στο έπακρο τις επιχειρήσεις, η ισορροπία του συστήματος οφείλεται στη συνεχή μεγέθυνση της οικονομίας. Ενδεχόμενη επιβράδυνση θα προκαλούσε κατάρρευση και ένα επιστημονικής φαντασίας ντόμινο στην παγκόσμια οικονομία, με ασύλληπτες επιπτώσεις. 

     Αν δούμε τώρα ιστορικά αυτή την πολιτική  ενίσχυσης της ζήτησης, θα διαπιστώσουμε ότι οι ενέσεις κορτιζόνης άρχισαν μετά την κρίση    του 1929-32 και κυρίως  με τις ανάγκες που δημιούργησε ο πόλεμος. Οι εξοπλισμοί ήταν μια πρώτη γερή-γερή δόση. Οι ενέσεις  συνεχίστηκαν και μετά τη λήξη του μεγάλου πολέμου με την πολιτική της ανοικοδόμησης των κατεστραμμένων από τον πόλεμο χωρών, καθώς και από τους διαδοχικούς εξοπλισμούς της εποχής του ψυχρού πολέμου, με την Κορέα, το Βιετνάμ, τους πολέμους εναντίον της τρομοκρατίας. Αλλά η κύρια ώθηση δόθηκε  με την  ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού τομέα   και με φθίνοντα επιτόκια. Η μαζική καθιέρωση των πιστωτικών καρτών και του πλαστικού χρήματος προκάλεσε μια έκρηξη καταναλωτισμού, συσσωρεύοντας δανειακές υποχρεώσεις σε νοικοκυριά, τράπεζες, δημόσιους και ιδιωτικούς οργανισμούς. Η ηλεκτρονική τεχνολογία και η επανάσταση στις επικοινωνίες, με τις ανάγκες που δημιούργησε τόσο στον ιδιωτικό τομέα και στα νοικοκυριά,  όσο και στον δημόσιο τομέα, υπήρξε μια από τις  μεγαλύτερες μηχανές ενίσχυσης ζήτησης.  Κάθε κράτος, αλλά και η ΕΕ ξόδεψαν αμύθητα  ποσά για την αγορά ηλεκτρονικού εξοπλισμού και την είσοδο των κοινωνιών στο τεχνο-επιστημονικό περιβάλλον της πληροφορίας και του αυτοματισμού. Μπορούμε να συμπεράνουμε επομένως ότι οι μηχανές της αγοράς, σε όλο αυτό το διάστημα, δεν δούλεψαν χωρίς εξωτερική τροφοδότηση. Τροφοδότηση που έπαιρνε τη μια ή την άλλη μορφή. Τα ελλείμματα και τα χρέη, ανεξαρτήτως της μορφής που είχαν, λειτούργησαν ενισχύοντας την αγορά.  Σε αυτή την ιστορία του ενισχυτικού μοτέρ της ζήτησης, το κράτος είχε  ρόλο κλειδί. Καθάριζε κάθε τόσο το μοτέρ (εξυγίανση και αποπληθωρισμός) και εξασφάλιζε σταθερά τη λειτουργία του.

Κοιτάζοντας ως ιστορικοί στη μεγάλη περίοδο, εκείνο που βλέπουμε είναι ότι ο αποφασιστικά ενισχυτικός ρόλος του κράτους ως προς την οικονομία δεν περιορίστηκε μόνο στην μεταπολεμική περίοδο. Στην περίοδο αυτή πήρε έκφραση με τον κευνσιανισμό που σήμαινε επιδίωξη πλήρους απασχόλησης και κράτος πρόνοιας. Αλλά οι μακροϊστορικές αναλύσεις   (που αφορούν κυρίως την οικονομική ιστορία σε παγκόσμια κλίμακα) δείχνουν ότι η οικονομία ποτέ δεν υπήρξε ένα αυτοτελές σύστημα της αγοράς όπως την περιγράφουν τα εγχειρίδια νεοκλασικής οικονομίας. Οι εξω-οικονομικοί παράγοντες, από την πειρατεία έως την λαφυραγώγηση κατακτημένων περιοχών,  είχαν πάντοτε τον ενεργό ρόλο ενός εξωτερικού μοτέρ, στη λειτουργία του οικονομικού συστήματος. Πρόκειται για δομικό στοιχείο του καπιταλισμού. Αλλά όπως γνωρίζουμε, οι ενέσεις κορτιζόνης καταστρέφουν τα νεφρά.

4

Γιατί χρωστάμε;  

Ας δούμε ιστορικά τώρα μιαν άλλη παράμετρο, που σχετίζεται με τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Η καμπύλη των δημοσιονομικών ελλειμμάτων παρουσιάζεται μακροχρονίως ανοδική. Το δημοσιονομικό έλλειμμα δεν αυξάνονται μόνο από τις σπατάλες ή τις παροχές, αλλά από τα συνολικά έξοδα λειτουργίας και διατήρησης των κοινωνιών. Δυο   παραδείγματα: Ας σκεφτούμε πόσο κόστιζε πριν 40 χρόνια και πόσο κοστίζει σήμερα, από την άποψη  της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης κάθε πρόσθετο έτος στη ζωή ενός συνταξιούχου, πόσο επιμηκύνθηκε ο χρόνος ζωής πάνω από τα 80, όταν οι άνθρωποι εξαρτώνται από ιατρικές παρακολουθήσεις και θεραπείες υψηλού κόστους, και επίσης πόσο αυξήθηκε  ο αριθμός των συνταξιούχων   τόσο σε απόλυτο μέγεθος όσο και σε ποσοστό επί του πληθυσμού, και κυρίως επί του πληθυσμού που βρίσκεται στην εργάσιμο περίοδο της ζωής του.  Ας συγκρίνουμε, επίσης,   το κόστος, 40 χρόνια πριν και σήμερα, της αποκομιδής ενός κιλού σκουπιδιών  με όλες τις αναγκαίες προδιαγραφές που προστέθηκαν στο μεταξύ διάστημα για να προστατέψουν τη δημόσια υγιεινή και το περιβάλλον∙ ας υπολογίσουμε ότι αυξήθηκε κατ’ άτομο η παραγωγή  απορριμμάτων και ότι όλα αυτά πολλαπλασιάζονται με την πληθυσμιακή μεγέθυνση.  Ας σκεφτούμε την ανάπτυξη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από τη δεκαετία του 60 έως τώρα. Στη δεκαετία του 60 ακόμη και στο λύκειο έμπαινε κανείς με εξετάσεις και υπήρχαν πολλά παιδιά που εξέρχονταν από τη διαδικασία εκπαίδευσης και έμπαιναν στη δουλειά μετά το δημοτικό. Το Πανεπιστήμιο ήταν για τους λίγους και στοίχιζε πολύ. Μετά την υιοθέτηση της δωρεάν παιδείας – πόσοι από μας θα σπουδάζαμε χωρίς αυτήν; – και κυρίως μετά τη μαζικοποίηση της εκπαίδευσης, οι εκπαιδευτικές δαπάνες εκτινάχτηκαν προς τα πάνω. Τι στοίχιζε πριν από το ‘80 μια αίθουσα διδασκαλίας (θρανία και μαυροπίνακας) και τι στοιχίζει τώρα που είναι ηλεκτρονικά εξοπλισμένη;

 Όλα αυτά τα έξοδα, για την υγεία, την παιδεία, την καθαριότητα, και για πολλά άλλα που αφορούν τα κοινά έξοδα αναπαραγωγής των ανθρώπινων συλλογικοτήτων, ήταν καρπός εκδημοκρατισμού της κοινωνίας. Είναι το κόστος που συνόδευσε την αναβάθμιση της κατάστασης του πληθυσμού, την αναδιανομή  στους πολλούς των αγαθών των λίγων, την ευρωπαϊκή αναβάθμιση της χώρας που στη δεκαετία του ‘50 είχε ακόμη τριτοκοσμικά χαρακτηριστικά. Ας ρωτήσουμε τώρα: Διαπιστώνουμε μια  ανάλογη   αύξηση της φορολογίας;  Παρατηρώντας αυτές τις δύο καμπύλες, των δημόσιων δαπανών και των δημόσιων εσόδων, στις περισσότερες χώρες- εκείνο που διαπιστώνει ακόμη και ο αδαέστερος περί τα οικονομικά αναγνώστης είναι μια συνεχώς διευρυνόμενη απόκλιση. Μεγαλύτερες και ανελαστικότερες οι δαπάνες, μικρότερα και ελαστικότερα  τα έσοδα. Βεβαίως αυξήθηκε η παραγωγικότητα, επομένως ο όγκος της φορολογητέας ύλης. Αλλά η απόκλιση υπήρξε προοδευτικά διευρυνόμενη. Στην προηγούμενη της κρίσης περίοδο, από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, τα κέρδη των επιχειρήσεων και οι αμοιβές των ανώτατων στελεχών είχαν αυξηθεί σε αστρονομικά επίπεδα. Αν αυτά φορολογούνταν, όπως στις σκανδιναβικές χώρες, δεν   θα υπήρχε αυτή η απόκλιση, ή θα ήταν μικρότερη.   Όμως η απονομιμοποίηση της φορολογίας ως αντιμετώπισης των συλλογικών εξόδων αναπαραγωγής μιας κοινωνίας, η απαξίωση του κράτους ως ρυθμιστικού μηχανισμού, μαζί με τη   δυνατότητα μεταφοράς των επενδύσεων από τη μια χώρα χαμηλού κόστους σε άλλες ακόμη χαμηλότερου κόστους, η μεταφορά εταιρειών στους φορολογικούς παραδείσους,  οδήγησε στην πλήρη αδυναμία των κρατών να φορολογήσουν την οικονομική δραστηριότητα. Επομένως, το μέλλον προοιωνιζόταν και αποδείχτηκε ελλειμματικό. Και όχι  μόνο στην Ελλάδα, αλλά στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Η  Ελλάδα βέβαια είχε και τους πρόσθετους λόγους που είπαμε για να είναι μια από τις πρώτες χώρες που λύγισαν, και δεν πρέπει να ελαχιστοποιούμε τα προβλήματα κακοδιαχείρησης και μεροληπτικής δαπάνης, ό,τι ονομάζουμε διαφθορά και σπατάλη. Αν όμως το ελληνικό πρόβλημα βρίσκεται στα πρωτοσέλιδα του διεθνούς τύπου είναι επειδή   αποτυπώνει ένα υπαρκτό παγκόσμιο πρόβλημα. Χωρίς να χάνουμε από τα μάτια μας τον τρόπο με τον οποίο διατέθηκαν στην Ελλάδα οι δημόσιες δαπάνες, ας μην μας διαφεύγει ο διεθνής   ορίζοντας και το χρονικό βάθος αυτής της διάστασης απόκλισης εσόδων- δαπανών.  Η επιμονή αποκλειστικά σε ελληνικές παθολογίες, δεν δηλώνει μόνο νοητικές αδράνειες. Επισκιάζει το πρόβλημα σκόπιμα.

5

Για ποιες μεταρρυθμίσεις μιλάμε;

Αυτή η απόκλιση και η αυξανόμενη χρέωση του δημοσίου, οδήγησε σε μια εκτεταμένη, και εν πολλοίς σκανδαλοθηρική   κριτική του Δημοσίου τομέα, σε μια αμφισβήτηση του λόγου ύπαρξής του,  της λογικής και των αξιών που υπηρετούσε. Το βεμπεριανό μοντέλο δημόσιας διοίκησης αμφισβητήθηκε. Τη θέση του πήραν η public choice theory, η νεοκλασσική οικονομική θεωρία που κυριάρχησε τόσο στις οικονομικές σχολές όσο κα στην πολιτική επιστήμη, η κριτική που εκπορευόταν από τα think tanks της νέας, αγγλικής και αμερικανικής, Δεξιάς.  Εν τέλει το νέο μοντέλο διακυβέρνησης συγκροτήθηκε σε μια  ολοκληρωμένη πολιτική, η οποία ονομάστηκε  New Public Management (NPM), ή χαϊδευτικά «μεταρρυθμίσεις». Τι είναι αυτές οι μεταρρυθμίσεις; Δεν είναι η βελτίωση των κακώς εχόντων, αλλά μια νέα φιλοσοφία. Μια φιλοσοφία αντίληψης και διεύθυνσης της κοινωνίας με βάση τη νεοκλασική οικονομική φιλοσοφία.    Υιοθέτηση  κριτηρίων της αγοράς και των συμπράξεων του δημόσιου και του ιδιωτικού, όπου το δημόσιο προσομοιάζει όλο και περισσότερο στις λειτουργίες του προς τους ιδιωτικούς οργανισμούς και υιοθετεί τις αρχές λειτουργίας τους. Η αλλαγή αυτή ήταν μια παραδειγματική αλλαγή (paradigmatic shift –κατά το θεωρητικό υπόδειγμα του T.H.Kuhn), με την έννοια ότι περιλάμβανε μια αλλαγή σε αξίες και κριτήρια, στον τρόπο να βλέπουμε τα πράγματα. Υιοθετήθηκε στη δεκαετία ‘80 από τις αγγλοσαξονικές χώρες, και προωθήθηκε από διεθνείς οργανισμούς (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, ΟΟΣΑ), αρχικά στις χώρες της υποσαχάρειας Αφρικής, στη συνέχεια στη Ν.Α. Ασία.  Το  ΝΡΜ ήταν μέρος του πακέτου των μεταρρυθμίσεων που προτάθηκε στις πρώην χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, και εν τέλει υιοθετήθηκε από την ΕΕ μετά το Μάστριχτ, ως στοιχείο προσαρμογής στο νέο περιβάλλον που δημιούργησε η παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Ας επισημάνουμε εδώ το ρόλο των οικονομικών κρίσεων σ’ αυτή την παραδειγματική μετακίνηση από το ένα μοντέλο πολιτικής στο άλλο. Λειτούργησαν ως τα απαραίτητα ‘παράθυρα ευκαιρίας’, τόσο στην υπο-σαχάρεια Αφρική όσο και στη και Ν.Α. Ασία, με την παρέμβαση του ΔΝΤ, της  Παγκ. Τράπεζας και του ΟΟΣΑ. Στόχος η εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών, ελαχιστοποίηση του κράτους, ιδιωτικοποιήσεις για να μπορέσουν οι χώρες αυτές να δανείζονται από την αγορά. Επρόκειτο για  μια αλλαγή της τέχνης του κυβερνάν,  για μια νέα φιλοσοφία του κράτους και της πολιτικής. Νέο λεξιλόγιο, λ.χ. διακυβέρνηση, νέα αντίληψη της κοινωνικής συμβίωσης. Εγκαθιδρύθηκε μια νέα μορφή governmetality, μια σύνθετη μορφή που περιλαμβάνει όχι μόνο την ικανότητα της διακυβέρνησης, αλλά επίσης και την κατασκευή κυβερνήσιμων υποκειμενικοτήτων. Εσωτερίκευση νέων αξιών ώστε να γίνουμε κυβερνήσιμοι, συμμετέχοντας στην διαδικασία της διακυβέρνησής μας. Όπως και στην εναλλαγή των επιστημονικών παραδειγμάτων το ζήτημα δεν είναι ποιο είναι πιο αληθινό από το άλλο, έτσι και στην αλλαγή του παραδείγματος διακυβέρνησης το ζήτημα δεν είναι πιο είναι πιο σωστό, ή πιο καλό, ή πιο κατάλληλο από το άλλο.

Αυτές είναι οι περίφημες ‘μεταρρυθμίσεις’ τις οποίες και η Ελλάδα πρέπει να ενστερνιστεί, ως τη μόνη σωτηρία για όλα τα προπατορικά της αμαρτήματα. Η συνήθης επωδός: Δεν χρειάζεται να ανακαλύψουμε τον εμείς τον τροχό, τον ανακάλυψαν οι άλλοι πριν από εμάς.  Και εδώ χρειάζεται να επισημάνει κανείς την αλληλοδιαπλοκή ανάμεσα σε κυβερνητικές επιλογές και επιστημονικά περιβάλλοντα που λειτουργούν ως βραχίονες αυτής της μεταβολής, χωρίς αναστοχασμό, χωρίς κριτική, χωρίς αποστάσεις.  Πρόκειται για απόψεις που «φυσικοποιούν» τις μεταρρυθμίσεις αυτές και συσκοτίζουν τις πολιτικές επιλογές που τις νοηματοδοτούν. Και εδώ καταλαβαίνει κανείς γιατί όλη η συζήτηση της κρίσης περιορίζεται στις ελληνικές παθογένειες.[...]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Τα url του θείου Ισιδώρα